Περικλής Κανάρης: Aπό το Καστελλόριζο με αγάπη

Διαβάζεται σε 13'
Ο Περικλής Κανάρης
Ο Περικλής Κανάρης

Περικλής Κανάρης: ένας ονειροπόλος καλλιτέχνης μπορεί να κάνει πραγματικότητα το απίστευτο: ένα φεστιβάλ μουσικής στο νοτιοανατολικό άκρο της χώρας, εκεί που χρειάζεται αντοχή για να ζεις και τόλμη να δημιουργείς.

Γνώριζα τον Περικλή Κανάρη μέσω της παιδικής φίλης Βάσιας Χατζηγιαννάκη. Την εμπιστεύομαι για την κρίση της και αναγνωρίζω την ευαισθησία της. Οπότε ο Περικλής θα ήταν… μονόδρομος για τη ζωή μας. Μπήκε σαν σίφουνας, με την ευγένεια και τη διακριτικότητα που χαρακτηρίζει τους «ξενιτεμένους» και επαναπατριζόμενους. Εννοώ εκείνους που μόχθησαν αλλού για τα αυτονόητα αλλά που πάντα αγαπούν την Ελλάδα και τέλος πάντων θέλουν, μετά από κάποια ηλικία, να εξελιχθούν στον τόπο τους και να τον εξελίξουν και εκείνον. Είναι ο Κανάρης ένας αιθεροβάμων «μπουρλοτιέρης»; Αποφασίστε μόνοι σας. Μια, ακόμη, απίθανη ιστορία ζωής ξετυλίγεται μπροστά μας με αίσιο τέλος.

Στις 27-29 Ιουνίου στο Near&Far Kastellorizo International Music Festival. Stay tuned! Φέτος είναι μόνο η αρχή!

Το επώνυμό σας έχει σχέση με τον εθνικό μας ήρωα;

Ναι, είμαι απευθείας απόγονος του πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη. Ένα από τα παιδιά του Κανάρη, ο Μιλτιάδης, δημιούργησε τη δική μας οικογένεια -εγώ είμαι πέμπτη γενιά. Είναι κάτι που από μικρό παιδί βιώνω ταυτόχρονα ως τιμή και ευθύνη.

Από πού κατάγεστε;

Από τα Ψαρά, φυσικά. Βέβαια ο Κανάρης μετά την καταστροφή των Ψαρών μετοίκησε στην Αθήνα. Έζησε στην Κυψέλη, όπου υπάρχει ακόμα το εκκλησάκι του, αλλά δυστυχώς το σπίτι του έγινε τελικά πολυκατοικία.

Εσείς που μεγαλώσατε;

Μεγάλωσα στην Αθήνα και στα 18 μου έφυγα για την Αγγλία, όπου έκανα σπουδές με αντικείμενο την Επικοινωνία και τα Μέσα Ενημέρωσης. Πρέπει να πω βέβαια ότι όλα ξεκίνησαν κάπως δύσκολα, αφού εγώ έλεγα από μικρός ότι ήθελα να γίνω μουσικός, αλλά το σπίτι μου γενικώς το φοβόταν το επάγγελμα και δεν δήλωνε φανατικά… υπέρ.

Η επιλογή αυτή οφείλεται σε έναν φωτισμένο άνθρωπο, αντιπρύτανη στο Πολυτεχνείο και φίλο του πατέρα μου, τον Μανώλη Πρωτονοτάριο, ο οποίος πάνω σε μία συζήτηση με ρώτησε τι άλλο θα μου άρεσε να κάνω εκτός από τη μουσική. Του είπα ότι είμαι καλός στην έκθεση και μου απάντησε ότι τότε υπήρχε ένα ρεύμα στο εξωτερικό που αφορούσε τα μέσα επικοινωνίας -στην Ελλάδα ακόμη δεν υπήρχε η σχολή του Παντείου. Έτσι βρήκα μία σχολή στο Κεντ, η οποία είχε ξεκινήσει μόλις έναν χρόνο πριν, και έβαλα πλώρη για εκεί, όπου και μπήκα.

Μουσική παίζατε από μικρός;

Βέβαια, από δύο χρονών ανέβαινα πάνω σε καρέκλες και τραγουδούσα τη «Ρωμιοσύνη». Είχα τρέλα με τη μουσική. Όλοι οι δάσκαλοι που είχα στη μουσική επέμεναν πολύ έντονα να ασχοληθώ.

Στην Αγγλία, ωστόσο, καταφέρατε να αφοσιωθείτε στις σπουδές σας;

Σπούδαζα κανονικά αλλά παράλληλα έπαιζα και όπου έβρισκα -σε μπαράκια, σε συναυλίες… Τελειώνοντας με το πτυχίο μου, σκέφτηκα να κάνω και ένα μεταπτυχιακό, γιατί το ΔΙΚΑΤΣΑ δεν αναγνώριζε το Bachelor – χρειαζόταν Μaster. Έτσι πήγα στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης στην Αμερική και εκεί, για μεγάλη μου τύχη, πέτυχα τον πιο σημαντικό Βρετανό φιλόσοφο της τέχνης και της μουσικής εκείνη την εποχή, ονόματι Roger Scruton – ένας άνθρωπος με τεράστια καριέρα, ο οποίος έγραφε και στους Times. Μαζί του έκανα τη διπλωματική μου πάνω στην επικοινωνιακή φύση της μουσικής και μου πρότεινε να πάω να κάνω διδακτορικό μαζί του στο Cambridge. Τον ευχαρίστησα αλλά αρνήθηκα γιατί εγώ ήθελα να γράφω και να παίζω μουσική.

Είχα κάνει μάλιστα αίτηση να πάρω υποτροφία από το Berklee College of Music της Βοστώνης, το καλύτερο σχολείο σύγχρονης μουσικής στον κόσμο. Πράγματι, πήρα την υποτροφία B.E.S.T. και σπούδασα εκεί πιάνο και τραγούδι με ειδίκευση στη μουσική κινηματογράφου. Τελειώνοντας, μάζεψα τα πράγματά μου και πήγα στη Νέα Υόρκη, γιατί στην καρδιά μου είχα το song writing και εκεί ήταν η «πιάτσα». Ήρωές μου ήταν ο Sting και όλοι οι υπόλοιποι, από τον Lennon μέχρι τον Springsteen, τον Phill Collin’s, τον Billy Joel, τον Dylan κλπ. Η Νέα Υόρκη είχε τρομερή παράδοση στο τραγούδι.

Εκεί πέρασα δια πυρός και σιδήρου. Στην αρχή τραγούδησα σε ελληνικό μαγαζί για να βγάλω τα προς το ζην ενώ παράλληλα δούλευα και σε έναν Αμερικανό συνθέτη κινηματογράφου χωρίς πληρωμή, ως εκπαιδευόμενος. Τελικά όμως άρχισα να δουλεύω ως συνθέτης και να βγάζω καλά λεφτά. Κάποια στιγμή όμως δεν είχαν δουλειά τα studios που δούλευα, γιατί ήμουν ελεύθερος επαγγελματίας, και ξέμεινα από χρήματα και ψυχικές δυνάμεις. Βρέθηκα μια ανάσα από το να τα παρατήσω.

Τελικά, όμως, δεν ήταν γραφτό να φύγω από τη Νέα Υόρκη. Με πήραν τηλέφωνο από ένα studio, ακριβώς προτού φύγω, και μου πρότειναν μια πολύ καλή δουλειά -και φυσικά δέχτηκα! Ήθελαν να γράψω ένα κομμάτι και να ηχογραφήσω μια χορωδία στο περίφημο Hit Factory, το οποίο ήταν το μεγαλύτερο studio του Μανχάταν. Από εκεί και πέρα, άρχισαν να έρχονται διάφορα πράγματα. Δέχτηκα πρόταση να γράψω για πρεμιέρα στο Carnegie Hall, μια εταιρεία μού ζήτησε να κάνω την παραγωγή της πρώτης συλλογής ελληνικής μουσικής «Music of Greece» που εξέδωσε το Metropolitan Museum. Επίσης, με έναν τρόπο, άρχισε σε αυτή την πορεία να με καλεί και το ελληνικό τραγούδι.

Σε ένα ταξίδι μου στην Ελλάδα, γνωρίζω την τηλεοπτική παραγωγό Βίκυ Λάσκαρη για μια συνεργασία με ορχηστρικά κομμάτια και μέσα σε όλο αυτό γράφω και ένα τραγούδι που καταλήγει να γίνει το μουσικό θέμα της εκπομπής «Στην υγειά μας ρε παιδιά», του Σπύρου Παπαδόπουλου.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο, όμως, υπάρχει πάντα λόγος…

Έχω ακούσει ανθρώπους να μου λένε μέχρι τώρα στη ζωή μου πως δεν έχω εκμεταλλευτεί εμπορικά σωστά το ταλέντο μου. Άρα δεν ξέρω, μπορεί και κάποιες συγκυρίες να με έφεραν ως εδώ. Σίγουρα πάντως είμαι ευτυχισμένος και με την οικογένειά μου και με τη δουλειά μου -και αυτό μετράει. Όταν ήμουν στην Αμερική, μου πρότειναν να τραγουδάω σε ομογενεικούς γάμους και βαφτίσια. Θα μπορούσα να έχω βγάλει πάρα πολλά χρήματα από αυτή τη δουλειά. Δεν το έκανα. Είχα άλλο όραμα.

Στην Ελλάδα κάνατε κάτι άλλο εκείνη την περίοδο;

Μέσα από μια τρομερή συγκυρία, γνώρισα τον Ελευθερίου, ο οποίος ήταν ο αγαπημένος μου στιχουργός. Βρέθηκα ξαφνικά μπροστά του, ενώ δεν είχα καμία σχέση με το κύκλωμα. Αλλά πηγαινοερχόμουν στη Νέα Υόρκη, όπου έκανα διάφορα, όπως σας είπα. Άρχισα να στέκομαι στα πόδια μου και έφτιαξα ένα σύνολο ελληνικής μουσικής που έγραψε ιστορία εκεί, γιατί εκείνη την εποχή ελληνική μουσική άκουγες μόνο σε ελληνικά εστιατόρια με έμφαση στη διασκέδαση και χαρακτήρα τουριστικό.

Εγώ βρήκα μια μουσική σκηνή με μουσικές από όλο τον κόσμο, το Drom, και έπαιζα την ελληνική μουσική που αγαπούσα. Εκεί άρχισε να έρχεται πολύς κόσμος σε απανωτά sold-out, αποδεικνύοντας ότι υπήρχε κοινό και για τον Σαββόπουλο και για τους Κατσιμιχαίους και για το ρεμπέτικο. Ουσιαστικά δημιουργήθηκε ένα νέο κοινό για υλικό που ήταν άγνωστο. Έφερνα στη σκηνή ακόμη και σπουδαίους Αμερικανούς καλλιτέχνες, όπου τους έβαζα να παίζουν ελληνικά και έκανα προβολή τις φωτογραφίες των δημιουργών και μετάφραση των στίχων των τραγουδιών από ελληνικά σε αγγλικά για να καταλαβαίνουν οι ξένοι τι ακούνε. Ήταν μια πολύ όμορφη και ουσιαστική διαδρομή.

Μετά από λίγο καιρό έκανα έναν δίσκο με τον Ελευθερίου, τον οποίο παρουσίασα στην TriBeCa και μετά στην Αθήνα στο Παλλάς. Κατόπιν γύρισα στη Νέα Υόρκη και συνέχισα αυτό που έκανα, μέχρι που ήρθε η πανδημία, η οποία ήταν καταστροφική όσον αφορά τη δουλειά για μένα και για πολλούς άλλους βέβαια. Μετά την πανδημία, έκανα μία συναυλία στο Μανχάταν, όπου για πρώτη φορά ήρθε η ΕΡΤ και την κάλυψε με δικά της έξοδα, ως συναυλία απόδημου Ελληνα. Από εκεί και πέρα, μαζί με τη γυναίκα μου πήραμε μια απόφαση που αφορούσε όλη την οικογένεια. Οτι έκλεισε ο κύκλος μας στη Νέα Υόρκη και ήρθε η ώρα να γυρίσουμε στην Ελλάδα.

Μέσα σε όλα αυτά, θέλω να αναφέρω ότι το 2020 μού έκανε μια πολύ τιμητική πρόσκληση ο Ελληνας πρέσβης στη Νέα Υόρκη, ο Κωνσταντίνος Κούτρας, να δημιουργήσω ένα project το οποίο να γεφυρώνει πολιτιστικά την Αμερική με την Ελλάδα. Καταλήξαμε να κάνουμε ένα ακαδημαϊκό μάθημα με τη σύγκριση του ρεμπέτικου με τα blues. Έτσι έκανα μια μεγάλη έρευνα και το δίδαξα ως μάθημα στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, NYU.

Πώς ήταν η επιστροφή σας στην Ελλάδα;

Εγώ ανέλαβα όλο το κομμάτι της προσαρμογής μας εδώ, από κάθε άποψη. Η γυναίκα μου κράτησε τη δουλειά που είχε στην Αμερική και συνέχισε να δουλεύει, μόνο φυσικά που οι ώρες δουλειάς της είναι «ανάποδες», λόγω της διαφοράς ώρας. Μου πήρε ένα χρόνο περίπου να τα βάλω όλα σε μια σειρά και άρχισα και εγώ να ανοίγομαι. Ξεκίνησα να διδάσκω στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας, το ίδιο μάθημα που έκανα στο NYU, και να γράφω καινούργια τραγούδια σε ένα θέμα που μου προέκυψε ως έμπνευση και είχε να κάνει με τη ναυτοσύνη, τη «Ναυτωδία».

Μουσικά, τι σημαίνει γράφω για ένα θέμα;

Όταν μιλάμε για τραγούδι, και όχι ορχηστρική μουσική, εν αρχή ην ο λόγος. Αυτό σημαίνει ότι αν εγώ αποφασίσω ότι θέλω να κάνω τραγούδια με αντικείμενο τη ναυτοσύνη, πρέπει να βρω στίχους γι’ αυτό. Μιλάω λοιπόν σε στιχουργούς και ποιητές που γνωρίζω και μου αρέσει η δουλειά τους και τους ζητάω να μου γράψουν ένα τραγούδι. Ο εξαιρετικός Χάρης Μελιτάς, για παράδειγμα, μου έδωσε το πρώτο ποίημα που λέγεται «Θαλάσσης έργα». Άρχισα λοιπόν σιγά σιγά να γράφω ενώ παράλληλα προέκυπταν προτάσεις για live, με πρώτη από αυτές να είναι για το φεστιβάλ της Ανδρου (2 Αυγούστου) αυτό το καλοκαίρι όπως και για μία συναυλία στο θέατρο Απόλλων στη Σύρο (31 Ιουλίου). Εκεί θα παρουσιάσω με μεγάλη συγκίνηση, αυτόν ακριβώς, τον κύκλο τραγουδιών με τίτλο «Ναυτωδία».

Πώς σας ήρθε η ιδέα να γράψετε για τη ναυτοσύνη;

Η έμπνευση συνήθως μου έρχεται από διάφορα ερεθίσματα που έχουν να κάνουν με τη δική μου ύπαρξη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προέρχεται από τη σχέση της ναυτοσύνης με τη Διασπορά. Αυτό συμβαίνει γιατί εγώ είμαι Ελληνας της Διασποράς και παράλληλα προέρχομαι από ναυτικές οικογένειες. Έχω ένα απίστευτο πάθος για τη θάλασσα και πάντα ήθελα να γράψω κάτι γι’ αυτό.

Στο μεταξύ ενώ έχω αρχίσει να γράφω τη «Ναυτωδία», συνάντησα τη φίλη Βάσια Χατζηγιαννάκη, η οποία μου ζητά να κάνω κάτι για το νησί της, το Καστελόριζο. Μας ήρθε λοιπόν η ιδέα, αντί να πάω να κάνω εκεί μια συναυλία, να διοργανώσουμε ένα φεστιβάλ. Έτσι πέρυσι το καλοκαίρι πήγα στο Καστελόριζο, συνάντησα τον αντιδήμαρχο Στράτο Αμύγδαλο, έναν άνθρωπο που εργάζεται αδιάκοπα με πάθος και όραμα για το νησί του. Μετά από μια μεγάλη συζήτηση, συμφωνήσαμε να κάνουμε το φεστιβάλ. Άρχισα λοιπόν να χτίζω αυτό το πράγμα, μέχρι που φτάσαμε στο σήμερα.

Σε σχέση με παλαιότερα, σήμερα έχει αλλάξει η ουσία της «γραφής» στη δουλειά σας;

Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει παίξει ρόλο παντού. Σκεφτείτε απλά τη διαφορά από τα studios που δούλευαν με αναλογική ταινία και αν έπρεπε να αλλάξεις κάτι, χρειαζόταν να κόψεις την ταινία και να την κολλήσεις πάλι, είτε στη μουσική είτε στο σινεμά. Σήμερα όλα γίνονται ψηφιακά -καμία σχέση με το παρελθόν. Επίσης, λόγω του διαδικτύου, το κοινό έρχεται πιο εύκολα κοντά στη μουσική παγκοσμίως. Από την άλλη βέβαια, τι σημαίνει σήμερα δίσκος; Τίποτα. Παλιά υπήρχε το βινύλιο, μετά το cd, δηλαδή κάτι υλικό. Τώρα είναι όλα σε κάποιο cloud -κάτι εντελώς αφηρημένο.

Αυτό σημαίνει κάτι για έναν δημιουργό;

Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε τον τρόπο που ο κόσμος λειτουργεί και υπάρχει, όπως επίσης και τον τρόπο με τον οποίο φτάνει η μουσική στον κόσμο. Διότι ως επαγγελματίες, αυτό που κάνουμε πρέπει να πουληθεί και να αγοραστεί. Επομένως, δεν έχουμε κι άλλη επιλογή. Η ομορφιά της δουλειάς μας είναι στη δημιουργική διαδικασία και αυτό δεν αλλάζει.

Χρήματα, λοιπόν, πώς βγάζετε σήμερα μέσα σε κάτι άυλο;

Κάποτε πουλούσες ένα δίσκο και πληρωνόσουν. Σήμερα τα πράγματα είναι δύσκολα. Τώρα υπάρχει το Spotify, όπου στο καλό σενάριο, θα ανεβάσεις εκεί κάποια πράγματα και θα έχεις royalties από τον αριθμό των plays. Επίσης, χρήματα βγάζεις από τα live και από το licensing. Δηλαδή μπορεί να γράψω ένα τραγούδι, να το ακούσει ένας σκηνοθέτης και να το πάρει για την εισαγωγή κάποιας δουλειάς του. Υπάρχουν τρόποι να βγάλεις λεφτά, απλώς το ταμείο αλλάζει τοποθεσία. Η μουσική πάντα βρίσκει τον δρόμο, είναι στο χέρι του επαγγελματία να βρει τον σωστό για να την πουλήσει.

Γιατί θέλατε τόσο πολύ να κάνετε κάτι για τη Διασπορά όπως ένα τόσο δύσκολο project όπως αυτό στο Καστελόριζο;

Πρώτον, γιατί όπως είπα είμαι κομμάτι της Διασποράς εγώ ο ίδιος. Όσο ζούσα στο εξωτερικό, διαπίστωσα, προσπαθώντας να έρθω σε επαφή με φεστιβάλ στην Ελλάδα, ότι δεν είναι εύκολο. Έτσι όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να δημιουργήσω ένα φεστιβάλ, είδα σαν καθρέφτη, τον εαυτό μου να προσπαθεί χωρίς ανταπόκριση και είπα ότι θα δώσω εγώ σε καλλιτέχνες την ευκαιρία που δεν μου έδωσαν. Σε ανθρώπους που ζουν στο εξωτερικό και κάνουν σπουδαία πράγματα, έχουν σχέση με την Ελλάδα, αλλά δεν μπορούν να τα δείξουν εδώ.

Άρα στο φεστιβάλ του Καστελόριζου θα έχει μόνο καλλιτέχνες που έχουν κάποια σχέση με την Ελλάδα;

Όχι. Θα έχει έμφαση στη Διασπορά αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείουμε κάτι άλλο. Φέτος, που θα είναι η πρώτη χρονιά του φεστιβάλ, θα έχει εμένα, τη Βάσια Αλάτη που ζει στη Βιέννη και τον Αρα Ντινκτζιάν, αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο και καλλιτέχνη που είναι Αρμένης αλλά είναι κομμάτι της ελληνικής μουσικής ιστορίας πια.

Πώς είδατε εσείς το Καστελόριζο; Πώς νιώσατε εκεί;

Εδώ και πολλά χρόνια τώρα, το Καστελόριζο το έβλεπα μέσα από μια οθόνη να στέκεται εκεί που είναι και τόσο όμορφο που είναι, και αισθανόμουν ότι αυτός ο βράχος αξίζει κάθε αγάπη και προστασία ως ελληνικό έδαφος. Είναι ένα κουκλί, που το βλέπεις και σκέφτεσαι, τι συμβαίνει εδώ, γιατί είσαι μόνο σου; Αυτή ήταν η ρομαντική εκδοχή που είχα στο μυαλό μου για τον τόπο. Όταν πήγα εκεί, είδα και τη διάσταση της πραγματικότητας, που σφίγγει κάπως το στομάχι. Ζουν λίγοι άνθρωποι εκεί και αισθάνεσαι ότι είναι απομονωμένοι. Αισθάνεσαι σχεδόν μια αγωνία για το πώς επιβιώνουν. Είναι μια δύσκολη εξίσωση η οποία όμως πρέπει να τροφοδοτείται με διάφορους τρόπους και τι καλύτερο για οξυγόνο από τη μουσική που ενώνει λαούς και ψυχές.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα