Γρηγόρης Κολλάρος

ΤΟΝ ΑΛΚΗ, “ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ”;

Το οπαδικό κίνημα που δεν βγάζει πια νόημα, η υποκρισία του αθλητικού οικοσυστήματος και η ζωή που αξίζει όλο και λιγότερο σε ένα κάδρο απόλυτης παρακμής.

Ήταν μια ατυχής, άστοχη, κι εν τέλει παραπλανητική, φράση που πήγε να τυλίξει την δολοφονία του Παύλου Φύσσα σε ένα τηλεοπτικό superάκι. Έμεινε στην ιστορία για όλους τους λάθος λόγους, ως κραυγαλέο παράδειγμα κακού δημοσιογραφικού χειρισμού σε μια από τις σημαντικότερες στιγμές της νεοελληνικής ιστορίας.

Και τώρα, οκτώμισι χρόνια μετά, την ξαναβρίσκουμε μπροστά μας.

«Τον σκότωσε για το ποδόσφαιρο». Είναι όμως εντελώς αλήθεια αυτό για την υπόθεση της δολοφονίας του 19χρονου Άλκη Καμπανού που έχει συγκλονίσει την ελληνική κοινωνία την τελευταία εβδομάδα;

Το γεγονός είναι τόσο σκληρό, τόσο φρικιαστικό – ένα νέο παιδί να σφαγιάζεται στη μέση του δρόμου επειδή έδωσε τη λάθος απάντηση στην ερώτηση «τι ομάδα είσαι;» – που γεννά συναισθήματα μεγάλης έντασης. Και είναι τόσες πολλές οι προεκτάσεις του που μας βάζουν σε πειρασμούς για μεγάλες κουβέντες (που ποτέ δεν έλυσαν άλλωστε και κανένα πρόβλημα).

Τον Άλκη τον δολοφόνησαν επειδή η απάντηση του ήταν «Άρης». Κι αυτοί που κατέβηκαν κρατώντας τα καράμπιτ μαχαίρια από τα δύο αμάξια (όπως είδαμε στο βίντεο που κυκλοφόρησε) ήταν «ΠΑΟΚ». Όμως εδώ δεν είχαμε κάποιο οπαδικό ραντεβού, «ραντεβού θανάτου» όπως έλεγαν τα superακια 15 χρόνια πριν όταν δολοφονήθηκε ο Μιχάλης Φιλόπουλος στη λεωφόρο Λαυρίου (σε μια υπόθεση που ποτέ δε δόθηκαν πλήρεις απαντήσεις για το τι ακριβώς έγινε). Δεν είχαμε καν επεισόδια στο περιθώριο ενός ματς για να έχουμε ένα πλαίσιο να εξηγήσουμε το εξωφρενικό που συνέβη.

Να καταφύγουμε δηλαδή στα εύστοχα, πλην εθιμοτυπικά, συμπεράσματα μας. Για τον χουλιγκανισμό που εξέθρεψαν οι ίδιες ομάδες διοργανώνοντας ματς-φιέστες τρομοκρατίας, για τους ιδιωτικούς στρατούς που χρηματοδότησαν μεγαλομέτοχοι διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες χρησιμοποιώντας την μπάλα ως μοχλό πίεσης, για τον αθλητικό τύπο που λειτουργεί ακόμα ως μεγάφωνο της καφρίλας δικαιολογώντας τα -κάθε φορά και περισσότερο- αδικαιολόγητα, για τις ευθύνες της πολιτείας που περιορίζεται σε ευχολόγια και κάθε απόπειρα αντιμετώπισης της βίας τη μετράει σε πολιτικό κόστος, για την αστυνομία που πάντα λειτουργεί εκ των υστέρων με κάποιες εφόδους σε συνδέσμους ανακαλύπτοντας οπλοστάσια αφού όμως έχει χυθεί αίμα (όπως συνέβη και τα προηγούμενα 24ωρα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη).

Όμως στη δολοφονία του Άλκη το πλαίσιο είναι τόσο άδειο. Χουλιγκάνικα «πεσίματα» που «πιστοποιούν» ποιοι είναι «τα αφεντικά της πόλης» γίνονταν, γίνονται και θα γίνονται σε όλον τον κόσμο. Ειδικά σε μέρη που το ποδόσφαιρο δεν έχει γίνει θέαμα πολυτελείας και συνδέεται ακόμα με τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, σε κοινωνίες που η μπάλα ακόμα δίνει ταυτότητα. Μέχρι δολοφονίας όμως; Γιατί εδώ δεν πήγε κάποια συμπλοκή στραβά, ο δράστης και οι συνεργοί του κουβαλούσαν τα μαχαίρια όχι ως αξεσουάρ αλλά με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουν. Πότε έγινε η Ελλάδα, η Θεσσαλονίκη, ένα μέρος που η ανθρώπινη ζωή μετράει τόσο λίγο;

Ένας κυνικός θα μπορούσε να το δει ως μεμονωμένο περιστατικό. Από αυτές τις περιπτώσεις που σκάει η βαλβίδα κι ανοίγει το καπάκι της κοινωνικής κατσαρόλας. «Συμβαίνουν αυτά», sad but true – ευτυχώς όμως δεν έχουμε φτάσει σε τέτοια αναισθησία να το αποδεχόμαστε. Κάποιος άλλος θα παρατηρήσει ότι σαν να παραέγιναν πολλά τα περιστατικά για τα οποία η Θεσσαλονίκη είναι αρνητική πρώτη είδηση τελευταία. Ο Κώστας Κουκουμάκας μεταφέρει εδώ το κλίμα μιας πόλης που επιστρέφει στο σκοτάδι με γοργά βήματα. Θρησκοληψία, ελλαδέμποροι, τοπικοί ηγεμόνες, παραλυτική ανεργία, «κράτος των Αθηνών» – η απόλυτη συνθήκη no future. Είναι η συνθήκη που εικονογράφησε με τις λέξεις του την τελευταία δεκαετία ο ΛΕΞ περιγράφοντας πώς είναι ο κόσμος εκεί που δεν πιάνει το ίνσταγκραμ.

Όμως είναι εντελώς μυωπικό να μείνει κανείς στη Θεσσαλονίκη. Όλοι ξέρουμε ότι, αντί για του Χαριλάου, η δολοφονία θα μπορούσε να συμβεί κάλλιστα σε κάποιο στενό στου Ζωγράφου, στα Καμίνια ή στη Νέα Φιλαδέλφεια. Την επόμενη μέρα της κρίσης, η λουμπενοποίηση είναι ορατή παντού, είναι η βασική παρακαταθήκη της. Από το κοινοβούλιο και την «πολιτική ζωή του τόπου» που πρωταγωνιστούν ο Μένιος Φουρθιώτης κι εμβάσματα-φαντάσματα μέχρι τα σόσιαλ μίντια και το γήπεδο. Οι πιο δραματικοί αποκαλούμε αυτήν την κατάσταση «παρακμή».

Σε κάποιες γωνιές της βρίσκονται λοιπόν κι αυτοί που έμειναν πίσω. Έτοιμοι να στρατολογηθούν σε οτιδήποτε μπορεί να φέρνει χαρτζιλίκι και μια ψευδαίσθηση δύναμης. Προστασία, μπραβιλικια, «Μακεδονομαχίες», υποκινούμενα μπάχαλα και, φυσικά, το γήπεδο. Με τους συνδέσμους των οργανωμένων να φιλοξενούν πια τόσο ετερόκλητα στοιχεία που είναι μάλλον αδύνατον να τους αντιλαμβανόμαστε όπως παλιά. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από την φράση «23χρονος Αλβανός μέλος antifa συνδέσμου του ΠΑΟΚ ο δράστης». Σε αυτό το πλαίσιο είναι επίσης αφελές να περιμένει κανείς ότι ισχύουν «κώδικες τιμής» κι άλλα ρομαντικά με τα οποία (υποτίθεται ότι) «λειτουργούσε» ο χουλιγκανισμός στο παρελθόν.

Αυτό που μένει σταθερό κι αναλλοίωτο είναι η υποκρισία του ελληνικού αθλητικού οικοσυσυστήματος που επιδίδεται εδώ και μέρες σε έναν ξεδιάντροπο διαγωνισμό για το ποιος θα κάνει το πιο δακρύβρεχτο μάρκετινγκ πάνω στη δολοφονία. Η συνηθισμένη μπούρδα για την Θάτσερ, δεκάδες λυρικά ποστ στα σόσιαλ των ομάδων της Σούπερ Λίγκας, συντετριμμένα πρωτοσέλιδα κι αρθρογραφίες σε πλήρη αντιδιαστολή με το «μαχητικό» τους παρελθόν.

Λίγη σιωπή δε θα έβλαπτε.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα