Αλεξία Μουζά: Η πιανίστρια που από τα οκτώ της χρόνια κάνει θαύματα

Αλεξία Μουζά: Η πιανίστρια που από τα οκτώ της χρόνια κάνει θαύματα
Η Αλεξία Μουζά

Η διακεκριμένη πιανίστρια Αλεξία Μουζά μιλά για τη μεγάλη της λατρεία, το πιάνο, με αφορμή το ρεσιτάλ που θα δώσει την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός.

Ήθελε να παίζει πιάνο από μικρή, δεν ήξερε όμως πως για αυτό θα έπρεπε να προσπαθήσει πολύ και να θυσιάσει πολλά. Η διακεκριμένη πιανίστρια Αλεξία Μουζά από τα οκτώ της χρόνια άρχισε να σπουδάζει πιάνο με τον Leonid Margarius και την Αnna Kravtchenko στην Ιταλία. Και οι δυο τους Ουκρανοί. Την δίδαξαν από το μηδέν τη ρωσική σχολή στο πιάνο. Κάθε μήνα πήγαινε για μια εβδομάδα για μαθήματα στη Γερμανία με τον Margarius και μετά από ένα χρόνο στην Ιταλία, στην Πιανιστική Ακαδημία της Ίμολας, όπου μπήκε αφού πέρασε τις εισαγωγικές εξετάσεις.
Ο Margarius επέμενε να μετακομίσει στην Ιταλία για να τη βλέπει πιο συχνά. Έτσι, στα έντεκά της έφυγε από την Ελλάδα έχοντας στο πλευρό της τους δύο γονείς της.

“Σε προσωπικό επίπεδο, η προσπάθεια αυτή μπορεί να επηρεάσει την οικογένεια, τις φιλίες και πολλές φορές την προσωπική σου ηρεμία. Χρειάζεται αυστηρότητα και αυτοπειθαρχία, ιδιότητες που σίγουρα σαν μικρή δεν τις είχα και γι’ αυτό μου ήταν πολύ δύσκολο” εξομολογείται στο NEWS 24/7.

Από τους λόφους στο πιάνο

Και συνεχίζει: “Είχα μεγαλώσει στην εξοχή, σε ένα λόφο έξω από το Ηράκλειο, στη Κρήτη. Έπαιζα με τα σκυλιά και τα γατιά, έτρεχα στους απέναντι λόφους και γύριζα στο σπίτι με σκισμένα γόνατα, αγκάθια στα χέρια και μυρίζοντας φασκόμηλο. Να πάρεις ένα παιδί και να το βάλεις να κάτσει για ώρες πάνω στο πιάνο είναι αφύσικο. Από την άλλη όμως, αυτό που με βοηθούσε να κάθομαι για ώρες πάνω στο όργανο ήταν η φαντασία. Σε αυτό τον τομέα ο καθηγητής μου ήταν καταπληκτικός. Πώς καταφέρνεις να κάνεις ένα μικρό παιδί να φανταστεί και να βγάλει σε ήχους τον θάνατο, τη βαθιά λύπη; Γιατί τα χαρούμενα, τα γλυκά, είναι εύκολα. Τα βαριά όμως;

Στα μαθήματα μαζί του ένιωθα πως μου άνοιγε τον εγκέφαλο και τον γέμιζε εικόνες. Και οι εικόνες γινόντουσαν ήχοι. Και οι ήχοι γεννάνε συναισθήματα σε αυτούς που τους ακούν. Πήγαινα στο μάθημα κι έβγαινα μαγεμένη από τους ήχους που έβγαζε στο πιάνο ο καθηγητής μου και με τις εικόνες και χρώματα που ‘βαζε σε κάθε μελωδία. Κι αυτό με έκανε να μελετώ και να μελετώ.

Σίγουρα είναι και η τύχη. Με ποιον καθηγητή θα συναντηθείς, σε ποιά σχολή θα μπεις, πώς θα τα πας στον τάδε διαγωνισμό, πώς θα παίξεις την τάδε μέρα. Πολλά εξαρτώνται από πολλά. Είναι ένας συνδυασμός προσωπικότητας, σχολής, ταλέντου και τεχνικής. Και στο τέλος, έρχεται και η τύχη».

Η Αλεξία Μουζά

Σήμερα είναι μία πιανίστρια με «καταπληκτική ενέργεια, καθαρότητα και ακρίβεια», σύμφωνα με εγχώριες και διεθνείς κριτικές. Έχει αποσπάσει πάρα πολλά βραβεία και έχει συνεργαστεί με πολύ αξιόλογες ορχήστρες ανά τον κόσμο.

Την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022 θα ένα πολύ ενδιαφέρον ρεσιτάλ πιάνου στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός με ένα άκρως δεξιοτεχνικό πρόγραμμα που περιέχει από έργα του Felix Mendelssohn και Schumann μέχρι Tchaikovsky και Rachmaninoff.

Από Mendelssohn έως Rachmaninoff

”Όταν ετοίμαζα το πρόγραμμα του ρεσιτάλ είχα την ιδέα να παίξω έργα της εποχής του ρομαντισμού που να ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Από τότε που ήμουν μικρή, η ερμηνεία έργων του ρομαντισμού μου φαινόταν δύσκολη. Είναι ελάχιστη η διαφορά ανάμεσα σε ένα καλόγουστο ρουμπάτο και ένα ρουμπάτο που ξεφεύγει. Με τα χρόνια, νιώθω μια άνεση που ήρθε μετα από καιρό μελέτης κι εμπειρίας” εξομολογείται στο NEWS 24/7 η Αλεξία Μουζά.

Και συνεχίζει: “Οι παραλλαγές του Μέντελσον, είναι για μένα μια συμπύκνωση διαρκείας 11 λεπτών της πιανιστικής τέχνης του συνθέτη. Μου φαίνεται ότι αποδίδει μια ρομαντική κλασικότητα. Είναι σαν να ‘χεις φορεμένα χαλινάρια και πότε-πότε να μην μπορείς να συγκρατήσεις την ενέργεια μέσα σου με αποτέλεσμα να συμβαίνουν μικρές εκρήξεις ταχύτητας κι ενθουσιασμού. Αυτή η συγκράτηση της εσωτερικής ενέργειας καταργείται στη τελευταία παραλλαγή, όπου δεν μπορείς πλέον να παραμείνεις κλειστός. Κι όμως, ο Μέντελσον επιλέγει να τελειώσει το έργο με εντελώς κλειστό τον ήχο του πιάνου. Λίγο μετά τη μεγαλύτερη κλιμάκωση δυναμικής και δραματισμού σε όλο το έργο, ο συνθέτης μας οδηγεί ξανά βαθιά κάτω από τη γη.

Ο χαρακτήρας αυτός της μουσικής των παραλλαγών, συγκρατημένος και μαζί ευαίσθητος, έρχεται σε αντίθεση με τη Κραϊσλεριάνα του Σούμαν. Εδώ, ο οραματισμός της φαντασίας ανοίγει διάπλατα, και ο εσωτερικός κόσμος του συνθέτη ξεχύνεται από παντού, χωρίς καθωσπρεπισμούς και χωρίς ντροπή στο να εκτεθεί με οποιοδήποτε τρόπο. Και τί άλλο να περίμενες από ένα έργο που ο συνθέτης εμπνεύστηκε από τις γεμάτες φαντασία ιστορίες του Ε.Τ.Α. Χόφμαν; Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στα δύο έργα και τους συνθέτες τους με οδήγησε να τα τοποθετήσω το ένα δίπλα στο άλλο, σε αντιπαράθεση. Και κάτι άλλο που αρέσει είναι ότι οι παραλλαγές του Μέντελσον τελειώνουν με την ίδια νότα με την οποία αρχίζει η Κραϊσλεριάνα του Σούμαν. Έτσι, τα δυο κομμάτια συμπλέκονται με τρόπο φυσικό.

Την Κραϊσλεριάνα του Σούμαν, την άκουσα πρώτη φορά όταν ήμουν πολύ μικρή, την πρώτη χρονιά των σπουδών μου στην Πιανιστικη Ακαδημία της Ίμολας, στην Ιταλία. Τότε, στη τάξη του καθηγητή μου σπούδαζε ο Vitaly Samoshko, πιανίστας με ένα λυρισμό που με μάγευε και με καθήλωνε. Η Κραϊσλεριάνα ήταν «το κομμάτι του» και το έπαιζε μαγικά. Από τότε ερωτεύτηκα αυτό το έργο, όμως δεν σκέφτηκα ποτέ να το μελετήσω για να το ερμηνεύσω. Στο μυαλό μου το θεωρούσα ένα «έργο για μεγάλους». Όταν όμως ετοίμασα τρία μέρη της Κραισλεριάνας για μια συναυλία αφιερωμένη στον Σούμαν, φέτος τον Μάιο στην Αθήνα, ένιωσα ότι ήθελα να παίξω ολόκληρο το έργο. Και η αλήθεια είναι πως υπήρξε πολύς ενθουσιασμός το διάστημα που μελετούσα την Κραϊσλεριάνα. Ένιωσα πως το έργο ήταν έτοιμο από καιρό και με περίμενε.

Η μελωδία του μουσικού θέματος της Dumka είναι για μένα ένα μοναδικό μικρό μαργαριτάρι του Τσαϊκόφσκι. Θαυμάζω την τέχνη του να τοποθετεί την απλότητα σε τέτοιο ψυχικό βάθος. Στο μεσαίο μέρος, η αρχική γιορτινή διάθεση με τον δεξιοτεχνικό χαρακτήρα και τα πολλά συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα εκδηλώνει μια «επιφανειακή» χαρά και ορμή, χωρίς όμως να μπορεί να αντισταθμίσει το μεγάλο βάρος και τη βαθιά λύπη του πρώτου θέματος, το οποίο επιστρέφει στο κλείσιμο του μέρους. Επιστρέφει πιο βαρύ, πιο μαύρο, σαν τη ξεκάθαρη πια παρουσία του θανάτου.

Η σονάτα του Ραχμάνινοφ είναι το αγαπημένο μου κομμάτι. Από τη μια μεριά είναι σάρκα κι αίμα, από την άλλη είναι μέλι και γλύκα. Νομίζω πως τα περιέχει όλα. Ειδικά στο δεύτερο μέρος, όπου από την οικειότητα και την συναισθηματική κλιμάκωση, περνάει στην αρρώστια του μυαλού, στον αγέρωχο χρόνο που περνά και, τέλος, στην ανάμνηση. Ή μήπως στην ολοκλήρωση; Κάθε φορά που παίζω αυτή την σονάτα, έχω την αίσθηση ότι το τέλος της είναι διαφορετικό. Μέσα στο μυαλό μου, η σονάτα ξεδιπλώνει μια ολόκληρη ιστορία. Όταν ξεπεράσεις τις τεχνικές της δυσκολίες νιώθεις άνετα ώστε να μπορέσεις να αναπτύξεις όλες τις πτυχές της. Είναι ένα έργο που κάθε φορά, στη μελέτη και την ερμηνεία του, μου αποκαλύπτεται κάτι καινούριο. Συμβαίνουν τόσα πολλά στη σονάτα αυτή σε συμπυκνωμένο χρόνο, -λεπτομέρειες, φωνές, χρώματα – που δεν υπάρχει περίπτωση να την βαρεθώ».

Πώς βλέπει σαν νέα πιανίστα την ελληνική κλασική σκηνή;

«Είμαι πίσω στην Ελλάδα εδώ και τέσσερα χρόνια, τα δύο από αυτά ήταν χρόνια της πανδημίας. Βέβαια, τώρα ξαναπαίρνουν όλα μπρος. Στην Αθήνα, όπου μένω, συμβαίνουν πράγματα κι αυτό είναι πολύ σημαντικό . Δεν ξέρω καλά ποιά είναι η πραγματικότητα σε άλλες πόλεις. Στα χρόνια της πανδημίας έζησα και το πώς είναι να μην παίρνουν σοβαρά το επάγγελμα σου σαν καλλιτέχνης. Όλες οι συναυλίες μου που είχαν κανονιστεί σε Ελλάδα κι εξωτερικό ακυρώθηκαν. Ευτυχώς βρέθηκαν άλλοι τρόποι, πιο πολύ εικονικοί -virtual-, με βιντεοσκοπήσεις και live streeming, αλλιώς δεν θα είχα κανένα εισόδημα. Όπως και για πολλούς άλλους καλλιτέχνες, δεν μου δόθηκε καμία οικονομική υποστήριξη. Τελικά, συνειδητοποιείς ότι κατά βάθος είσαι μόνος σου και πρέπει να στηρίζεσαι μόνο στον εαυτό σου».

Ποιους θα ήθελε να έχει στο κοινό της;

«Όλους. Χωρίς φίλτρα. Δεν συμπαθώ τα φίλτρα, ειδικά στη μουσική. Για μένα η κλασική μουσική είναι για όλους, είτε την γνωρίζουν είτε όχι. Δεν με νοιάζει. Θέλουν να χειροκροτήσουν ανάμεσα στα μέρη; Ας το κάνουν. Γιατί να αποστειρώσεις τον ενθουσιασμό; Ποιος είπε πως τότε παίζανε τα κομμάτια σε απόλυτη σιωπή; Είναι σαν να βρίσκεσαι στο μουσείο και να σε υποχρεώνουν να δεις τα έργα από τρία μέτρα απόσταση. Και να σου λένε, μη πλησιάζεις. Μη βήχεις. Μην κουνιέσαι.

Αυτό πιστεύω είναι η δουλειά του καλλιτέχνη. Να κάνει το κοινό να καρφωθεί στη θέση του, να μην μπορεί και να μη θέλει να κάνει θόρυβο. Αυτό δεν γίνεται να το απαιτείς. Πρέπει να τραβήξεις εσύ το ενδιαφέρον του κοινού. Εννοείται, υπάρχουν θεατές που καταλαβαίνεις ότι είναι πιο συγκεντρωμένοι. Κάθε κοινό έχει τη δική του ιδιαιτερότητα. Θυμάμαι, στην Ιαπωνία είχα εντυπωσιαστεί από το πόσο συγκεντρωμένοι είναι οι θεατές και πόσο σέβονται τον καλλιτέχνη. Ήταν ακίνητοι, καθηλωμένοι. Και κρατούσαν την ίδια στάση για ώρες (ήταν κατά τη διάρκεια ενός διαγωνισμού) δείχνοντας μεγάλη κατανόηση στους πιανίστες, με σεβασμό στην εύθραυστη συγκέντρωσή τους, ειδικά σε τέτοιες καταστάσεις.

Εννοείται βέβαια ότι δεν θα μου άρεσε να έχει ο άλλος ανοιχτό το κινητό του και να χτυπάει. Εκεί σίγουρα δεν υπάρχει σεβασμός. Πιστεύω ότι πρέπει να είναι κάτι αμοιβαίο. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης χωρίς θεατή, και δεν υπάρχει θεατής χωρίς καλλιτέχνη. Αλλά ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ανοιχτός στον θεατή, και ο θεατής ανοιχτός στον καλλιτέχνη. Την προσοχή και την σιωπή του κοινού τις κερδίζεις με την δουλειά σου. Δεν είναι αυτονόητα πράγματα» απαντά.

Πώς θα χαρακτήριζε τον ευατό της και ποιο είναι το μότο της στη ζωή;

«Σίγουρα έχω πολλή ζωντάνια, όμως είμαι παράλληλα και πολύ εσωστρεφής. Κατά κάποιο τρόπο ζηλεύω την οικειότητα της μοναξιάς. Μου αρέσει πολύ να δημιουργώ και με άλλους τρόπους. Δίνω πολύ χρόνο στη ζωγραφική και στο ράψιμο. Μέσα στη φύση αισθάνομαι και εκφράζομαι πιο ελεύθερα κι αληθινά. Γι’αυτό προσπαθώ να πηγαίνω όταν μπορώ.

Δεν έχω κανένα «μότο» στη ζωή μου. Σίγουρα έχω μια ελαφρότητα, που έρχεται σε αντίθεση με τη σοβαρότητα που βάζω όταν παίζω το πιάνο. Υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα σε αυτά τα δυο που με βοηθάει στο να κρατώ την ισορροπία. Δεν θα μπορούσα να είμαι μόνο σοβαρή, όπως δεν θα μπορούσα να είμαι μόνο ενθουσιώδης. Δεν κάνω μακροχρόνια σχέδια, γιατί πιστεύω ότι αλλάζω σαν άτομο. Προσπαθώ να παίρνω αποφάσεις επειδή τις θέλω κι όχι επειδή θα’πρεπε ή επειδή οι άλλοι περιμένουν κάτι από μένα. Ειδικά τα τρία τελευταία χρόνια έχω κάνει πολλές αλλαγές στη ζωή μου και στους τρόπους μου, και μου αρέσει πολύ αυτό.

Για μένα η δουλειά είναι δουλειά, και είναι όμορφο που είναι μια δουλειά που μου αρέσει πολύ. Πάντα φροντίζω να αφήνω χρόνο για τον εαυτό μου και αν δεν υπάρχει προσπαθώ να τον δημιουργήσω. Χωρίς αυτό διασκορπίζομαι. Και πώς μπορείς να παίξεις μουσική και να βγάλεις χρώματα, ήχους και αισθήσεις όταν το μυαλό σου δεν έχει μια κάποια φρεσκάδα;

Τα τελευταία δώδεκα χρόνια αφήνω το πιάνο για ένα μήνα κάθε χρόνο. Ολοκληρωτικά. Και φεύγω, γεμίζω εικόνες, γεύσεις, ήχους από διάφορα μέρη και καταστάσεις. Και μετά, όταν γυρίζω, είναι όπως όταν γυρνάς σε μια αγάπη σου, μετά από κάποιο διάστημα. Θυμάσαι τους λόγους που σου αρέσει, ξαναψάχνεις να βρεις την επαφή και την οικειότητα. Τα δάχτυλα ξαναξυπνάνε, τα αφτιά διψάνε ψάχνοντας την ομορφιά και το κεφάλι αραδιάζει όσα μάζεψε κι ένιωσε σε αυτήν την παύση. Μου φαίνεται πολύ υγιές αυτό».

Πληροφορίες:

Ρεσιτάλ πιάνου της Αλεξίας Μουζά/Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός: Πλατεία Αγ. Γεωργίου Καρύτση 8, Αθήνα/Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022, ώρα 20.30/Τιμές εισιτηρίων: € 12 (διακεκριμένη ζώνη), € 10 (γενική είσοδος), € 8 (φοιτητικό, ανέργων, ΑμέΑ)/Προπώληση εισιτηρίων: TICKETSERVICES

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα