ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΑΛΕΙΦΟΣ ΕΜΑΘΕ ΟΔΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΙΞΕΙ ΣΤΟ “ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ”

“Πέτρινα χρόνια”, “Θεόφιλος”, “Νύφες”. Μια αναδρομή του μεγάλου ηθοποιού στους σημαντικότερους ρόλους του στο σινεμά.

Σπάνια μιλάει για τις ταινίες που έχει πρωταγωνιστήσει, κι ας πρόκειται για μερικές από τις πιο σημαντικές του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Πίστευα ότι το απέφευγε -ποιος ξέρει γιατί- αλλά έκανα λάθος. Απλώς δεν έχει συχνά την ευκαιρία. Τα 45 χρόνια που έχει στο θέατρο τραβούν περισσότερο το ενδιαφέρον όποιου κάθεται απέναντί του -και λογικό.

Ο Δημήτρης Καταλειφός έχε καταξιωθεί ως ένας θεατρικός ηθοποιός, αλλά όπως μου είπε και ο ίδιος, ως θεατής είναι “πολύ περισσότερο κινηματογραφόφιλος”. Και τότε γιατί δεν τον έχουμε δει περισσότερο στο σινεμά;

“Δυστυχώς τα περισσότερα χρόνια είτε γίνονται λίγες ταινίες είτε δεν έχω καμία φοβερή πρόταση οπότε δεν πολυσυμμετέχω προς μεγάλη μου λύπη”, μου εξηγεί. “Μακάρι να είχα προτάσεις, αλλά δεν έχω”, συνεχίζει.

Πόσο εύκολο όμως είναι να έχει κανείς συχνά προτάσεις για ταινίες σαν τα “Πέτρινα Χρόνια” ή το “Όλα είναι δρόμος”; Καθόλου εύκολο. Και για αυτές τις μεγάλες ταινίες του ζήτησα να μιλήσουμε, με αφορμή τη συνάντησή μας που έγινε για κάτι διαφορετικό. Για την παράσταση “Το τέλος του παιχνιδιού” του Μπέκετ, που πρωταγωνιστεί φέτος στο “Σύγχρονο Θέατρο“.

Πέτρινα χρόνια

Πώς έγινε η πρώτη επαφή με τον Βούλγαρη;
Τότε ήμουν στα ξεκινήματα, είχα συμμετάσχει για πρώτη φορά στην τηλεόραση στο “Μινόρε της Αυγής”, που είχε πολύ μεγάλη επιτυχία και από εκεί με είδε ο Βούλγαρης και με φώναξε.

Και έγινε και τρομερά εύκολα, δηλαδή, ενώ για τον γυναικείο ρόλο έκανε πολλές ακροάσεις μέχρι να καταλήξει στην Θέμιδα Μπαζάκα, για τον δικό μου ρόλο, με πήρε από το σίριαλ χωρίς ακρόαση χωρίς τίποτα, κατευθείαν.

Τα "Πέτρινα Χρόνια" του Παντελή Βούλγαρη Thessaloniki International Film Festival

Σας είπε γιατί; Το δικαιολόγησε κάπως;
Ίσως με είχε εμπιστευτεί βλέποντάς με στο σίριαλ, δεν ξέρω, αλλά από την πρώτη στιγμή ήταν και η επαφή μας έτσι πολύ ζεστή. Και αρχίσαμε και πρόβες με τη Θέμιδα, κι εκεί πείστηκε ότι ταιριάζαμε για τους ρόλους.

Ο Βούλγαρης είναι ένας σκηνοθέτης τόσο τρυφερός με τους ηθοποιούς, τόσο πολύ τους κάνει να νιώσουνε άνετα και χαλαρά, που είναι πολύ σημαντικό αυτό, γιατί πάντα έχεις ένα άγχος, ειδικά για να πάρεις κάποιον ρόλο.

Δεν έχει δηλαδή καμία σχέση με τα όσα ακούσαμε τον τελευταίο χρόνο για το πώς συμπεριφέρονται κάποιοι σκηνοθέτες.
Όχι, είναι τελείως στον αντίποδα. Αγαπάει τους ηθοποιούς, συζητάει μαζί τους, είναι πολύ τρυφερός, δεν έχει καμία τάση να εξουσιάζει, να κάνει τον έξυπνο ή οτιδήποτε.

Σε βάζει γρήγορα σε μια συνενοχή και αυτό νομίζω είναι μεγάλο προτέρημα για έναν σκηνοθέτη, να πείθει τους ηθοποιούς ότι δεν είναι όργανά ή μαριονέτες του, αλλά ότι κάνουν μαζί ένα πράγμα, ότι είναι συνένοχοι σε κάτι που μπορεί να βγει ωραίο ή χάλια (σ.σ. γελάει).

Επειδή ήταν μια αληθινή ιστορία, τον αγωνιστή που υποδυόσασταν, τον Μπαμπη Γκολέμα τον είχατε γνωρίσει;
Ναι, εγώ ο ίδιος το επιδίωξα. Πήγα στο βιβλιοπωλείο που δούλευε στην Ακαδημίας -με βιβλία πολιτικά ήταν πιο πολύ-, μπήκα μέσα και του συστήθηκα.

Η αλήθεια είναι ότι μετά σκέφτηκα ότι δεν ήθελα να γνωριστώ πολύ με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, ήθελα πιο πολύ να πλάσω με τη φαντασία μου τον ήρωα όπως έβγαινε από το ίδιο το σενάριο. Υπάρχει πάντα μια διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και στο fiction.

Γενικά, κάπου φοβάμαι τα πραγματικά πρόσωπα και θαυμάζω όλους αυτούς που παίζουν τόσο καταπληκτικά τις διάφορες βιογραφίες, όπου πρέπει να μοιάζεις λίγο ή πολύ με τον συγκεκριμένο ήρωα. Εμένα μ’ αρέσει πιο πολύ το φανταστικό, να μην υπάρχει τόσο ο ήρωας.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Ωστόσο, ξέρετε ότι τώρα υπάρχει μια αντίφαση εδώ γιατί έχετε παίξει σε βιογραφίες.
Ναι, αλλά απλά έτυχε, εγώ πάντα προτιμούσα να είναι φανταστικά τα πρόσωπα. Και πάντα με καταπίεζε γιατί πολλοί προσπαθούσαν μέσα απ’ τις φωτογραφίες συνήθως, να δουν πόσο έχεις πετύχει την μεταφορά του Καβάφη ή του Θεόφιλου.

Όταν τελείωσε η ταινία και βγήκε στο σινεμά και την είδε αυτός ο άνθρωπος, σας είπε κάτι για το πώς τον ενσαρκώσατε ή οτιδήποτε;
Δεν τον είδα ποτέ μετά, γιατί όταν η ταινία παιζόταν στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης και είχε πάει το ζευγάρι αυτό, εγώ δυστυχώς δεν μπόρεσα να είμαι εκεί γιατί είχα πρόβες στο θέατρο και έτσι δεν τους είδα, οπότε δεν είχα ποτέ καμιά άλλη επαφή.

Μυθική σκηνή αυτή με τα σήματα μέσα από τα κάγκελα. Θυμάστε πώς γυρίστηκε, θυμάστε εκείνη τη μέρα;
Τη θυμάμαι με μεγάλη νοσταλγία. Είχε γυριστεί στην Κρήτη, σε κάτι φυλακές κοντά στα Χανιά, που ήταν ένας χώρος που είχε ξαναχρησιμοποιηθεί νομίζω σε μια ταινία του Αγγελόπουλου.

Στις “Μέρες του ‘36” μήπως;
Ναι, αυτές ήτανε. Και θυμάμαι που εγώ κρατούσα ένα πακέτο τσιγάρα που έκανα τα σήματα, και μετά το γύρισμα ένας ηθοποιός μου είπε “έπρεπε στο τέλος της σκηνής να τσαλακώσεις το πακέτο με τα χέρια σου”.

Και μου είχε αρέσει τόσο πολύ αυτή η ιδέα και πόσο λυπήθηκα που δεν το έκανα. Αλλά, τέλος πάντων, η σκηνή ήταν πολύ καλή παρόλα αυτά.

Ολα ειναι δρομος

Και αργότερα με τον Βούλγαρη κάνατε και το “Όλα είναι δρόμος”. Έχετε την πιο αδικημένη ιστορία στην ταινία, όσον αφορά την υστεροφημία της, αλλά ίσως και την καλύτερη κατά τη γνώμη μου. Πώς προέκυψε πάλι η συνεργασία;
Κοίταξε να δεις, μετά τα “Πέτρινα Χρόνια” με τον Βούλγαρη αναπτύχθηκε μια φιλία και μια αγάπη και γι’ αυτό έχω παίξει άλλες δυο φορές σε ταινίες του, και σ’ αυτό και στις “Νύφες”.

Αυτή ήταν μία αληθινή ιστορία με έναν αρχαιολόγο και θυμάμαι είχα πάει στη Θεσσαλονίκη, τουλάχιστον 20 μέρες πριν τα γυρίσματα, όπου και δουλέψαμε πολύ με τον Παντελή τους διαλόγους.

Και επειδή δεν ήξερα να οδηγώ -δεν έχω πάρει ποτέ μου δίπλωμα- έκατσα κι έκανα έναν μήνα μαθήματα με τον βοηθό του Βούλγαρη για να το πηγαίνω ίσια το αυτοκίνητο.

Και αργότερα ήταν τόσο ωραία τα γυρίσματα εκεί στη Ροδόπη, όπου μέναμε όλοι σε ένα χωριό… Άσε που όταν είσαι και μακριά από την Αθήνα, όλα είναι πιο συγκεντρωμένα, είσαι πιο δοσμένος στην ταινία.

Σίγουρα οι άλλες ιστορίες είχανε κάτι πιο εντυπωσιακό και πιο πιασάρικο, πιο “ελληνικό” ας πούμε, ειδικά το λαϊκό κέντρο -καλά κι ο Βέγγος που είναι ένας πολύ αγαπημένος ηθοποιός στον κόσμο…

Αλλά η δική σας ιστορία παρότι ήταν κάπως πιο ήσυχη, είχε μια εσωτερική ένταση.
Ναι, και ήταν κι έτσι λίγο πιο λεπταίσθητη.

Α να σας πω και για όταν μου είπε να παίξω τον καπετάνιο στις “Νύφες” και του λέω “Παντελή, δεν μου ταιριάζει αυτός ο ρόλος, από πού κι ως πού; Και στα αγγλικά κιόλας;”.

Και τέλος πάντων πήγα ο ίδιος και του είπα “θα κάνουμε ακρόαση, θα παίξω όλες τις σκηνές μόνος μου, όλες τις ατάκες κι αν θεωρήσεις ότι κάνω για τον ρόλο, έχει καλώς. Αν δεν κάνω, δεν υπάρχει πρόβλημα”.

Και πήγα στα Εξάρχεια στο γραφείο του, έπαιξα όλους τους διαλόγους μπροστά του κι έτσι “πήρα” τον ρόλο. Ουσιαστικά μόνος μου έκανα οντισιόν (σ.σ. γελάει πνιχτά).

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Θεοφιλος

Όποιος έχει δει τον “Θεόφιλο”, σίγουρα θα θυμάται αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας του ήρωα. Πώς τον σκεφτήκατε, πώς προέκυψε;
Ο Θεόφιλος, από ό, τι διαβάζουμε στις βιογραφίες, είχε κάτι μεταξύ δυσλεξίας και τραυλισμού, είχε ένα πρόβλημα με τη φωνή του για το οποίο τον κοροϊδεύανε. Ταυτόχρονα τότε, είχαμε δει με τον Παπαστάθη ξανά τον “Λόγο” του Ντράγιερ, μία φοβερή ιστορική ταινία, όπου ένας εκπληκτικός ηθοποιός έπαιζε έναν τελείως φευγάτο.

Επηρεαστήκαμε από αυτά τα δύο κι έτσι βγήκε ένας χαρακτήρας που ήταν λίγο σαν ένα είδος αγίου. Και όλο αυτό το πράγμα σιγά σιγά, κανείς δεν ξέρει πώς γίνεται, αλλά κάπως αποτυπώνεται και στη φωνή του ήρωα.

Γενικά πρέπει να πω ότι εγώ νιώθω καλά σε όσους ρόλους έχω βρει τη φωνή τους, το οποίο δεν σημαίνει ακριβώς ότι αλλάζεις τον τρόπο που μιλάς, αλλά ότι βρίσκεται ένας τόνος που πείθεσαι κι εσύ ο ίδιος και λες “έτσι θα μίλαγε αυτός ο ήρωας”. Όταν δεν έχω βρει τη φωνή του είμαι στον αέρα, είναι σαν να είμαι στο κενό.

Και θυμάμαι τότε λοιπόν με τον Θεόφιλο, ότι μόλις είχε βρεθεί αυτή η πιο ψιλή φωνή, ένιωσα ότι πια είχα βρει την καρδιά του πράγματος.

Τι σας έμεινε από τα γυρίσματα;
Ε, θυμάμαι όλο αυτό το μαγικό τοπίο της Μυτιλήνης, όπου είχαμε κάνει τουλάχιστον έναν μήνα γυρίσματα, τον κόλπο τη Γέρας, τα χωριά που πήγαμε… Ήταν ένα μεταφυσικό συναίσθημα αυτό που ένιωθα, σαν να είχαμε ένα χάδι από τον Θεόφιλο που μας έλεγε “καλά πάτε”.

Θυμάμαι αυτό το φως των καλοκαιρινών δειλινών της Λέσβου, πώς το περιμέναμε αυτό το εικοσάλεπτο που διαρκούσε για να προλάβουμε να γυρίσουμε κάποιες σκηνές.

Αλλά ήτανε σαν να είχαμε μια αόρατη προστασία, δεν ξέρω.

Ο "Θεόφιλος" του Λάκη Παπαστάθη ΕΡΤ/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ

Αυτή η συνθήκη, να περιμένετε το κατάλληλο φως, πώς φάνηκε σε έναν ηθοποιό που είναι κυρίως θεατρικός, και δεν έχει συνηθίσει κάτι τέτοιο;
Αν και θεατρικός, είμαι απ’ αυτούς που δεν βρίσκει καμιά διαφορά μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου, παρόλο που πολλοί λένε ότι είναι κάτι διαφορετικό. Εγώ παίζω ακριβώς ίδια -ακριβώς όμως.

Απλώς είχα την “αγωνία” μην τυχόν δεν πάει καλά η λήψη και χαθεί η μέρα, οπότε έπρεπε να είμαι συγκεντρωμένος.

Σήμαινε κάτι για σας το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου που πήρατε τότε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;
Ήταν σαφώς μια χαρά μεγάλη, ήμουν και νέο παιδί, 32 χρονών, και ήτανε μια ευχαρίστηση να ακούς τα χειροκροτήματα στο Φεστιβάλ. Γενικά τα βραβεία είναι μια ηθική δικαίωση, μια χαρά, αλλά όχι ότι είναι και κάτι τρομερό, καθώς πολλές φορές είτε υπερεκτιμάται είτε υποτιμάται κάποια ταινία εξαιτίας τους.

Γενικά όμως η ενθάρρυνση και τα “μπράβο” είναι κάτι που οι καλλιτέχνες σε μεγάλο βαθμό τα έχουμε ανάγκη.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Είχαν καταλάβει οι γονείς σας ότι αυτή θα είναι η δουλειά σας και ότι θα είστε και πολύ καλός σε αυτό ή χρειάστηκε αυτό το βραβείο για να το δουν;
(σ.σ. γελάει πριν ολοκληρώσω την ερώτησή μου) Ευτυχώς είχα δύο γονείς, οι οποίοι ήταν πολύ χαλαροί σε αυτό το θέμα, και αυτό γιατί ήθελαν να γίνω νομικός, καθώς ήμουν καλός μαθητής. Και απ’ τη στιγμή που διάλεξα αυτόν τον δρόμο, με θεώρησαν κάπως σαν μία χαμένη περίπτωση, ότι δηλαδή δεν είναι και κάτι ιδιαίτερο να κάνεις θέατρο και κινηματογράφο.

Οπότε δεν με άγχωσαν ποτέ ότι πρέπει να πετύχω γιατί δεν του έδιναν και πολύ σημασία.

Μετά με την τηλεόραση και το βραβείο, ε, κάπου είπανε “κάτι κάνει κι αυτός” αλλά όχι ότι το θεώρησαν τίποτα φοβερό.

Κι όσο το σκέφτομαι εκ των υστέρων τελικά είχε κάτι τόσο ωραίο, ότι ποτέ δεν είχα μια πίεση όπως έχουν πολλά παιδιά ειδικά στις μέρες μας, που πρέπει οπωσδήποτε να πετύχουν σε αυτό που διαλέξανε.

Εγώ πήγαινα να παίξω στην παράσταση και μου ‘λεγε η μάνα μου (σ.σ. εξακολουθεί να γελάει) “θα πας τώρα να κουραστείς γι’ αυτούς;”. Αυτά τους ένοιαζαν, όχι να πετύχω.

Κι έτσι ό,τι φιλοδοξία είχα περιοριζόταν στον εαυτό μου, δεν μου χρειαζόταν να τους αποδείξω κάτι.

Καβάφης

Εκτός απ’ τον Θεόφιλο παίξατε και τον Καβάφη. Βρήκατε κάποιο κοινό, κάτι απ’ τον εαυτό σας μέσα τους όσο τους μελετούσατε;
Κοίταξε, το κοινό μου με τον Καβάφη είναι ότι κι εγώ πολλά πράγματα στη ζωή μου τα έχω περισσότερο φανταστεί παρά βιώσει, γιατί ο Καβάφης αυτό ήταν για μένα πιο πολύ: κάποιος με τρομακτική φαντασία, που μπορεί να είχε μια πολύ φτωχή ζωή αλλά η παρατηρητικότητα και η φαντασία του, αναπλήρωνε πολλά πράγματα που δεν είχε ζήσει ο ίδιος.

Στην ταινία ήταν μια επιλογή του Σμαραγδή να μη μιλάει, γιατί στη γεροντική του ηλικία που τον έπαιζε ο Διαμαντόπουλος, είχε καρκίνο στον λάρυγγα και πραγματικά δεν μιλούσε.

Και όλη η ιδέα του σεναρίου, στο οποίο είχα συνεισφέρει και εγώ λίγο, ήτανε ότι θυμάται όλο στιγμές που δεν χρειαζόταν να μιλάει γιατί παρατηρούσε, γιατί έβλεπε κάποιον ή ήτανε συγκινημένος από κάτι.

Όλη η δυσκολία εδώ ήταν ότι έπρεπε να περάσεις αυτόν τον ρόλο μόνο μέσα από το βλέμμα του στην ουσία. Έπρεπε να βρω το βλέμμα του ήρωα.

Με τον Θεόφιλο;
Εκεί με είχε συγκινήσει το ότι ήταν ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, ο οποίος ενώ θεωρείται λαϊκός, στην ουσία είχε όλη την ψυχολογία του ανθρώπου που είναι δοσμένος στο όραμά του, που δεν τον αφορά τίποτα άλλο παρά μόνο η τέχνη του.

Και έτσι απαλλαγήκαμε και πολύ γρήγορα τότε με τον Παπαστάθη από την ανάγκη ότι θα έπρεπε να μοιάζω του Θεόφιλου, και μείναμε πιο πολύ στην ουσία.

Δεν πήγαμε να τον πλησιάσουμε εξωτερικά, σαν έναν κοντούλη, αφελή, κακομοίρη άνθρωπο που τον κοροϊδεύουν, αλλά αντίθετα ως έναν που να έχει ένα κύρος, που να πιστεύει πολύ στον εαυτό του -γιατί πράγματι θεωρούσε ότι ήταν πολύ καλός ο ίδιος.

Μεταξύ τους αυτοί οι δύο είχαν κάποια κοινά;
Αυτό δεν το έχω σκεφτεί. Σίγουρα η μοναξιά είναι ένα κοινό, και το μεγάλο τους ταλέντο, ο καθένας στο είδος του.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Έχει τύχει ποτέ να σας προτείνουν έναν ρόλο, να είπατε “όχι” και όταν είδατε μετά την ταινία να σκεφτήκατε “εδώ έκανα λάθος, έπρεπε να είχα παίξει”;
Έχει συμβεί κάποιες φορές. Το κριτήριο δεν είναι τόσο ο σκηνοθέτης, γιατί συνήθως οι περισσότεροι είναι συμπαθείς. Το σενάριο παίζει για μένα ρόλο. Αν δεν με συγκινεί, αν μου φαίνεται αφελές ή αδούλευτο, αυτό είναι το κριτήριο πιο πολύ, από εκεί θα πάρω μια απόφαση.

Σπανίως όμως έχω πειρασμούς γιατί έχω ελάχιστες έως καθόλου προτάσεις.

Υπάρχει ταινία που να μετανιώσατε που δεν συμμετείχατε;
Κάποτε μού είχαν πει για το “Μετέωρο βήμα του πελαργού” του Αγγελόπουλου, που φυσικά θα ‘θελα πολύ να έπαιζα αλλά είχαμε θέατρο και δεν μπορούσα να το παρατήσω -γιατί τα γυρίσματα του Αγγελόπουλου, όπως ξέρετε, κρατούσαν πάρα πολύ καιρό.

Λυπάμαι πολύ που δεν μπόρεσα ποτέ να παίξω σε κάποια ταινία του, γιατί του είχα μεγάλη συμπάθεια.

Είπατε πριν για το “Μινόρε της Αυγής” και θυμήθηκα που σε μια συνέντευξη είπατε ότι δεν περάσατε στη σχολή του Κουν, γιατί όπως μάλλον καταλάβατε πολύ αργότερα, αυτοί “ήθελαν πιο λαϊκά παιδιά τότε, πιο μπρουτ άτομα”. Και σκέφτομαι ότι εσείς παίξατε τον ρεμπέτη μετά. Δεν είναι μια αντίθεση αυτό, σαν να πέσανε και εκείνοι λίγο έξω;
Μα ναι γιατί εγώ αργότερα έπαιξα πολλές φορές και αρκετά επιτυχημένα κάποιον λαϊκό άνθρωπο, όπως συνέβη πχ στη “Σπασμένη Στάμνα” με τον Βογιατζή, όπου έκανα ένα αγροτόπαιδο ή μετά στην Κρήτη που κάναμε τη “Λέξη που δεν λες”.

Ε, εντάξει, τότε ήμουν και 18 χρονών παιδί που έδωσα εξετάσεις, μπορεί να ήμουν πολύ άγουρος.

Βέβαια εκ των υστέρων χάρηκα πάρα πολύ που πήγα στον Κατσέλη, γιατί αυτή η σχολή μου ταίριαζε εν τέλει, οπότε μάλλον η ζωή φρόντισε καλύτερα από τι δικές μου επιθυμίες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θαύμαζα απεριόριστα τις παραστάσεις του Κουν.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Πώς σας έκανε τότε να νιώσετε η απόρριψη στα 18 σας; Ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση μέχρι τότε στη ζωή σας;
Τη θυμάμαι ακόμα τη μέρα, ήταν 18 Σεπτεμβρίου, που πήρα τηλέφωνο και μου είπανε “δεν περάσατε, κύριε”…

Ποια χρονιά;
Ήταν το ‘72. Ήταν μια απαίσια μέρα, ένιωσα τελείως άχρηστος, γιατί εγώ ήθελα από την 3η γυμνασίου, από τότε που είδα το “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας” να μπω στον Κουν. Και ξαφνικά η πόρτα ήταν κλειστή.

Μού έκανε εντύπωση όμως -και το λέω καμιά φορά και στους μαθητές μου- ότι δεν με πτόησε καθόλου η απόρριψη, με την έννοια δηλαδή να τα παρατήσω. Η φωνή που υπήρχε μέσα μου και μου έλεγε “αυτό θέλω να γίνω”, δεν κάμφθηκε από την αποτυχία, επέμεινα, και τελικά μου έγινε και μάθημα αυτό.

Γιατί διάβαζα αργότερα ότι τελικά αυτοί που πετυχαίνουν δεν είναι αυτοί που δεν πέφτουνε, αλλά αυτοί που ξανασηκώνονται και μάλλον ισχύει αυτό στην περίπτωσή μου, γιατί έχω πέσει και σηκωθεί αρκετές φορές.

Δεν μπορείς να πετυχαίνεις πάντα. Αυτό δεν το ξέρεις όμως όταν είσαι πολύ νέος.

Θυμάστε μία αποτυχία σας να μου πείτε;
Αποτυχία που έτσι με πληγώνει και θα ‘θελα πολύ να επανορθώσω γιατί δεν πιστεύω ότι έφταιγα και τόσο, ήτανε ο “Λιρ” που είχα παίξει στο θέατρο με έναν σκηνοθέτη απ’ τα Σκόπια που δεν είχαμε καθόλου καλή επαφή.

Έκανα ό, τι μπορούσα για να περισωθώ απ’ αυτήν την παράσταση αλλά ήτανε μία φριχτά δυσάρεστη εμπειρία και θα ‘θελα πάρα πολύ να με αξίωνε η ζωή να ξαναπαίξω αυτόν τον ρόλο -γιατί δεν έχει και όριο ως προς το γήρας- απλώς και μόνο για να νιώσω καλύτερα απ’ τις τύψεις που μου άφησε όλο αυτό.

Για πότε μιλάμε;
Αυτό είχε γίνει το 2005. Ήταν μία από τις χειρότερες χρονιές στη ζωή μου, εξαιτίας της στεναχώριας εννοώ.

Και αυτό είναι το άσχημο με το θέατρο, ότι πρέπει να κάνεις επί μήνες κάτι που δεν νιώθεις ωραία, ενώ τουλάχιστον με μία ταινία, όπως και να βγει, δεν είσαι εκεί.

Και όταν είστε πολύ στεναχωρημένος, που το ρίχνετε ας πούμε, πού βρίσκετε παρηγοριά; Εντάξει, είστε καπνιστής αμετανόητος, το ξέρουμε αυτό αλλά…
Κι όμως! Πρέπει να σας πω ότι εδώ και τέσσερις μήνες το έκοψα το τσιγάρο μετά από μια περιπέτεια υγείας, και είναι κοσμοϊστορικό αυτό για μένα γιατί δεν φανταζόμουν ότι θα συμβεί ποτέ (σ.σ. γελάει δυνατά).

Να φανταστείς έλεγα ότι άμα πεθάνω θα ήθελα να γράψουνε στον τάφο μου ότι “πάνω απ’ όλα στη ζωή μού άρεσε το κάπνισμα”.

Μου είπαν όμως ότι έφταιγε το τσιγάρο γι’ αυτό που έπαθα και ένιωσα μια φοβερή τσαντίλα, και έτσι είπα στον γιατρό “σας δίνω τον λόγο μου ότι το κόβω από σήμερα” και πραγματικά τώρα είμαι στον τέταρτο μήνα, είμαι άψογος, δεν έχω κάνει την παραμικρή υπαναχώρηση.

Μασάτε τσίχλες; Παίζετε κομπολόι;
Μασάω πάρα πολύ τσίχλες, εκεί το ‘χω ρίξει, αλλά ευτυχώς δεν ζηλεύω καθόλου όταν βλέπω κάποιον να καπνίζει, ούτε με ενοχλεί ούτε με πειράζει.

Τότε πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση ομολογώ ότι είχα πάει στον ψυχίατρο, ήταν τόσο δυσβάσταχτο για μένα να πηγαίνω κάθε βράδυ επί πέντε μήνες και να κάνω κάτι το οποίο δεν το πιστεύω καθόλου, ήταν ένα τέτοιο μαρτύριο που μόνο με τη βοήθεια του ψυχιάτρου το άντεξα. Αυτό πραγματικά δεν θα ‘θελα να το ξαναζήσω.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

“απελπισμένος από την εφηβεία και τη ζωή”

Θέλω να σας πάω πιο παλιά. Είχατε πει κάπου ότι ήσασταν “απελπισμένος από την εφηβεία και τη ζωή. Αν μπορούσα να επιστρέψω πίσω στη ζωή μου, θα αφαιρούσα τα χρόνια από τα 12 ως τα 18”. Γιατί;
Καταρχάς, εγώ πέρασα όλη την εφηβεία μου μέσα στη δικτατορία, πήγαινα 1η γυμνασίου όταν έγινε το πραξικόπημα.

Και ήμουν και στο Βαρβάκειο, που μπορεί να ήταν ένα σχολείο πολύ καλό, αλλά κάθε Δευτέρα ας πούμε μας ήλεγχαν αν είναι κοντό το μαλλί, μας έβγαζαν λόγους για την 21η Απριλίου, κλπ.

Ήταν ασφυκτικά τα πράγματα τότε. Η γενιά μου μεγάλωσε σε μια εποχή που φοβόσουν να μιλήσεις, φοβόσουν μην ακουστεί στο σχολείο ότι για παράδειγμα κάποιος είναι αριστερός. Είχανε στείλει ανθρώπους απ’ τη γειτονιά μου στην εξορία.

Όλα αυτά, λοιπόν, σε μια εποχή που ταυτόχρονα έχεις όλες τις εφηβικές ανησυχίες, αυτό το άγριο ξύπνημα από την παιδική ανεμελιά στο τι εστί ζωή και που ανάλογα με την ευαισθησία του ο καθένας βιώνει αυτήν την αγριάδα.

Και στο σχολείο βλέπεις ότι υπάρχει μία σκληρότητα, και στο ότι πρέπει να ακολουθήσεις κάποιο επάγγελμα, βγάζεις σπυράκια, έχεις σεξουαλικές ανησυχίες, φοβάσαι αν θα τα καταφέρεις, αν θα μπορέσεις να ανταποκριθείς σε κάτι σεξουαλικό, αν αρέσεις, αν θα είσαι ευπρόσδεκτος σε όλα αυτά τα φοβερά πάρτι της εποχής.

Και η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τα έκανε όλα χειρότερα.
Όλα αυτά μαζί έκαναν δυσκολότερο το να πατήσεις στα πόδια σου.

Το μόνο καλό που είχε για μένα η εφηβεία ήτανε ότι άρχισα να διαβάζω λογοτεχνία -Σαμαράκη, Λουντέμη, Ντοστογιέφσκι κλπ- ήταν έτσι ένα αποκούμπι.

Και τουλάχιστον άρχισα και να βλέπω και καλές ταινίες στους κινηματογράφους της εποχής. Αυτή η μελαγχολία της εφηβείας, τουλάχιστον της δικής μου, είχε και κάτι που με έσπρωξε προς την τέχνη.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Άλλοι στην εφηβεία τη μελαγχολία την καταπολεμούν με τη μουσική.
Και με τη μουσική αλλά για μένα υπήρχε πιο πολύ το σινεμά και το διάβασμα.

Δεν αγοράζατε δίσκους;
Βέβαια, ο πρώτος δίσκος μου ήτανε του Χατζιδάκι με την Αρλέτα, το “12+1 Τραγούδια”. Και γενικά τότε ήταν και το Νέο Κύμα…

Ελληνικά ακούγατε δηλαδή κυρίως.
Και Beatles πάνω απ’ όλα. Ήμουνα και είμαι ακόμα φανατικός των Beatles.

Πώς είναι να μεγαλώσεις τη δεκαετία του ‘60 και ο παππούς σας να έχει φούρνο; Σήμερα μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει, αλλά τότε θεωρούσασταν προνομιούχος;
Καταρχάς πρέπει να πω ότι ο φούρνος αυτός του παππού μου ήταν ο πρώτος της Νέας Σμύρνης, είχε χτιστεί κάπου το ‘30, και λεγόταν “Ο Τσανακαλιώτης”, γιατί ο παππούς μου ήταν από τη Σμύρνη.

Η μητέρα μου δούλευε στο ταμείο και θυμάμαι που πήγαινα μικρό παιδάκι και ήταν αυτά τα μπισκότα Παπαδοπούλου που τρελαινόμασταν, αλλά επειδή ήταν πολύ συνεπής, δεν ήθελε να μου δίνει τζάμπα, καθώς δεν ήταν ολόδικό της το μαγαζί, ήταν συνέταιροι με τα αδέρφια της. Αν δεν είχα λεφτά δεν μου ‘δινε μπισκότα (σ.σ. γέλια).

Ήταν ένας κόσμος φοβερός έτσι όλος αυτός τότε στον φούρνο, για τον οποίο νιώθω μία πολύ μεγάλη νοσταλγία… Πώς πήγαινε ο κόσμος και έψηνε το φαγητό του εκεί τις Κυριακές, ή θυμάμαι το δικό μας φαΐ που έπρεπε να το πάω.

Υπήρχε πολύ έντονα η αίσθηση της γειτονιάς τότε, δεν υπήρχανε κλειδωμένες πόρτες, μπαινοβγαίνανε άνθρωποι απ’ το ένα σπίτι στο άλλο, μαζευόντουσαν, κοιμόμασταν στα σπίτια γειτόνων, αυτοί ερχόντουσαν στα δικά μας, υπήρχαν μερικά αναντικατάστατα ωραία πράγματα,

Ήτανε άλλα χρόνια σαφώς ωραιότερα, υπήρχε πολύ περισσότερη επαφή.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Το τελος του παιχνιδιου

Την παράσταση που παίζετε αυτήν την εποχή, το “Τέλος του παιχνιδιού”, θα μπορούσαμε να πούμε με σύγχρονους όρους ότι είναι ένα post-apocalyptic έργο, επειδή βγαίνουν συχνά τέτοιες ταινίες όπου έχει καταστραφεί ο κόσμος και έχουν απομείνει δύο άνθρωποι που ψάχνουν πώς θα επιβιώσουν κτλ… Αλλά έχουμε συνηθίσει αυτό να το βλέπουμε σε ταινίες δράσης. Εδώ μιλάμε για κάτι τελείως διαφορετικό, μιλάμε για κάτι πολύ πιο ουσιαστικό.
Απόλυτα διαφορετικό, ναι. Είναι ένα έργο που ασχολείται με τα πιο πρωταρχικά ερωτήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη με έναν αρκετά σύνθετο τρόπο όμως, και αυτή είναι και η δυσκολία του.

Επειδή ο Μπέκετ ήταν φοβερά μορφωμένος άνθρωπος έχει πάρα πολλές αναφορές σε πολλά άλλα κείμενα, από τον Σαίξπηρ και την αρχαία τραγωδία, μέχρι τη Βίβλο και τα ποιήματα του Μπωντλαίρ.

Και επειδή έχει και πολλαπλές αναγνώσεις, κάπως έπρεπε πιο πολύ να δούμε εμάς τις μας λέει. Για παράδειγμα, και μόνο το όνομα του ήρωα που είναι “Ham”, δηλαδή το μισό του “Hamlet”, είναι στην ουσία αυτό που απασχολεί πάντα στα έργα του Μπέκετ αν έχει νόημα να ζει κανείς ή να μη ζει, ποιο είναι το νόημα της ύπαρξης, τι είναι ο χρόνος, τι είναι ο άλλος, τι είναι ο θάνατος.

Έχει μάλιστα και αυτήν τη φράση “οι παλιές ερωτήσεις, οι παλιές απαντήσεις”, που είναι πραγματικά πολύ χαρακτηριστική του νοήματος του έργου.

Και παρότι είναι ένα έργο επιφανειακά διανοητικό, από κάτω του κρύβεται σαν χρυσάφι θα έλεγα ένα πολύ βαθύ αίσθημα, το οποίο προσπαθήσαμε πάρα πολύ μέσα από τις πρόβες να το αναδείξουμε. Κάναμε μια μεγάλη προσπάθεια σε αυτήν την κατεύθυνση, και από όσα μας έχουν πει μέχρι στιγμής, αυτό αποδίδει.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν είναι κι ένα δύσκολο έργο, αλλά μερικές φορές είναι ωραίο να καταπιάνεται κανείς ακόμα και με κάτι που ξέρει ότι δεν το θέλει ίσως η εποχή μας, γιατί κακά τα ψέματα, οι μέρες είναι λίγο δύσκολες, και πολλοί θεατές θα θέλανε πράγματα πιο εύληπτα. Αυτό το έργο σε αναγκάζει να στοχαστείς, οπότε μέχρι στιγμής μάλλον επιχειρήσαμε κάτι τολμηρό για τις μέρες μας.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Εφόσον όλο το έργο εξελίσσεται σε ένα δωμάτιο αν δεν κάνω λάθος…
…δωμάτιο-καταφύγιο, γιατί υποτίθεται ότι όλα έχουν νεκρώσει απ’ έξω.

Ναι, θέλω να ρωτήσω αν το διαλέξατε και με βάση τον εγκλεισμό που ζούμε τα τελευταία δύο χρόνια. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι;
Όχι, το είχαμε διαλέξει πριν προκύψει η πανδημία. Μου αρέσει πάρα πολύ ο Μπέκετ, παλιότερα είχα κάνει άλλα τρία έργα του. Το είχα δει και μικρός με τον Μινωτή και πάντα ονειρευόμουν να ασχοληθώ κι εγώ κάποια στιγμή με αυτό γιατί είναι πολύ ενδιαφέρον.

Επίσης έχει κι αυτό το συν, ότι είναι μόνο με τέσσερα πρόσωπα, γιατί πρέπει να σκεφτεί κανείς και αυτό πια, δεν είναι απλό να κάνεις όποιο έργο θέλεις με τις οικονομικές δυσκολίες που υπάρχουν.

Κάπου διάβασα ότι ο ήρωάς σας είναι χειριστικός. Γιατί;
Γιατί είναι άνθρωπος που ενώ στα νιάτα του τα είχε όλα, μετά για ένα απροσδιόριστο λόγο που δεν μας τον αναφέρει ο Μπέκετ -γιατί αυτοί οι ρεαλισμοί δεν του πάνε- έχασε το φως του και την κίνησή του, έμεινε ανάπηρος και τυφλός. Στην ουσία, βέβαια, έχει και κάτι συμβολικό αυτό, καθώς αυτός ο τυφλός βλέπει πάρα πολλά σημαντικά πράγματα της ζωής. Αυτή όμως η καθήλωση τον κάνει να εξαρτάται απόλυτα από τον υπηρέτη του που είναι και παραγιός.

Και είναι σαν να του έχουν μείνει πια λίγα πράγματα να κάνει στη ζωή, ένα απ’ τα οποία είναι και το να τυραννάει τον άλλον.

Ταυτόχρονα όμως έχει και μεγάλη ανάγκη την αγάπη -και να δώσει και να πάρει- αλλά με έναν πάρα πολύ διαστρεβλωμένο τρόπο.

Ο Δημήτρης Καταλειφός πρωταγωνιστεί στο “Τέλος του Παιχνιδιού” του Μπέκετ στο Σύγχρονο Θέατρο.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα