Ο Θ. Λέκκας και η Χ. Στεφανίδη Λάμπρος Ρουμελιωτάκης

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ

Τρία ελληνικά μιούζικαλ έκαναν έφοδο στη θεατρική Αθήνα. Τα είδαμε και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

Για έναν περίπου μήνα, από τις 11 Φεβρουαρίου έως και τις 13 Μαρτίου η θεατρική Αθήνα έζησε σε ρυθμούς… μιούζικαλ. Και μάλιστα τριών καθαρόαιμων ελληνικών μιούζικαλ, που έκαναν έφοδο στις θεατρικές σκηνές.

Ο λόγος για την “Αυλή των Θαυμάτων” που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από τις 11 έως τις 26 Φεβρουαρίου, τον ”Moby Dick” που θα παρουσιάζεται στο Christmas Theater έως τις 10 Απριλίου και τα “Φθηνά Τσιγάρα” που ανέβηκαν στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από τις 16 Φεβρουαρίου έως τις 13 Μαρτίου.

Andreas Simopoulos

Το ελληνικό μιούζικαλ είναι ένα είδος παραγκωνισμένο στην Ελλάδα, γεγονός περίεργο αν σκεφτεί κάποιος πως τη δεκαετία του ‘60 ήταν το πιο δημοφιλές κινηματογραφικό είδος. “Το μιούζικαλ ήταν το πιο δημοφιλές κινηματογραφικό είδος στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960. Τα τραγούδια του έγιναν αμέσως επιτυχίες, οι χοροί του χορεύτηκαν στα πάρτυ και οι άνθρωποι όλων των ηλικιών μιμήθηκαν τις μόδες του. Αυτά τα μιούζικαλ δεν ήταν απλές απομιμήσεις του Χόλιγουντ. Αντίθετα, το είδος απεικόνισε σημαντικούς κοινωνικούς και πολιτιστικούς προβληματισμούς και είχε σημαντική επίδραση στη λαϊκή κουλτούρα στην Ελλάδα. Τις δύο δεκαετίες της επιτυχίας του, το μιούζικαλ εξέφρασε την αισιοδοξία των καιρών ενώ παράλληλα συνέλαβε τις εντάσεις από την ταχεία κοινωνική αλλαγή”, διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Το ελληνικό κινηματογραφικό μιούζικαλ» των εκδόσεων Παπαζήση.

Tο εντυπωσιακό και υψηλής αισθητικής σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου στο οποίο δεσπόζει μία εντυπωσιακή εργατική διωροφη πολυκατοικία Μιχάλης Γκούμας

Στο θέατρο ωστόσο, πέρα από κάποια διάσπαρτα ελληνικά μιούζικαλ των τελευταίων ετών (η εξαιρετική “Απλή Μετάβαση” των Γεράσιμου Ευαγγελάτου & Θέμη Καραμουρατίδη, τον “Σκρουτζ” του Αναστάση Δεληγιάννη, αλλά και τα παλαιότερα “Βίρα τις Άγκυρες” και “Πριν το Χάραμα” των Ρέππα Παπαθανασίουν, τον “Ηρακλή” του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη, τη ροκ όπερα του Νίκου Καρβέλα “Οι καμπάνες του Edelweiss”), δεν έχουμε κάποια κραταιά συνεχιζόμενα δείγματα, παρόλο που το κοινό συρρέει σε αυτά. Άξιο παρατήρησης είναι πως δεν υπάρχουν ελληνικά μιούζικαλ που να ανεβαίνουν από θιάσους σε τακτά χρονικά διαστήματα είτε αυτούσια είτε διασκευασμένα, όπως συμβαίνει με πολλά ξένα δημοφιλή (Annie, Mamma Mia, Hair, Cabaret κ.ά) στα οποία και επικεντρώνεται η θεατρική παραγωγή.

Γι΄αυτό και δημιούργησε ιδιαίτερη αίσθηση το γεγονός πως μέσα σε ένα μήνα, τρία καθαρόαιμα ελληνικά μιούζικαλ έκαναν έφοδο σε τρεις μεγάλες θεατρικές σκηνές. Εμείς παρακολουθήσαμε και τα τρία και αφού αφήσαμε λίγο να καιρό να περάσει ώστε να “κάτσουν” μέσα μας, κάνουμε μία άτυπη μεταξύ τους αναμέτρηση.

Τελικά τι θυμόμαστε βγαίνοντας;

Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσει κάποιος βγαίνοντας από ένα μιούζικαλ είναι το αν σιγοψιθυρίζει τα τραγούδια του. Όχι μόνο το ένα, το βασικό, αλλά και άλλα. Εδώ περίτρανα μεγάλος νικητής βγαίνουν τα “Φθηνά Τσιγάρα” των Παναγιώτη Καλαντζόπουλου και Ρένου Χαραλαμπίδη, τη μουσική των οποίων όχι μόνο βγαίνοντας, αλλά μέχρι και σήμερα περίπου δηλαδή 15 μέρες μετά, μπορώ να θυμηθώ τους στίχους και τις μουσικές σε τουλάχιστον τρία τραγούδια. Μάλιστα συχνά πυκνά πιάνω τον εαυτό μου να σιγοτραγουδά κάποια από αυτά ασυναίσθητα.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Δεύτερος έρχεται ο Moby Dick των Δημήτρη Παπαδημητρίου και Γιάννη Κακλέα. Η μουσική του μεστή, κλασικίζουσα, ακολουθεί τους πρωταγωνιστές στις ανάσες τους. Βγαίνοντας στο μυαλό σου βουίζουν οι μελωδίες, έχεις την αίσθηση πως άκουσες κάτι εξαιρετικά σημαντικό, αλλά κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο δε μένει.

Τρίτη βγαίνει η “Αυλή των θαυμάτων” των Στέφανου Κορκολή και Χρήστου Σούγαρη, από την οποία δεν έχουμε καμία μουσική ανάμνηση. Τα μουσικά μοτίβα του Στέφανου Κορκολή είναι άψογα εκτελεσμένα και σε αρμονικά δεμένα με την ατμόσφαιρα του έργου, ωστόσο ξεχνιούνται σχεδόν αμέσως.

Η παράσταση ακολουθεί τον κεντρικό δραματουργικό άξονα του έργου. Οι ιστορίες ξεδιπλώνονται η μία μετά την άλλη με τη μουσική υπόκρουση του Στέφανου Κορκολή και οι ήρωες βγαίνουν μπροστά τραγουδώντας τα βάσανα, τις αδυναμίες, τις σκέψεις και τα όνειρά τους. Μιχάλης Γκούμας

Ωραία η μουσική, αλλά το κείμενο;

Δεύτερο και επίσης εξαιρετικά σημαντικό το λιμπρέτο. Εδώ νικητής στέφεται το Moby Dick. Η δουλειά που έκανε ο Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή, καθώς κατάφερε μέσα στο 29.198 λέξεων λιμπρέτο του, όχι μόνο να εκφράσει με λέξεις και ήχο/μουσική το συγκλονιστικό πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του Μέλβιλ, αλλά και να κάνει κατανοητά όλα τα μεγαλειώδη νοήματα με τα οποία καταπιάνεται. Τα λόγια κυλούσαν αβίαστα στα χείλη των πρωταγωνιστών, κάθε τους αναπνοή έβγαζε νόημα και συντονιζόταν μοναδικά με τη ζωντανή μουσική υπόκρουση που «χτυπούσε» κυριολεκτικά στην καρδιά του κοινού και το υπέβαλε στη δράση.

O K. Μπιμπής και ο Π. Θωμόπουλος Ανδρέας Σιμόπουλος

Δεύτερη στη σειρά έρχεται η “Αυλή των Θαυμάτων”. Οι στίχοι του Γεράσιμου Ευαγγελάτου σε συνδυασμό με τη δραματουργία της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου σέβονται απόλυτα το κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη και ψυχογραφούν εις βάθος τους ήρωες του έργου που βγαίνουν μπροστά τραγουδώντας τα βάσανα, τις αδυναμίες, τις σκέψεις και τα όνειρά τους. Αποτέλεσμα; Ένα όμορφο νοσταλγικό ηθογραφικό πλαίσιο που μαγνητίζει και γοητεύει με τη διαχρονικότητά του.

Τρίτα εδώ έρχονται τα “Φθηνά Τσιγάρα”. Το λιμπρέτο του Πέτρου Βουσινέα βασίζεται στο σενάριο της ταινίας του Ρένου Χαραλαμπίδη, αλλά όπως και η ταινία, είναι αποσπασματικό και δεν καταφέρνει να διατηρήσει την απαιτούμενη δραματουργική ροή. Αποτέλεσμα; Όσοι είχαμε δει την ταινία χρόνια πριν ή όσοι δεν την είχαν δει καθόλου, πολλές φορές χανόντουσαν.

Χορεύουμε;

Τα μιούζικαλ μένουν στο μυαλό μας για την ατμόσφαιρα που δημιουργούν, για τη σκηνοθεσία, αλλά και τις εντυπωσιακές χορογραφίες τους.

Εδώ τα “Φθηνά Τσιγάρα” κερδίζουν κατά κράτος. Η σκηνοθετική οπτική του Κωνσταντίνου Ρήγου ανέδειξε στο έπακρο τη θεατρικότητα της ταινίας, χαρίζοντάς μας μία παράσταση με ρυθμό, εξαιρετική κίνηση και ωραίες εναλλαγές ανάμεσα στη νουάρ και την ποπ αισθητική.

Andreas Simopoulos

Ο Γιάννης Κακλέας στον “Moby Dick” δημιουργεί μία καταιγιστική παράσταση που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού και σεβόμενος το επικό μυθιστόρημα του Μέλβιλ, αλλά και τη δημιουργία του Δημήτρη Παπαδημητρίου, δίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σάρκα κι οστά στην ιστορία του καπετάνιου Αχαάβ και της διασημότερης σπερμοφάλαινας στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Τελευταία, η “Αυλή των Θαυμάτων”, με τη γραμμική σκηνοθεσία του Χρήστου Σούγαρη και τις υπέρ το δέον στιλιζαρισμένες χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού που έπαιρνε ένα μεγάλο μέρος από τη φυσικότητα της παράστασης και παρέπεμπαν σε ελληνικές ταινίες της δεκαετίας τους ’60.

Και συμπέρασμα; Έχοντας πια κρατήσει χρονική απόσταση και από τις τρεις παραστάσεις, αυτή που ξεχωρίζει περισσότερο είναι τα “Φθηνά Τσιγάρα”. Γιατί ακόμη και σήμερα η ανάμνηση της παράστασης αυτής με κάνει να χαμογελάω και να σιγοτραγουδώ. Δεύτερος ο “Moby Dick”, όπου με ένα στιβαρό λιμπρέτο σκιαγραφείται γλαφυρά η αναμέτρηση του ανθρώπου με οτιδήποτε τον υπερβαίνει ή τον ξεπερνά, ενώ παράλληλα αποδεικνύεται πως ακόμη και σήμερα το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί ένα διαχρονικό «γενετικό εργαστήρι» ιδεών, από το οποίο προκύπτουν διαρκώς νέες έννοιες και ερμηνείες. Τρίτη η “Αυλή των Θαυμάτων”, μία έντιμη παράσταση- υπερθέαμα που απευθύνεται στο ευρύ κοινό και ένα εμβληματικό νεοελληνικό θεατρικό έργο που με σεβασμό γίνεται μιούζικαλ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα