Στερνή μου γνώση…

Στερνή μου γνώση…
Κυριάκος Μητσοτάκης - Χρήστος Σταϊκούρας Eurokinissi

Η ελληνική οικονομία -όπως και πολλές άλλες- έχει μπει σε ένα πληθωριστικό σπιράλ, το οποίο ακόμα δεν ξέρουμε ούτε πόσο θα κρατήσει, πόσο θα στοιχίσει και πόσο θα διαβρώσει την πορεία ανάκαμψης.

Οι ευρωπαϊκές χώρες έλπιζαν να αρχίζουν να βγαίνουν από το τούνελ της πανδημίας, αλλά τώρα θα σκάψουν ακόμα πιο βαθιά στον λάκκο της ύφεσης με νέα ύφεση, πρόσθετη ανεργία και καινούργιες ανισότητες.

Είναι προφανές ότι οι κυβερνήσεις τους θα ήθελαν να βρίσκονται μακριά από αυτά τα προβλήματα και τις καταστροφικές συνέπειες που θα έχουν, σε οικονομικό, κοινωνικό αλλά επίσης και σε πολιτικό επίπεδο και κόστος για τις ίδιες. Και προφανώς δεν επινόησαν οι ίδιες την ραγδαία χειροτέρευση της κατάστασης για να οδηγηθούν ταχύτερα στην πολιτική απαξίωση που ενδεχομένως τους επιφυλάσσει. Δεν ήταν δηλαδή οι ηθικοί αυτουργοί της κρίσης, όπως με περισσή ευκολία τους καταλογίζει συχνά η κάθε αντιπολίτευση, ιδίως σε χώρες σαν την δική μας όπου η οξύτητα του πολιτικού λόγου εκλαμβάνεται ως αναγκαία συνθήκη για κάθε είδους αντιπαράθεση.

Αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις σε αρκετές χώρες είναι άμοιρες ευθυνών και δεν θα μπορούσαν με μια άλλη πολιτική να είχαν εγκαίρως αποτρέψει ή μειώσει τον επερχόμενο κίνδυνο του πληθωρισμού. Παραδείγματα λανθασμένων επιλογών έδωσε τα προηγούμενα χρόνια σε κρίσιμα θέματα η ελληνική κυβέρνηση.

Όταν τα αποφάσιζε, ίσως ένας άπειρος παρατηρητής να μην μπορούσε να διακρίνει την επίπτωση που θα είχαν σε μία ανάποδη στροφή που θα έβρισκε μπροστά της η οικονομία. Για αυτό μάλιστα εκδηλώθηκαν ακόμα και επιπόλαιοι πανηγυρισμοί, χωρίς επίγνωση τι θα μπορούσαν να προκαλέσουν αργότερα. Τα πιο σημαντικά λάθη της ελληνικής κυβέρνησης που σήμερα της στοιχίζουν πολύ είναι τα εξής τρία:

Απολιγνιτοποίηση

Πρώτον, η επιπόλαιη, άκαιρη και ανεδαφική βιασύνη της απολιγνιτοποίησης μέχρι το 2028. Σημειωτέον ότι η Γερμανία που έχει ένα παρόμοιο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη με την Ελλάδα, είχε εξαγγείλει το όριο μια δεκαετία αργότερα. Με την ελληνική πρεμούρα θα έβγαιναν εκτός λειτουργίας λιγνιτικές μονάδες που επί χρόνια κρατούσαν την επάρκεια και ευστάθεια του συστήματος, αλλά χωρίς να υπάρχει σχέδιο εκτεταμένης ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) ώστε να συγχρονιστούν οι δύο διαδικασίες εξόδου-εισόδου.

Ακόμα όμως και να υπήρχε σχέδιο μαζικής εγκατάστασης ΑΠΕ, πάλι δεν υπήρχαν τα δίκτυα που θα ήταν ικανά να μεταφέρουν την παραγόμενη ενέργεια από τις βουνοκορφές στα εργοστάσια και τις πόλεις και να υποκαταστήσουν έτσι τις μονάδες που αποσύρονταν.

Όταν λοιπόν άρχισαν οι πιέσεις στην ηλεκτροπαραγωγή λόγω των περικοπών τροφοδοσίας φυσικού αερίου, η κυβέρνηση άλλαξε τα χρονοδιαγράμματα και ξαναέβαλε τις λιγνιτικές μονάδες στο παιγνίδι, αλλά προφανώς με μεγάλη καθυστέρηση και μεγαλύτερο κόστος λόγω της προηγούμενης απόσυρσης τους.

Χρηματιστήριο ενέργειας

Δεύτερη βιαστική και απροετοίμαστη ενέργεια ήταν η θέσπιση του Χρηματιστηρίου ενέργειας το 2019, το οποίο ψηφίστηκε τόσο από την κυβέρνηση όσο και την αξιωματική αντιπολίτευση εν μέσω πανηγυρισμών, και πάλι χωρίς επίγνωση των κινδύνων που έκρυβε σε ένα κακό γύρισμα της αγοράς. Ο λόγος ήταν απόλυτα προβλέψιμος, αλλά εδώ ποιος ασχολείται τώρα με τέτοια πράγματα.

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες λειτουργούν χρηματιστήρια ενέργειας, αλλά για να καλύπτουν το 20-30% της συνολικής ζήτησης ηλεκτρισμού. Το υπόλοιπο είναι συμβολαιοποιημένο μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών και η διαχείριση του είναι απόλυτα ευσταθής και αξιόπιστη. Στην Ελλάδα όμως η φοβερή πρωτοτυπία ήταν ότι δεν υπήρχε καθόλου συμβολαιοποίηση και στο χρηματιστήριο διαπραγματευόταν το σύνολο της παραγόμενης και ζητούμενης ενέργειας.

Μάλλον καμία δοκιμή ή προσομοίωση δεν θα είχε γίνει για περιπτώσεις μεγάλων διακυμάνσεων στις τιμές, καθώς όλοι έτρεχαν να κορδωθούν που υιοθετήσαμε άλλον ένα ευρωπαϊκό θεσμό! Έτσι λοιπόν αμέριμνοι αγνοήσαμε το τσουνάμι των υπερτιμήσεων που θα έφερνε το αυξημένο κόστος παραγωγής σε μια αγορά που υιοθετεί το οριακό κόστος παραγωγής για όλες τις ποσότητες που διακινούνται. Έτσι προέκυψαν οι τρελές υπερτιμολογήσεις εις βάρος των καταναλωτών και τα πρωτοφανή υπερκέρδη εις όφελος της ΔΕΗ και των άλλων εταιρειών που κυρίως εμπορεύονται το ρεύμα – χωρίς καν να το παράγουν.

Όταν έγινε αντιληπτή η αφαίμαξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, η μεν αντιπολίτευση κήρυξε ανένδοτο, η δε κυβέρνηση προσπάθησε να ψελλίσει μερικά λόγια για φορολογία των υπερκερδών. Τα πράγματα όμως θα είχαν εξελιχθεί πολύ καλύτερα για την ελληνική οικονομία και τα νοικοκυριά, αν οι φωστήρες που το είχαν σχεδιάσει από την αρχή φρόντιζαν να κάνουν σενάρια κινδύνου και είχαν επινοήσει μια δέσμη μέτρων που θα συγκρατούσαν τα φαινόμενα αισχροκέρδειας που έσκασαν με την πρώτη άνοδο του κόστους παραγωγής.

Δημοσιονομική φρενίτιδα, αλλά και αφαίμαξη μέσω ΦΠΑ

Στα δυόμισυ χρόνια της πανδημίας, η κυβέρνηση επέλεξε να μοιράζει αφειδώς χρήματα, επιδόματα και ενισχύσεις όχι μόνο σε εργαζόμενους που δεν μπορούσαν να δουλέψουν λόγω του λοκντάουν, αλλά και σε κάθε είδους επιχειρήσεις χωρίς κανένα ουσιαστικό έλεγχο προϋποθέσεων, κριτηρίων και εγγυήσεων. Ήταν μια φρενίτιδα παροχών που έπεφτε σαν βάλσαμο στην αγωνία της κυβέρνησης να μην την καταγγείλουν ότι εφαρμόζει λιτότητα και περικοπές, όπως ίσως θα περίμενε κανείς από μια κεντροδεξιά παράταξη.

Ούτε η αντιπολίτευση φυσικά είχε λόγο να φέρει αντιρρήσεις, αντιθέτως θεωρούσε ότι και άλλα έπρεπε να δοθούν να για να κρατήσουν την οικονομία στα πόδια της. Και όντως δόθηκαν, 43 δισεκ. Ευρώ, αναλογικά προς το ΑΕΠ το μεγαλύτερο πακέτο σε ολόκληρη της Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολύ σύντομα απεδείχθη ότι το κολοσσιαίο αυτό ποσό υπερέβαινε κατά πολύ τις πραγματικές ανάγκες, για αυτό άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος του κατευθύνθηκε σε τραπεζικές καταθέσεις, αγορές ακινήτων και εισαγωγές πολυτελών ειδών.

Η ελληνική οικονομία μετράει ήδη δύο πλήγματα από την δημοσιονομική φρενίτιδα: την εκτίναξη στις τιμές ακινήτων που κάνουν πλέον ανέφικτη την απόκτηση κατοικίας από νέα ζευγάρια, και την εκτίναξη στο δημόσιο χρέος που θα γίνει ακόμα πιο απειλητικό με την άνοδο των επιτοκίων. Επιπλέον -και αυτό είναι το μέγα δίδαγμα- καμία ουσιαστική ενίσχυση της οικονομίας δεν έγινε ούτε φυσικά αναβάθμιση των επιχειρήσεων που τσέπωσαν το κρατικό χρήμα.

Υπήρξε όμως και μια Τρίτη συνέπεια διαρκείας στον πληθωρισμό. Η φρενίτιδα παροχών άδειασε τα ταμεία και πρόσφατα ο αρμόδιος υπουργός δήλωσε ότι κάθε περαιτέρω δημοσιονομικός χώρος για το 2022 έχει εξαντληθεί.

Ένας άλλος υπουργός συμπλήρωσε ότι για να γεμίσουν κάπως τα ταμεία, πρέπει να διατηρηθούν οι έμμεσοι φόροι στα καύσιμα ώστε τα κρατικά έσοδα να αυξάνονται τώρα που ανεβαίνουν οι τιμές τους. Δεν νομίζω ότι έχει ακουστεί ξανά τόσο κυνικό επιχείρημα για την αφαίμαξη των νοικοκυριών μέσω του ΦΠΑ.

Κανονικά, ο ΦΠΑ έπρεπε να μειώνεται κατά την αντίστροφη αναλογία της ανόδου των ενεργειακών καυσίμων. Έτσι ο μεν πληθωρισμός θα έπεφτε αισθητά αλλά τα έσοδα του κράτους θα παρέμεναν πρακτικά ίδια, αφού ο συντελεστής ναι μεν θα ήταν μειωμένος αλλά θα εφαρμοζόταν στην υψηλότερη τιμή.

Εάν αυτό είχε γίνει όταν οι τιμές άρχισαν να φουντώνουν, τότε η μεν άνοδος του πληθωρισμού θα είχε ανασχεθεί, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών θα είχε προστατευτεί κάπως καλύτερα και η κοινωνία δεν θα αντιμετώπιζε την κατάσταση περιδεής όπως σήμερα. Αν μάλιστα είχαν αποφευχθεί οι επιπολαιότητες της απολιγνιτοποίησης και του χρηματιστηρίου ενέργειας, τα πράγματα θα ήταν αισθητά καλύτερα. Αν δεν έγιναν, δεν φταίει κανείς άλλος παρά μόνο η ψευδαίσθηση της επάρκειας που όλα τα ξέρει και όλα τα δαμάζει. Και που μάλιστα δεν φαίνεται να μετριάζεται με τον καιρό…

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα