‘Φως στο τούνελ’ της Οικονομίας βλέπουν Alpha και Eurobank

Μέσα από τα εβδομαδιαία reports τους, δύο μεγάλοι συστημικοί όμιλοι, εν προκειμένω της Eurobank και της Alpha Bank, αναλύουν βάσει στατιστικών κυρίως στοιχείων πού εδράζεται η "αρχόμενη" αισιοδοξία πέριξ της τέταρτης αξιολόγησης και της πορείας της οικονομίας τους επόμενους μήνες
- 05 Μαρτίου 2018 09:59
«Φως» στο τούνελ βλέπουν – αν και συγκρατημένα – τα οικονομικά επιτελεία των τραπεζών, καταγράφοντας στατιστικά και άλλα στοιχεία που δημιουργούν κλίμα ενίσχυσης της εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία. Αναφερόμενοι στις εξελίξεις της τελευταίας εβδομάδας, οι Διευθύνσεις Οικονομικών Μελετών δύο μεγάλων συστημικών ομίλων, της Eurobank και της Alpha Bank, σχολιάζουν την πορεία βασικών οικονομικών δεικτών και επί της ουσίας, αναλύουν πού εδράζεται η αισιοδοξία που δειλά αναπτύσσεται, πέριξ της τέταρτης αξιολόγησης και της πορείας της οικονομίας τους επόμενους μήνες.
Μεταξύ άλλων, η Eurobank αναφέρεται στους δείκτες βελτίωσης του οικονομικού κλίματος και επισημαίνει ότι το σενάριο για επιτάχυνση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το 2018 κερδίζει έδαφος. Από πλευράς της, η Alpha Bank εκτιμά ότι καθώς προσεγγίζουμε την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, αναμένεται να αποσαφηνισθούν οι δράσεις που θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν την υποχώρηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε βιώσιμο επίπεδο. Και σημειώνει, ότι το 2017 ήταν το πρώτο έτος από το 2007 όταν η επίδραση της διαφοράς του επιτοκίου από τον ονομαστικό ρυθμό μεγεθύνσεως της οικονομίας (snowball effect), συνέβαλε στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 1,2 εκατοστιαίες μονάδες.
Αμφότερες οι δύο τράπεζες, συστήνουν τα δικά τους μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν, για τη συνέχιση της πορείας, που ήδη διαγράφεται θετική.
Αναλυτικότερα:
Eurobank- 7 Ημέρες Οικονομία
Ξεκινώντας την αναφορά στο ισοζύγιο πληρωμών, η Τράπεζα υπενθυμίζει στο εβδομαδιαίο της οικονομικό δελτίο, ότι η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία είναι να κερδίσει το στοίχημα της ανάκαμψης. Να εισέλθει σε ένα μονοπάτι υψηλών και βιώσιμων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης με μειούμενο ποσοστό ανεργίας, υγιή δημοσιονομικά, αποτελεσματικούς θεσμούς και αυξημένη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα.
Ειδικότερα, οι οικονομολόγοι της Τράπεζας επικαλούμενοι τα στοιχεία της Τράπεζα της Ελλάδος , αναφέρουν ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) στην ελληνική οικονομία κατέγραψε έλλειμμα -€1,5 δισ. το 2017 από -€1,9 δισ. το 2016. Ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να ανέλθει στο -0,8% από -1,1% το 2016.
Το αντίστοιχο μέγεθος το 2008, όπως εξηγεί η Eurobank, ήταν -36,6 δισ. (έλλειμμα) ή -15,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Δηλαδή, η εγχώρια δαπάνη για αγαθά και υπηρεσίες (συνολική κατανάλωση και επένδυση) υπερέβαινε κατά πολύ τα εγχώρια εισοδήματα ή από μια άλλη οπτική γωνία, η επένδυση ήταν πολύ υψηλότερη από την αποταμίευση. Επί παραδείγματι, βάσει των χρονολογικών σειρών των εθνικών λογαριασμών, το άθροισμα της κατανάλωσης και της επένδυσης ανερχόταν στο 112,6% του ΑΕΠ το 2008 (η άλλη όψη του εμπορικού ελλείμματος).
Το παραπάνω στοιχείο παράλληλα με την πραγματοποιηθείσα συσσώρευση χρέους καθιστούσε την ελληνική οικονομία αρκετά ευάλωτη σε μια πιθανή εξωτερική διαταραχή. Η τελευταία θα μπορούσε να οδηγήσει στο κλείσιμο της κάνουλας του εξωτερικού δανεισμού (βλέπε παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση 2007-2009) και σε αυτή την περίπτωση η εγχώρια δαπάνη για αγαθά και υπηρεσίες θα έπρεπε να προσαρμοστεί στο ύψος των εγχωρίων εισοδημάτων.
Όπερ και εγένετο! Κατά τη διάρκεια των ετών της μεγάλης ύφεσης και της στασιμότητας, το άθροισμα της κατανάλωσης και της επένδυσης από 112,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2008 μειώθηκε στο 100,7% το 2016. Η εγχώρια δαπάνη συρρικνώθηκε κατά -35,6% και το ΑΕΠ κατά -28,0% (-32,7% και -26,1% σε σταθερές τιμές).
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία είναι να κερδίσει το στοίχημα της ανάκαμψης. Δηλαδή να εισέλθει σε ένα μονοπάτι υψηλών και βιώσιμων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης με μειούμενο ποσοστό ανεργίας, υγιή δημοσιονομικά, αποτελεσματικούς θεσμούς και αυξημένη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα.
Στο πεδίο των στοιχείων το 2017 αποτέλεσε το πρώτο έτος εξόδου από την παγίδα στασιμότητας των τριών τελευταίων ετών (στις 5 Μαρτίου 2018 αναμένεται να δημοσιευτούν τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών του 4ου τριμήνου 2017). Επιπρόσθετα, βάσει των έως τώρα δημοσιευθέντων δεικτών υψηλής συχνότητας το σενάριο για επιτάχυνση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το 2018 κερδίζει έδαφος.
Επί παραδείγματι: 1ον ο δείκτης οικονομικού κλίματος ανήλθε σε υψηλό 43 μηνών τον Φεβρουάριο 2018 (104,3 μονάδες δείκτη (ΜΔ)) με τους τομείς της βιομηχανίας, των υπηρεσιών, του λιανικού εμπορίου και των κατασκευών να παρουσιάζουν ενίσχυση. Αρνητικό στοιχείο η επιδείνωση του δείκτη εμπιστοσύνης καταναλωτή για 2ο συνεχή μήνα (η τιμή του ωστόσο είναι η 3η υψηλότερη τους τελευταίους 31 μήνες) και 2ον ο δείκτης PMI της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα παρέμεινε σε τροχιά άνω του ορίου των 50 ΜΔ (PMI>50: βελτίωση λειτουργικών συνθηκών, PMI<50: χειροτέρευση λειτουργικών συνθηκών) για 9ο συνεχή μήνα τον Φεβρουάριο 2018. Η τιμή που έλαβε, ήτοι 56,1 ΜΔ, αποτελεί ιστορικό υψηλό 17,5 ετών.
Δύναται να υποστηριχτεί ότι η αλλαγή του υποδείγματος μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας προς ένα νέο με κύριες ατμομηχανές τις επενδύσεις και τις εξαγωγές προϋποθέτει την διατήρηση μεσομακροπρόθεσμα εξισορροπημένου ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ). Η τράπεζα τονίζει τη χρονική διάσταση του προαναφερθέντος στόχου, καθώς στη βραχυχρόνια περίοδο σχετικά μικρά και ελεγχόμενα ελλείμματα που θα συμπληρώνουν την εθνική αποταμίευση στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων μπορούν να δώσουν την αναγκαία ώθηση που χρειάζεται η ελληνική οικονομία στα πρώτα στάδια της ανάκαμψης.
Για να διατηρηθεί μεσομακροπρόθεσμα ο στόχος του εξισορροπημένου ΙΤΣ ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του τομέα των αγαθών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η ετήσια μείωση του ελλείμματος του ΙΤΣ κατά €417,8 εκατ. το 2017 προήλθε κυρίως από την επίδραση δύο αντίρροπων δυνάμεων. Από τη μια πλευρά το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών ενισχύθηκε κατά €2.076,9 εκατ. και από την άλλη το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών αυξήθηκε κατά €1.771,3 εκατ. Ως εκ τούτου το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών συρρικνώθηκε σε ετήσια βάση κατά €305,6 εκατ. Το αντίστοιχο μέγεθος πέρυσι ήταν -971,6 εκατ.
Ποια ήταν η συνεισφορά των επί μέρους κατηγοριών αγαθών και υπηρεσιών στις προαναφερθείσες μεταβολές; Τα κεντρικά συμπεράσματα που εξάγονται έχουν ως εξής: 1ον το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασε ετήσια μεταβολή της τάξης του 13,5% το 2017 από -6,1% το 2016. Τα αγαθά χωρίς καύσιμα και πλοία συνεισέφεραν 3,5 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ) και ακολούθησαν τα καύσιμα με 3,4 ΠΜ, οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες με 2,8 ΠΜ, οι υπηρεσίες μεταφορών με 2,7 ΠΜ, οι λοιπές υπηρεσίες με 1,1 ΠΜ και τα πλοία με 0,1 ΠΜ (3,5 + 3,4 + 2,8 + 2,7 + 1,1 + 0,1 = 13,5%). 2ον το σύνολο των ελληνικών εισαγωγών κατέγραψε ετήσια μεταβολή της τάξης του 12,6% το 2017 από -4,2% πέρυσι.
Τα καύσιμα είχαν την υψηλότερη συνεισφορά με 5,2 ΠΜ και ακολούθησαν τα αγαθά χωρίς καύσιμα και πλοία με 4,9 ΠΜ, οι λοιπές υπηρεσίες με 1,3 ΠΜ, οι υπηρεσίες μεταφορών με 1,2 ΠΜ, τα πλοία με 0,2 ΠΜ και οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες με -0,2 ΠΜ.
2ον η αύξηση του ισοζυγίου υπηρεσιών κατά €2.076,9 εκατ. το 2017 προήλθε από τις κατηγορίες των υπηρεσιών τουρισμού και μεταφορών. Το ταξιδιωτικό ισοζύγιο παρουσίασε ενίσχυση της τάξης των €1.478,8 εκατ. (από πτώση -€887,0 εκατ. το 2016) και το αντίστοιχο μέγεθος για τις μεταφορές ήταν €729,2 εκατ. (από πτώση -€1.177,5 εκατ. το 2016).
3ον η μείωση του ισοζυγίου αγαθών κατά -€1.771,3 εκατ. το 2017 (διεύρυνση του ελλείμματος) ήταν αποτέλεσμα της πτώσης των ισοζυγίων των καυσίμων και των αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία κατά -944,5 και -753,8 εκατ. αντίστοιχα. 4ον παρά τη θεαματική ενίσχυση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία από 1,5% το 2016 στο 9,5% το 2017, το έλλειμμα του αντιστοίχου ισοζυγίου ενισχύθηκε λόγω της Σύμφωνα με στοιχεία που περιέχονται στην Έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος (Κεφ. VI) που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα, το 2017 εκτιμάται ότι είναι η πρώτη χρονιά μετά το 2007, κατά την οποία η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, σε ετήσια βάση, οφείλεται σε δομικούς παράγοντες, όπως η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητος και η επάνοδος του πληθωρισμού σε θετικό έδαφος.
Αlpha Bank – Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων
Στην επίπτωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στη μείωση του χρέους προς το ΑΕΠ και μάλιστα σε βιώσιμο επίπεδο, επικεντρώνεται η Alpha Bank, σημειώνοντας στο εβδομαδιαίο της δελτίο, ότι καθώς προσεγγίζουμε την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, αναμένεται να αποσαφηνισθούν οι δράσεις που θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν την υποχώρηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε βιώσιμο επίπεδο.
Όπως αναφέρεται χαρακτηρηστικά, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβερνήσεως εκτιμάται ότι υπερέβη τον στόχο το 2017 για δεύτερο συνεχές έτος, συμβάλλοντας στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 2,6 εκατοστιαίες μονάδες, έναντι 3,7 το 2016. Παράλληλα, το 2017 ήταν το πρώτο έτος από το 2007 όταν η επίδραση της διαφοράς του επιτοκίου από τον ονομαστικό ρυθμό μεγεθύνσεως της οικονομίας (snowball effect), συνέβαλε στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 1,2 εκατοστιαίες μονάδες.
Συνεπώς, το 2017, η διαμόρφωση υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος είχε τη μεγαλύτερη μειωτική επίπτωση στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Εξετάζοντας, ωστόσο, τις μεταβολές του χρέους προς ΑΕΠ σωρευτικά στην περίοδο 2009-2017, διαπιστώνεται ότι (Έκθεση Διοικητή ΤτΕ για το έτος 2017, Κεφ.V) η αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 51,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, προήλθε πρωτίστως από τη ραγδαία υποχώρηση του ονομαστικού ρυθμού της οικονομικής δραστηριότητος (συμβολή 45,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ), ενώ οι τόκοι και το πρωτογενές ισοζύγιο συνέβαλαν κατά 36,3 και 16,7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, αντίστοιχα. Οι αυξήσεις αυτές μερικώς αντισταθμίστηκαν από την ανταλλαγή ομολόγων (PSI) και λοιπές προσαρμογές ελλείμματος-χρέους (-47,0 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ).
Δεδομένου του μεγάλου ύψους του ελληνικού δημοσίου χρέους, η επίτευξη υψηλών ρυθμών αναπτύξεως της οικονομίας τα επόμενα έτη εκτιμάται ότι θα επιδράσει περισσότερο μειωτικά στον λόγο χρέος προς ΑΕΠ, σε σχέση με την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Οι συνθήκες για την αποκλιμάκωση της δανειακής επιβαρύνσεως του ελληνικού Δημοσίου αναμένεται να διαμορφωθούν μέσα στους επόμενους μήνες. Αναμένεται ότι καθώς προσεγγίζουμε την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, θα αποσαφηνισθούν οι δράσεις που θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν την υποχώρηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε βιώσιμο επίπεδο. Στην κατεύθυνση αυτή επισημαίνουμε τα εξής:
Πρώτον, η υιοθέτηση και περαιτέρω εξειδίκευση των μέτρων που θα προσδιορισθούν πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος. Συγκεκριμένα, αναμένεται να εξετασθεί η κατάργηση του περιθωρίου επιτοκίου που σχετίζεται με την επαναγορά χρέους του δεύτερου προγράμματος, η διάθεση των κερδών από τα χαρτοφυλάκια ANFA και SMP και η ενδεχόμενη αξιοποίηση τυχόν αδιάθετων πόρων του προγράμματος (Έκθεση Διοικητή ΤτΕ για το έτος 2017, Kεφ. VI).
Παράλληλα, αναμένεται να εξετασθεί η δυνατότητα αναβολής πληρωμών τόκων και χρεολυσίων επί δανείων του EFSF για διάστημα έως 15 έτη. Μια ελάφρυνση του χρέους που θα περιορίζει δραστικά τις δανειακές ανάγκες σε βάθος επενδυτικού ορίζοντα μέσω επιμηκύνσεως των λήξεων μέρους του κρατικού χρέους και η σύνδεση των δαπανών εξυπηρετήσεώς του με τον ρυθμό μεγεθύνσεως της οικονομίας, θα οδηγήσει σε ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις αγορές, επιτρέποντας την περαιτέρω υποχώρηση των επιτοκίων δανεισμού.
Δεύτερον, τα μέτρα ελαφρύνσεως του χρέους εφόσον συνοδευθούν με μείωση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα, θα δημιουργήσουν δημοσιονομικό χώρο, ο οποίος εάν αξιοποιηθεί αποτελεσματικά, θα επιφέρει μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ μέσω και της αυξήσεως του παρονομαστή. Στη Νομισματική Έκθεση 2016-2017 της Τραπέζης Ελλάδος, υποστηρίζεται ότι η μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος από 3,5% του ΑΕΠ, στο 2% του ΑΕΠ από το 2020 και εντεύθεν δεν θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του χρέους, η αποκλιμάκωσή του οποίου μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα μέσω της μειώσεως του επιτοκίου ή του ρυθμού αυξήσεως του πραγματικού ΑΕΠ.
Επισημαίνεται επιπλέον ότι, ο δημοσιονομικός χώρος που θα προκύψει από τον εξορθολογισμό των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να αξιοποιηθεί σε δραστηριότητες που προάγουν την ανάπτυξη της οικονομίας, όπως το να δοθούν επιπλέον φορολογικά κίνητρα σε ευρεσιτεχνίες, στην καινοτομική επιχειρηματικότητα των νέων, σε δυναμικούς τομείς της οικονομίας κ.α. Αυτή η πρακτική μπορεί να πυροδοτήσει έναν ενάρετο κύκλο τεχνολογικής προόδου και διατηρήσιμης ανάπτυξης και να συμβάλει στη μείωση του λόγου χρέος προς ΑΕΠ, μέσω της αυξήσεως του πραγματικού ΑΕΠ.
Επιπλέον, η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου παρέχει τη δυνατότητα αλλαγής του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής προς όφελος δαπανών με ισχυρότερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, επιτρέποντας την υλοποίηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και ενισχύοντας δαπάνες σε τομείς όπως η εκπαίδευση και η έρευνα.
Η δημοσιονομική πολιτική συνιστά μέσο αναδιανομής των πόρων στην οικονομία και ως εκ τούτου εργαλείο εφαρμογής διαρθρωτικής πολιτικής. Δύναται δε να συμβάλει στη δημιουργία ενός ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος μέσω των φορολογικών κινήτρων. Ένας κρίσιμος τομέας στον οποίο μπορεί συμβάλει θετικά είναι η προώθηση της Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α), παρέχοντας φορολογικά κίνητρα σε επιχειρήσεις τεχνολογίας ή/ και εξωστρεφούς καινοτομίας.
Έχει παρατηρηθεί εμπειρικά ότι στις ανεπτυγμένες οικονομίες η αύξηση της δαπάνης για Ε&Α κατά 40%, αυξάνει το ΑΕΠ κατά 5% μακροπρόθεσμα, ενώ το δημοσιονομικό κόστος δεν ξεπερνά το 0,4% του ΑΕΠ ετησίως (ΤτΕ, Έκθεση Διοικητή 2017, σελ 161). Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα οι δαπάνες για Ε&Α, αν και έχουν αυξηθεί τα τελευταία έτη, υστερούν σημαντικά ως ποσοστό στο ΑΕΠ, σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο και τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (2016, Ελλάδα: 0,42%, ΕΕ:1,25%, ΟΟΣΑ:1,64%).
Όπως αναφέρει η τράπεζα, από το 2010 και μετά επετεύχθη, στην Ελλάδα, μία άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή. Η εξάλειψη του δημοσιονομικού ελλείμματος φαίνεται στην πορεία τόσο του πρωτογενούς πλεονάσματος (% του ΑΕΠ) όσο και του διαρθρωτικού πρωτογενούς πλεονάσματος της Γενικής Κυβερνήσεως ως ποσοστό του δυνητικού ΑΕΠ (πορτοκαλί και μπλε μπάρα αντίστοιχα).
Σημειώνεται ότι το διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα προσαρμόζεται ως προς την επίδραση του οικονομικού κύκλου και ως εκ τούτου αποτελεί μέτρο απεικονίσεως της εντάσεως της δημοσιονομικής προσαρμογής. Από το 2013 η Ελλάδα επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ από το 2009 έως το 2017 η σωρευτική του μεταβολή του διαρθρωτικού πρωτογενούς πλεονάσματος ανήλθε σε 17,6% του ΑΕΠ και του πρωτογενούς πλεονάσματος σε 12,7% του ΑΕΠ.
Η υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα ειδικά το 2016 αλλά και το 2017 οφείλεται:
α) στην καλύτερη πορεία των εσόδων κυρίως από τους εμμέσους φόρους και σε μικρότερο βαθμό από τους άμεσους. Συνολικά, τα έσοδα από τους φόρους ενισχύθηκαν τόσο λόγω της βελτιώσεως της εισπραξιμότητας των φόρων όσο και λόγω της αυξήσεως των εσόδων από ΦΠΑ. Η αύξηση των εσόδων ΦΠΑ οφείλεται στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών και της εκτεταμένης χρήσεως των πιστωτικών καρτών που πυροδότησε η επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων.
Προκειμένου να αλλάξει το μίγμα των εσόδων από τη φορολογία προς την κατεύθυνση της αυξήσεως των άμεσων φόρων, σε σχέση με τους έμμεσους, είναι κρίσιμο να καταπολεμηθεί με αποφασιστικότητα η φοροδιαφυγή, η οποία στην Ελλάδα αποτελεί χρόνια αδυναμία, διαβρώνει τα φορολογικά έσοδα και ωθεί τις κυβερνήσεις σε αλλεπάλληλες αυξήσεις έμμεσης φορολογίας οι οποίες προκαλούν μεγαλύτερες στρεβλώσεις.
β) στη μείωση των δαπανών, που οφείλεται κυρίως στη συγκράτηση των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ).
Η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου θα επιτρέψει την απρόσκοπτη εκτέλεση του ΠΔΕ, το οποίο παρέχει μακροχρόνια οφέλη στην οικονομία προς την κατεύθυνση διατηρήσιμης αναπτυξιακής δυναμικής.
ταυτόχρονης σημαντικής αύξησης των εισαγωγών από 4,2% το 2016 στο 7,8% το 2017.