ΤΖΙΜ ΤΖΑΡΜΟΥΣ ΣΤΟ NEWS24/7: “Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΜΟΥ ΜΕ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΟ ΣΤΥΛ ΜΟΥ”
Ο θρυλικός σκηνοθέτης σε μια μεγάλη συζήτηση με το NEWS24/7 λίγες μέρες πριν κερδίσει το Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία για το “Father Mother Sister Brother”, μιλάει για την ποίηση του σινεμά του, πώς γεννήθηκε το στυλ του και για το πώς βιώνει τον κόσμο (και τη βία) γύρω του.
«Αφοπλιστική», την χαρακτηρίσαμε στην ανταπόκρισή μας από την παγκόσμια πρεμιέρα.
«Ευχαριστώ την επιτροπή που βράβευσε την χαμηλόφωνη ταινία μας», είπε ο ίδιος παραλαμβάνοντας το Χρυσό Λιοντάρι.
Ίσως να μην είναι έκπληξη όλα αυτά. Αυτή τη στόφα εξάλλου δεν είχαν πάντα οι ταινίες του Τζιμ Τζάρμους στα καλύτερά τους;
Το Father Mother Sister Brother (που κυκλοφορεί τα Χριστούγεννα στις αίθουσες από το Cinobo) είναι η επιστροφή του μεγάλου σκηνοθέτη, ο οποίος μέσα από τρεις ιστορίες-κεφάλαια, κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Σκιαγραφεί μικρές, ανθρώπινες στιγμές, αποτυπώνει μοτίβα και επαναλήψεις από τη μια κατάσταση στην άλλη, αφήνει σιωπές, κενά, και μικρές στιγμές να γεμίσουν την απόσταση ανάμεσα στους ήρωές του.
Στην ταινία παρακολουθούμε πρωτοκλασάτους ηθοποιούς σε μικρού βεληνεκούς αλλά μεγάλης σημασίας στιγμές. Αποξενωμένα αδέρφια να επανενώνονται ύστερα από χρόνια και να αναγκάζονται να έρθουν αντιμέτωπα με εντάσεις που ελλοχεύουν για χρόνια – επανεξετάζοντας έτσι τις τεταμένες σχέσεις τους με τους συναισθηματικά αποστασιοποιημένους γονείς τους.
Διαδρομές με αυτοκίνητα, αμηχανία γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι, σιωπηλές ποιητικές σκηνές της πόλης… όλα φευγαλέα, όλα χαμηλόφωνα, όλα σημαντικά. Όσοι αγαπούν τον Τζάρμους, ξέρουν για τι ταινία μιλάμε.
«Αν υπάρχει ‘στυλ’, είναι επειδή δε μπόρεσα να αντιγράψω σωστά αυτούς που με επηρέασαν».
Η ταινία κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι αλλά λίγες μόνο μέρες νωρίτερα συναντήσαμε από κοντά τον Τζάρμους στο Λίντο –μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας του– όπου ο ίδιος δεν φάνηκε να νοιάζεται για όλα αυτά. Ένας φύσει ευγενικός άνθρωπος, ευχάριστος, ανοιχτός, μίλαγε με αγάπη για το φιλμ που έφτιαξε και με ενθουσιασμό για το ότι βρισκόταν στη Βενετία, χωρίς να τον ενδιαφέρει το αποτέλεσμα κανενός διαγωνισμού.
Στην 45λεπτη(!) κουβέντα μας ο Τζάρμους μιλά για την απόρριψη από τις Κάννες, για την ποίηση στο σινεμά του, για τις οικογένειες και τη σχέση με τον πατέρα του, για τις πόλεις που αγαπά, και για το πώς βιώνει τον σημερινό κόσμο γύρω του.
Έχετε πάει στις Κάννες με 9 ταινίες σας, υπάρχει λόγος που δεν πήγατε στις Κάννες με αυτή την ταινία;
Ήταν δώρο αυτό υπό μία έννοια. Ο Τιερί Φρεμό, που επιλέγει τις ταινίες για το Φεστιβάλ των Καννών, δεν επέλεξε το φιλμ μας. Πρότεινε να μπει σε κάποια άλλη ενότητα. Δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα ο ανταγωνισμός, αλλά έχει τεράστια σημασία το πώς παρουσιάζεται πρώτη φορά μια ταινία, για να βοηθήσει τη μελλοντική διανομή της, και εκτιμώ το να είμαι στο Διαγωνιστικό, όχι για να διαγωνιστώ, αλλά για την παρουσία που αποκτά το φιλμ.
Εφόσον λοιπόν αρνήθηκε να δεχτεί την ταινία στο Διαγωνιστικό, είπα «όχι, ευχαριστώ», γιατί δεν ήταν η κατάλληλη θέση. Αλλά είμαι τόσο χαρούμενος γιατί επειδή δεν ήμουν στις Κάννες, είχα τον χρόνο τον Μάιο να απομονωθώ στο μέρος μου στο δάσος, εκεί όπου πάω για να γράψω ή για να κάνω μουσική. Και εκεί μπόρεσα τότε να ολοκληρώσω το νέο μου σενάριο. Αν είχα πάει στις Κάννες, θα είχε διακοπεί αυτή η διαδικασία. Και ήταν δώρο και για την ταινία, γιατί το να ξεκινήσει στη Βενετία είναι απλά το πιο όμορφο ξεκίνημα που θα μπορούσε να έχει. Οπότε είναι πολύ θετικό για μένα.
Θα μπορούσε κανείς να δει την ταινία σαν ένα ποίημα: αγγίζει πολλά, λέει ελάχιστα. Υπάρχει μια αίσθηση μοναξιάς στις τρεις πόλεις. Πότε νιώθετε μοναχικός στη διαδικασία; Στη γραφή ή στα γυρίσματα;
Γράφω πάντα μόνος. Δεν έχω γράψει ποτέ με άλλον. Η γραφή είναι μοναχική διαδικασία – όχι μοναξιά με αρνητική έννοια, αλλά απομόνωση. Μου αρέσει να με αφήνουν ήσυχο.
Έχω εδώ και πολλά χρόνια ένα μέρος στα Catskills, μέσα στο δάσος. Υπάρχουν αρκούδες, κυριολεκτικά. Και λύκοι. Και πουλιά. Αν και η πανίδα μειώνεται με τρόπο ανησυχητικό. Είναι όμως δώρο αυτό το μέρος. Έχω ένα μικρό στούντιο ηχογράφησης και ένα δωμάτιο τέχνης που παλιά ήταν γκαράζ.
Αυτό είναι πολύ μοναχικό, αλλά όχι μοναξιά. Το γύρισμα, αντίθετα, είναι το ακριβώς αντίθετο. Είναι απόλυτη συνεργασία. Είμαστε ένα πλήρωμα, ένα πλοίο. Εγώ είμαι ο καπετάνιος ή ο πλοηγός, αλλά το πλοίο είμαστε όλοι μαζί. Αυτό το κομμάτι το λατρεύω.
Για μένα, το γύρισμα είναι η συλλογή του υλικού. Η ταινία φτιάχνεται στο μοντάζ. Καθώς γυρίζω, ξαναγράφω. Παίρνω ιδέες. Μπορεί να κάνουμε ένα πολύ καλό take και μετά να πω: «Πάμε άλλο ένα, αλλά πες το αλλιώς», ή «Πάμε ένα χωρίς λόγια». Μαζεύω υλικό.
Στο μοντάζ, η ταινία μου λέει τι θέλει να γίνει. Κάποιοι δουλεύουν με storyboard και απόλυτο έλεγχο. Δεν είναι ο τρόπος μου. Το χάρισμά μου είναι πιο διαισθητικό, όχι αναλυτικό. Δεν μου αρέσει η υπερβολική πρόθεση.
Στην ταινία παρουσιάζετε σχέσεις γονιών και παιδιών συχνά ως δύσκολες ή απόμακρες, σε κάποιες περιπτώσεις δεν γνωρίζονται καν στα αλήθεια μεταξύ τους. Πώς προσεγγίζετε μια τέτοια σχέση που θεωρείται θεμελιώδης και οικεία, αλλά εδώ μπορεί να είναι απόμακρη και αμήχανη;
Είμαι πατέρας μιας κόρης που τώρα είναι 20. Και κανείς, την πρώτη φορά που γίνεται γονιός, δεν ξέρει πώς να το κάνει. Δεν ξέρουν τι διάολο θα συμβεί, και πώς! Στην περίπτωσή μου, αισθάνομαι ανακούφιση που έγινα πατέρας αργότερα, γιατί έτσι δεν μετέφερα στην κόρη μου τις ζημιές που μου έκανε ο δικός μου πατέρας. Ήταν πολύ επικριτικός, πολύ απογοητευμένος. Έχω αγάπη για τον πατέρα μου, αλλά δεν τα πηγαίναμε καλά. Έφυγα από το σπίτι στα 17 μου. Πήγα να ζήσω τη δική μου ζωή.
«Απεχθάνομαι την ανθρώπινη ανάγκη για κατηγοριοποίηση».
Είναι περίπλοκο. Και κάθε τέτοια σχέση είναι διαφορετική για τον καθένα, δεν υπάρχει εγχειρίδιο. Ακόμα και αργότερα, ανακαλύπτεις πράγματα για τους γονείς σου που δεν ήξερες. Εγώ έμαθα πολλά για τον πατέρα μου αφού έφυγε, πράγματα για τα οποία δεν είχα καμία συναίσθηση. Αλλά όπως λέγεται και στο φιλμ: τους φίλους και τους εραστές σου τους διαλέγεις – την οικογένεια όχι.
Εγώ δεν ήθελα καν να κάνω ένα «φιλμ για την οικογένεια». Δεν ξέρω από πού ήρθε αυτό. Δεν το ανέλυσα, απλώς παρατηρούσα χαρακτήρες χωρίς να τους κρίνω. Ναι, έχουν αδυναμίες, αλλά όλοι τις έχουμε. Δεν με ενδιαφέρουν οι ιστορίες που χωρίζουν τους ανθρώπους σε «καλούς» και «κακούς». Είναι τόσο εύκολο και ανόητο και απλοϊκό, επειδή όλοι έχουμε τάσεις προς πολλά διαφορετικά πράγματα.
Στην πρώτη ιστορία, ο πατέρας φαίνεται επίτηδες αποτυχημένος, ενώ τελικά δεν είναι. Είναι σχόλιο πάνω στο κλισέ του πατέρα-προτύπου;
Η σχέση είναι διαφορετική με τον γιο και διαφορετική με την κόρη. Ο γιος χρειάζεται αγάπη και τη μεταφράζει σε χρήματα. Ο πατέρας το εκμεταλλεύεται, αλλά αυτό δίνει και μια σύνδεση. Η κόρη τα βλέπει όλα αυτά. Δεν κρίνει.
Ανησυχούσα μήπως ο χαρακτήρας φανεί καθίκι. Δεν τον βλέπω έτσι. Ναι, είναι απατεώνας. Αλλά ο γιος το χρειάζεται αυτό. Στο τέλος, όταν μαθαίνει ότι το Rolex ήταν αληθινό, δεν θέλει καν να το πιστέψει. Δεν θέλει να το δει.
Δεν ξέρω, δεν είμαι καλός στο να αναλύω τις ταινίες μου. Πρέπει να πω, αγαπώ το σινεμά γιατί είναι από τα ωραιότερα πράγματα που κάνει ο άνθρωπος: να λέει ιστορίες με μια κάμερα. Βλέπω μια ταινία κάθε μέρα. Αγαπώ το σινεμά όσο τη λογοτεχνία και τη μουσική, είναι ένα τόσο όμορφο πράγμα.
Οι πνευματικοί μου νονοί είναι οι ποιητές της New York School – Φρανκ Ο’ Χάρα, Κένεθ Κοτς, Ρον Πάτζετ. Ο Ο’Χάρα έγραψε το μανιφέστο του Personism: φτιάχνεις ένα έργο σαν να το στέλνεις σε έναν άνθρωπο, όχι στον κόσμο. Το στέλνεις στον εραστή σου, το στέλνεις στον φίλο σου. Δεν διακηρύττεις κάτι στον κόσμο.
Αυτό ήταν το μανιφέστο τους – κι επίσης το να αγκαλιάζεις οτιδήποτε σε εμπνέει, και φυσικά πάντα με χιούμορ. Να μην παίρνεις τα πάντα τόσο σοβαρά. Αυτοί οι ποιητές είναι οι δάσκαλοί μου. Και σχεδόν κάθε τι που κάνω, συνεχίζω να το συνδέω με αυτούς.
Οι παύσεις, οι επαναλήψεις, τα μοτίβα, είναι πολύ κοινά στοιχεία στο έργο σας. Πιστεύετε πως το σινεμά σας έχει μια περισσότερο μουσική, ποιητική λογική;
Κάθε σκηνοθέτης έχει διαφορετικό στυλ αλλά για μένα το σινεμά έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με την ποίηση και τη μουσική. Στη μουσική, οι νότες που δεν ακούγονται είναι αυτές που δίνουν χώρο σε εκείνες που ακούγονται να αντηχήσουν. Όταν βλέπω μια ταινία δράσης με κοψίματα κάθε τρία δευτερόλεπτα, μου έρχεται γαμημένος πονοκέφαλος. Δεν υπάρχει χώρος εκεί μέσα.
Εγώ πάω προς την άλλη κατεύθυνση. Λατρεύω αυτές τις ενδιάμεσες στιγμές. Και αυτές είναι που κάνω σινεμά. To Night on Earth είναι απλώς κούρσες με ταξί που θα τις έκοβες από κάποια άλλη ταινία. Ή το Καφές και Τσιγάρα, είναι άνθρωποι στο διάλειμμά τους, την ώρα που δεν κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν. Αυτά τα πράγματα με ελκύουν. Είναι ίσως λίγο σλάκερ αισθητική, αλλά για μένα είναι ένα δομικό, ποιητικό πράγμα.
Μήπως, σε αντίδραση στο γρήγορο, θορυβώδες σινεμά, επιμένετε πεισματικά σε έναν αντίθετο τρόπο κινηματογράφησης;
Δεν νομίζω ότι είμαι συνειδητά αντίθετος. Απλώς ακολουθώ το ένστικτό μου. Αυτό ήθελα να κάνω τώρα.
Αλλά είναι αλήθεια ότι η αντιδραστικότητά μου με οδήγησε στο στυλ μου. Όταν έκανα το Stranger Than Paradise, ήταν η κορύφωση του MTV, των γρήγορων κοψιμάτων, της μόδας. Και σκέφτηκα: όχι. Θα κάνω το αντίθετο. Ένα πλάνο ανά σκηνή. Μαύρο-άσπρο. Ρούχα σαν να πάνε σε ιππόδρομο σκύλων. Και έτσι βρήκα τη φωνή μου.
Αλλά έχετε επίγνωση του στυλ σας; Οι ταινίες σας έχουν επηρεάσει πολύ κόσμο, είναι αυτό κάτι που υπάρχει στο μυαλό σας;
Όχι. Είμαι τελείως ανίδεος. Όταν μου λένε «αυτό ήταν πολύ jarmuschικό», λέω: τι στο διάολο σημαίνει αυτό;
Ο Τζον Λένον είπε κάτι υπέροχο: η πρωτοτυπία προέρχεται από το ότι δεν μπορείς να μιμηθείς τέλεια τις μεγαλύτερες επιρροές σου. Οι δικές μου είναι ο Μπρεσόν, ο Όζου, μια στοχαστική κινηματογραφική γραφή. Αν υπάρχει «στυλ», είναι επειδή δεν μπόρεσα να τους αντιγράψω σωστά.
Οι σκέιτερς επανέρχονται οπτικά στην ταινία, συχνά και σε αργή κίνηση. Τι είναι αυτό που σας ελκύει σε αυτούς;
Δεν κάνω σκέιτ, αλλά αγαπώ τους σκέιτερς γιατί είναι αναρχικοί. Πραγματικά. Δεν ξέρω αν έχετε διαβάσει Μπάλαρντ, αλλά η ιδέα ότι πολλές τεχνικές του σκέιτ προήλθαν από το παράνομο σπάσιμο σε εγκαταλελειμμένες πισίνες στη Νότια Καλιφόρνια, και ότι η κουλτούρα του σκέιτ είναι κάτι εγκληματικό, σκανδαλιάρικο, αναρχικό – αυτό με ελκύει πολύ.
Ξέρω πολλούς νέους σκέιτερς. Δεν είναι… πώς να το πω… δεν είναι κλειστοί. Είναι σεξουαλικά ρευστοί, ανοιχτοί σε αντι-αυταρχικές αρχές. Είναι άγριοι. Κινούνται μέσα στην πόλη πάνω στις σανίδες τους. Τους αγαπώ.
Ήθελα να εμφανίζονται στην ταινία σχεδόν όπως όταν σταματάς για λίγο και βλέπεις ένα σμήνος πουλιών να περνά, και μετά χάνεται. Να υπάρχουν έτσι. Και τους χαιρετώ δίνοντάς τους τα μόνα ειδικά εφέ της ταινίας: να τους επιβραδύνω για λίγο. Είναι ένας φόρος τιμής στους σκέιτερς.
Μία από αυτούς, φίλη μου, είναι η Μπέατρις Ντιμόν – η μαύρη κοπέλα στην πρώτη ιστορία. Είναι σκέιτερ παγκόσμιας κλάσης. Είναι απίστευτο πλάσμα. Αναρχική, άγρια, πανέξυπνη, όμορφη, και όχι… πώς να το πω… σεξουαλικά προσδιορίσιμη. Είναι απλώς αυτό που είναι. Τη λατρεύω.
Αυτή με έφερε σε επαφή με άλλους σκέιτερς. Και είναι αστείο: ένας στη Νέα Υόρκη ήξερε έναν στην Ιρλανδία, κάποιος άλλος έναν στο Παρίσι. Είναι σαν φυλή. Τους σέβομαι βαθιά για την άγρια φύση τους.
Και, ξέρεις, αυτό που κάνουν είναι απολύτως ακίνδυνο. Χρησιμοποιούν τη φυσική για να αντλήσουν χαρά από απλές αρχές. Βάζεις ρόδες σε μια σανίδα και κινείσαι – πόσο όμορφο είναι αυτό;
«Όταν βλέπω μια ταινία δράσης με κοψίματα κάθε τρία δευτερόλεπτα, μου έρχεται γαμημένος πονοκέφαλος. Δεν υπάρχει χώρος εκεί μέσα.»
Κοντά στο σπίτι μου στη Νέα Υόρκη υπάρχει ένα σημείο όπου πηγαίνω και τους παρακολουθώ. Κάνουν κόλπα, περνάει κόσμος, αυτοκίνητα, και αυτοί είναι αλλού. Τελείως απορροφημένοι. Κάποτε είχαν στήσει μια ράμπα απέναντι από το σπίτι μου, πάνω από την είσοδο ενός υπογείου. Φόρτωναν, ανέβαιναν, έκαναν κόλπα, τραβούσαν βίντεο. Τα φορτηγά περνούσαν, τους σταματούσαν. «ΟΚ, πάμε». Ήταν σαν: είναι ο κόσμος μας.
Αυτό το πνεύμα λατρεύω. «Γάμα την αστυνομία, κάνουμε σκέιτ». Γι’ αυτό και στο Παρίσι τους βλέπεις να περνούν γύρω από το περιπολικό. Οι μπάτσοι δεν τους νοιάζουν. Πηγαίνουν ανάποδα στον δρόμο. Έτσι απλά. Τους αγαπώ.
Δεν είναι η πρώτη σας ταινία με δομή ανθολογίας. Ποια είναι η σχέση σας με αυτή τη φόρμα;
Μου αρέσει αυτή η φόρμα ως λογοτεχνική μορφή. Είναι πολύ παλιά. Δεκαήμερο, Βοκκάκιος. Είναι μια πανέμορφη μορφή, και πολύ κλασική και στον κινηματογράφο — ειδικά στο ιταλικό σινεμά των ’60s και ’70s.
Αλλά η δική μου ταινία δεν είναι ανθολογία. Δεν είναι ξεχωριστές ιστορίες. Είναι μία ταινία. Αν κάποιος τις έβλεπε ξεχωριστά, θα αυτοκτονούσα. Δούλεψα πολύ σκληρά για να συσσωρευτούν αυτές οι αποχρώσεις. Είναι σαν μουσικό κομμάτι με διαφορετικά μέρη. Δεν παίζεις μόνο το Adagio. Το τελευταίο μέρος δεν θα είχε καμία συναισθηματική δύναμη χωρίς τα προηγούμενα. Πρέπει να συσσωρευτεί.
Υπάρχουν βέβαια οι λεγόμενες ανθολογίες, με διαφορετικούς σκηνοθέτες κ.λπ. Δεν μιλάμε για αυτό. Για μένα είναι περισσότερο σαν κεφάλαια – ή, καλύτερα, σαν διαφορετικά μέρη ενός μουσικού έργου.
Και κάτι πολύ σημαντικό για μένα είναι η επανάληψη και η παραλλαγή. Η παραλλαγή είναι το κλειδί των μυστηρίων της ζωής. Στη φύση, τα πάντα είναι παραλλαγή: φυτά, ζώα, μορφές.
Στην τέχνη, η παραλλαγή είναι πανέμορφη. Ο Μπαχ είναι γνωστός για τις παραλλαγές του, αλλά στην πραγματικότητα είχε είκοσι παιδιά, έπρεπε κάθε εβδομάδα να παίζει όργανο στην εκκλησία και να ταΐζει οικογένεια. Οπότε τον φαντάζομαι να λέει: «Γαμώτο, θα πάρω εκείνη τη μελωδία από την περασμένη εβδομάδα και θα την παραλλάξω». Και έφτιαξε τα ωραιότερα πράγματα.
Απεχθάνομαι την ανθρώπινη ανάγκη για κατηγοριοποίηση – ψυχικές ασθένειες, σεξουαλικότητα, «κανονικότητα». Τι είναι η ετεροκανονικότητα; Τι στο διάολο; Όλοι είμαστε διαφορετικοί. Όλα είναι συνεχές. Αγκαλιάζω την παραλλαγή ως ένα από τα ωραιότερα πράγματα που έχουμε. Και η επανάληψη συνδέεται άμεσα με αυτήν.
Τέλος πάντων. Ποιος ξέρει.
Συλλάβατε την ταινία εξαρχής ως σύνολο ή ξεκίνησε από μια ιστορία που γέννησε τις υπόλοιπες;
Ήταν εξαρχής ξεχωριστά κεφάλαια που χτίζονταν προς ένα σύνολο. Ήθελα οι αποχρώσεις να συσσωρεύονται από την αρχή. Δεν ήξερα ακριβώς πώς – ποτέ δεν ξέρω τι κάνω πραγματικά. Δοκιμάζω πράγματα.
Αλλά ήταν πάντα προορισμένο να είναι αυτό που είναι. Και νιώθω περήφανος, γιατί χρειάζεται πολλή δουλειά για να κάνεις κάτι να φαίνεται αβίαστο. Αυτή η ταινία είναι πολύ κοντά σε αυτό που είχα στο μυαλό μου. Με αυτούς τους απίστευτους συνεργάτες – σκηνογράφους, διευθυντές φωτογραφίας, ηθοποιούς – μεταφράστηκε σχεδόν όπως τη φανταζόμουν.
«Η παραλλαγή είναι το κλειδί των μυστηρίων της ζωής. Στη φύση, τα πάντα είναι παραλλαγή: φυτά, ζώα, μορφές».
Συνήθως οι ταινίες μου αλλάζουν περισσότερο στο γύρισμα. Αυτή όχι. Ήμουν πολύ συγκεντρωμένος. Και έμαθα πράγματα που θα με οδηγήσουν στην επόμενη ταινία μου. Έχω νέο σενάριο. Κατάλαβα πότε να χρησιμοποιώ κοντινά, πόσο οικεία μπορεί να γίνει μια σκηνή. Ήταν σαν να έπρεπε να κάνω αυτή την ταινία για να μπορέσω να κάνω την επόμενη. Κάθε φορά είμαι μαθητής. Μαθαίνω.
Υπήρχαν ιστορίες που αφήσατε εκτός ή μόνο αυτές οι τρεις;
Ναι, υπήρχαν κι άλλα πράγματα. Έχω μερικά μισοτελειωμένα. Έγραψα ένα πλήρες σενάριο που δεν γύρισα ποτέ, Three Moons in the Sky. Το έγραψα για τον Μπιλ Μάρεϊ. Ήταν για έναν άντρα που είχε μυστικά τρεις διαφορετικές οικογένειες ταυτόχρονα, και φυσικά η ζωή του γινόταν χαοτική. Συμβαίνει μια καταστροφή και αναγκάζεται να τις φέρει όλες μαζί, χωρίς να ξέρουν η μία για την άλλη.
Ήταν καλό σενάριο. Ο Μπιλ το λάτρεψε. Του το έδωσα πριν τα Τσακισμένα Λουλούδια και μου είπε: «Είναι πολύ καλό. Πότε το γυρίζουμε;» Και του απάντησα: «Δεν το γυρίζουμε. Κάνω κάτι άλλο».
Γιατί τοποθετήσατε τα τρία κεφάλαια σε αυτές τις τρεις πόλεις;
Λοιπόν, επειδή η πρώτη μοιάζει με τον τόπο όπου ζω, από το βορειοανατολικό Οχάιο από όπου έρχομαι. Οπότε ήθελα κάτι τέτοιο. Η δεύτερη γράφτηκε αρχικά για Λονδίνο, αλλά την έκανα Δουβλίνο – η Ιρλανδία αγαπά τους συγγραφείς, είναι χώρα αφηγητών.
Και το Παρίσι είναι ο μεγάλος μου έρωτας μετά τη Νέα Υόρκη. Οι πόλεις είναι σαν εραστές. Και αγαπώ τόσες πολλές. Είναι αντιφατικές, χτισμένες πάνω σε αποικιοκρατία και σε εκμετάλλευση. Είναι ένας συμψηφισμός απίστευτης ομορφιάς και αρχιτεκτονικής. Κοίτα εδώ, που είμαστε. Πώς το έκαναν αυτό; Σκέφτηκαν απλά… ας χτίσουμε μια πόλη εδώ. [γελάμε]
Περπατάω στο Παρίσι και δεν μπορώ να σταματήσω. Περπατώ μίλια χωρίς να το καταλάβω. Το αγαπώ πάρα πολύ – θα ήταν ακόμα καλύτερα αν μπορούσες να βγάλεις από αυτό τους γάλλους [γέλια]. Όχι, όχι, όχι, δεν το εννοούσα, το παίρνω πίσω. Αγαπώ πολλούς γάλλους. [γελάει]
Η Νέα Υόρκη σας εμπνέει ακόμα;
Η Νέα Υόρκη μου έδωσε τα πάντα, αλλά τώρα δεν εμπνέει με τον ίδιο τρόπο. Είναι όλα χρήμα, και νέοι άνθρωποι που προσπαθούν αλλά δεν γίνεται πλέον να ζήσουν εκεί. Δεν με εμπνέει πια με τον ίδιο τρόπο.
Τι σας εμπνέει σήμερα;
Τα ταξίδια και η απομόνωση στην εξοχή. Να είμαι στο στούντιό μου χωρίς σκοτούρες.
Πόσο συνδεδεμένος πολιτικά θα λέγατε πως είστε με όσα συμβαίνουν γύρω σας; Πώς βλέπετε τα όσα συμβαίνουν σήμερα;
Το πρόβλημα είναι πως όσοι τείνουν προς την αρνητική ενέργεια – τον ναρκισσισμό, την απληστία, την εξουσιομανία – είναι εκείνοι που συχνά ανταμείβονται περισσότερο. Οι άλλοι, που κινούνται προς το θετικό, δεν ενδιαφέρονται να διεκδικήσουν τέτοια πράγματα.
Είναι απογοητευτικό. Δεν νομίζω πως απομένει πολύς χρόνος για να απολαύσουμε τον πλανήτη όπως είναι τώρα· δύσκολα θα διορθωθούν τα πράγματα.
«Μου αρέσει να με αφήνουν ήσυχο. Είναι μοναχικό, αλλά δεν είναι μοναξιά».
Προσωπικά με ενδιαφέρει όλο και περισσότερο η ιδέα μιας ενιαίας συνείδησης. Διαβάζω Σρέντινγκερ, Γιουνγκ, Τέρενς Μακένα, και η εμπειρία μου με την ψιλοκυβίνη είναι πολύ σημαντική. Δεν τη χρησιμοποιώ ψυχαγωγικά αλλά ως φάρμακο, γιατί σε οδηγεί σε αυτή τη συνειδητοποίηση ότι όλα είναι ένα. Όταν βρίσκομαι στη φύση, έχω την αίσθηση ότι τα δέντρα και τα φυτά ξέρουν ότι ξέρω πως είμαστε το ίδιο πράγμα. Είναι αυτό το παλιό αστείο: ο Βουδιστής ιερέας πηγαίνει τον γιο του στη βουνοκορφή, κοιτάνε τα πάντα τριγύρω και του λέει, «γιε μου, μια μέρα όλα αυτά θα είναι εσύ».
Αυτό με βοηθά να εκτιμώ το παρόν, έστω κι αν είναι δύσκολο. Η ζωή στη Γη είναι… τίποτα. Ένα κλάσμα του χρόνου, δεν καταλαβαίνουμε καν τι είναι το σύμπαν. Είμαστε τόσο τυχεροί που είμαστε εδώ. Είμαστε στη Βενετία. [σσ. Δείχνει με δέος τριγύρω του τον χώρο και το περιβάλλον.] Σε 10 χρόνια αυτό το μέρος πιθανότατα δε θα είναι καν εδώ. Και είμαστε τώρα εδώ, μαζί, και μιλάμε για σινεμά, αυτό το όμορφο πράγμα. Λέμε ιστορίες με μια κάμερα. Τι όμορφο πράγμα που έχουν κάνει οι άνθρωποι ανάμεσα σε όλα αυτά τα αρρωστημένα πράγματα που κάνουν, ε;
Βλέπουμε την ίδια στιγμή τη φρίκη στη Γάζα, το να παρακολουθούμε αυτή τη γενοκτονία είναι σπαρακτικό. Κάθε μέρα γονείς γράφουν το όνομα του παιδιού στο χέρι του για να μπορούν να το αναγνωρίσουν επειδή μάλλον θα σκοτωθεί. Αυτό συμβαίνει στη Γάζα. Πρέπει να γράψεις το όνομα ενός παιδιού στο χέρι του για να το αναγνωρίσεις ως πτώμα. Συγγνώμη. Είναι αφόρητο. Δεν ξέρω πια τι να σκεφτώ.
Το Father Mother Sister Brother του Τζιμ Τζάρμους κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου από το Cinobo. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο στο φεστιβάλ Βενετίας.