Κάνοντας δύο δουλειές: Η καθημερινότητα όταν δεν φτάνει ο μισθός istockphoto

ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΔΥΟ ΔΟΥΛΕΙΕΣ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ ΕΝΑΣ ΜΙΣΘΟΣ

Στην πόλη που δεν κοιμάται, ούτε οι εργαζόμενοι κοιμούνται, γιατί δουλεύουν. Η νέα γενιά της Ελλάδας τρέχει από το ένα μεροκάματο στο άλλο για να πληρώσει λογαριασμούς και ενοίκια.

Η ζωή στην Ελλάδα του 2025 έχει μετατραπεί σε έναν καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Οι δείκτες της ακρίβειας ανεβαίνουν μήνα με τον μήνα, τα ενοίκια έχουν φτάσει σε ιστορικά υψηλά, ενώ οι λογαριασμοί ενέργειας και οι βασικές ανάγκες απορροφούν σχεδόν το σύνολο ενός μέσου μισθού. Το «καλάθι του νοικοκυριού» αδειάζει πιο γρήγορα από ποτέ, και η οικονομική πραγματικότητα πιέζει όλο και περισσότερους να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές εισοδήματος.

Δεν πρόκειται για επιδίωξη «καλύτερου βιοτικού επιπέδου», αλλά για μια ανάγκη: τη διασφάλιση των βασικών. Αυτό που κάποτε θεωρούνταν προσωρινή λύση -μια δεύτερη δουλειά για «συμπλήρωμα»- έχει μετατραπεί σε νέα κανονικότητα. Οι συνέπειες είναι πολυεπίπεδες. Από τη μία, η σωματική και ψυχολογική εξάντληση που συνοδεύει τα διπλά ωράρια εργασίας. Από την άλλη, η απουσία προοπτικής και η αίσθηση στασιμότητας που βιώνουν νέοι, ακριβώς την περίοδο που θα έπρεπε να σχεδιάζουν το μέλλον τους.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον μιλήσαμε με τρεις ανθρώπους που ενσαρκώνουν αυτήν τη νέα ελληνική πραγματικότητα: τον Αλέξανδρο, υπάλληλο περιπτέρου και διανομέα, τη Νίκη, γραμματέα σε φροντιστήριο και σερβιτόρα, και την Ιωάννα, social media manager και δασκάλα yoga. Τρεις διαφορετικές ιστορίες με ένα κοινό νήμα: ένας μισθός πλέον δεν αρκεί για να ζήσει κανείς με αξιοπρέπεια.

Γραφείο
Γραφείο istockphoto

ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ Η ΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ

Ιωάννα, 32 ετών – social media manager και δασκάλα yoga

Η Ιωάννα είναι 32 χρονών και ζει στην Αθήνα. Τα τελευταία δύο χρόνια κάνει δύο δουλειές: εργάζεται ως social media manager σε μία εταιρία και παράλληλα διδάσκει yoga και aerial yoga.

«Για δύο χρόνια εργαζόμουν μόνο ως freelancer δασκάλα yoga, το οποίο είναι το πάθος μου. Ωστόσο, οικονομικά μόνο με αυτό δυστυχώς δεν έβγαινε ο μήνας. Τα καλοκαίρια έπρεπε να φεύγω σε ημισεζόν γιατί τα μαθήματα σταματάνε και δεν υπάρχει εισόδημα. Οπότε κατάλαβα ότι δεν γίνεται μόνο αυτό και επέστρεψα και στην corporate ζωή, ως social media manager, που είναι αυτό που έχω σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και το εξασκούσα και παλιότερα. Σε μία συνθήκη με περισσότερη σταθερότητα και ασφάλεια».

Η επιλογή της δεν ήταν εύκολη, αλλά αναγκαία. «Επέλεξα αυτόν τον άπειρα κουραστικό δρόμο των δύο δουλειών, γιατί στην Ελλάδα είναι οριακά ανέφικτο να ζήσεις ως freelancer αν δεν έχεις παθητικό εισόδημα ή οικονομική βοήθεια από κάπου. Και δεν ήθελα να αφήσω το όνειρό μου, τη διδασκαλία yoga, οπότε αυτή ήταν η μόνη λύση».

Η καθημερινότητα είναι απαιτητική. «Γενικά, το να κάνεις δύο δουλειές είναι κάτι που έχει πολλές επιπτώσεις στη σωματική υγεία, αλλά και στην προσωπική ζωή. Δεν υπάρχει χρόνος για ξεκούραση, δεν υπάρχει ιδιαίτερα χρόνος για προσωπική ζωή. Νιώθω μόνιμα κουρασμένη, δεν έχω κουράγιο για εξόδους και μου βγαίνει πολύ έντονα η ανάγκη να είμαι μόνη μου στον ελεύθερο χρόνο μου για να ‘ηρεμήσει’ το κεφάλι μου».

Παρότι αγαπά και τα δύο επαγγέλματα, η Ιωάννα συχνά σκέφτεται το μέλλον της εκτός Ελλάδας. «Παρόλο που μου αρέσουν και τα δύο επαγγέλματα, έχω σκεφτεί άπειρες φορές να φύγω από τη χώρα, γιατί είναι εξαντλητικό να ζεις με αυτές τις συνθήκες. Και ξέρω πολύ κόσμο των 30 που κάνουν και 2 και 3 δουλειές. Προς το παρόν συνεχίζω τη ‘διπλή ζωή’ και όσο αντέξω».

Αλέξανδρος, 32 ετών – υπάλληλος σε περίπτερο και ντελίβερι

Ο Αλέξανδρος μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε ένα περίπτερο και το ντελίβερι. Τα πρωινά σηκώνει ρολά και εξυπηρετεί πελάτες, τα απογεύματα και τα βράδια φοράει κράνος και ανεβαίνει στο μηχανάκι, παραδίδοντας πίτσες. «Δεν είναι για λόγους πολυτελούς ζωής οι δύο δουλειές, είναι ανάγκη», λέει. «Από το περίπτερο παίρνω λίγα, οπότε κάνω και διανομές, που δίνει καλύτερα χρήματα. Αν δεν τα έκανα και τα δύο, δεν θα μπορούσα να επιβιώσω και να στηρίζω και την οικογένεια».

Οι γονείς του, συνταξιούχοι, με προβλήματα υγείας, χρειάζονται στήριξη. «Δεν γίνεται να τους αφήσω χωρίς βοήθεια. Έχω το άγχος και των δικών μου εξόδων και των δικών τους». Παράλληλα, μιλάει για την έλλειψη προοπτικής. «Όταν έχεις στόχους, θες να φτιάξεις ένα σπίτι, να ονειρευτείς κάτι παραπάνω, στην Ελλάδα σήμερα δεν γίνεται με μία δουλειά. Για να βάλεις κάτι σημαντικό στην άκρη, πρέπει να δουλεύεις 15 ώρες την ημέρα».

Συχνά επιστρέφει σπίτι αργά το βράδυ, εξαντλημένος, χωρίς διάθεση για κοινωνική ζωή. «Δεν υπάρχει χρόνος για φίλους, για σχέση, για ξεκούραση. Το Σαββατοκύριακο, που για άλλους είναι ανάσα, για μένα είναι οι πιο φορτωμένες μέρες. Τότε γίνονται οι περισσότερες παραγγελίες, τότε υπάρχει περισσότερη κίνηση στο περίπτερο. Σχεδόν έχω ξεχάσει τι σημαίνει ρεπό».

Ο ίδιος νιώθει ότι ζει σε μια κοινωνία που έχει συνηθίσει να λέει «έτσι είναι τα πράγματα» αντί να τα αλλάζει. «Το κράτος δεν βοηθάει, οι δουλειές πληρώνουν λίγο κι εμείς αναγκαζόμαστε να γινόμαστε πολυεργαλεία. Δεν είναι θέμα φιλοδοξίας, είναι θέμα επιβίωσης. Εγώ δεν ονειρεύομαι να γίνω πλούσιος, ονειρεύομαι να μπορώ να ζω χωρίς να σκέφτομαι κάθε μέρα πώς θα βγει ο μήνας».

Κλείνοντας, λέει: «Δεν με ενοχλεί η πολλή δουλειά. Με ενοχλεί που δεν αποδίδει. Όσο κι αν προσπαθώ, νιώθω ότι μένω στάσιμος. Δουλεύω μόνο για τα βασικά, κι αυτό είναι άδικο. Κάποτε θέλω να ζήσω, όχι απλά να επιβιώνω. Θέλω να μπορώ να πω ότι δουλεύω για να χτίσω κάτι καλύτερο, όχι μόνο για να πληρώνω λογαριασμούς και υποχρεώσεις».

Νίκη, 28 ετών – γραμματέας σε φροντιστήριο και σερβιτόρα

Η Νίκη είναι 28 ετών και η καθημερινότητά της χωρίζεται σε δύο δουλειές. Τα πρωινά δουλεύει part-time ως σερβιτόρα και τα απογεύματα ως γραμματέας σε φροντιστήριο. «Με 750 ευρώ τον μήνα δεν μπορείς να ζήσεις στην Αθήνα. Τα ενοίκια είναι απλησίαστα. Μόνο το σπίτι κοστίζει 480 ευρώ, και αν προσθέσεις λογαριασμούς, μετακινήσεις, τρόφιμα, δεν μένει τίποτα».

Η καθημερινότητά της είναι ένας αγώνας δρόμου… «Το πρωί ξυπνάω πριν από τις 6 για να είμαι στη δουλειά στις 7. Μόλις τελειώσω, τρέχω σχεδόν κατευθείαν στο φροντιστήριο. Μέχρι να γυρίσω σπίτι, είναι ήδη βράδυ. Δεν υπάρχει χρόνος ούτε για ξεκούραση ούτε για προσωπική ζωή». Η ίδια περιγράφει ότι ακόμα και τα Σαββατοκύριακα σπάνια ξεκουράζεται. «Κάποιες φορές με φωνάζουν και για επιπλέον βάρδιες. Δεν μπορώ να πω όχι, γιατί ξέρω πως κάθε 40ευρω μετράει».

Η σύγκριση με τους γονείς της τής φαίνεται αβάσταχτη: «Εκείνοι στα 28 είχαν ήδη δικό τους σπίτι, μια οικογένεια που ξεκινούσαν να χτίζουν. Εγώ στην ηλικία τους προσπαθώ να πληρώσω λογαριασμούς».

Το αίσθημα στασιμότητας είναι έντονο. «Με δύο δουλειές δεν υπάρχει χρόνος να σκεφτείς το μέλλον. Δεν μπορώ να σχεδιάσω τίποτα -ούτε ένα ταξίδι, ούτε ένα μεταπτυχιακό, ούτε ένα σεμινάριο».

Παρόλα αυτά, προσπαθεί να κάνει μέσα στην εβδομάδα πράγματα που την ευχαριστούν. «Ένα καφέ με μια φίλη, μια βόλτα στο πάρκο, λίγο διάβασμα πριν κοιμηθώ. Αυτά είναι τα μόνα κομμάτια της ημέρας που με κάνουν να νιώθω άνθρωπος». Όμως παραδέχεται ότι ακόμη και αυτά είναι λιγοστά. «Πολλές φορές ακυρώνω σχέδια γιατί απλά δεν έχω δυνάμεις. Η σωματική κούραση γίνεται ψυχολογική».

Τέλος, η Νίκη μιλά και για το πώς βλέπει τους συνομηλίκους της. «Δεν ξέρω σχεδόν κανέναν που να ζει με έναν μισθό. Όλοι κάτι συμπληρώνουμε: καφέ, μπαρ, ιδιαίτερα, φροντιστήρια, πλατφόρμες delivery. Είναι σαν να έχει παγιωθεί ότι ένας μισθός δεν φτάνει. Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι το δεχόμαστε σαν κανονικότητα».

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα