21Η ΑΠΡΙΛΙΟΥ: ΤΗ ΓΑΖΩΣΕ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΟΥΝΤΖΑ – ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΑΝ

Οι πόρτες στην δικτατορία δεν ήταν ξεκλείδωτες. Τις χτυπούσαν οι άνθρωποι της χούντας, ψάχνοντας τους ανεπιθύμητους για τη δικτατορία πολίτες. Ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για τις ιστορίες αντίστασης και ένα ανέκδοτο περιστατικό τις ημέρες που η εφτάχρονη τυρρανία έπεφτε οριστικά, τον Ιούλιο του 1974.

Η στρατιωτική δικτατορία που επέβαλαν στις 21 Απριλίου 1967 οι συνταγματάρχες, προλαβαίνοντας στη γωνία Ασπασίας και Πύρρου (στο διαμέρισμα του Μιχάλη Ρουφογάλη, όπως θρυλείται) τους στρατηγούς, δεν ήταν μια γραφική εφταετία, όπου ορισμένοι αγράμματοι, επίορκοι αξιωματικοί, ανέλαβαν την εξουσία, κυβέρνησαν με το δόγμα “Ελλάς-Ελλήνων-χριστιανών” … αλλά κοιμόμασταν με ανοιχτή την εξώπορτα.

Οι εξώπορτες ήταν κλειστές και τις χτύπαγαν με δύναμη ψάχνοντας τους συνήθεις υπόπτους. Η μητέρα μου ακόμη θυμάται την … επίσκεψη των αστυνομικών του Α.Τ Βύρωνα. Είχαν κάνει φύλλο και φτερό το σπίτι, αναζητώντας “ύποπτο υλικό” και τον ίδιο τον πατέρα, που όπως οι περισσότεροι αριστεροί κρύφτηκαν για δυο-τρία, ή και περισσότερα βράδια. Η αντίσταση ήταν οργανωμένη, άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και βασανίστηκαν άγρια, εξορίστηκαν.

Από τις πρώτες της στιγμές η χούντα δεν ήταν παρά ένα στυγνό, φασιστικό καθεστώς, που δεν δίσταζε να σημαδεύει, σκοτώνοντας αθώους πολίτες, χωρίς λόγο. Οι τρεις πρώτοι νεκροί της δικτατορίας και ο τρόπος που δολοφονήθηκαν αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.

Η 24χρονη Μαρία Καλαβρού δέχθηκε ριπή από τον πυργίσκο του τανκ στην Πατησίων, επειδή περνώντας με την αδερφή της έριξε μια μούντζα. Στην “προσβολή” απάντησε, πατώντας την σκανδάλη, ο ανθυπίλαρχος Ιωάννης Αλμπάνης.

“Με είπε μαλάκα” ήταν η εξήγησή του σε ερώτηση αυτόπτη μάρτυρα γιατί σκότωσε το παιδί.

Νεκρός από πυροβολισμό έπεφτε στην Πλατεία Αττικής, ο 15 χρονος Βασίλης Πεσλής. Είχε μαζευτεί με το άλλο πλήθος για να δει τα τανκς που παρέλαυναν, όταν ο λοχίας Λυμπέρης Ανδρικόπουλος (μετέπειτα αστυνομικός) έβγαλε το περίστροφό του και πυροβόλησε. “Με είπε μαλάκα” ήταν η εξήγηση του σε ερώτηση αυτόπτη μάρτυρα γιατί σκότωσε το παιδί. Η έκθεση του ιατροδικαστή Αγιουτάνη διαστρέβλωσε την αλήθεια, κάνοντας λόγο για εξοστρακισμό της σφαίρας και ατύχημα. Η δίκη μετά την πτώση της δικτατορίας αποκάλυψε την αλήθεια, αν και η ποινή για τον δράστη ήταν μόλις 8 χρόνια στη φυλακή.

Ο ιστορικός και δημοσιογράφος Τάσος Βουρνάς ήταν αυτόπτης μάρτυρας στη δολοφονία του Παναγιώτη Ελή, που μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους είχαν συγκεντρωθεί από τις ορδές των επίορκων στο Δέλτα του Φαλήρου. Φορώντας ακόμη τις παντόφλες του, αδυνατούσε να κάνει τροχάδην, όπως διέταξε ξαφνικά ένας δεσμοφύλακας. Στην δεύτερη παρατήρηση ο Ελής, παλιός Μακρονησιώτης, έπεφτε νεκρός από δυο ριπές του ανθυπίλαρχου Κωνσταντίνου Κότσαρη

Το τανκ έξω από την Βουλή των Ελλήνων στις 21 Απριλίου 1967. Η Ελλάδα στον γύψο

Η χούντα δεν χόρευε γραφικά καλαματιανά και τσούγκριζε αυγά με τους φαντάρους το Πάσχα. Έριχνε ακατάπαουστα ξύλο στην ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας στην ασφάλεια, στα μπουντρούμια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, έστελνε χιλιάδες εξόριστους στη Γυάρο που έμεινε ανοιχτή μέχρι το τέλος. Απάνθρωπα βασανιστήρια σημάδεψαν τη ζωή και τα κορμιά χιλιάδων αγωνιστών. Αντρες και γυναίκες, υπέφεραν στα χέρια των διάφορων Θεοφιλογιαννάκων και Σπανών, που δεν είχαν κανένα πρόβλημα να αφήσουν παράλυτο έναν έντιμο αξιωματικό, όπως ο Σπυρίδων Μουστακλής.

Τους “ανθρωποφύλακες” είχε περιγράψει στο ομώνυμο βιβλίο του ο Περικλής Κοροβέσης. Ο εμβληματικός αντιστασιακός δημοσιογράφος, είχε δώσει μια εξαιρετική συνέντευξη στο NEWS 247 και την Ιωάννα Μπρατσιάκου, μιλώντας μέσα από το κολαστήριο της ΕΣΑ και νυν πάρκο Ελευθερίας, στην συμπλήρωση 50 χρόνων από την επιβολή της δικτατορίας.

Αντίθεση σε κάθε ευκαιρία

Προφανώς με τη χούντα συνεργάστηκε πολύς κόσμος. Οι ακαδημαϊκοί που άκουγαν με προσοχή το παραλήρημα του δικτάτορα Παπαδόπουλου, οι δικαστικοί, οι καθηγητές, οι “δήμαρχοι” όλος ο συρφετός του “εθνικού κορμού” που κατέληγε στους βασανιστές ένστολους και μη. Άλλοι πιο επιτήδειοι, έβρισκαν την ευκαιρία να αυγατίσουν το κεφάλαιο τους, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στους πρόθυμους να ξεπουλήσουν τα πάντα δικτάτορες.

Στην πλειοψηφία του, ωστόσο, ο λαός δεν συμφώνησε ποτέ με τις πρακτικές της δικτατορίας, τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό που προσπαθούσε να επιβάλλει και το αποφασίζομεν και διατάσσομεν του Παπαδόπουλου. Μπορεί να ανέχτηκε το “πουλί και τον φοίνικα” πάνω από το κεφάλι του, όταν βρήκε την ευκαιρία, ωστόσο, διαδήλωνε τα αντιδικτατορικά αισθήματα του.

Οι κηδείες του Γεώργιου Παπανδρέου και του Γιώργου Σεφέρη μετατράπηκαν σε αντιδικτατορικές διαδηλώσεις, αργότερα στο Πολυτεχνείο μαζεύτηκαν χιλιάδες για να συμπαρασταθούν στην εξέγερση των φοιτητών. Ο Παπαδόπουλος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το λόγο του στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όταν οι μαθητές άρχισαν να γελούν ακατάπαυστα, αγνοώντας τον παρανοϊκό ηγέτη της “επαναστάσεως”.

Από την πρώτη κιόλας μέρα, όταν άρχισαν οι συλλήψεις, ξεκίνησε η αντίσταση. Η ασφάλεια κατέγραφε καθημερινά τη δημιουργία αντιστασιακών οργανώσεων, μεγάλων και μικρών, με ανθρώπους -όχι μόνο της αριστεράς- να βρίσκουν τρόπο να πουν όχι. Η Ελένη Βλάχου, εκδότρια της Καθημερινής, έκλεισε την εφημερίδα της (όπως και τη Μεσημβρινή, που επίσης ανήκε στον όμιλό της), αρνούμενη κάθε επαφή με την δικτατορία και καταφέρνοντας να αποδράσει από την στενή παρακολούθηση της, φτάνοντας στο Λονδίνο και ενώνοντας τη φωνή της στον αντιδικτατορικό αγώνα.

Εκεί στα ξένα η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη δονούσε τις συναυλίες, η φωνή της Μελίνας Μερκούρη ζητούσε δημοκρατία και πίσω στην Ελλάδα παράτολμοι πατριώτες όπως ο Αλέκος Παναγούλης έβαζαν φωτιά στα αντιδικτατορικά όνειρα όλης της χώρας. Ο Παπαδόπουλος που έτσι κι αλλιώς φοβόταν τον θάνατο, μετά την απόπειρα εναντίον του, ζούσε καθημερινά με την αγωνία αν θα βρισκόταν άλλος ένας Παναγούλης…

Ο έλεγχος του Τύπου και η Βραδυνή

Ο Τύπος ήταν ευθύς εξαρχής στόχος των συνταγματαρχών. Η λογοκρισία (με επικεφαλής όσους είχαν εργαστεί στον συγκεκριμένο τομέα επί… Μεταξά) ήταν ασφυκτική, αν και υπήρχε πάντα ένα παραθυράκι για όσες εφημερίδες παρέμειναν ανοιχτές. Κάποια δημοσιεύματα όπως “φιέστα δημοκρατίας” της Απογευματινής, για την Πορτογαλία, ή “γονείς προσοχή στα βιβλία που δίνετε να διαβάζουν τα παιδιά σας” κάτω από την είδηση των “Νέων” για την κυκλοφορία των απομνημονευμάτων του Παπαδόπουλου, περνούσαν κάτω από τη μύτη της λογοκρισίας και εξόργιζαν τους χουνταίους.

Εκτός της Καθημερινής και της Μεσημβρινής, είτε αμέσως, ανέστειλαν την κυκλοφορία τους το “Έθνος”, η “Ελευθερία” και η “Αθηναϊκή”, ενώ η χούντα έκλεισε την “Αυγή”. Αργότερα το 1973, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον “αόρατο” Δ.Ιωαννίδη, θα κλείσει και η “Βραδυνή”.

Όπως η ίδια εφημερίδα αποκάλυπτε μεταδικτατορικά ότι την 1η Δεκεμβρίου 1973, 20 ΕΣΑτζήδες με πολιτικά, εισέβαλαν στα Γραφεία της Πειραιώς 9-11, απέκλεισαν τις εξόδους και εξανάγκασαν τον εκδότη Γ.Αθανασιάδη να αποχωρήσει, βάζοντας “λουκέτο” όπως χαρακτηριστικά είχε προαναγγείλει ο επικεφαλής της επιχείρησης, ταγματάρχης Τριανταφυλλόπουλος.

“Ερχεται ο Καραμανλής”

Θα κλείσω με μια ανέκδοτη ιστορία, που μας διηγιόταν πολλές φορές, ο Μιχάλης. Ένας καλός φίλος, που έφυγε από τη ζωή, όπως και ο έτερος πρωταγωνιστής, ο Βασίλης. Εκτυλίχθηκε στις τελευταίες μέρες της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974.

Κάπου στην Αθήνα λοιπόν, ο Βασίλης οργανωμένος σε αντιστασιακή οργάνωση, έψαχνε να βρει ένα μη “σεσημασμένο” σπίτι για να κοιμηθεί και να κρύψει ένα σακ βουαγιάζ με προκηρύξεις. Όταν συνάντησε τον Μιχάλη, του ζήτησε να περάσει μια νύχτα στο σπίτι του. Ανυποψίαστος ο Μιχάλης, τον φιλοξένησε κανονικά. Μόνο, που τον Βασίλη, τον παρακολουθούσε η ασφάλεια.

Μπουκάροντας στο σπίτι βρήκε τις προκηρύξεις και ο Μιχάλης κατέληγε κρατούμενος. “Μίλα, ξέρασέ τα όλα” φώναζε ο διοικητής που του έριξε και δυο-τρεις σφαλιάρες ξεγυρισμένες. Για δυο-τρεις μέρες ο Μιχάλης έπρεπε να δώσει εξηγήσεις πως βρέθηκε στο σπίτι του ο Βασίλης και οι προκηρύξεις. Έπρεπε να “δώσει” το μηχανισμό της οργάνωσης, χωρίς να ξέρει τι συμβαίνει.

Ξαφνικά, τον άφησαν ελεύθερο. “Μάλλον κατάλαβαν ότι δεν έχω σχέση” μονολόγησε και έτρεξε στο πρώτο περίπτερο να πάρει τσιγάρα. Ξαφνικά βλέπει το ιστορικό πρωτοσέλιδο της “Βραδυνής”, με τη φωτογραφία του Κωνσταντίνου Καραμανλή και ένα τεράστιο “Έρχεται” (η εφημερίδα στις 24/7/1974 επανεκδόθηκε, ο Αθανασιάδης έκανε τρεις απανωτές εκδόσεις και η εφημερίδα με το “Έρχεται” πούλησε 320.000 φύλλα, αριθμός ρεκόρ όλων των εποχών)

Ο Μιχάλης νόμιζε ότι … τρελάθηκε. Ήξερε καλά ότι η “Βραδυνή” είχε κλείσει τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Ξαφνικά την έβλεπε ξανά στα περίπτερα, με τον Καραμανλή φάτσα-κάρτα. Ρώτησε δειλά τον περιπτερά τι συμβαίνει και τότε κατάλαβε. Οι αστυνομικοί τον άφηναν μεν ελεύθερο, ξεχνώντας όμως να τον ενημερώσουν για το κυριότερο: Η χούντα είχε πέσει, οριστικά…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα