24 MEDIA

ΠΩΣ ΘΑ ΜΑΘΕΙΣ ΝΑ ΜΙΛΑΣ “ΑΠΤΑΙΣΤΑ” ΚΥΠΡΙΑΚΑ

Ακριβείς κανόνες δεν υπάρχουν, αλλά σου δίνουμε χρήσιμες οδηγίες και έξυπνα tips για να μάθεις να μιλάς σωστά την κυπριακή διάλεκτο.

“Τραγουδιστά” είναι το χαρακτηριστικό που αποδίδουν συνήθως στα κυπριακά, την διάλεκτο που ομιλείται από περισσότερους από 880.000 ανθρώπους, κυρίως στην Κύπρο, αλλά όχι μόνο, καθώς την συναντάμε και σε χιλιάδες Ελληνοκυπρίους της διασποράς.

Παρά το γεγονός, όμως, ότι πρόκειται για διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας, οι Ελλαδίτες δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα κυπριακά, πόσω δε μάλλον να τα μιλήσουν, καθώς οι Κύπριοι – ειδικά αν τους εντοπίσεις σε μεγάλες παρέες – μιλάνε αρκετά γρήγορα. Εκτός από την έντονη προφορά, που αποτελεί σημαντικό στοιχείο της διαλέκτου, υπάρχουν και αρκετές κυπριακές λέξεις, οι οποίες είναι εντελώς διαφορετικές από τις ελληνικές, επομένως είναι σχεδόν αδύνατο να τις “αποκρυπτογραφήσεις”.

Στην Ελλάδα, οι περισσότεροι έρχονται σε επαφή με τα κυπριακά μέσω των φοιτητών που βρίσκονται στη χώρα για σπουδές ή μέσω των Κύπριων τουριστών. Για παράδειγμα, εάν έχεις δουλέψει στην εστίαση και έχεις πετύχει Κύπριο πελάτη, σίγουρα θα σου έχει ζητήσει “μια μπουκκαλούα νερό απάγωτη”, δηλαδή ένα μπουκαλάκι νερό ζεστό, δηλαδή εκτός ψυγείου (α στερητικό + παγωμένη).

Αξίζει να σημειωθεί πως στην Κύπρο, τα κυπριακά ομιλούνται στην καθημερινότητα, προφορικά, ενώ σπανίως τα συναντάμε στον γραπτό λόγο – πλέον, μπορούμε να τα εντοπίσουμε και στον χώρο των social media, αφού ο καθένας μπορεί να εκφραστεί όπως θέλει. Όμως, σε επίσημο περιβάλλον θεωρείται πιο αποδεκτή η χρήση της Κοινής Νέας Ελληνικής τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, όπως στα σχολεία, στο κοινοβούλιο, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα επίσημα έγγραφα, στα βιβλία, στο εκπαιδευτικό υλικό.

Από πού προέρχεται η διάλεκτος

Η Κυπριακή διάλεκτος αποτελεί στη σύγχρονη εποχή τη μεγαλύτερη ελληνική διάλεκτο (ακολουθούν τα Ποντιακά, τα Κρητικά και άλλες) και είναι “μητροδίδακτη”, δηλαδή την μαθαίνουμε από τη γέννησή μας. Γεωγραφικά και διαλεκτικά, ανήκει στην κατηγορία της αρχαίας αρκαδοκυπριακής, μαρτυρώντας πως οι Αχαιοί είχαν αποικήσει και την Κύπρο. Έπειτα, επηρεάστηκε από την ελληνιστική κοινή (λαϊκή μορφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας) που εξελίχθηκε από την αττική διάλεκτο και εμφανίστηκε και επικράτησε στη μετακλασική αρχαιότητα.

Αργότερα, όταν η Κύπρος τέθηκε υπό τη γαλλική δυναστεία των Λουζινιανών και, ως εκ τούτου, μεταβλήθηκε σε φραγκικό κρατίδιο, αρκετές λέξεις από την παλαιά γαλλική έκαναν την είσοδό τους στην κυπριακή διάλεκτο. Ακολούθησαν σημαντικοί σταθμοί, οι οποίοι άφησαν αξιοσημείωτα ίχνη στη σύγχρονη μορφή των κυπριακών, όπως η Ενετοκρατία και κατόπιν η Τουρκοκρατία. Τέλος, ιδιαίτερα εμφανής είναι η ισχυρή επιρροή από την αγγλική γλώσσα, η οποία συνεχίζει ως ένα σημείο ακόμη και σήμερα να διαμορφώνει την κυπριακή διάλεκτο.

Μορφολογικά/φωνολογικά χαρακτηριστικά

Ακολουθούν κάποια από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κυπριακής διαλέκτου, τα οποία είναι απαραίτητα εάν θέλετε να μάθετε να την μιλάτε σωστά.

  • Το βασικό -σσ-: Βασικό στοιχείο των κυπριακών είναι η μετατροπή, κυρίως, του -χ- σε -σσ- ή αλλιώς -sh-, ώστε να γίνει πιο αντιληπτό.

Παραδείγματα: έχει – έσσει (έshει), βρέχει – βρέσσει (βρέshει), χέρια – σσέρκα (shέρκα), χοίρος – σσοίρος (shοίρος).

  • Το γνωστό -τζ-: Στην ίδια λογική με το παραπάνω, σε πολλές περιπτώσεις το -κ- γίνεται -τζ- (ακούγεται σαν -τσ-) ή αλλιώς -j-, με κυριότερη και πιο γνωστή λέξη το “και” που γίνεται τζαι.

Παραδείγματα: καιρός – τζαιρός (jαιρός), κύρης – τζύρης (jύρης), κοιλιά – τζοιλιά (jοιλιά), κοιμάμαι – τζοιμούμαι (jοιμούμαι).

  • Διπλά σύμφωνα: Ο διπλασιασμός των συμφώνων στην προφορά πολλών λέξεων, κυρίως των γραμμάτων κ, μ, ν, λ, π, ρ, τ. Μάλιστα, όταν το σύμφωνο είναι ήδη διπλό, τότε ακούγεται σχεδόν τριπλό.

Παραδείγματα: ποτέ – ποττέ, πίνω – πίννω, πακέτο – πακκέττο, πέφτω – ππέφτω, πίτα – πίττα.

  • Το περίφημο τελικό -ν: (Βάζοντας το τελικό -ν σε κάθε λέξη που λέμε, δεν σημαίνει ότι μιλάμε κυπριακά!). Η κατάληξη του -ν χρησιμοποιείται, κυρίως, στην αιτιατική πτώση των ουσιαστικών, όπως δηλαδή γινόταν στα αρχαία ελληνικά. Εκτός αυτού, παρατηρείται σε αρκετά ρήματα, κυρίως όταν συναντώνται στον παρατατικό.

Παραδείγματα: την θάλασσα, το τραπέζιν, την καρέκλαν, το ποτήριν, την δασκάλαν / ακούμεν, μιλούμεν, περπατούμεν.

  • Σίγηση των β, γ, δ ανάμεσα σε φωνήεντα: Σε μερικές λέξεις τα σύμφωνα αυτά απαλείφονται.

Παραδείγματα: φοβάμαι – φοούμαι, πηγαίνω – πηαίνω, άκουγα – άκουα, έφαγα – έφαα.

  • Μετατροπή συμφώνων: ργ> ρκ, ρ> κ, β>φ, βγ > φκ,.

Παραδείγματα: αργώ – αρκώ, κόβω – κόφκω, στρίβω – στρίφκω, παλεύω – παλεύκω, πιστεύω – πιστεύκω, μαγειρεύω – μαγειρεύκω, χορεύω – χορεύκω, αυγό – αφκό, βγαίνω – φκαίνω.

  • Πότε βάζουμε -θκια: Όταν έχουμε είτε στην αρχή της λέξης είτε στη μέση, τα -δια και -τια, τότε τα μετατρέπουμε σε -θκια, δυο – θκυο.

Παραδείγματα: παιδιά – παιθκιά, διαβάζω – θκιαβάζω, μάτια – μάθκια, πόδια – πόθκια, μονοπάτια – μονοπάθκια, διαμάντι – θκιαμάντι, κομμάτια – κομμάθκια.

  • Πρόσθεση του -ε στην αρχή, όταν είναι παρατατικός: Όταν μιλάμε σε παρελθοντικό χρόνο διαρκείας, το -ε μπαίνει μπροστά από τα ρήματα.

Παραδείγματα: σιδέρωνα – εσιδέρωνα, μαγείρευα – εμαγείρευα, διάβαζα – εθκιάβαζα, πότιζα – επότιζα, φρόντιζα – εφρόντιζα.

  • Οι καταλήξεις -ουσιν και -ασιν: Χρησιμοποιούνται σε ρήματα στο γ’ πληθυντικό πρόσωπο, τόσο στον ενεστώτα όσο και στον αόριστο και παρατατικό.

Παραδείγματα: παίζουν – παίζουσιν, αναστενάζουν – αναστενάζουσιν, φεύγουν – φεύκουσιν, περνούν – περνούσιν, άφησαν – αφήσασιν, κόλλησαν – εκολλήσασιν, έπαιρναν – επαίρνασιν.

  • Η κατάληξη -ίσκω: Ρήματα τα οποία συνήθως λήγουν σε -ω, παίρνουν την κατάληξη -ίσκω.

Παραδείγματα: μένω – μεινίσκω, πλένω – πλυνίσκω.

  • Υποκοριστικά σε -ούι και -ούα:

Παραδείγματα: αυτοκινητάκι – αυτοκινητούι, τραπεζάκι – τραπεζούι, καραμελίτσα – καραμελούα, σοκολατίτσα – σοκολατούα.

Η πολλαπλή σημασία του “εν”

Στα κυπριακά, το “εν” φέρει διάφορες σημασίες και η καθεμία εξαρτάται από το κατά πόσο συνοδεύεται από κάποια άλλη πρόθεση. Ανάλογα με αυτό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικίλες περιπτώσεις. Πάντως, αποτελεί μία από τις προθέσεις που συναντάμε πολύ συχνά στη διάλεκτο.

  • Το “εν” μόνο του: Αν το εντοπίσουμε/χρησιμοποιήσουμε χωρίς κάτι άλλο, τότε οι σημασίες του είναι δύο: “δεν” και “είναι”.

Παράδειγμα 1: Εν θέλω να πάω στο σχολείο = Δεν θέλω να πάω στο σχολείο.

Παράδειγμα 2: Εν πολλά όμορφο το φόρεμά σου = Είναι πολύ όμορφο το φόρεμά σου.

  • Το “εν” διπλό = εν εν: Λαμβάνοντας υπόψιν το παραπάνω, τα δύο “εν”, όταν είναι δίπλα δίπλα, σημαίνουν “δεν είναι”. Αν υπάρχει και άλλο “εν” στην πρόταση, τότε θα έχει λογικά μία από τις παραπάνω σημασίες.

Παράδειγμα 1: Εν εν σωστό να μιλάς στον ενικό στους μεγαλύτερούς σου = Δεν είναι σωστό να μιλάς στον ενικό στους μεγαλύτερούς σου.

Παράδειγμα 2: Εν εν γλυκό το κέικ, γιατί εν έβαλα ζάχαρη μέσα = Δεν είναι γλυκό το κέικ, γιατί δεν έβαλα ζάχαρη μέσα.

  • Το “εν” μαζί με “να” = εν να: Στην περίπτωση αυτή, τότε σημαίνει “θα” και χρησιμοποιείται είτε για στιγμιαίο μέλλοντα είτε για διαρκείας.

Παράδειγμα 1: Του χρόνου εν να πάμε διακοπές στην Πάρο = Του χρόνου θα πάμε διακοπές στην Πάρο.

Παράδειγμα 2: Αύριο εν να λείπω ούλη μέρα που το σπίτι = Αύριο θα λείπω όλη μέρα από το σπίτι.

  • Το “εν” μαζί με “τζαι” = δεν ή δεν είναι: Εδώ, λαμβάνει και πάλι τη σημασία της άρνησης.

Παράδειγμα: Εν τζαι είπα σου τι έπαθα σήμερα στο λεωφορείο = Δεν σου είπα τι έπαθα σήμερα στο λεωφορείο.

Η “ανάποδη” σύνταξη

Πολλές διαφορές ελληνικών – κυπριακών εντοπίζονται στη σύνταξη των προτάσεων, αφού στην συγκεκριμένη διάλεκτο δεν ακολουθείται το “υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο” πάντοτε – και όχι μόνο.

Ακόμη και σε απλές φράσεις, όπως οι παρακάτω, υπάρχει αντιστροφή των τύπων:

  • Σε αγαπώ = Αγαπώ σε
  • Καλά είσαι; = Είσαι καλά;
  • Το έστειλα = Έστειλα το

Εδώ, αξίζει να σημειωθεί, πως ο χρονικός σύνδεσμος “αφού”, στα κυπριακά μπαίνει στο τέλος της πρότασης.

Επίσης, ιδιάζουσα περίπτωση αποτελεί το παρακάτω ρήμα, καθώς η σύνταξή του διαφέρει αρκετά από τη νέα ελληνική:

Πονώ= Στα ελληνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε τον πόνο στο κεφάλι, θα πούμε “με πονάει το κεφάλι μου”. Στα κυπριακά, έχουμε το αντίστροφο. Θα πούμε “πονώ το κεφάλι μου”, δηλαδή σαν να πονάμε εμείς το ίδιο μας το κεφάλι. Στην ουσία, είναι σαν να δηλώνουμε το “πού” πονάμε, “πονώ στο κεφάλι μου”.

Παράδειγμα: Εν έφαα ούλη μέρα και τωρά πονώ το στομάχι μου = Δεν έφαγα όλη μέρα και τώρα με πονάει το στομάχι μου.

Λέξεις με άλλη σημασία

Δεν είναι λίγες οι λέξεις που, αν και είναι ίδιες σε νέα ελληνικά και κυπριακά, έχουν περισσότερες σημασίες ή χρησιμοποιούνται με διαφορετικό τρόπο, περιπλέκοντας έτσι τα πράγματα και τη συνεννόηση.

  • Πιάνω = παίρνω ή αγοράζω. Χρησιμοποιείται, όμως, πολύ συχνά ως “πιάνω τηλέφωνο” για να δηλώσει το ρήμα “τηλεφωνώ”.

Παράδειγμα 1: Εν να σε πιάσω τηλέφωνο το απόγευμα = Θα σε πάρω τηλέφωνο το απόγευμα.

Παράδειγμα 2: Πρέπει να πάω να πιάσω την κόρη μου από το φροντιστήριο = Πρέπει να πάω να πάρω την κόρη μου από το φροντιστήριο.

Παράδειγμα 3: Έπιασα υλικά για να φτιάξω παστίτσιο = Πήρα/Αγόρασα υλικά για να φτιάξω παστίτσιο.

  • Συγχύζομαι = μπερδεύομαι. Περισσότερο χρησιμοποιείται για να δηλώσει το μπέρδεμα, παρά την αναστάτωση, όπως γίνεται στη νέα ελληνική γλώσσα.

Παράδειγμα: Εσυγχύστηκα τζαι έστριψα αριστερά αντί δεξιά = Μπερδεύτηκα και έστριψα αριστερά αντί δεξιά.

  • Βαρετό = βαρύ. Ενώ στα νέα ελληνικά, το βαρετό ορίζει κάτι που προκαλεί βαρεμάρα, στην κυπριακή διάλεκτο χρησιμοποιείται για να ορίσει κάτι που έχει μεγάλο βάρος.

Παράδειγμα: Εν μπορώ να το σηκώσω, εν πολλά βαρετό = Δεν μπορώ να το σηκώσω, είναι πολύ βαρύ.

  • Διασταυρώνω = περνάω απέναντι. Πολλές οι σημασίες του στη Νέα Ελληνική: τοποθετώ σταυρωτά, ελέγχω / επαληθεύω, ενώνω ένα είδος με άλλο. Στην Κύπρο, όμως, με βάση την διασταύρωση του δρόμου, χρησιμοποιείται για να εννοήσει το πέρασμα στον απέναντι δρόμο.

Παράδειγμα: Όταν διασταυρώνεις, πρέπει να κοιτάζεις πάντα τζαι που τις θκυο πλευρές = Όταν περνάς τον δρόμο απέναντι πρέπει να κοιτάζεις πάντα και από τις δύο πλευρές.

Χρήσιμες λέξεις και ευφάνταστες φράσεις

  • οξά: διαζευκτικός σύνδεσμος “ή”, σε κάποιες περιπτώσεις σημαίνει “μήπως”.
  • μεν: μην
  • ίντα: τι
  • πολύ: πολλά
  • νάκκον: λίγο
  • μητσής / μητσιά: μικρός / μικρή
  • μιάλος / μιάλη: μεγάλος / μεγάλη
  • δαμέ / τζιαμέ: εδώ / εκεί
  • ‘πο δά / ‘πο τζεί: από ‘δω / από ‘κει
  • τζείνος / τζείνη: εκείνος / εκείνη
  • τούτος / τούτη / τούτη: αυτός / αυτή / αυτό
  • πελλός: τρελός
  • άτε ρε: άντε βρε
  • αλόπως: μήπως, πιθανώς
  • πέρκι: μακάρι, αλλά σημαίνει και ίσως
  • άγια ολάν τζιαι κανεί: παράτα μας, άντε από ‘κει, φτάνει
  • ζάβαλλε μου / ζάβαλλι μου: ταλαιπωρία, δυστυχία, κυρίως χρησιμοποιείται με την έννοια του κρίματος, “ζάβαλλε μου ο άνθρωπος” = ο καημένος, ο δυστυχισμένος
  • μάνα μου ρε: σημαίνει “άχου το / άχου σε” όταν πρόκειται για κάτι γλυκό και χαριτωμένο, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις ταυτίζεται με την παραπάνω σημασία, “μάνα μου ρε τον καημένο”
  • πού σου νεύκω, πού πάεις: άλλα ντ’ άλλα, άλλα λέω και άλλα καταλαβαίνει
  • κάτσε την μάππαν χαμέ: η κυριολεκτική σημασία είναι “άφησε την μπάλα κάτω”, αλλά χρησιμοποιείται για να πεις στον άλλον “σιγά, χαλάρωσε, ποιος νομίζεις ότι είσαι;”
  • έππεσε το αρφάλι μου: η κυριολεκτική σημασία είναι “έπεσε κάτω ο ομφαλός μου“, αλλά χρησιμοποιείται για να δηλώσεις ότι πεινάς πάρα πολύ.
  • όϊ άππαρο: η κυριολεκτική σημασία είναι “όχι άλογο“, αλλά χρησιμοποιείται για να δηλώσεις δυσπιστία, για να πεις ότι “αυτό αποκλείεται”
  • έπιασεν μας στο μαϊττάππι: μας κοροϊδεύει, μας δουλεύει
  • σικκιμέ: σημαίνει “δεν με νοιάζει, ας είναι, ας γίνει”

“Μπαίνει ένας Κύπριος σε ένα μπαρ…”

Για να περάσουμε στο πρακτικό του πράγματος. Ας υποθέσουμε πως επισκέπτεσαι ένα εστιατόριο ή μια ταβέρνα ή ένα μπαρ. Πώς μπορείς να εναρμονιστείς με το περιβάλλον και τι ακριβώς θα συμβεί;

Αρχικά, αν θες την μπύρα σου παγωμένη, τότε θα ζητήσεις να είναι “τσακρί” (πάρα πολύ παγωμένη). Μαζί με το ποτό σου, η σερβιτόρα θα σου φέρει “κούννες” (έτσι λέμε όλους τους ξηρούς καρπούς: από φιστίκια μέχρι αμύγδαλα). Υπάρχει περίπτωση, αντί για αυτά, να σου φέρει “τσιπς” (μια μεγάλη κατηγορία που περιλαμβάνει: πατατάκια, πακοτίνια, δρακουλίνια και οτιδήποτε σε γαριδάκια). Εάν, όμως, θες ποπ-κορν, τότε πρέπει να ζητήσεις “σίταρους” (προέρχεται από την σιταροπούλα, δηλαδή το καλαμπόκι).

Αλλά, ας υποθέσουμε πως έχεις πάει για κυπριακά σουβλάκια, ψημένα στη “φουκού” (φουφού). Σ’ αυτή την ιδιαίτερη πίτα με τις σεφταλιές, θα βρεις, φυσικά, το περίφημο “κραμπίν” (λάχανο), μαζί με ένα σωρό άλλα υλικά, όπως το αγγούρι (είναι βασικό στοιχείο της κυπριακής διατροφής). Αν δεν θες τζατζίκι, καλά θα κάνεις να δοκιμάσεις με “τασσιή” (ταχίνι), ενώ καλό θα είναι να συνοδεύσεις το φαγητό σου με κρύα “ζιβάνα” (δηλαδή ζιβανία, το κυπριακό απόσταγμα). Τέλος, εάν είσαι σε κάποια ταβέρνα, να περιμένεις στο τέλος το κέρασμα, που θα είναι “παττίχα με χαλλούμιν” (καρπούζι με χαλούμι, γιατί καλύτερο είναι με φέτα;).

Τέλος, αν θες να φλερτάρεις και είσαι άνδρας, πρόσεξε μην αποκαλέσεις “κόρη” την κοπέλα που θα προσεγγίσεις. Δεν ενδείκνυται σε αυτή την περίπτωση! Αν πάλι, θες να “πιάσεις φιλίες” με άλλη ανδροπαρέα, αρκεί ένα “γεια σου ρε κουμπάρε” για να τους “ξεκλειδώσεις”.

Για να εμπλουτίσεις το λεξιλόγιό σου

Κλείνοντας, αφήνω εδώ μια λίστα με κυπριακές λέξεις που θα εμπλουτίσουν το λεξιλόγιό σου, είτε για να τις χρησιμοποιήσεις εσύ, είτε για να τις επιστρατεύσεις την επόμενη φορά που θα συναναστραφείς με Κύπριους – ή καλύτερα Κυπραίους.

ακκάννω (ρήμα) = δαγκώνω

άλλωσπως (επίρρημα) = με άλλο τρόπο, αλλιώς

ανάνοικτο (ουσιαστικό, το) [α στερητικό + ανοικτό) = αυτό που δεν έχει ανοικτεί ποτέ

αντζελοσσιάζουμαι (ρήμα) [άγγελος + σσιάζουμαι] = τρομάζω

αντινάσσω (αντίναξα, αντινάχτηκα) [< ανά + τινάσσω] τινάζω

αψιουρίζουμαι (ρήμα) [ηχητικό, από τον ήχο του φταρνίσματος *αψιού*] = φταρνίζομαι

βαρκούμαι ρ. (εβαρέθηκα) βαριέμαι

βούκκα (ουσιαστικό, η) = το μάγουλο

βουρώ (ρήμα) = (εβούρησα) τρέχω

δυσπυρκώ (ρήμα) = δυσανασχετώ

ζαβός (ουσιαστικό, ο) = στραβός

θωρώ (ρήμα) = βλέπω

κάμνω (ρήμα) = κάνω

καρκασαλλίκκι (ουσιαστικό, το) = η φασαρία, ο σαματάς

κατσιαρίζω (ρήμα) = κάνω θόρυβο

καύκω (ρήμα) = καίω

κκελλέ (ουσιαστικό, η) = το κεφάλι

κκέλης (ουσιαστικό, ο) = ο φαλακρός

λαλώ (ρήμα) = λέω

λαόνουμαι (ρήμα) = τρομάζω, φοβάμαι, ξαφνιάζομαι

λουβώ (ελούβησα) = θρυμματίζω

μούχτιν (επίρρημα) = δωρεάν

παουρίζω (ρήμα) = φωνάζω

πιτώ (ρήμα) = ψεκάζω

πυρά (ουσιαστικό, η) = ζέστη, καύσωνας / πύρουλλος (ουσιαστικό, ο) = μεγεθυντικό της πυράς

σιονώνω (ρήμα) = χύνω

σούζω (ρήμα) = κουνώ

σύρνω (ρήμα) = ρίχνω, πετώ

τίτσιρος (ουσιαστικό, ο) = γυμνός

τουρτουρώ (ρήμα) = τρέμω από το κρύο

τσιλλώ (ρήμα) = πιέζω

φακκώ (ρήμα) = χτυπώ

φκάλλω (ρήμα) = βγάζω

χτιτσιό (ουσιαστικό, το) = η βρωμιά, η ακαθαρσία

Αυτά και “κανεί” (φτάνει)!

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα