Standard & Poors: Η αναβάθμιση της ελληνικής πιστοληπτικής ικανότητας ήρθε έναν μήνα νωρίτερα

Standard & Poors: Η αναβάθμιση της ελληνικής πιστοληπτικής ικανότητας ήρθε έναν μήνα νωρίτερα
Φωτογραφία αρχείου ap

Ο δεύτερος μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης αναβάθμισε κατά μία κλίμακα την πιστοληπτική ικανότητα της οικονομίας μετά τη συμφωνία για το χρέος στο Eurogroup της προηγούμενης Πέμπτης. Η προγραμματισμένη αξιολόγηση ήταν για τις 20 Ιουλίου.

Την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας από Β σε Β + αναβάθμισε περίπου ένα μήνα νωρίτερα από την προγραμματισμένη αξιολόγηση του ο οίκος Standard & Poors.

Ο δεύτερος μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης αναβάθμισε κατά μια κλίμακα την πιστοληπτική ικανότητα της οικονομίας μετά την συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους υποβαθμίζοντας όμως την αξιολόγηση της χώρας από «θετική» σε «σταθερή».

 Η S&P είχε προγραμματισμένη αξιολόγηση για την Ελλάδα στις 20 Ιουλίου, αλλά έσπευσε να την επιταχύνει λόγω της συμφωνίας για την ελάφρυνση χρέους στο Eurogroup του Λουξεμβούργου.

 Εξηγώντας την συντηρητική αναβάθμιση ο οίκος τονίζει ότι το σταθερό outlook στην Ελλάδα αντανακλά το ισοζύγιο των κινδύνων στην πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας και προσθέτει: “Από τη μία πλευρά η απόφαση του Eurogroup να διαθέσει στην Ελλάδα επιπλέον παρατάσεις στην ωρίμανση του χρέους και ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας έχει βελτιώσει περαιτέρω το προφίλ του κρατικού χρέους. Την ίδια στιγμή, οι ελληνικές τράπεζες σημειώνουν πρόοδο στο να μειώσουν τα υψηλά επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κάτι που αναμένεται να υποστηρίξει τις χρηματοοικονομικές συνθήκες και να βοηθήσει να ενισχυθεί η ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και το ιστορικό των ελληνικών αρχών στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων είναι αδύναμο”.

Ο οίκος αναφέρει επίσης ότι θα μπορούσε να εξετάσει την περαιτέρω αναβάθμιση της αξιολόγησης εάν “ενισχυθεί η προβλεψιμότητα της πολιτικής, ενισχυθούν οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις και δούμε περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων στο τραπεζικό σύστημα”.

Επικροτεί την απόφαση του Eurogroup στις 22 Ιουνίου να εγκρίνει τη δημιουργία ενός μεγάλου ταμειακού αποθέματος για την Ελλάδα ενόψει της εξόδου της χώρας από το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018. Η τελική εκταμίευση, στο πλαίσιο του προγράμματος, των 15 δισ. ευρώ θα διαμορφώσει το συνολικό απόθεμα της χώρας στα 24 δισ. ευρώ (περίπου το 13% του εκτιμώμενου ΑΕΠ για το 2018, αναφέρει.

“Δεδομένης της εκτίμησης μας ότι ο κυβερνητικός προϋπολογισμός θα μείνει ισοσκελισμένος σε γενικές γραμμές, περιμένουμε το ταμειακό απόθεμα να καλύψει πλήρως τις ανάγκες για εξόφληση χρέους μέχρι το 2021 και μερικώς τις αποπληρωμές κατά τη διάρκεια του 2022”, αναφέρει ο οίκος. Επισημαίνει ακόμα ότι το ταμειακό απόθεμα μειώνει σημαντικά τους κινδύνους αναχρηματοδότησης για την κυβέρνηση και αυξάνει την πιθανότητα η χώρα να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές με πιο ευνοϊκούς όρους τόσο για το κράτος, όσο και για τον τραπεζικό κλάδο.

Ο οίκος εκτιμά παράλληλα ότι οι προϋποθέσεις που συνδέονται με τη χρήση των ταμειακών αποθεμάτων σε συνδυασμό με την εποπτεία μετά τη λήξη του προγράμματος, θα αποτρέψουν την αναστροφή των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων και θα εδραιώσουν τις πρόσθετες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Οι τελευταίες, υπογραμμίζει, θα είναι ιδιαίτερης σημασίας για να αποκαταστήσουν την οικονομική υγεία και εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα καθώς και για να προσελκύσουν εισροές ξένων κεφαλαίων.

 Τα αρνητικά

Ο  οίκος προειδοποιεί ότι η αξιολόγηση ενδεχομένως να υποχωρήσει εάν “υπάρξουν μεγάλες αλλαγές στην πολιτική που θα αναστρέφουν τη μεταρρυθμιστική διαδικασία ή εφόσον η αναπτυξιακή διαδικασία είναι πιο αδύναμη απ’ ότι εκτιμούσαμε αρχικά, κάτι που θα περιορίσει την ικανότητα της Ελλάδα να συνεχίσει τη δημοσιονομική εξυγίανση και τη μείωση του χρέους.

 Η S&P σημειώνει ότι το μέγεθος του ελληνικού χρέους περιορίζει σημαντικά την αξιολόγηση της χώρας. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι Ελλάδα έχει μετά την Ιαπωνία το δεύτερο μεγαλύτερο δείκτη χρέους προς ΑΕΠ μεταξύ των κρατών που αξιολογεί. Παράλληλα, η ιστορία πολιτικής αβεβαιότητας και πελατειακών σχέσεων της Ελλάδας επίσης επιβαρύνει την πιστοληπτική της αξιολόγηση, παρατείνοντας την οικονομική αδυναμία και αβεβαιότητα, αποτρέποντας τις εισροές ξένου κεφαλαίου και δημιουργώντας μεγάλες εκροές καταθέσεων από τον τραπεζικό κλάδο, μία διαδικασία που εντάθηκε την περίοδο Ιουνίου – Αυγούστου του 2015.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα