Ο Νίκος Σίμος γράφει μυθιστορήματα για να “δραπετεύσει” από τη δημοσιογραφία

Ο Νίκος Σίμος γράφει μυθιστορήματα για να “δραπετεύσει” από τη δημοσιογραφία

Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου εξαιρετικού του βιβλίου "Το λάθος παλτό", συνομίλησα με τον βετεράνο δημοσιογράφο Νίκο Σίμο για το πώς χρησιμοποιεί την πένα του συγγραφέα ως αντίβαρο στις θέσεις ευθύνης που έχει αναλάβει.

«Όποτε κατέβαινα να περπατήσω στο Παλαιό Φάληρο, στην ωραία περατζάδα δίπλα στην θάλασσα, έβλεπα κάθε φορά έναν κύριο να κάθεται στα βράχια και ολόγυρά του περιστέρια που τα τάϊζε. Επειδή τον έβλεπα μόνο του, κάθε φορά, λες και έδινε ραντεβού με τα πουλιά, υπέθεσα ότι ήταν η τακτική συντροφιά του, καθώς δεν φαινόταν να είχε άλλη. Έτσι έπλασα την ιστορία ενός μονήρους ανθρώπου, που ήταν εγκαταλελειμμένος από την οικογένειά του, που πολλές φορές μάλιστα δεν είχε να φάει. Αλλά είχε πάντα ένα ξεροκόμματο για τους φτερωτούς συντρόφους του. Και τότε εμφανίζεται μία άγνωστη γυναίκα, αλλοδαπή όπως φαίνεται από την προφορά της και, απλώς λέγοντάς του μία κουβέντα και προσφέροντάς του ένα σάντουϊτς, του δίνει να καταλάβει ότι υπάρχει στον κόσμο, ακόμη ανθρωπιά, που μπορεί να εκδηλώνεται από κάποιον άγνωστο με αισθήματα, ίσως καλύτερα και από τα στενά συγγενικά σου πρόσωπα.»

Αυτό είναι το “ζουμί” της ιστορίας του με τίτλο «Ο σιτιστής περιστεριών». Μία ιστορία από τις συνολικά δέκα που περιλαμβάνονται στο νέο του βιβλίο «Το λάθος παλτό» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) και οι οποίες φανερώνουν το πόσο βαθιά “βουτά” η πένα του μέσα στη ζωή για να αναδείξει μέσα από το μελάνι τις μικρές φωτεινές στιγμές της.

Ομολογώ ότι όταν κανόνισα τη συνέντευξη μαζί του είχα λίγο άγχος: Ο Νίκος Σίμος είναι άλλωστε ένας δημοσιογράφος με περγαμηνές: Έγραψε το πρώτο του ρεπορτάζ στη “Βραδυνή” όταν ήταν μόλις 16 χρονών. Στην πορεία του πέρασε από τα πιο απαιτητικά ρεπορτάζ για να καταλήξει από το 1986 και εξής να υπηρετεί τη δημοσιογραφία από διευθυντικές και επιτελικές θέσεις (διετέλεσε μεταξύ άλλων διευθυντής της Καθημερινής,  εκδότης του Ελεύθερου Τύπο και τώρα συντονιστής στον Τηλεοπτικό Σταθμό της Βουλής των Ελλήνων). Ο “πάγος” ωστόσο δεν υπήρξε καν εκεί για να… σπάσει: Ο Νίκος Σίμος είναι ένας άκρως επικοινωνιακός και προσιτός άνθρωπος που καταφέρνει να σε κερδίσει με την ευγένεια και την απλότητά του. Όταν δε μιλάει για τα μυθιστορήματά του, έχει μια λαχτάρα και “σπίθα” στο βλέμμα που προδίδουν πόσο πολύ νοιάζεται για αυτά και την αλήθεια που κρύβουν:

Πώς γεννιέται ένα διήγημα;

«Γεννιέται από συγκεκριμένη έμπνευση. Και η έμπνευση αυτή μπορεί να προέρχεται από ένα βιωματικό γεγονός ή από ένα συμβάν που ερεθίζει τη φαντασία του συγγραφέα. Υποθέτω άλλωστε ότι τα ερεθίσματα ποικίλουν από συγγραφέα σε συγγραφέα…»

Οι χαρακτήρες των έργων σας είναι πειστικοί. Πρόσωπα αναγνωρίσιμα που έχουν ανησυχίες και προβλήματα, με τα οποία ταυτιζόμαστε. Μπορείτε να μας βάλετε στο “συγγραφικό σας εργαστήριο”; Πώς πλάθετε έναν χαρακτήρα;

«Είναι, όπως λέτε πειστικοί, για τον εξής λόγο: Διότι προκύπτουν από βιωματικές καταστάσεις, που είτε τις έχω βιώσει ο ίδιος, είτε μου τις έχουν διηγηθεί άλλοι που τις βίωσαν. Υπ’ αυτήν την έννοια είναι λογικό, αφού αποτελούν ανθρώπους της καθημερινότητας, ανθρώπους, όπως λένε της διπλανής πόρτας, να είναι και πειστικοί ως χαρακτήρες.

Εξίσου σίγουρο είναι ότι ταυτίζεσαι με αυτούς τους χαρακτήρες διότι ενδεχομένως να τους έχεις συναντήσει και στην πραγματικότητα. Και σε ποιον δεν έχουν διηγηθεί φίλοι ή συγγενείς τις δικές τους ανησυχίες και τα προβλήματά τους;

Ασφαλώς, στο μέτρο που είναι βιωματικά τα συμβάντα με τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων μου, οι χαρακτήρες έχουν πλαστεί εν μέρει από μόνοι τους. Η υπόλοιπη μορφή τους είναι αποτέλεσμα της δικής μου συναισθηματικής προσέγγισης σε κάθε έναν από αυτούς.»

Υπάρχει ένα νήμα που συνέχει τις ιστορίες στο “Το λάθος παλτό”;

«Όχι, δεν υπάρχει κάποιο νήμα που να συνδέει τα διηγήματα. Θα έλεγα ότι κάθε ένα έχει διαφορετική αφετηρία.»

Μέχρι στιγμής έχετε δοκιμαστεί σε ποικίλα λογοτεχνικά είδη: Μυθιστορήματα, πολιτική σάτιρα ακόμα και αστυνομικό. Σε ποιο από αυτά σάς αναγνωρίζετε περισσότερο;

«Θα έλεγα στα διηγήματά μου, αυτά που υπάρχουν στο “Λάθος Παλτό”. Τα άλλα δύο είδη είναι οι φυγές μου από την ενασχόληση, ως δημοσιογράφου, με την πολιτική επικαιρότητα, την αρθρογραφία και τον σχολιασμό, επί τόσα χρόνια μάλιστα. Ίσως ήταν και μία προσωπική απόπειρα να δοκιμάσω και κάτι άλλο, να δω αν μπορώ να τα καταφέρω και σε άλλα είδη. Μη ξεχνάτε ότι η δημοσιογραφία σε οδηγεί παντού. Και όχι μόνο επαγγελματικά…»

Είστε ένας έμπειρος δημοσιογράφος που στην καριέρα σας αναλάβατε κρίσιμες θέσεις ευθύνης. Καθώς ο γραπτός λόγος αποτελούσε για εσάς καθημερινή ευθύνη/υποχρέωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λογοτεχνία λειτουργεί εξισορροπιστικά; Ως άσκηση σε ένα πεδίο ελευθερίας;

«Ασφαλώς. Γι’ αυτό σας μίλησα περί… φυγής. Εκείνο που δεν μπορώ να απαντήσω, ακόμη τουλάχιστον είναι αν με την ενασχόληση με την συγγραφή μιας άλλης μορφής από την πολιτική αρθρογραφία, μπορεί κανείς να απεξαρτηθεί τελείως από την τελευταία. Βεβαίως τώρα με διευκολύνει η σημερινή θέση μου από την οποία δεν μπορώ να δημοσιογραφώ συγχρόνως. Άλλωστε οι δημοσιογράφοι ποτέ δεν βάζουν ημερομηνία λήξης. Γράφουν όσο είναι όρθιοι.»

 

Ποιος ή ποιοι ήταν οι συγγραφείς ορόσημο ή και πρότυπα για εσάς και γιατί;

«Θα σας έλεγα ο Φίλιπ Ροθ, τον οποίον θεωρώ τον πλέον αντιπρόσωπο του Ντοστογιεφσκισμού – επιτρέψτε μου την έκφραση- στην σύγχρονη εποχή. Προσεγγίζει απαράμιλλα τους ανθρώπινους χαρακτήρες ενώ συγχρόνως φιλοσοφεί πάνω στα χρόνια που περνούν και που προβληματίζουν τους άνδρες. Αυτός ο προβληματισμός του Ροθ, για να μην πω ότι είναι προσωπική του εμμονή, είναι διάχυτος στα περισσότερα έργα του.

Ένας άλλος συγγραφέας που με έχει συγκλονίσει είναι ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε κυρίως για το βιβλίο του “Το Δέρμα” -που στην κυριολεξία είναι «Το τομάρι» -διότι αυτό θέλεις, όπως λένε να σώσεις. Το τομάρι σου…»

Στην αστυνομική λογοτεχνία με συναρπάζουν για τον ίδιο λόγο – ίσως περισσότερο και από την πλοκή – ο Γιάννης Μαρής και ο Καμιλλέρι. Το κοινό τους είναι η περιγραφική τους γραφή που σε κάνει να νιώθεις είτε ότι περπατάς, λ.χ. στην Κηφισιά ή στην Αθήνα όσον αφορά στον Μαρή και στην Σικελία του Ιταλού.

Δεν θα έλεγα ότι έχω επιζητήσει κανένα πρότυπο, και παρακαλώ να μην εκληφθεί αυτό ως κάποιου είδους οίηση. Μακριά από μένα,,, Απλώς όταν γράφεις για το δικό σου κέφι, για τον εαυτό σου, μη περιμένοντας ούτε δικαίωση ούτε πωλήσεις, νομίζω ότι δεν χρειάζεσαι πρότυπα. Άλλωστε η μίμηση καταστρέφει τον όποιον αυθορμητισμό…»

Ποια είναι τα 5 βιβλία που κάποιος πρέπει να έχει διαβάσει οπωσδήποτε;

«Σίγουρα “Το Δέρμα”, που σας ανέφερα. Επίσης “Το Ζώο που ξεψυχά” του Ροθ. Τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, για να μάθει πώς σκέπτονται ηγέτες και κοινωνίες. Την καλύτερη Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας που είναι γραμμένη – λίγοι το γνωρίζουν- από τον Μ. Καραγάτση και που έχει τίτλο “Η Ιστορία των Ελλήνων”.

Και βέβαια τους “Αθλίους”.»

Ποιες οι δυσκολίες αλλά και οι προκλήσεις της έρευνας που προηγείται της συγγραφής;

«Τα πάντα είναι μέσα στο μυαλό. Όταν κάποια θέματα προκαλούνται από βιώματα, δεν μπορείς να μιλάς για έρευνα. Ας πάμε τώρα στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Επειδή το αστυνομικό μου που κυκλοφόρησε αναφέρεται στο φαινόμενο της τρομοκρατίας, έχει βοηθήσει η εμπειρία του πολιτικού συντάκτη επί χρόνια καθώς και κάποιες παλαιές επίσημες εκτιμήσεις. Από εκεί κι έπειτα δεν νομίζω ότι οι εκδοτικοί οίκοι λ.χ. μπορούν να συντηρήσουν ένα ερευνητικό έργο που προηγείται μιας συγγραφής, Δείτε στο τέλος ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, ενός γνωστού ξένου συγγραφέα, λ.χ. του Μοντανάρι πόσους ευχαριστεί για την συνδρομή τους. Ολόκληρη ομάδα από παλαίμαχους αστυνομικούς, δικηγόρους ιατροδικαστές και δεν ξέρω τι άλλο, έχει συμβάλει έμμεσα στην συγγραφή κατευθύνοντας τον συγγραφέα. Ένα ολόκληρο CSI στην διάθεσή του. Αυτά συμβαίνουν κυρίως στην Αμερική, όπου ο εκδοτικός οίκος σου προπληρώνει αυτό που σκοπεύεις να γράψεις. Εδώ, οι περισσότεροι γράφουμε για το κέφι μας. Με περισσότερο ρομαντική διάθεση παρά εμπορική…»

Οι γνώσεις περι τρομοκρατίας είναι πειστικές γιατί είναι “εκ των έσω”;

«Όπως σας ανέφερα με αφορμή την προηγούμενη ερώτηση, η δημοσιογραφική εμπειρία έπαιξε σημαντικό ρόλο, γιατί όπως θα θυμόσαστε, μετά την Μεταπολίτευση είχαμε συχνό το φαινόμενο της τρομοκρατίας. Και όσα γράφονταν τότε, ορισμένα αποκλειστικά ρεπορταζ και οι εκτιμήσεις οι επίσημες που γίνονταν – μιλάω για τις off the record, από κάποιες πηγές που ορισμένοι είχαμε εκείνη την εποχή των δεκαετιών ’80 και ’90 – αποτελούσαν ένα σημαντικό υλικό. Όχι για να γράψεις μία αποκαλυπτική ιστορία για όσα είχαν συμβεί, αλλά για να είσαι μέσα στην πραγματικότητα εκείνης της εποχής.»

Όντας ένας άνθρωπος του λόγου που εργάζεται στην Ελλάδα, συγκρίνετε ποτέ τον εαυτό σας με συναδέλφους σας που ζουν και εργάζονται στην Αμερική, τη Γαλλία, την Ιταλία ή την Αγγλία-για να αναφερθώ σε χώρες με έντονη δημοσιογραφική, συγγραφική και γενικότερα πολιτιστική δραστηριότητα;

«Κατ’ αρχάς θεωρώ ότι είναι πιο εύκολη η δουλειά του δημοσιογράφου στις χώρες που αναφέρετε. Πρώτ’ απ’ όλα επειδή είναι πιο καλά αμειβόμενη η δημοσιογραφική εργασία. Έτσι εκεί δεν παρατηρείται το φαινόμενο να συνεργάζεται ο δημοσιογράφος με περισσότερα του ενός Μέσα. Ξέρετε ότι τις προηγούμενες δεκαετίες είχαμε δύο και τρείς δουλειές: Εφημερίδα, περιοδικό ή περιοδικά, ραδιόφωνο ή τηλεόραση, Αυτή η πολυδιάσπαση, για οικονομικούς λόγους, είναι φυσικό να έχει επίπτωση στην ποιότητα της δουλειάς. Βεβαίως επειδή μιλάμε, κυρίως, για ιδιωτικές επιχειρήσεις, ήταν στη διακριτική ευχέρεια των εργοδοτών να κρίνουν αν κάνεις καλά την δουλειά σου ή όχι και να σε διώξουν αν δεν ήσαν ευχαριστημένοι.»

Το “Ενα πιστόλι για υπογραφή” (εκδόσεις Κάκτος) αποτελεί ενδιαφέρον υλικό για σήριαλ και γιατί;

«Θεωρώ ότι έχει υλικό για σίριαλ, αλλά αυτό είναι μία προσωπική άποψη και επομένως στην συγκεκριμένη περίπτωση μετράει η άποψη άλλων. Πιστεύω ότι έχει ενδιαφέρουσα πλοκή, όπως μου έχει πει και έμπειρος αστυνομικός που είχε την καλοσύνη να το διαβάσει και το βρήκε πολύ ενδιαφέρον, Και η γνώμη του μετράει γιατί το περιεχόμενο του βιβλίου δεν είχε ατοπήματα που θα μπορούσε να διακρίνει ένας ειδικός.»

 

Το καθημερινό κοινοβουλευτικό έργο με ποιο λογοτεχνικό είδος θα το παρομοιάζατε;

«Μου βάζετε δύσκολη ερώτηση γιατί δεν θα ήθελα να δυσαρεστήσω φίλους πολιτικούς! Θα έλεγα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις θα έμοιαζε με σάτιρα του Αριστοφάνη. Άλλοτε με κωμωδία, όταν λέγονται απίθανα πράγματα. Και καμιά φορά με “ροζ” λογοτεχνία όταν ωραιοποιείται η πραγματικότητα.»

Το καθημερινό κοινοβουλευτικό έργο προσφέρει υλικό για συγγραφή;

«Εξαρτάται από τη φόρμα στην οποία θα βρίσκονται οι πατέρες του Έθνους. Πάντως το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο “Στη διάθεσή σας Κύριε Πρόεδρε” (εκδ. Περίπλους), σατίριζε τη λειτουργία μιας κυβέρνησης, με τις εσωτερικές ίντριγκες και τα συντροφικά μαχαιρώματα. Και γι΄αυτό πιστεύω ότι πιο εύκολο υλικό μπορείς να εντοπίσεις σε μία κυβερνητική λειτουργία, παρά στο κοινοβουλευτικό έργο, παρά το γεγονός ότι αυτό είναι πλουσιότερο.»

 

Για ποιο έργο σας είστε υπερήφανος και ποιο θεωρείτε ότι σας αντιπροσωπεύει περισσότερο;

«Νομίζω “Το λάθος παλτό”. Έχω προσπαθήσει να αναδείξω τις διαστάσεις και την ποικιλία των ανθρώπινων χαρακτήρων. Δεν ξέρω αν το πέτυχα. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, συνεχώς το ξεφυλλίζω. Ίσως αυτό να σημαίνει ότι το αγαπώ. Και όσο το ξαναδιαβάζω τόσο το αγαπώ περισσότερο.»

Κάποιοι -και μάλιστα γνωστοί – συγγραφείς, προχωρώντας σε επανεκδόσεις, αλλάζουν σημεία των βιβλίων τους. Συμφωνείτε με αυτή την πρακτική; Τι θα αλλάζατε, αν αλλάζατε κάτι, εσείς;

«Κάθε βιβλίο που έχει κυκλοφορήσει, αποτελεί και ένα παρελθόν. Κι επειδή είμαι της άποψης, της μάλλον ορθής, ότι το παρελθόν δεν διορθώνεται, προσωπικώς δεν θα μετέβαλα κάτι στα βιβλία μου. Θα ήθελα να μείνουν με τα τυχόν σφάλματά τους. Αλλά θα είναι αυθεντικά. Όπως “γεννήθηκαν”».

Οι κριτικές για τα βιβλία σας είναι θετικές ακόμα και ενθουσιώδης. Αποτελούν δικαίωση για εσάς;

«Ευχαριστώ τους ανθρώπους αυτούς για την θετική τους οπτική. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Όπως σας είπα και προηγουμένως έγραψα και γράφω για μένα Για την φυγή μου. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν επιδιώκω κάποια δικαίωση. Αν έλθει, μέσω των θετικών σχολίων, καλοδεχούμενη. Και ευγνώμων στους ανθρώπους αυτούς για την καλή τους διάθεση…»

Τι ονειρεύεστε και τι εύχεστε για τα βιβλία σας;

«Να τα διαβάσουν και να αποκομίσουν μία καλή εικόνα εκείνοι των οποίων η γνώμη μετράει πολύ για μένα… Δεν είναι πολλοί, αλλά είναι εκλεκτοί.»

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα