Βασίλης Βασιλικός: Πώς γράφτηκε το θρυλικό “Ζ”

Διαβάζεται σε 12'
Βασίλης Βασιλικός και Κώστας Γαβράς
Βασίλης Βασιλικός και Κώστας Γαβράς eurokinissi

Η ιστορία του θρυλικού μυθιστορήματος, τα αληθινά γεγονότα, και η μαρτυρία του Κώστα Γαβρά στο NEWS 24/7.

Το μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, δημοσιεύτηκε σε έξι συνέχειες στο περιοδικό “Ταχυδρόμος” το 1966 και σχεδόν ταυτόχρονα με τη δίκη των πρωταιτίων κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Θεμέλιο”. Το εξώφυλλο του είχε φιλοτεχνήσει ο Νίκος Κούνδουρος και δέσποζε ένα μεγάλο Ζ (με υπότιτλο: φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος) που σύμφωνα με τον συγγραφέα διαβάζεται “Ζει”.

Το σύνθημα “ο Λαμπράκης ζει”, δόνησε την παλλαϊκή κηδεία του δολοφονημένου βουλευτή στις 28/5/1963 στην Αθήνα, ενώ το γράμμα “Ζ” γράφτηκε μια μέρα πριν έξω από το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης, όπου έγιναν και οι πρώτες διαδηλώσεις-φύτρα του μεγάλου κινήματος των Λαμπράκηδων που ταρακούνησε τη νεολαία τα επόμενα χρόνια.

Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Βασιλικού, ο Δημήτρης (Μίμης) Δεσποτίδης, η ψυχή του ιστορικού εκδοτικού οίκου της αριστεράς “Θεμέλιο”, του είχε ζητήσει να γράψει για τον Λαμπράκη, φροντίζοντας μάλιστα να τον προμηθεύσει με το απόρρητο υλικό της δικογραφίας: “Δύο χρόνια παιδεύτηκα με την έρευνα, ενώ ο ίδιος μού έφερε όλο το υλικό της ανάκρισης του Σαρτζετάκη, σε φωτοτυπίες, κάπου σαράντα κούτες (πώς το βρήκε, ποτέ δεν τον ρώτησα), μα το βιβλίο δεν μπορούσα να το γράψω. Τελικά, έπειτα από τρία χρόνια βρήκα την πρώτη φράση και ο “Ζ” τελείωσε σε 28 μέρες…” είχε εξομολογηθεί στον δημοσιογράφο Δημήτρη Γκιώνη, ο συγγγραφέας.

Τους αφηγηματικούς του δρόμους άνοιξε το μυθιστόρημα του Τρούμαν Καπότε, “Εν ψυχρώ”, το οποίο αναπλάθει με ακρίβεια τη δολοφονία μιας οικογένειας αγροτών που συνέβη στις ΗΠΑ, το 1959.

Ο Βασιλικός -για προφανείς λόγους απεμπλοκής σε οποιαδήποτε “παρέμβαση” στην έκδοση του βιβλίου- αλλάζει τα ονόματα στο μυθιστόρημα του, ορισμένα εκ των οποίων έχουν και δηλητηριώδες χιούμορ, όπως το “Αρχηγόσαυρος” που φωτογραφίζει τον δοσίλογο Γιοσμά (ή Φον Γιοσμάς αφού στη διάρκεια της κατοχής είχε φορέσει και γερμανική στολή), επικεφαλής της οργάνωσης “καρφίτσα”. Ο Γκοτζαμάνης είναι Γιάγκος Γκοζγκουρίδης, ο Εμμανουηλίδης ο Βάγγος, ο Αντώνης Πιτσώκος που ξυλοφόρτωσε τον Τσαρουχά (Πηρουχάς στο βιβλίο) λέγεται Θηριόσαυρος η Βαρώνας.

Η δράση εξελίσσεται στην Ουδετερούπολη, ο Λαμπράκης είναι ο “Ζ”, ο στρατηγός ο Κωνσταντίνος Μήτσου, ο ανακριτής ο Χρήστος Σαρτζετάκης, σε ένα βιβλίο που μεταφράστηκε σε 19 χώρες και σύμφωνα με τον “Γκάρντιαν” είναι μέσα στα 1.000 κορυφαία μυθιστορήματα όλων των εποχών (μαζί με τον “Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” του Νίκου Καζαντζάκη)

Στη χούντα, βέβαια, απαγορεύτηκε στην Ελλάδα και επανεκδόθηκε μετά την μεταπολίτευση…

Το διάβασε στο αεροπλάνο

Ο Γαβράς που ήδη είχε γυρίσει δυο ταινίες, διάβασε το βιβλίο μέσα στο αεροπλάνο επιστρέφοντας από την Αθήνα στο Παρίσι κι ενώ είχε επισκεφθεί την οικογένεια του, παραμονές του απριλιανού πραξικοπήματος το 1967. Του το’ χε δώσει ο αδερφός του και δεν χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ, τι μπορούσε να κάνει για να ακουστεί -εκτός των άλλων- και μια δυνατή φωνή εναντίον της δικτατορίας που μόλις είχε απλώσει το σκοτάδι της πάνω από την Ελλάδα.

Το “Ζ” μπορούσε να εξηγήσει πως οδηγήθηκε η χώρα στη χούντα, το ίδιο και μια ταινία βασισμένη στην αφήγηση του Βασιλικού, αλλά και το σενάριο που έγραψε ο Ισπανός συγγραφέας (και αργότερα υπουργός Πολιτισμού), Χόρχε Σεμπρούν (1923-2011).

Το θέμα ήταν ότι κανείς δεν ενδιαφερόταν να χρηματοδοτήσει μια τέτοια ταινία. Αμιγώς πολιτική, που αφορούσε τη δολοφονία ενός Έλληνα βουλευτή; Ναι, εντάξει, ενδιαφέρον όχι όμως και … για να βάλει κάποιος παραγωγός τα λεφτά του. Ο Ζακ Περέν, ο ηθοποιός που υποδύεται τον δημοσιογράφο (χαρακτήρας βασισμένος στον Γιώργο Μπέρτσο) πρότεινε στον Γαβρά να γυριστεί η ταινία στην Αλγερία.

Η συνάντηση με την υπουργό Πολιτισμού της χώρας, μαζί με 380.000 δολάρια που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ο Γαβράς, μεταφέρουν όλο το συνεργείο και τους ηθοποιούς (που δέχονται να πληρωθούν με το μίνιμουμ των αποδοχών τους) στο Αλγέρι.

Μια “δύσκολη” αλλά τόσο δυνατή ταινία

Μιλώντας στον Θοδωρή Δημητρόπουλο σε μια μεγάλη συνέντευξη του στο NEWS 24/7 ο Κώστας Γαβράς σχολίαζε: “Αυτό που έλεγα στους ηθοποιούς κάθε φορά για να τους εξηγήσω πώς θέλω να συμπεριφερθούν, είναι «σα να γράφουμε πάνω σε ένα τοίχο, Κάτω Η Δικτατορία». Με αυτή την έννοια, του ότι κάνουμε κάνουμε κάτι απαγορευμένο, με αυτό το πάθος πρέπει να δημιουργούμε συνεχώς.

Κι εγώ κάπως έτσι ξεκίνησα το φιλμ. Με ένα μοντάζ γρήγορο, γιατί χρειάζεται μια γραφή γρήγορη χωρίς να σκέφτεται κανένας αισθητικές λύσεις. Μια ταχύτητα. Και το εφαρμόσαμε όλοι μας. Κι οι ηθοποιοί. Ο Τρεντινιάν μου είπε πως θα το κάνει χωρίς να πληρωθεί. Έτσι γεννήθηκε αυτό το φιλμ, με μια διαδικασία που δεν είχαν άλλα φιλμ, τα οποία έγιναν με διαφορετικό τρόπο όσο αφορά την κινηματογραφική δομή αλλά και τα γυρίσματα”

Κάτι παρόμοιο είχε επαναλάβει πριν από μερικά χρόνια σε μια τηλεοπτική συνάντηση του με τον Βασίλη Βασιλικό, για λογαριασμό της ΕΡΤ: “Λειτουργούσαμε σαν κομάντο. Μια ομάδα, ενωμένη ενάντια στην χούντα. Είχα πολύ θυμό μέσα μου, με όσα είχαν συμβεί στην Ελλάδα”

Παρότι η ιστορία του δεν έχει κεντρικό πρωταγωνιστή (αν και στο τέλος θριαμβεύει κατά τη γνώμη μας, ο Τρεντινιάν), ούτε ένα λαβ-στόρι για να συγκινήσει, κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση σχεδόν από το πρώτο της λεπτό, όταν σε μια ευφυή αναπαράσταση του πραγματικής κοινής διάλεξης, που είχαν δώσει ο Υπουργός Γεωργίας και ο Στρατηγός Μήτσου, συσχετίζεται η καταπολέμηση του περονόσπορου με τον … κομμουνισμό.

Λίγο πριν πάρει το λόγο ο “Στρατηγός”, ο σκηνοθέτης υπενθυμίζει στους θεατές ότι “κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και γεγονότα είναι ΗΘΕΛΗΜΕΝΗ”.

“Ακολούθησα σκηνοθέτες που με ενδιέφεραν πολύ τότε, ιδίως τον Ζακ Ντεμί, η τεχνική του με ενδιέφερε πάρα πολύ, ο τρόπος που συμπεριφερόταν με τους ηθοποιούς. Κι επίσης με ενδιέφερε η τεχνική του Κλεμάν. Η τεχνική όμως αλλάζει συνεχώς και εξαρτάται από το θέμα. Όταν άρχισα να σκέφτομαι πώς να γυρίσω το Ζ, οδηγήθηκα μπροστά σε κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που είχα κάνει πριν κι αυτό που ήξερα. Διάλεξα να διαβώ έναν άλλο δρόμο… ούτε ξέρω ακριβώς πώς τον διάλεξα. Αλλά ήρθε αυτόματα νομίζω. Γιατί πάντα πιστεύω ότι κάθε ιστορία, κάθε σενάριο επιβάλλει τον δικό του τρόπο να γυριστεί η ταινία” έλεγε ο Γαβράς στο NEWS247.

Στην ταινία δεν αναφέρεται πουθενά ότι βρισκόμαστε στην Ελλάδα, αν και οι διαφημίσεις της Ολυμπιακής, της μπύρας FIX, οι βασιλικές φωτογραφίες, ή το διάσημο πορτρέτο του Νίκου Μπελογιάννη φιλοτεχνημένο από τον Πικάσο (η σκηνή κόπηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες) παραπέμπουν ευθέως στη χώρα μας.

Γαβράς και Σεμπρούν μετονομάζουν τον “Ζ” (Ιβ Μοντάν) σε “Αναπληρωτή”, κρατάνε τα “Γιάγκος” και “Βάγγος”, γαλλοποιούν λίγο το Πηρουχάς (σε Πηρού) αλλά επί της ουσίας ακολουθούν την ξεχωριστή αφήγηση του Βασιλικού. Ήταν τόσο παράλογα όσα έγιναν τότε στη Θεσσαλονίκη, που όταν τα βλέπεις στην ταινία, δεν πιστεύεις ότι διαδραματίστηκαν και στην πραγματικότητα.

Κι όμως οι σκηνές με τον μάρτυρα Γιώργο Σωτηρχόπουλο (λίγο έλειψε να δολοφονηθεί με χτύπημα στο κεφάλι) στο νοσοκομείο, οι διάλογοι με την αδερφή του και το επεισόδιο με τον “τραυματισμένο” Εμμανουηλίδη, ο οποίος έτρεχε στο διάδρομο, έχοντας παρατήσει την πατερίτσα του και χωρίς να τον εμποδίζει ο … γύψος στο πόδι, είναι όλες αυθεντικές.

Όπως και η “παγίδευση” του Πιτσώκου, του μανάβη που ο Γιώργος Τσαρουχάς αναγνώρισε ως δράστη του άγριου ξυλοδαρμού του.

Τις είχε περιγράψει ακριβώς έτσι και ο Γιώργος Μπέρτσος μιλώντας στο ειδικό αφιέρωμα του Στέλιου Κούλογλου για λογαριασμό της ΕΡΤ. Ο δημοσιογράφος της “Ελευθερίας” είχε φωτογραφίσει τον θηριώδη τραμπούκο, μεταμφιεσμένος σε Αμερικανό τουρίστα.

Αργότερα στο νοσοκομείο, ο Τσαρουχάς σημείωνε πάνω στη φωτογραφία που του προσκόμιζε ο Μπέρτσος ότι ο Πιτσώκος ήταν ο παραλίγο δολοφόνος του.

Από το Ορλί κατευθείαν στις αίθουσες…

Σε αντίθεση με όσα πίστευαν οι απρόθυμοι παραγωγοί, αν και στην αρχή η ταινία δεν πάει καλά, σιγά-σιγά κερδίζει το κοινό. Οι αίθουσες στο Παρίσι αρχίζουν και γεμίζουν, με τους θεατές στο τέλος να ξεσπάνε σε χειροκροτήματα. Ανάμεσα τους και πολλοί Ελληνες, που ταξιδεύουν στο Παρίσι, ειδικά για να δουν την ταινία. Πολλές φορές οι βραδινές προβολές καθυστερούν, ώστε να προλάβουν όσοι Έλληνες είχαν προσγειωθεί στο Ορλί, να βρεθούν στις αίθουσες.

Η ιστορία έτσι κι αλλιώς είναι συγκλονιστική, ενώ ο Γαβράς με την σκηνοθεσία του απογειώνει την ταινία. Σύμφωνα με τον Θ.Δημητρόπουλο “την επίδραση του Ζ τη συναντάμε ουσιαστικά ακόμα και στον τρόπο που δομούνται τις επόμενες δεκαετίες μέχρι και τα τηλεοπτικά αστυνομικά procedurals”.

“Ουσιαστικά έμεινα κατάπληκτος από την επιτυχία της ταινίας. Είχε αρχίσει πολύ άσχημα. Τις δύο πρώτες βδομάδες η ταινία έπαιζε σε κινηματογράφους σχεδόν άδειους.

Πρώτη φορά θυμάμαι έμεινα κατάπληκτος όταν ο ιδιοκτήτης ενός κινηματογράφου στο Σανς Ελιζέ μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι δεν έχει πολύ κόσμο μέσα, αλλά μένουν όλοι ως το τέλος και χειροκροτάνε. Το τι έγινε ύστερα δεν το περιμέναμε καθόλου. Ήρθε μια πιο μεγάλη απήχηση κι ένα ενδιαφέρον που δεν το περιμέναμε. Μας είχαν απογοητεύσει όλοι, οι συμπαραγωγοί, οι διανομείς… αλλά το ότι δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι θα κάνουμε μια μεγάλη επιτυχία όπως αυτή που έγινε, ήταν κάτι πολύ θετικό νομίζω” παραδέχεται, μετά από χρόνια, ο διάσημος σκηνοθέτης.

Η ταινία ταξιδεύει στις Κάννες, όπου θα κερδίσει το βραβείο της επιτροπής και το βραβείο ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του Ζαν Λουί Τρεντινιάν, αλλά θα θριαμβεύσει στην Αμερική. Αν και το FBI αναλαμβάνει με το καλημέρα την παρακολούθηση του Γαβρά και των συνεργατών του, βραβεύεται στις χρυσές σφαίρες σαν η καλύτερη ξενόγλωσση ταινία και κερδίζει δυο όσκαρ. Καλύτερου ξενόγλωσσου φιλμ και μοντάζ.

Ο Ρότζερ Έμπερτ, κορυφαίος κριτικός κινηματογράφου στους Chicago Sun Times (από το 1967 μέχρι το 2013) και βραβευμένος με πούλιτζερ, την είχε αποθεώσει από την πρώτη μέρα της προβολής της, το 1969: “Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι ένα αντιαμερικανικό έργο. Κι όμως λέει την απλή αλήθεια. Μήπως δεν υποστηρίζαμε την ελληνική κυβέρνηση, όταν δολοφονήθηκε ο Λαμπράκης; Ή δεν κάνουμε το ίδιο, τώρα με τη χούντα;”

Η μουσική του Μίκη

Στα βρετανικά BAFTA η ταινία θα βραβευτεί στο πρόσωπο του Μίκη Θεοδωράκη, που υπογράφει τη μουσική. Όταν ο Γαβράς αποφάσισε να γυρίσει την ταινία, ο μεγάλος συνθέτης ήταν εξόριστος στη Ζάτουνα. Δέχθηκε την πρόταση να ντύσει μουσικά την ταινία, αλλά ήθελε να διαβάσει και το σενάριο. Κάτι τέτοιο, βέβαια, λόγω της κράτησης του δεν ήταν εφικτό.

“Αποφάσισα να δώσω την έγκριση μου στον Γαβρά να διαλέξει αυτός αποσπάσματα από τα έργα μου, που είχαν ήδη κυκλοφορήσει” διηγήθηκε αργότερα ο Μίκης. Πράγματι ο σκηνοθέτης μαζί με τον μαέστρο Μπερνάρ Ζεράρ κάνουν μια θαυμάσια επιλογή από το “Μαουντχάουζεν” και το “Ένας Όμηρος”.

“Το Γελαστό Παιδί είχε ήδη συνδεθεί με τον Λαμπράκη. Νομίζω ότι έκαναν εξαιρετικές επιλογές και ενορχήστρωση. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι εγώ θα έγραφα καλύτερη μουσική, αν και αυτό δεν το ξέρει κανείς…” ήταν τα λόγια του Θεοδωράκη, που συνέδεσε το όνομά του με το “Ζ” και τον αντιδικτατορικό αγώνα που οργάνωσε στο εξωτερικό.

Η μουσική της ταινίας κυκλοφόρησε σε δίσκο αργότερα…

Η πρώτη προβολή στην Ελλάδα

Φυσικά, η πρώτη προβολή της ταινίας στην Ελλάδα έγινε -σε ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα- μετά την πτώση της χούντας. Παίχθηκε τον Δεκέμβριο του 1974 στις περισσότερες κεντρικές αίθουσες της Αθήνας, με τον Γαβρά, μάλιστα, και τους υπόλοιπους συντελεστές (Σεμπρούν, Ιβ Μοντάν) να παραχωρούν μια μεγάλη συνέντευξη Τύπου.

Χιλιάδες κόσμος κατέκλυσε τα σινεμά, για να δει το συναρπαστικό πολιτικό θρίλερ, που δεν ξέφυγε πάντως της κριτικής από τα αριστερά! Από τις στήλες του “Ριζοσπάστη” ο Δημήτρης Δανίκας στηλίτευτε την όχι ξεκάθαρη πολιτική θέση της ταινίας, υποστηρίζοντας ότι αποσιώπησε το λαϊκό παράγοντα, τις ευθύνες της κυβέρνησης Καραμανλή, ενώ κρατούσε ίσες αποστάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Σ.Ένωσης.

Στο τέλος, πάντως, παραδέχεται ότι είναι ένα εμπορικό φιλμ που θα συγκινήσει το ευρύ κοινό και θα χειροκροτηθεί ενώ η εφημερίδα του ΚΚΕ φιλοξένησε την καταχώρηση για την προβολή της ταινίας

Η απόλυτη διαχρονικότητα

Το “Ζ” βλέπεται με πολύ ενδιαφέρον ακόμη και σήμερα, 54 χρόνια μετά την πρώτη της έξοδο στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η Μάργκαρετ Σπιλέιν καθηγήτρια του Γέιλ και αρθρογράφος στo περιοδικό The Nation, έγραφε πριν από τρία χρόνια, γιατί κάποιος πρέπει να δει πάραυτα το φιλμ.

“Η ταινία του Γαβρά αφορά και την σύγχρονη πραγματικότητα όχι μόνο γιατί περιγράφει την σκέψη και τη δράση της ακροδεξιάς, αλλά και γιατί αναδεικνύει τους ευφυείς και έντιμους ανθρώπους που μπορούν να προβάλλουν αντίσταση όπως ο ανακριτής” γράφει η Αμερικανίδα καθηγήτρια που δεν ξεχνάει τη συγκίνηση και τα χειροκροτήματα όταν είχε πρωτοδεί το “Ζ” στη Βοστώνη, μαζί με τον Έλληνα φίλο της.

Ένας άνθρωπος που κάνει θετικά τη δουλειά του, με κίνδυνο να χάσει το μέλλον του

Ο ίδιος ο Γαβράς θα πει στον Θ.Δημητρόπουλο: “Ακούω μέχρι σήμερα ότι πολλοί άνθρωποι βλέπουν το Ζ και ενώ δεν είναι υποχρεωμένοι να μιλήσουν, μου λένε ότι η ταινία δεν έχει αλλάξει καθόλου, μένει νέα. Νομίζω πως, αν αυτό είναι αλήθεια και δεν είναι απλώς ένα κοπλιμέντο, έχει πολύ να κάνει με το περιεχόμενο της ταινίας. Διότι είναι ένας δικαστής που κάνει σωστά τη δουλειά του, που στην κοινωνία μας σήμερα φαίνεται ως κάτι το καταπληκτικό. [γελάμε] Ένας άνθρωπος που κάνει θετικά τη δουλειά του, με κίνδυνο να χάσει το μέλλον του. Αυτό είναι το ουσιαστικό θέμα του Ζ, που ενδιαφέρει πολλούς ανθρώπους…”

Ε, ναι. Nom, prénom, profession…

*Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί κομμάτι του άρθρου “Το “Ζ” είναι ακόμα το καλύτερο πολιτικό θρίλερ όλων των εποχών” του Γιάννη Φιλέρη που δημοσιεύθηκε στο The Magazine

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα