Γρηγόρης Κολλάρος

ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΠΡΟΣΟΧΗΣ: ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΝΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΟΥΜΕ;

Τι λέει στο NEWS 24/7 η αμερικανίδα καθηγήτρια Γκλόρια Μαρκ που μέτρησε το εύρος της προσοχής μας να πέφτει από τα 2.5 λεπτά στα 47 δευτερόλεπτα τα τελευταία 15 χρόνια…

«Τα τελευταία χρόνια έχω αυτήν την άβολη αίσθηση ότι κάποιος, ή κάτι, παίζει με το μυαλό μου, επαναχαρτογραφεί το κύκλωμα των νευρώνων μου, επαναπρογραμματίζει τη μνήμη μου. Δεν έχω χάσει ακόμα τα λογικά μου -τουλάχιστον όσο μπορώ εγώ να κρίνω- αλλά παρατηρώ την αλλαγή. Δεν σκέφτομαι με τον τρόπο που σκεφτόμουν. Μπορώ να το καταλάβω κυρίως όταν διαβάζω. Το να χάνομαι σε ένα βιβλίο ή σε ένα μακροσκελές άρθρο ήταν εύκολο. (…) Δεν είναι πια. Τώρα πια η συγκέντρωσή μου αρχίζει να μειώνεται μετά από δύο ή τρεις σελίδες. Γίνομαι ανήσυχος, χάνω τον ειρμό, αρχίζω να ψάχνω για κάτι άλλο να κάνω».

Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στα παραπάνω λόγια. Το φοβερό είναι ότι δεν γράφτηκαν χθες, πέρυσι ή έστω πριν λίγα χρόνια. Είναι απόσπασμα από την εισαγωγή ενός προφητικού άρθρου του σημαντικού αμερικάνου δημοσιογράφου/συγγραφέα, Νίκολας Καρ, που δημοσιεύθηκε στο Atlantic με τον προβοκατόρικο τίτλο Μήπως το Google μας κάνει χαζούς; τον Αύγουστο του 2008 (!). Περίπου έναν χρόνο μετά το λανσάρισμα του iPhone, ακριβώς την εποχή που μπαίναμε μαζικά στο Facebook ανοίγοντας τους ασκούς του αιόλου και της κοινωνικής δικτύωσης. Το άρθρο εξελίχθηκε σε βιβλίο που διεκδίκησε Πούλιτζερ, αποτελεί ως σήμερα σημείο αναφοράς, μάλλον όμως κανείς πριν από δεκαπέντε χρόνια δε θα μπορούσε να φανταστεί πόσο ελλειμματική θα γινόταν η συγκέντρωσή μας με την πάροδο του χρόνου. Κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι η «οικονομία της προσοχής» θα γινόταν το ιερό δισκοπότηρο του 21ου αιώνα. 

Η Γκλόρια Μαρκ είναι καθηγήτρια Πληροφορικής (με παρελθόν μάλιστα στις καλές τέχνες) στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Ίρβαιν. Μελετά εδώ και είκοσι χρόνια την έννοια της «προσοχής» και πέρυσι κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που συζητήθηκε αρκετά (Διάρκεια Προσοχής: Ένας Καινοτόμος Τρόπος Να Επαναφέρετε Ισορροπία, Ευτυχία και Παραγωγικότητα). Ξεπερνώντας το κάπως cheesy δόλωμα του τίτλου (για να τραβήξει…την προσοχή μας, φυσικά), αξίζει κανείς να σταθεί στα συμπεράσματα των ερευνών της ομάδας της. 

Το 2004, χρησιμοποιώντας χρονόμετρα, κατέγραψαν το διάστημα που μεσολαβούσε μεταξύ διαφορετικών δραστηριοτήτων υπαλλήλων γραφείου π.χ. από το να ανοίξουν το μέιλ τους, μέχρι να πλοηγηθούν σε μια ιστοσελίδα, μετά σε μια επόμενη και ίσως αργότερα να κάνουν ή να δεχθούν ένα τηλεφώνημα – 2.5 λεπτά ήταν κατά μέσο όρο ο χρόνος για να πάνε από το ένα στο αλλο. Στην πορεία, με την πρόοδο των μεθόδων logging στους υπολογιστές μας, τα αποτελέσματα της έρευνας έγιναν πιο ακριβή και λεπτομερή, το 2012 ο χρόνος είχε πέσει στα 74 δευτερόλεπτα. Η έρευνα και οι μετρήσεις συνεχίστηκαν και την περίοδο 2017-2022 η μέση διάρκεια της προσοχής ήταν 47 δευτερόλεπτα. Μέσα σε σχεδόν είκοσι χρόνια, δηλαδή, το εύρος της προσοχής μας είχε μειωθεί περίπου στο 1/3.

«Αυτό είναι κάτι που έχει μετρηθεί κι από άλλες ανεξάρτητες μελέτες, όχι μόνο από εμένα. Νιώθω λοιπόν πολύ σίγουρη για τα αποτελέσματα», λέει η δρ. Μαρκ στην άλλη άκρη της οθόνης από την πάντα ηλιόλουστη Καλιφόρνια. «Όχι, δεν περίμενα τόσο μεγάλη πτώση. Με τίποτα. Νομίζω ότι οφείλεται σε μια σειρά πραγμάτων. Σίγουρα, τα smartphones έφεραν μεγάλες αλλαγές: αποτελούν μεγάλο όφελος, φυσικά, αλλά και μεγάλη πηγή διάσπασης. Ενίσχυσαν το multitasking που ήδη κάναμε στους υπολογιστές. Μόνο που μέχρι τότε αλλάζαμε tabs, από τα “έξυπνα τηλέφωνα” και μετά αλλάζουμε και συσκευές. Έπειτα, κάθε χρόνο υπάρχουν όλο και περισσότερες πλατφόρμες για μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όλο και περισσότερο περιεχόμενο στο διαδίκτυο. Δηλαδή, όλο και περισσότερα σημεία διάσπασης». 

Και συνεχίζει: «Τα σόσιαλ μίντια έχουν κατασκευαστικούς περιορισμούς π.χ. οι χαρακτήρες στο Twitter ή η διάρκεια των TikTok βίντεο που μας έχουν εκπαιδεύσει να καταναλώνουμε μικρότερη διάρκεια περιεχομένου. Έπειτα, είναι οι γραπτές συνομιλίες μας, στις οποίες επικοινωνούμε με μικρά, αστραπιαία κείμενα, άρα γράφουμε και λιγότερο. Ίσως μπορεί να συνυπολογίσει κανείς και τα τηλεοπτικά/κινηματογραφικά πλάνα που έχουν γίνει συντομότερα φτάνοντας σε έναν μέσο όρο 4 δευτερολέπτων, ενώ παλιά ήταν πολύ μεγαλύτερα. Από παντού λοιπόν δεχόμαστε ερεθίσματα που μικραίνουν το εύρος της προσοχής μας». 

Τα αμέτρητα γκρουπ τσατ στα οποία συμμετέχουμε, τα δεκάδες/εκατοντάδες/χιλιάδες αδιάβαστα μέιλ που αυξάνονται απειλητικά, η νέα τηλεοπτική σειρά για την οποία μιλάνε όλοι, ο βομβαρδισμός περιεχομένου στα σόσιαλ (από βίντεο με εφηβικές φάρσες μέχρι τα νέα από τη Γάζα) και φυσικά οι άνθρωποι στην αναλογική ζωή μας διεκδικούν την προσοχή μας – επιτακτικά, άμεσα, ταυτόχρονα. «Υπάρχει τόσο μεγάλος ανταγωνισμός για το real estate του μυαλού μας», είναι η φράση που χρησιμοποιεί η δρ. Μαρκ, εστιάζοντας στα διαφημιστικά μηνύματα. «Όσοι κάνουν οπτικό υλικό π.χ. οι δημιουργοί στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο, προσπαθούν να προσαρμοστούν στο δικό μας εύρος προσοχής. Ή επηρεάζονται από το δικό τους που επίσης συρρικνώνεται. Επομένως δεν ξέρουμε τι προηγείται, ποιο είναι το αίτιο και ποιο το αιτιατό. Τα διαφημιστικά, ας πούμε, γίνονται μικρότερα, μερικά διαρκούν ακόμα κι 6 δευτερόλεπτα. Φυσικά, από πίσω κρύβεται το κέρδος. Είναι σαφώς φθηνότερο να φτιάξεις ένα μικρό σποτ και να αγοράσεις λιγότερο διαφημιστικό χρόνο. Κι αν μπορείς να έχεις το ίδιο αποτέλεσμα, γιατί να μην επιλέξεις αυτόν τον δρόμο;». (Υπάρχουν πολλές έρευνες για τον αριθμό των διαφημιστικών μηνυμάτων στα οποία εκτιθέμεθα καθημερινά. Δε συμφωνούν όλες μεταξύ τους, καμία όμως δεν τα υπολογίζει σε λιγότερα από 3000.)

Γρηγόρης Κολλάρος

Η συζήτηση για τη διάσπαση της προσοχής μοιάζει με ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες, επανερχόμαστε συνέχεια στο σχήμα με το αβγό και την κότα. Προκειμένου να ανταποκριθούμε στα νέα δεδομένα, εκπαιδευτήκαμε. Προσαρμοστήκαμε στα πολύ περισσότερα ερεθίσματα, γίναμε όντως multitaskers, στο τέλος όμως καήκαμε. Ή έτσι νομίζουμε. [Σε έρευνα του Κέντρου Σπουδών Προσοχής του λονδρέζικου King’s College (2022), το 49% των ερωτηθέντων απάντησε πώς νιώθει ότι έχει μικρότερο εύρος προσοχής, ενώ το 47% παραδέχτηκε ότι γι’αυτούς «η βαθιά σκέψη είναι κάτι που ανήκει στο παρελθόν».] Κι έτσι εξηγούμε στους άλλους, αλλά κυρίως στον εαυτό μας, γιατί διαβάζουμε πια όλο και λιγότερα βιβλία, γιατί οι ταινίες μας φαίνονται δυσβάσταχτα μεγάλες, γιατί δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε με τίποτα για να βγει εκείνο το μεγαλούτσικο πρότζεκτ του οποίου το deadline πλησιάζει. 

Κι όλα αυτά ξέρουμε που οδηγούν.​​ «Το multitasking, η αστραπιαία μετατόπιση της προσοχής μας, φυσικά και δημιουργεί στρες (ή το αυξάνει). Το ξέρουμε από έρευνες που έχουν γίνει στα εργαστήρια και το συνδέουν με την άνοδο της πίεσης του αίματος. Είναι ένα συνεχές: μετατόπιση της προσοχής —> μεταβολή στο καρδιογράφημα —> άνοδος του στρες. Και, ξέρετε, υπάρχει και η αντίθετη διαδρομή: η διάσπαση προσοχής μεγαλώνει το άγχος, αλλά και το άγχος μεγαλώνει τη διάσπαση προσοχής», εξηγεί η Μαρκ ξεδιπλώνοντας την προσέγγισή με την οποία θεωρεί ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε την προσοχή ως παράγοντα ευεξίας κι όχι παραγωγικότητας. Το κόστος που πληρώνουμε για να είμαστε πιο παραγωγικοί είναι η ευεξία μας. Το νόμισμα που το πληρώνουμε είναι το άγχος. 

Το ερώτημα που προκύπτει είναι αμείλικτο: Χάσαμε από την τεχνολογία ή μπορούμε ακόμα να διατηρήσουμε τον έλεγχο; Έχουμε κάνει όλα όσα μπορούμε ή απλά δεν μπορούμε να κάνουμε αρκετά; «Όχι, δε νομίζω ότι πρέπει να “κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα” της χαμένης προσοχής μας. Η τεχνολογία έχει μπει στις ζωές μας, έχει φέρει τέτοια βελτίωση που δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσουμε πίσω, έχει σαλπάρει αυτό το πλοίο. Άρα, έχει σημασία πώς μπορούμε να ζήσουμε με υγιή τρόπο στις νέες συνθήκες». 

Νέα συνθήκη είναι σύμφωνα με την έρευνα της δρ. Μαρκ ότι ενώ μέχρι τα 80s οι εργαζόμενοι κάθονταν στον γραφείο τους περίπου το 30% του χρόνου εργασίας τους, σήμερα αυτό το ποσοστό έχει εκτοξευθεί στο 90%. Ή, σε ένα άλλο εντυπωσιακό εύρημα, το δείγμα της τσέκαρε το inbox για καινούρια μέιλ κατά μέσο όρο 77 φορές την ημέρα (…κάποιος το έκανε 374 φορές). Δοκίμασε λοιπόν να κόψει την πρόσβαση στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο για τους εργαζόμενους σε μια εταιρεία για μια εργάσιμη εβδομάδα πέντε ημερών. Η Παρασκευή τους βρήκε σαφώς πιο κοινωνικούς, κατ’ ομολογία τους πιο χαρούμενους να επισκέπτονται τους συναδέλφους στα γραφεία τους αντί να τσατάρουν ενώ τους χωρίζουν λίγα μόλις μέτρα. 

Γρηγόρης Κολλάρος

«Όχι, δεν είναι δεδομένη η διάσπαση προσοχής. Είμαι αισιόδοξη ότι θα κάνουμε αυτά που πρέπει. Αρκεί να το πάρουμε απόφαση ότι δε θέλουμε να συνεχίσουμε σε ένα μονοπάτι που θα κάνει το εύρος της προσοχής μας μικρότερο των 10 δευτερολέπτων. Γιατί δεν υπάρχει καμία λογική σε αυτό. 

Πρώτα απ΄όλα χρειαζόμαστε έλεγχο. Να σταματήσουμε να πιάνουμε το κινητό μας ασυνείδητα. Να κάνουμε συνειδητή αυτή την ασυνείδητη πράξη. Χρειάζεται να δουλέψουμε την επίγνωση μας εδώ. Έτσι κάθε φορά που μας πιάνει να τσεκάρουμε τα σόσιαλ, ας αναρωτηθούμε γιατί; Αν απλά βαριόμαστε με οτιδήποτε άλλο κάνουμε (ή δεν κάνουμε) εκείνη την στιγμή, ας σπάσουμε σε κομμάτια την δραστηριότητα και μόλις ολοκληρώσουμε π.χ. το πρώτο σκέλος ας επιβραβεύσουμε τον εαυτό μας μπαίνοντας για λίγο στα σόσιαλ. 

Όσο κι αν φάινεται ειρωνικό, η τεχνολογία μπορεί να μας βοηθήσει μέσω των ψηφιακών προσωπικών βοηθών. Όταν διαπιστώνουν ότι έχουμε ξεπεράσει έναν καθορισμένο χρόνο π.χ. στα σόσιαλ, να μας λένε ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στη δουλειά μας ή να αφήσουμε στην άκρη το κινητό. Είναι σημαντικό να βάζουμε τέτοιους στόχους/δικλείδες. 

Κάτι άλλο που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας είναι πως επιβαρύνουν τον εαυτό μας οι τρέχουσες δραστηριότητες με ορίζοντα, ας πούμε, το τέλος της ημέρας. Να είμαστε προνοητικοί, δηλαδή. Αν έχουμε περάσει όλη την ημέρα μας στο κινητό, πώς θα είμαστε π.χ. στις 10 το βράδυ; Θα έχουμε ολοκληρώσει όσα θέλαμε, θα έχουμε όρεξη να δούμε μια ταινία ή να διαβάσουμε ένα βιβλίο και να πιούμε ένα ποτήρι κρασί; Ή θα είμαστε ξεθεωμένοι, δουλεύοντας ακόμα, σκυφτοί μπροστά στις οθόνες; 

Κι έρχόμαστε μοιραία στο ζήτημα του ύπνου. Πρέπει να σταματήσουμε να συσσωρεύουμε “χρέος ύπνου”, αυτό δηλαδή που κάνουμε όταν κοιμόμαστε π.χ. κάθε μέρα έξι ώρες, ενώ χρειαζόμαστε οκτώ. Είναι αφετηρία δυσλειτουργιών να ξεκινάμε την ημέρα μας με έλλειμμα πόρων». 

Ο καθένας, καταλήγει, η δρ. Μαρκ αναπτύσσει τους δικούς του μηχανισμούς απέναντι στις εκρήξεις ντοπαμίνης της διαρκούς δικτύωσης. Άλλος πάει μια βόλτα στο τετράγωνο, άλλος παίζει candy crush για να “ξεπλύνει” το μυαλό του, κάποιοι δε θέλουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα σαν έναν φίλο της συγγραφέα που έκλεινε αεροπορικά Καλιφόρνια-Ουάσινγκτον γιατί μόνο στον άερα μπορούσε να συγκεντρωθεί χωρίς on line περισπασμούς. Η δρ. Μαρκ επιμένει ότι είναι λάθος στόχος να προσπαθούμε να είναι το μυαλό μας διαρκώς σε επιφυλακή και η προσοχή μας μόνιμα τεντωμένη. Είναι βέβαιο ότι θα την τραυματίσουμε, όπως πιθανότατα θα τραυματιστεί κάποιος που σηκώνει μόνιμα στο γυμναστήριο περισσότερα βάρη απ’ όσα αντέχει. 

Κι αυτός είναι ο πιο σύντομος ορισμός του burnout. Περίπου 40% των ενηλίκων στον δυτικό κόσμο θεωρεί ότι έχει ανάλογα συμπτώματα. Είναι οι άνθρωποι της ψηφιακής εποχής που αν είναι να κρύψουν κάτι, δεν κρύβουν χρόνια από την ηλικία τους αλλά ώρες από το screentime της εβδομάδας που πέρασε…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα