ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ: “Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤ’ ΕΞΟΧΗΝ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ”

Παρά όμως τη συντηρητικοποίηση και τον εκφασισμό της κοινωνίας, δεν πρέπει να τα βλέπουμε όλα από τη γωνία του σκοταδιού, λέει στη μεγάλη του συνέντευξη στο NEWS 24/7 με αφορμή τη «Νέκυια» στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης. Ένα ρηξικέλευθο εγχείρημα που πραγματεύεται την κατάβαση στον Άδη, αλλά είναι φωτεινό γιατί σε μυεί στη ζωή.

Ανήμερα της 50ης επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, λίγες ώρες πριν ξεκινήσει η μεγάλη πορεία, πολλά χιλιόμετρα νοτιότερα της Πατησίων, οι μικροί μαθητές ενός δημοτικού του Ρεθύμνου στο πλαίσιο της σχολικής τους γιορτής τραγουδούν με όλη τους τη δύναμη τους στίχους του «Σιγά μην κλάψω».

Ο Γιάννης Αγγελάκας αποφασίζει να μου δείξει το βίντεο, που έλαβε το πρωί της ίδιας μέρας, καθώς μιλάει για τη συντηρητικοποίηση και τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας, και παρακολουθεί συγκινημένος στο κινητό του τα παιδιά που λειτουργούν σαν ex machina έμφαση στη θέση του ότι «καλό είναι να θυμόμαστε ότι δεν έχουν λόγο μόνο τα ακροδεξιά και φασιστικά συστήματα» και ότι «δεν πρέπει να τα βλέπουμε όλα από τη γωνία του σκοταδιού που προφανώς υπάρχει».

Σκέψεις σαν κι αυτές «σχετικά με όσα ζούμε εδώ, στην καθημερινότητά μας, αλλά και σχετικά με όσα ζει η ανθρωπότητα αυτή τη στιγμή» που γεννά η ραψωδία λ της Οδύσσειας, ένα κείμενο φωτεινό που λειτουργεί σαν μύηση στη ζωή κι ας έχει να κάνει με την κατάβαση του ήρωά του στον κάτω κόσμο και τις συναντήσεις του με τις ψυχές των νεκρών οικείων του, ήταν ανάμεσα στους βασικούς λόγους που τον γοήτευσαν πριν από μια δεκαετία περίπου στο συγκεκριμένο σκέλος του ομηρικού έπους και τελικά θα οδηγήσουν την Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου, τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, όπου θα ανέβει η «Νέκυια», με ζητούμενο του Αγγελάκα που έγραψε τη μουσική, της Όλιας Λαζαρίδου που θα αφηγείται μαζί του, του Χρήστου Παπαδόπουλου που σκηνοθετεί, του Coti K που σχεδιάζει τον ήχο και των υπολοίπων συντελεστών, «να είναι εμπειρία για τους θεατές αυτό που θα κάνουμε στη σκηνή».

Αυτό που θα κάνουν στη σκηνή δεν θα είναι παράσταση, ούτε όμως συναυλία, κι ας έχει σκηνοθεσία, ερμηνείες, μουσική. Είναι μια καινούρια περιπέτεια. «Καταλαβαίνω ότι μπορεί ορισμένοι να δυσκολευτούν από τη Νέκυια γιατί θα σκέφτονται κάποια συγκεκριμένα πράγματα που έχω κάνει στο παρελθόν, αλλά πολύ λίγο με ενδιαφέρει. Δηλαδή όταν κάνω κάτι καινούριο δεν θυμάμαι ότι με λένε Αγγελάκα». 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Γιάννη, σε λίγες μέρες θα ανέβεις στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης με ένα υβριδικό, όπως μαθαίνουμε, θέαμα που δεν είναι συναυλία ούτε παράσταση, αλλά ηχοτροπική κατάσταση. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;
Αυτό που είπα εξαρχής στη Στέγη ήταν ότι ήθελα να μετατρέψω σε ψυχεδελικό λούνα παρκ την κατάβαση στον Άδη που περιγράφεται στη ραψωδία λ της Οδύσσειας. Έτσι φτάσαμε ως εδώ.

Πώς και πού ξεκινήσατε;
Διάβασα σοβαρά τον Όμηρο πριν από καμιά δεκαετία και αμέσως γοητεύτηκα. Δηλαδή τρελάθηκα όταν κατάλαβα τι γίνεται με όλα αυτά τα κείμενα που τα ακούγαμε πιτσιρικάδες και βγάζαμε σπυράκια. Ξεκίνησα με τις μεταφράσεις του Μαρωνίτη και νόμιζα ότι διάβαζα τα πιο avant garde κείμενα της ζωής μου. Μου φαινόταν ασύλληπτο ότι αυτό το πράγμα είναι το πρώτο ελληνικό λογοτέχνημα. Καταλαβαίνοντας η Όλια Λαζαρίδου ότι είχα τσιμπήσει με τον Όμηρο, ήρθε πριν 7-8 χρόνια και μου πρότεινε να κάνουμε τη Νέκυια. Άρχισα σιγά σιγά να ψάχνομαι και να ονειρεύομαι μια παράσταση με surround, ψυχεδελικούς ήχους, γενικά να είναι μια εμπειρία. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα καταφέρουμε τώρα, αλλά το ζητούμενό μου είναι να είναι εμπειρία για τους θεατές αυτό που θα κάνουμε στη σκηνή. Το οποίο όντως δεν είναι παράσταση. Εγώ και η Όλια θα αφηγούμαστε μετά μουσικής το κείμενο, με ένα περίεργο τρόπο τέλος πάντων. Μας σκηνοθετεί ο Χρήστος Παπαδόπουλος ενώ τον σχεδιασμό του ήχου τον έχει αναλάβει ο Coti K. 

Λίγο καιρό μετά τον ερχομό της αρχικής ιδέας πάντως την παράτησα γιατί σκέφτηκα ότι όλο αυτό, όπως το φανταζόμουν τουλάχιστον, θα ήταν πολύ δύσκολο να γίνει πραγματικότητα. Ώσπου ο Παύλος (σ.σ. Παυλίδης), έχοντας μια πολύ καλή εμπειρία στη Στέγη πέρυσι με τον Μαρκόπουλο, μου είπε: «Ρε ’σύ, αφού έχεις αυτή την ιδέα, γιατί δεν τους παίρνεις ένα τηλέφωνο; Μπορεί να σ’ ακούσουν». Και πήρα τηλέφωνο. Έτσι ξεκινήσαμε. Είναι όμως συγκλονιστικό το συγκεκριμένο κείμενο. Έτσι κι αλλιώς, θα μου πεις, είναι φοβερά κείμενα γενικά και η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. 

Με κάποιο τρόπο η κοινωνία εξορίζει τον θάνατο από την καθημερινότητα και αυτό δεν βοηθάει τη ζωή. Θα έλεγα ότι τη φτηναίνει.”

Γιατί όμως σε γοήτευσε συγκεκριμένα αυτό το ομολογουμένως σκοτεινό κείμενο;
Δεν έχω ακριβώς το λεξιλόγιο να αναλύσω το κείμενο, πάντως δεν νομίζω ότι είναι σκοτεινό. Είναι φιλοσοφικό το θέμα, ρε παιδί μου. Είναι η κατάβαση του ήρωα στον κάτω κόσμο όπου θα βρει τις ψυχές των πεθαμένων φίλων του, ή τη μάνα του που δεν ήξερε ότι είχε πεθάνει, και θα συνομιλήσει μαζί τους. Όλο αυτό είναι ένα είδος μύησης στη ζωή. Γι’ αυτό νομίζω ότι το κείμενο είναι φωτεινό ουσιαστικά. Με κάποιο τρόπο η κοινωνία εξορίζει τον θάνατο από την καθημερινότητα και αυτό δεν βοηθάει τη ζωή. Θα έλεγα ότι τη φτηναίνει.  

Η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να κατέβεις επί σκηνής στον Άδη με αφορμή μια ομηρική ραψωδία στα 64 σου, αναρωτιέμαι λοιπόν κατά πόσο συνάδει όλο αυτό και με μια ενδεχόμενη προσωπική σου ανησυχία περί θνητότητας.
Ε, όσο να ‘ναι με απασχολεί. Η αλήθεια είναι όμως ότι με απασχολούσε από πιτσιρίκι όλη αυτή η ιστορία. Δηλαδή πάντα έλεγα ότι πρέπει να πεθάνουμε πολλές φορές, πριν πεθάνουμε για τα καλά, για να ζήσουμε ανθρώπινα. 

Θεωρείς ότι πορεύτηκες με αυτό τον τρόπο στη ζωή σου;
Ναι. 

Και αυτή η σκέψη υποθέτω ότι εντείνεται τώρα λόγω ηλικίας και παράστασης;.
Ναι, φυσικά εντείνεται. Αλλά όσο πιο βαθιά μέσα στην παράσταση μπαίνω, γίνεται ολοένα και πιο φωτεινό αυτό που ζω. Είναι, όπως σου είπα, ένα είδος μύησης στη ζωή. Η φιλοσοφία άλλωστε, όπως έχει ειπωθεί, είναι μία μελέτη θανάτου. Το να ζεις με το θάνατο σε βοηθάει να επεκτείνεις την εμπειρία της ζωής, να ολοκληρωθείς ως άνθρωπος. Ή έστω κάπως να εξελιχθείς.  

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Έχει πάντως ενδιαφέρον ότι με τη Νέκυια όχι απλά δοκιμάζεις κάτι που δεν έχεις ξανακάνει και μάλιστα σε ένα περιβάλλον αλλιώτικο απ’ όσα έχεις βρεθεί μέχρι σήμερα, αλλά ότι όλο αυτό έρχεται ως επιστέγασμα μιας χρονιάς κατά τη διάρκεια της οποίας έδωσες πολλές συναυλίες, ίσως τις περισσότερες των τελευταίων χρόνων, και μάλιστα σε ένα εντελώς ροκ πλαίσιο, με τους 100°C.
Ναι, δίκιο έχεις. Αυτό τι λες να σημαίνει;

Το θέμα είναι αν σημαίνει κάτι για σένα.
Έτσι κι αλλιώς από τότε που βγήκα στο δρόμο μετά τις Τρύπες ήθελα να κάνω διάφορα πράγματα, να δοκιμαστώ σε πεδία που μέχρι τότε δεν είχα δοκιμαστεί. Πάντα αυτό δεν κάνω; Είτε με τον Βελιώτη, είτε με τα σάουντρακ, είτε με τα κατά καιρούς σχήματα. Κάθε πρόκληση είναι μια ευκαιρία να πραγματώσεις κάτι καινούριο. Αυτό κάνουμε και τώρα με τη Νέκυια. Κι ευτυχώς που βρέθηκε η Στέγη γιατί διαφορετικά αυτή η ψιλοπαλιά ιδέα δεν θα είχε πραγματοποιηθεί. Άλλη μία πρόκληση είναι για μένα η Νέκυια. Άλλη μια ευκαιρία να κολυμπήσω σε αχαρτογράφητα νερά.

Μπορεί μεγαλώνοντας να σπιντάρω περισσότερο. Μπορεί αυτό να είναι το τελικό μου σπριντ.”

Όσο για τις συναυλίες που λες, παίζει ρόλο και αυτό το μετά-καραντίνα σύνδρομο, για πολύ καιρό μάζευα δημιουργικές εντάσεις στον κλειστό χώρο όπου ήμουν αναγκασμένος να ζω. Μην ξεχνάς όμως ότι το καλοκαίρι έγινε και η μεγάλη μας συναυλία στο Ηρώδειο, η οποία ήθελε μεγάλη προετοιμασία. Και δεν ήταν μόνο γκάζι, δηλαδή παίξαμε τραγούδια και από σάουντρακ και πολλά άλλα που δεν γινόταν να παιχτούν μόνο με τους 100°C. Δεν ξέρω. Μπορεί μεγαλώνοντας να σπιντάρω περισσότερο. Μπορεί αυτό να είναι το τελικό μου σπριντ. Το θεωρώ όμως ευλογία ότι μέσα σε μία χρονιά είχα να κάνω όλα αυτά, να δοκιμαστώ από δω και από εκεί, να κάνω τις «κλασικές» συναυλίες με τους 100°C, να δοκιμαστώ με τα πολυφωνικά και τα έγχορδα σε ένα πιο ανοιχτό concept στο Ηρώδειο, κι ύστερα η Νέκυια και όλα αυτά.

Η συγκίνησή σου μετά τη συναυλία στο Ηρώδειο ξεχείλιζε και από όσα έγραψες στο Facebook: «Δυο λόγια για την προχθεσινή βραδιά στο Ηρώδειο:Κραφτφκλμψαεμχοραφιτασγκλκλμεπουγδηαλυσφετχβνφμξχηχυφαλουνδκλαλμχαρ!!! Ευγνωμοσύνη για όλους όσους βρεθήκαμε μαζί στον μαγεμένο χώρο και γύρω απ’ αυτόν».
Παίξαμε και το ’20 με τον Βελιώτη και ήταν μαγικά, αλλά ειδικά το φετινό ήταν μια από τις ωραιότερες βραδιές της ζωής μου. Το καταλάβαινα την ώρα που συνέβαινε ότι θα το κουβαλάω για πάντα. 

Γιατί;
Για τον τρόπο που δουλέψαμε με την ορχήστρα, για τον κόσμο που ήταν τόσο δοτικός. Είναι κι αυτός ο χώρος. Δεν έχω κανένα κόλλημα με το γκλάμουρ του Ηρωδείου, αλλά επειδή είχα παίξει παλιότερα με τον Ψαραντώνη, το 2020 με τον Βελιώτη και φέτος ξανά, μπορώ να πω ότι είναι μαγικό να βρίσκεσαι σε αυτό το πάλκο και να βλέπεις τον κόσμο παντού γύρω σου. Άσε που φέτος είχε και πανσέληνο. Ήταν ένα από τα βράδια της ζωής μου. 

Υπήρξε κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του live που να σκέφτηκες: Πώς έγινε όλο αυτό; Πώς βρέθηκα εδώ;
Όχι, δεν σκεφτόμουν έτσι. Πιο πολύ είχα κατακλυστεί από ευγνωμοσύνη που το ζούσα. Έλεγα μόνο ευχαριστώ από μέσα μου. 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Συνηθίζουμε να λέμε ότι στα μεγάλα, αριστουργηματικά κείμενα του παρελθόντος βρίσκουμε πάντα αλληγορίες, αν όχι λύσεις, για το σήμερα, ίσως δε ακόμα και φώτα για να βρούμε τον δρόμο που θα μας πάει παρακάτω αύριο. Εντοπίζεις τέτοια χαρακτηριστικά στη Νέκυια;
Βέβαια, έχει μια τέτοια διάσταση. Και όσο πλησιάζουμε στην πρεμιέρα σκέφτομαι ότι θα κάνουμε Χριστούγεννα στον Άδη, έχοντας το μυαλό και την καρδιά στη Γάζα. Κάποια στιγμή στην παράσταση, στην οποία έχουν προστεθεί και κάποια δικά μου κείμενα, ακούγεται το εξής: «Τι είναι πάνω, τι είναι κάτω, τι είναι πίσω ή μπροστά, ζω στον πάνω κόσμο τώρα ή στον κάτω είμαι σκιά»; Δηλαδή πού είμαστε; Πού είμαστε γενικώς στον πλανήτη σήμερα; Στον πάνω κόσμο ή στον κάτω κόσμο; Διότι βιώνουμε πράγματα ως απονεκρωμένοι. Φυσικά, λοιπόν, μέτρησε αυτό που λες. Είναι άλλος ένας λόγος που με γοήτευσε το κείμενο, δηλαδή οι σκέψεις που γεννά σχετικά με όσα ζούμε εδώ, στην καθημερινότητά μας. Αλλά και σχετικά με όσα ζει η ανθρωπότητα αυτή τη στιγμή. Δεν είναι δηλαδή το θέμα μόνο η Ελλάδα που είναι…κάτω κόσμος.

Είναι πιο κάτω τώρα απ’ όσο παλιότερα;
Η Ελλάδα εδώ και δεκαετίες δεν μαζεύεται. Ειδικά από την οικονομική κρίση μέχρι τώρα. Όχι ότι πριν ήταν καλύτερα, απλά ο κόσμος είχε πάρει το χαπάκι της ευμάρειας και δεν ήθελε να ακούει δύσκολα πράγματα γιατί ήταν «καλές εποχές». Και μετά έπεσε με τα μούτρα σε όλη την παράνοια της φτώχειας, της ξεφτίλας. Όλο αυτό που ζούμε. Νομίζω ότι η Ελλάδα είναι μία από τις κατ’ εξοχήν περιοχές του κάτω κόσμου στον πλανήτη αυτή τη στιγμή. Αλίμονο δηλαδή, ποιος δεν παρατηρεί τη συντηρητικοποίηση και τον εκφασισμό της κοινωνίας; Θα μου πεις η ιστορία πάντα κύκλους κάνει και οι άνθρωποι προχωράνε χωρίς μνήμη. Και εννοείται ότι κάθε φορά που ο καπιταλισμός περνάει μια κρισάρα ξαμολιούνται τα ακροδεξιά σκυλιά και σώζουν την κατάσταση. Έτσι κερδίζει έδαφος η ακροδεξιά. Με την παρακμή του δήθεν φιλελευθερισμού, με τον καπιταλισμό να κοπανάει ανελέητα τις χαμηλές τάξεις. Αλλά θα σου δείξω τώρα κάτι γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει και φως. Είναι ένα βίντεο (σ.σ. μου το δείχνει στο κινητό του) που μου έστειλε μια φίλη από τη γιορτή για το Πολυτεχνείο σε ένα δημοτικό σχολείο στο Ρέθυμνο. Δεν λέω ότι αυτό είναι τόσο σημαντικό επειδή τα παιδιά τραγουδάνε το τραγούδι μου (σ.σ. «Σιγά μην κλάψω»). Απλά καλό είναι να θυμόμαστε ότι δεν έχουν λόγο μόνο τα ακροδεξιά και φασιστικά συστήματα. 

Πώς ένιωσες όταν είδες το βίντεο;
Συγκινήθηκα, σε ευχαριστώ πολύ, απάντησα στη φίλη που μου το έστειλε λίγο πριν έρθεις. Θέλω να πω λοιπόν ότι δεν πρέπει να τα βλέπουμε όλα από τη γωνία του σκοταδιού που προφανώς υπάρχει. Δηλαδή όσον αφορά τη μέρα του Πολυτεχνείου, ναι μεν τα φασιστοειδή βρίσκουν την ευκαιρία να σαμποτάρουν την ιδέα της επετείου, αλλά είναι και μια μέρα που τα παιδιά τιμάνε τους νεκρούς, την εξέγερση και τη δίψα για δημοκρατία.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Όταν ετοιμάζεις μία νέα δουλειά, είτε μιλάμε για τη Νέκυια είτε για ένα ροκ άλμπουμ όπως ήταν πέρυσι το «Έχω κέφια» με τους 100°C, είτε κάτι πειραματικό με τον Βελιώτη, σε απασχολεί κατά πόσο θα έχει μακροπρόθεσμα νόημα αυτό που κάνεις; Αν και πώς στο μέλλον θα αναφέρεται κάποιος σε αυτό; Ή καβαλάς το κύμα της δημιουργικής πράξης χωρίς τέτοιες σκέψεις μην τυχόν και σου κοπεί η φόρα;
Δεν με απασχολεί τι θα γίνει στο μέλλον ή τι θα γίνει όταν φύγω από τη ζωή. Πολύ λίγο με ενδιαφέρει. Με ενδιαφέρει όσο ζω να κάνω πράξη τις ιδέες που μου έρχονται στο μυαλό. Δεν ξέρω αν αξίζουν. Αξίζει όμως η ένταση της δημιουργίας, η χαρά της. Από εκεί και πέρα πολύ λίγο με νοιάζει τι θα γίνει. 

Εννοείς την κριτική αποτίμηση του έργου σου;
Η κριτική αποτίμηση ποτέ δεν με απασχολούσε. Αλλά το να συναντάω ανθρώπους στο δρόμο και να μου λένε «με βοήθησε αυτό το τραγούδι σε μια δύσκολη στιγμή, μου έδωσε δύναμη», εννοείται ότι με κάνει να χαίρομαι.  

Μετά από τόσα χρόνια καταλαβαίνεις τι σόι άνθρωπος ή έστω τι πρόβλημα έχει αυτός που έχεις απέναντί σου από το τραγούδι σου που λέει ότι τον έχει σημαδέψει;
Δεν είμαι σίγουρος. Αυτό που μου δίνει όμως δύναμη είναι πως κάποιοι άνθρωποι μέσα στα χρόνια άκουσαν και βρήκαν κάτι σε αυτό που κάνουμε για να τους δώσει δύναμη. Αυτό για μένα είναι το πιο σημαντικό. Να δίνω δύναμη και κουράγιο. Και να παίρνω, γιατί είναι αμφίδρομο όλο αυτό. Ως εκεί. Δεν είναι λίγο. Αλλά δεν έχει να κάνει με το τι θα συμβεί μετά θάνατο κλπ. Έχει να κάνει με το πώς είναι τώρα η ζωή. Και νιώθω ευγνωμοσύνη που τη ζω έτσι. Άσχετα με το αν μετά από δέκα χρόνια θα έχω ξεχαστεί ή όχι. Δεν έχει καμία σημασία. 

Πάντα έτσι ήσουν;
Ναι, γιατί πότε σου φαινόμουν διαφορετικός;

Δεν λέω αυτό, αναρωτιέμαι όμως αν είναι εγγενής αυτός ο τρόπος σκέψης ή αν τον κατέκτησες με τα χρόνια.
Ένας επιπλέον λόγος που με συγκινεί η Νέκυια είναι γιατί ένα από τα μηνύματά της είναι το πόσο ιερός και σημαντικός είναι ο χρόνος που μας έχει δοθεί σε αυτή τη ζωή. Αυτό το σκεπτικό νομίζω ότι ανέκαθεν έκανα πράξη με τη δουλειά μου. 

Αυτό που μου δίνει όμως δύναμη είναι πως κάποιοι άνθρωποι μέσα στα χρόνια άκουσαν και βρήκαν κάτι σε αυτό που κάνουμε για να τους δώσει δύναμη. Αυτό για μένα είναι το πιο σημαντικό.”

Ο Μπράιαν Ίνο είπε πρόσφατα ότι αντικρίζοντας για πρώτη φορά ένα έργο τέχνης, το βλέπεις και το κρίνεις ανάλογα με όλα τα υπόλοιπα έργα που έχεις δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κατ’ αναλογία, κάθε επόμενη νέα δουλειά σου θα την κρίνω επηρεασμένος από ό,τι έχω δει και ακούσει από σένα μέχρι σήμερα. Προφανώς είναι αναπόφευκτο όλο αυτό. Μήπως όμως είναι και λίγο στενάχωρο; Τι πιθανότητες δηλαδή έχει να παραβγεί ένας νέος σου δίσκος για παράδειγμα με τα Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια; Και αναφέρω αυτή τη δουλειά μιας και φέτος κλείνει τα 30.
Ποτέ δεν με ενδιέφερε αυτό, Θεοδόση. Κάθε δουλειά είναι μια καινούρια περιπέτεια. Καταλαβαίνω ότι μπορεί ορισμένοι να δυσκολευτούν από τη Νέκυια γιατί θα σκέφτονται κάποια συγκεκριμένα πράγματα που έχω κάνει στο παρελθόν, αλλά πολύ λίγο με ενδιαφέρει. Δηλαδή όταν κάνω κάτι καινούριο δεν θυμάμαι ότι με λένε Αγγελάκα. 

Ακούγεται απελευθερωτικό. Ή μήπως υπερβάλλεις;
Την πνευματική μου ελευθερία από έφηβος την υπερασπιζόμουν. Όποτε βρέθηκα σε περιβάλλοντα που την περιορίζανε, την κοπάνισα και δεν ξανακοίταξα πίσω.

Άρα εσύ μέσα από τη μουσική ψάχνεις το νόημα της ζωής; Ή κατασκευάζεις τα αναγκαία ζωτικά ψέματα για να την αντέξεις;
Όχι, δεν με ενδιαφέρουν καθόλου τα ζωτικά ψέματα. Ακόμη κι αν τελικά είναι όλα ψέματα, αυτό που παλεύω είναι να δίνω νόημα στη ζωή μου, στην ύπαρξη μου. Κι αν αυτό μεταφέρεται ως ενέργεια σε κάποιο ακροατήριο, ακόμα καλύτερα. 

Είναι μέρος αυτού του νοήματος η πιθανότητα να ταιριάζουν τα χνότα σου με του κοινού σου;
Κρίνοντας από την πορεία μου μέχρι σήμερα, νομίζω ότι αυτό που λες δεν ισχύει, γιατί κατά καιρούς έχω δοκιμαστεί σε πράγματα που ήταν τελείως κόντρα με αυτό που μπορεί να περίμενε το ακροατήριο. Σκέψου ότι μετά τις Τρύπες ο πρώτος δίσκος που κάναμε ήταν «Οι ανάσες των λύκων» με τον Βελιώτη. Και μάλιστα τον πρώτο καιρό τα λάιβ ήταν δύσκολα, έρχονταν διάφοροι φαν από Τρύπες και δεν άντεχαν καθόλου. Αν για κάτι τουλάχιστον νιώθω καλά είναι γιατί έφτιαξα έναν ήχο με τον οποίο έκανα το ακροατήριο να έρθει προς εμένα, δεν πήγα εγώ προς το ακροατήριο. Και η Νέκυια άλλη μία τέτοια περίπτωση είναι. Δηλαδή δεν ξέρω ποιοι θα το ακούσουν όλο αυτό και θα συντονιστούν. Πιστεύω όμως ότι θα γίνει. Γιατί έχουν μάθει οι ακροατές μου να εκπλήσσονται από μένα. Δεν έχω παράπονο. Πολλές φορές μπορεί να κάνω πράγματα που είναι δύσκολα ή δεν αρέσουν, βλέπω όμως μια εμπιστοσύνη στη σχέση μου με όσους ακούν αυτά που κάνω. Πολλές φορές γοητεύονται έστω από τις καλές μου προθέσεις. Δεν είναι λίγο αυτό. 

Αυτό που εννοώ είναι αν εσένα ως δημιουργό σε γοητεύει το ενδεχόμενο να σκέφτεστε με τον ίδιο πάνω κάτω τρόπο με το κοινό σου.
Εγώ έχω τον δικό μου τρόπο να σκέφτομαι και απλά συντονίζομαι είτε με ανθρώπους που είχαν την προδιάθεση να σκεφτούν έτσι ή είχαν όντως σκεφτεί έτσι.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Τι είναι αυτό που σε κινητοποιεί να πάρεις δημόσια θέση για κάποια ζητήματα ενώ για άλλα όχι;
Έχει να κάνει απλά με το ποια πληροφορία θα πέσει στην αντίληψη μου μια δεδομένη στιγμή και θα νιώσω βλάκας αν δεν πω κάτι. Θα νιώσω δηλαδή ότι με προσβάλλουν, οπότε το κάνω τελείως ενστικτωδώς, σαν να θέλω να πω ότι εντάξει παιδιά, δεν είμαστε όλοι ανόητοι σε αυτή τη χώρα. Ή, τέλος πάντων, δεν είμαστε τόσο ανόητοι. 

Δεν το κάνεις δηλαδή γιατί ως καθιερωμένος καλλιτέχνης νιώθεις ότι πρέπει να τοποθετηθείς δημοσίως για τα ζητήματα που απασχολούν το κοινό σου;
Όχι, απλά δεν θέλω να προσβάλλουν τη νοημοσύνη μου.

Προφανώς όμως υπάρχουν και πολλοί στο κοινό σου που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά από σένα.
Αλίμονο, εννοείται ότι υπάρχουν. Δεν πρέπει να υπάρχουν; Δεν θέλω να συμφωνούν όλοι μαζί μου. Θα σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Στη σχέση μου με τον εαυτό μου, εννοώ. 

Οι καταναλωτές έργων τέχνης συζητάμε συχνά για το αν πρέπει να διαχωρίζουμε το έργο από τον καλλιτέχνη. Εσύ ως καλλιτέχνης τι λες;
Εμένα από πιτσιρικά με συγκινούν οι καλλιτέχνες που δεν διαχωρίζουν το έργο από τη ζωή τους. Δεν με νοιάζει μόνο αν είναι ωραίο ένα τραγούδι. Με νοιάζει να γνωρίζω και μια προσωπικότητα που λέει και κάνει κάτι αξιόλογο. Και απλώς φτιάχνει και ένα ωραίο τραγούδι. 

Όσον αφορά τη σχέση σου με τον εαυτό σου που είπες μόλις, έρχεσαι συχνά σε σύγκρουση μαζί του και τον αμφισβητείς, είτε καλλιτεχνικά είτε υπαρξιακά;
Θεοδόση, αμφισβητώ τον εαυτό μου κάθε μέρα. Αυτό λειτουργεί ως γεννήτρια, μου δημιουργεί εντάσεις και θέλω να κάνω πράγματα. Ποτέ δεν πάτησα κάπου σταθερά, εννοώντας ότι «ο Γιάννης είναι αυτό, και καλά το πάει». Δεν μου αρέσει να πατάω σε σταθερό έδαφος. Έχω περπατήσει πολλές φορές, και δημιουργικά και ψυχολογικά, πάνω σε λεπτό πάγο. Πολλές φορές ψυχολογικά μπορεί να καταβαραθρωθώ αλλά σηκώνομαι και συνεχίζω. Ξέρω να κολυμπάω. 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Σαν στο σπίτι σου που νιώθεις περισσότερο, στη Θεσσαλονίκη ή στην Κρήτη;
Και στη Θεσσαλονίκη και στην Κρήτη. Γενικά παρόλο που μεγαλώνω βλέπω ότι ο δρόμος είναι αναγκαίος για μένα. Δεν μπορώ να μένω πολύ στο ίδιο σημείο. 

Ο παλιόφιλός σου ο Γιώργος Χριστιανάκης, προ ετών μου είπε κάτι που το σκέφτομαι συχνά: «Ως άνθρωποι πρέπει να ακολουθούμε το καθείς εφ’ω ετάχθη. Δε μπορείς να είσαι εδώ και ταυτόχρονα να είσαι και κάτι άλλο. Δε μπορείς να είσαι ολίγον τι έντεχνος, ολίγον τι λαϊκός και ολίγον τι rock nroll. Ούτε καν  για χαβαλέ. Αυτός ο αχταρμάς είναι που σε κάνει να κάνεις βόλτες γύρω από τον εαυτό σου, και καταλήγεις στο ίδιο σημείο τελικά. Δεν κάνεις ένα ταξίδι, δεν παίρνεις ένα δρόμο να δεις που θα σε βγάλει. Πας με τη σιγουριά μιας επιστροφής, και αυτό δεν είναι ταξίδι». Είναι ιδέα μου ή έτσι σκέφτεστε πολλοί της δικής σας «σειράς» της Θεσσαλονίκης;
Το σίγουρο είναι ότι η Θεσσαλονίκη -και παλιότερα αλλά και σήμερα- έχει μπάντες από εραστές της μουσικής και όχι αναζητητές ικανοποίησης της αυταρέσκειάς τους. Έβγαζε και βγάζει τέτοιες γενιές μουσικών η πόλη. 

Ο Λεξ σου αρέσει;
Βέβαια! Και ο Λεξ και ο Bloody Hawk. Κι επειδή τους έχω γνωρίσει, μπορώ να σου πω ότι πέρα από τη μουσική είναι και πολύ ωραία παιδιά. 

Πώς κρίνεις όλη αυτή τη συζήτηση περί ραδιοφώνου και λοιπών Μέσων που «κοιμούνται» μην προβάλλοντας περιπτώσεις σαν τον Λεξ ή τον Bloody Hawk, οι οποίοι παρ’ όλα αυτά μαζεύουν χιλιάδες στις συναυλίες τους;
Πρώτη φορά συμβαίνει; Ήταν ποτέ οι Τρύπες ραδιοφωνικό προϊόν; Αλλά κάναμε χρυσούς δίσκους και μαζεύαμε κόσμο. Την ιστορία μερικές φορές τη γράφουν άνθρωποι χωρίς να στηριχτούν καθόλου στα Μέσα, στο promo, στο μάρκετινγκ, χωρίς να ενταχθούν σε ένα star system, χωρίς να ξεπουλήσουν τίποτα. Κατά καιρούς λοιπόν εμφανίζονται δυνατά ταλέντα και ωραίες ψυχές που κάνουν πράγματα που όσο και να αδιαφορεί το σύστημα, με ένα δικό τους τρόπο γίνονται mainstream. 

Άκουσες τον καινούριο δίσκο του Γιώργου Καρρά;
Ναι, φυσικά.

Πώς σου φάνηκε;
Ωραίος είναι. Είχε τόσα χρόνια να κάνει δίσκο. Κάποιες στιγμές συγκινήθηκα.

Ακριβώς γιατί είχαμε χρόνια να μάθουμε νέα του, η κυκλοφορία ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη ως γεγονός.
Βέβαια, δεν είναι λίγο. Είχαμε να ακούσουμε τραγούδια του και μουσικές του από το 1999. 

Από το «Μέσα στη νύχτα των άλλων». Ξέρεις ότι πρόσφατα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε βινύλιο ο τελευταίος δίσκος που έβγαλαν οι Τρύπες; Και μάλιστα σε ιδιαίτερα τσιμπημένη τιμή.
Ναι, ε; Εμείς να ξέρεις δεν παίρνουμε τίποτα από όλα αυτά. Γενικά από τότε που τελείωσαν οι Τρύπες δεν έχω πάρει τίποτα από τις εταιρείες. Δεν είμαστε και μονιασμένοι για να το κυνηγήσουμε, οπότε το έχουμε αφήσει στην τύχη του.

Πριν έρθω να σε συναντήσω έκανα ένα πείραμα. Ζήτησα από τις ακροάτριες και τους ακροατές της εκπομπής μου στο ραδιόφωνο να στείλουν ερωτήσεις που θα ήθελαν να σου κάνω για να διαλέξω μία και να σου την μεταφέρω. Ιδού λοιπόν: Πώς διαχειρίζεσαι την απώλεια από την οποία όλοι υποφέρουμε στη ζωή;
Τι εννοεί απώλεια; Είναι λίγο αφηρημένο. 

Απώλεια ανθρώπων; Απώλεια υγείας;
Απώλεια της ψυχής μας; Ποιος ξέρει τι εννοεί. Δεν ξέρω τι να απαντήσω.

Ποια είναι κατά τη γνώμη σου η πιο δυσβάσταχτη από τις απώλειες που μπορεί να βιώσει κάποιος;
Νομίζω το να χάνεις ανθρώπους. Μεγαλώνοντας όλα αυτά τα χρόνια έχω χάσει πολλούς αγαπημένους φίλους. Δεν αντέχεται εύκολα. Κάποια στιγμή όμως ανακάλυψα ότι μετά από ένα οδυνηρό θάνατο ξεκινάει μια άλλου είδους σχέση με το πρόσωπο που χάνεις. Μια σχέση πιο εσωτερική, πιο πνευματική. Πολλές φορές νιώθω ότι κουβεντιάζω με χαμένους φίλους. Ψέματα, δεν το νιώθω, το κάνω. Κουβεντιάζω μαζί τους με ένα τρόπο πνευματικό. Φαντάζομαι δηλαδή ότι είναι δίπλα μου, λέω τα δικά μου, και αφήνω να μου μιλήσουν. Κάπως έτσι. Έχεις πάντα μια ζωντανή σχέση με ανθρώπους με τους οποίους έχεις επικοινωνήσει ουσιαστικά όσο ήταν ζωντανοί. Νομίζω ότι αυτή η σχέση συνεχίζεται και μετά. 

Όσα χρόνια κι αν περάσουν;
Ναι, δεν υπάρχει χρόνος. 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Ρώτησαν, που λες, τον Ίγκι Ποπ αν πιστεύει ότι ένας καλλιτέχνης είναι απαραίτητο να ζει και να δημιουργεί έξω από τα όρια της καθωσπρέπει κοινωνίας για να δημιουργήσει τέχνη που τα ξεπερνάει. Εσύ τι πιστεύεις;
Ναι, είναι. Τι είπε ο Ίγκι Ποπ;

Ότι δεν το βρίσκει απαραίτητο.
Χα! Δεν ξαφνιάζομαι! Με όλα αυτά που έχει κάνει, μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Εμένα μου αρέσει να δημιουργώ έξω από τα όρια και του εαυτού μου. Και του παρελθόντος μου. Νομίζω ότι είμαι χωροχρονικά διαταραγμένος. 

Μετά τη Νέκυια τι θα κάνεις;
Πού να ξέρω; Εντάξει, έχουμε την άνοιξη ένα τριήμερο με τους 100°C σε Λονδίνο, Άμστερνταμ και Βερολίνο. Αλλά αυτό δεν είναι δημιουργία, είναι μουσική δράση, συναυλίες θα πάμε να δώσουμε. Είναι ωραία όταν παίζουμε έξω. Μέσα στην κρίση όταν ταξιδεύαμε και συναντιόμασταν με Έλληνες που ήταν φρέσκοι εμιγκρέδες ήταν πολύ συγκινητικό. Θυμάμαι τότε έλεγα ότι είμαστε ένα καινούριο είδος Καζαντζίδη, πάμε και παίζουμε στο Μόναχο και στο Βερολίνο αλλά για πιο σύγχρονες γενιές. 

Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Πάντα το σχέδιο είναι για αυτό που κάνω τώρα. Ποτέ δεν είχα σχέδιο για το τι θα γίνει μετά. Άμα μου έρθει καμιά ουρανοκατέβατη ιδέα θα μπω πάλι στο λούκι και θα τρέχω να την πραγματώσω. 

Πάντως οι 100°C είναι ένα από τα πιο μεγάλα σε διάρκεια συγκροτήματά σου.
Είναι και μια μπάντα που ξεκίνησε under construction, που λένε, δηλαδή άλλαξε, άλλοι ήρθαν, άλλοι έφυγαν, οπότε δημιουργείται σιγά σιγά ένα σχήμα που κατασταλάζει και κατά καιρούς προχωράει τον ήχο του. 

Γιατί επέλεξες τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου για την πρεμιέρα της Νέκυιας;
Μα πότε θα πας στον κάτω κόσμο; Τη νύχτα δεν θα πας; Ας είναι, λοιπόν, η πιο μεγάλη.  

Θα σου κάνω την ερώτηση που έκανα και πέρυσι στον Παυλίδη με αφορμή τον Μαρκόπουλο. Πώς αντιλαμβάνεσαι την καχυποψία ορισμένων απέναντι στη Νέκυια; Αν γυρίσει δηλαδή κάποιος και σου πει: «Ρε Αγγελάκα, από τους Gang of Four που διασκεύαζες στα νιάτα σου, πώς έφτασες εδώ;»
Εγώ ξέρω πολύ καλά τι κάνω εδώ. Κάνω ένα πράγμα που δεν θα γινόταν πουθενά αλλού. Νιώθω ευγνωμοσύνη για τη Στέγη που μου το προσφέρει αυτό. Η Νέκυια ήταν στο συρτάρι, πίστευα ότι δεν θα γίνει ποτέ. Ήταν άλλο ένα όνειρο. Μπορεί να έχεις χίλια όνειρα. Ξέρεις ότι δεν θα τα πραγματοποιήσεις όλα. Ευτυχώς όμως για το συγκεκριμένο ανέλαβε η Στέγη. Πώς αλλιώς; Κάτι ανάλογο συνέβη στο Ηρώδειο το καλοκαίρι. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να κάνω συναυλία με ορχήστρα δεκατριών ατόμων; Έτσι χαθήκαμε οι Επισκέπτες, που ήμασταν δεκαέξι άτομα. Ήταν ολοφάνερο ότι θα βουλιάξουμε. Αλλά καταφέραμε έστω για δυο-τρία χρόνια να κάνουμε το τρελό μας όνειρο πραγματικότητα. Οπότε το να βρίσκονται άνθρωποι και οργανισμοί που χρηματοδοτούν τρελές ιδέες στην Ελλαδίτσα σήμερα είναι μια πολύ καλή τύχη. 

Είναι κάποιο από τα εγχειρήματα του παρελθόντος σου στο οποίο θα ήθελες να επιστρέψεις για να του δώσεις την ευκαιρία της στερνής γνώσης;
Όχι, δεν σκέφτομαι έτσι, Θεοδόση. Ό,τι μπορώ ας το κάνω τώρα. Δουλεύουμε με ό,τι έχουμε. Έχουμε δύο άτομα; Θα δουλέψουμε με δύο άτομα. Όπως μετά τους Επισκέπτες και τα δεκαέξι άτομα, φτιάξαμε το τρίο. Τους είπα τότε ότι θα βγούμε για συναυλίες με κιθάρα, μπαγλαμά, φωνή και με κοιτούσαν περίεργα, ότι δεν πάει καλά το παιδί και τέτοια. Με την ίδια χαρά έκανα τους Επισκέπτες, το Τρίο, τους δίσκους και τα λάιβ με τον Βελιώτη, τους 100°C τώρα. Άντε, λοιπόν, ραντεβού στη Νέκυια. 

Ραντεβού στον κάτω κόσμο.
Ναι, στον Άδη. Καλό ραντεβού ακούγεται.  

Info:

ΝΕΚΥΙΑ | Γιάννης Αγγελάκας & Χρήστος Παπαδόπουλος

Οδύσσεια με πλήκτρα, φωνές και μουσικό πριόνι 

Από 21.12.2023 έως 28.01.2024 στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης. 

https://www.onassis.org/el/whats-on/nekyia-giannis-aggelakas-christos-papadopo

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα