ΑΘΗΝΑΙΟΝ: ΕΝΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΘΗΚΕ
Τη δεκαετία του ’60, οι Αθηναίοι διάλεγαν το όνομα ενός νέου κινηματογράφου στους Αμπελοκήπους. Κανείς τότε δεν φανταζόταν ότι έξι δεκαετίες μετά θα γινόταν το σημείο όπου η παράδοση συναντά την καινοτομία και την άνεση.
Στο τρίστρατο των μεγάλων λεωφόρων της Αθήνας, εκεί όπου συναντιούνται η Αλεξάνδρας με τη Βασιλίσσης Σοφίας και την Κηφισίας, στέκει μέχρι σήμερα ένας από τους ιστορικούς κινηματογράφους της πόλης. Στη θέση του, στον αριθμό 124 της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, λειτουργούσε κάποτε ένα θερινό σινεμά, μέχρι που το κτίριό του ανοικοδομήθηκε, έγινε πολυκατοικία και άνοιξε στο ισόγειό της το 1960 ένας από τους κεντρικούς χειμερινούς κινηματογράφους της εποχής· από αυτούς στους οποίους η ελίτ της πόλης, οι ονομαστοί και οι επίσημοι, οι καλλιτέχνες και οι πολιτικοί ερχόντουσαν σε επαφή με τους φοιτητές που τον τιμούν με την παρουσία τους μέχρι σήμερα.
Η πρώτη διαφήμιση του κινηματογράφου των Αμπελοκήπων ήταν ένα ευχαριστήριο μήνυμα προς τους Αθηναίους που διάλεξαν το όνομά του, αφού λέγεται πως ο τότε ιδιοκτήτης του, Σάββας Πυλαρινός, πρότεινε προς δημόσια ψηφοφορία πέντε ονόματα, τα «Παναθήναιον», «Παναθηναϊκός», «Ηραίον», «Άλκηστις» και «Αθήναιον», με την πλειοψηφία να επιλέγει το τελευταίο, ενώ όσοι συμμετείχαν ανταμειβόταν με δωρεάν είσοδο σε μια προβολή.
«Η Αθήνα απέκτησε έναν μεγάλο κινηματογράφο στην καρδιά του δημιουργουμένου νέου κέντρου της… 1.200 θέσεων, απιστεύτως άνετου [σικ] δια την εποχήν μας… Άπειρες ωραίες και νέες ιδέες, όπως είναι το ενυδρείον, που κάνει τόσην εντύπωσιν εις το προς της πλατείας χωλλ, το αποκορύφωμα του “ντεκόρ” αποδίδεται εις την έναστρον οροφήν και εις την θαυμασίαν οθόνην, η οποία προετοιμάζει θεαματικώς την έναρξιν της προβολής, καθώς το βαρύτιμον “ριντώ” αποκαλύπτει ένα επιτυχημένον “εκράν”… Συγχαίροντες τον Σάββαν Πυλαρινόν δια το εμπνευσμένον έργον του… Να εξαρθή το επίτευγμα της αρίστης ακουστικής… Είναι ο δεύτερος κινηματογράφος στον κόσμον, του οποίου η ακουστική εξησφαλίσθη με μίαν κύμανσιν, μελετημένη και χαραγμένη εις τους πλευρικούς τοίχους, κυμάτωσιν εξαιρετικής διακοσμητικής γραμμής», όπως ανέφερε δημοσίευμα από τα ’60s, που έχει διασωθεί μέσω του βιβλίου «Τα σινεμά της Αθήνας 1896-2013» του Δημήτρη Φύσσα.
Περιμένοντας εδώ και χρόνια οι Αθηναίοι σινεφίλ την επαναλειτουργία δύο θρυλικών και άθικτων εσωτερικά αιθουσών του κέντρου, του Αττικόν και του Απόλλων, που παραμένουν κλειστές από την πυρκαγιά του 2012, και βλέποντας το αιωνόβιο Ιντεάλ της Πανεπιστημίου να κλείνει οριστικά, προκειμένου το κτίριό του να μετατραπεί σε (ακόμα ένα) ξενοδοχείο, το να παραμένει ζωντανό ένα παλιό αθηναϊκό σινεμά είναι μόνο καλή είδηση. Πόσο μάλλον όταν ανοίγει έναν νέο, δεύτερο κύκλο ζωής, στοχεύοντας στο να κάνει το ήδη υπάρχον κοινό του να νιώσει πιο άνετα και ίσως να προσελκύσει και ένα καινούργιο.
Είναι εδώ και μερικές εβδομάδες που το Αθήναιον παντρεύει το παρελθόν του με το τώρα και κοιτάζει προς το μέλλον, προσφέροντας μια κινηματογραφική εμπειρία επιπέδου που ενδεχομένως να βγάλει κάποιον από το σπίτι και να τον οδηγήσει στη σκοτεινή αίθουσα. Η μοναδική του μαρκίζα στέκει ακόμα εκεί: η παράδοση των ζωγραφισμένων στο χέρι αφισών του δεν έχει τελειώσει, ένα χαρακτηριστικό του κινηματογράφου των Αμπελοκήπων που αποτελεί σήμα κατατεθέν του και δεν το συναντάμε αλλού, αφού πρόκειται για μια πρακτική που άρχισε να φθίνει στον κινηματογραφικό κόσμο στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Σε πρόσφατη συνέντευξή της στη γαλλική εφημερίδα Le Monde, η απόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και τελευταία ζωγράφος καλλιτεχνικών αφισών στην Ελλάδα, Βιργινία Αξιώτη, εξηγούσε πως κάθε χειροποίητη αφίσα τέτοιων επιβλητικών διαστάσεων, με πλάτος 6,50 και ύψος 2,20 μέτρων, χρειάζεται είκοσι με είκοσι πέντε ώρες για να ολοκληρωθεί. Εκτός από τις δικές της αφίσες που κοσμούν μέχρι σήμερα την πρόσοψη του κινηματογράφου, στο εσωτερικό του Αθήναιον συναντάμε και μερικές από εκείνες που έφτιαξαν κάποτε οι παλαιότεροι καλλιτέχνες του, ο Νικόλαος Ανδρεάκος και ο Βασίλης Δημητρίου.
Αν και μετά από 65 χρόνια λειτουργίας αυτός ο κινηματογράφος παραμένει πιστός σε μια χαμένη παγκοσμίως τέχνη, την ίδια στιγμή έκανε όλες τις απαραίτητες κινήσεις προκειμένου να αποκτήσει εσωτερικά ασυναγώνιστο ήχο, τέλεια εικόνα και χώρους που κάνουν όσους τους επισκεφθούν να νιώθουν ότι έχουν πρόσβαση σε κάτι πολυτελές. «Επιθυμούμε αυτό το σινεμά να παραμείνει ζωντανό για άλλα τόσα χρόνια, θέλαμε να του δώσουμε έναν δεύτερο κύκλο ζωής. Παρότι πολλοί μας θεωρούσαν παράλογους που θα επενδύσουμε σε έναν κινηματογράφο, προχωρήσαμε σε αυτή την ανακαίνιση προκειμένου να περάσουμε σε μια νέα εποχή, ώστε να κοιτάμε μπροστά με ορίζοντα το βαθύ μέλλον και να μην ανησυχούμε για το πώς οι πλατφόρμες θα επηρεάσουν την κίνηση στις αίθουσες, αφού αυτό που προσφέρουμε πια εδώ είναι μια διαφορετική εμπειρία θέασης», εξηγεί ο συνιδιοκτήτης του Αθήναιον, Κώστας Γιαννόπουλος.
Διατηρώντας το ψηλοτάβανο στυλ της, το αμφιθεατρικό της στήσιμο και τη μεγάλη της κυρτή οθόνη, η Αίθουσα 1 του Αθήναιον είναι πια μία από τις λίγες πιστοποιημένες με ήχο Dolby Atmos® στην Ελλάδα, ενώ είναι η μοναδική υβριδική κινηματογραφική αίθουσα στη χώρα. Στην αίθουσα αυτή συνυπάρχουν τρία διαφορετικά είδη καθισμάτων: στη σειρά που οι περισσότεροι θεατές αποφεύγουν να καθίσουν, δηλαδή την πρώτη, υπάρχουν πια μόνο καναπέδες στους οποίους μπορεί κανείς να χαλαρώσει. Στη συνέχεια, τα κλασικά κινηματογραφικά καθίσματα αντικαταστάθηκαν με νέα, πιο αναπαυτικά, ενώ οι τελευταίες δύο κερκίδες αποτελούνται πλέον από ανακλινόμενες πολυθρόνες, στις οποίες οι θεατές μπορούν να ρυθμίσουν το υποπόδιο και την κλίση της πλάτης, ενώ ανά δύο θέσεις μπορούν να σηκώσουν τον διαχωριστικό βραχίονα για να καθίσουν ακόμα πιο άνετα.
Η Αίθουσα 1 (ATMOS One -1) δεν έχει πια το αχανές μήκος για το οποίο ξεχώριζε κάποτε, ωστόσο διαθέτει γύρω στα 40 ηχεία για 215 θέσεις και 4K laser προβολή με ζωντανά χρώματα και υψηλή αντίθεση. Η αίθουσα αυτή δεν διατήρησε το αρχικό της μέγεθος, καθώς χωρίστηκε σε άλλες μικρότερες αίθουσες, οι οποίες έχουν έναν ακόμα πιο cozy χαρακτήρα και είναι ό,τι πιο κοντά έχουμε στις ζηλευτές λονδρέζικες αίθουσες, όπως του Everyman και του Electric Cinema.
Δεδομένου ότι οι ταινίες που αποτελούν κάθε εβδομάδα το πρόγραμμα του Αθήναιον δεν έχουν την ίδια δυναμική σε εισιτήρια, στις αίθουσες Velvet και Sunset Lounge των 50 και 70 θέσεων αντίστοιχα θα προβάλλονται πιο εναλλακτικές και auteurίστικες επιλογές, ενώ οι αίθουσες αυτές θα αξιοποιούνται και σε κατά περιόδους ειδικά αφιερώματα.
Δηλαδή, στη μεγαλύτερη αίθουσα του Αθήναιον, την ATMOS One 1 –και στην Classic 4 των 200 θέσεων και του Dolby 7.1 ήχου, που παραμένει όπως γνωρίζουμε και έχουμε συνηθίσει τις αίθουσες, αλλά με νέα, πιο αναπαυτικά καθίσματα– θα προβληθεί το blockbuster «Avatar: Φωτιά και Στάχτη» του Τζέιμς Κάμερον, αλλά και το πρώτο «Die Hard» του Τζον ΜακΤίρναν στο πλαίσιο του χριστουγεννιάτικου αφιερώματος του Αθήναιον, ενώ στις μικρότερες αίθουσες θα δούμε ταινίες όπως το «Father Mother Sister Brother» του Τζιμ Τζάρμους και τη «Σπασμένη Φλέβα» του Γιάννη Οικονομίδη, που βρίσκεται πια στην τέταρτη εβδομάδα προβολής της.
Πλέον μπορούμε να εξυπηρετηθούμε από δύο μπαρ: το γνωστό του ισογείου και το cocktail bar που συναντάμε κατεβαίνοντας στις νέες, μικρότερες και πολυτελείς αίθουσες. Εκτός από τα τυπικά σνακ, προσφέρονται και κλασικά cocktails, τα οποία δοκιμάστηκαν το καλοκαίρι στο θερινό Αριάν της Γλυφάδας, αλλά και πίτσα σε διάφορες εκδοχές.
Όσο για το πώς έχουν διαμορφωθεί οι τιμές μετά την ανακαίνιση του κινηματογράφου: στην αίθουσα Classic το εισιτήριο κοστίζει 9 ευρώ από Δευτέρα έως Τετάρτη και 9,50 ευρώ από Πέμπτη έως Κυριακή. Στις ATMOS One -1, Velvet Lounge και Sunset Lounge κοστίζει 10 ευρώ από Δευτέρα έως Τετάρτη και 12,50 ευρώ από Πέμπτη έως Κυριακή, ενώ οι ανακλινόμενες πολυθρόνες της ATMOS One -1 κοστίζουν 13,50 ευρώ από Δευτέρα έως Τετάρτη και 16 ευρώ από Πέμπτη έως Κυριακή. Υπάρχουν επίσης μειωμένα εισιτήρια για παιδιά, φοιτητές και θεατές άνω των 65 ετών.
Φυσικά, οι τιμές αυτές είναι ανεβασμένες σε σχέση με την υπόλοιπη αγορά. Ωστόσο, η θέαση στον Αθήναιον αποτελεί μια διαφορετική πρόταση εξόδου, στην οποία δεν θυσιάζεται η άνεση. Αν, δηλαδή, είστε από εκείνους που πια ταλαιπωρούνται και μόνο στη σκέψη ότι θα χρειαστεί να μείνετε καθισμένοι σε μια τυπική θέση κινηματογράφου ενώ έχετε επιλέξει να παρακολουθήσετε μια ταινία δυόμιση ή τριών ωρών, δοκιμάστε όσα προσφέρει τώρα το Αθήναιον, πέρα από την αναβαθμισμένη ποιότητα ήχου και εικόνας.
Αθήναιον, Λεωφόρος Βασ. Σοφίας 124, 210 7782122