ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΟΝ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΟΥΤΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Ερευνητής, συγγραφέας, ένας πραγματικός bon vivant της εγχώριας παράδοσης.

Σε μία κοινή γαστρονομική αποστολή στη Ρόδο, θυμάμαι τον Γιώργο Πίττα να κρατάει σημειώσεις και να σκιτσάρει σε ένα δερματόδετο ημερολόγιο και να αποτυπώνει τις στιγμές γύρω του με φωτογραφική μηχανή. Οι ιδιότητες δίπλα στο όνομά του είναι πολλές, αν όμως έπρεπε να διαλέξουμε μία, αυτή θα ήταν ένας bon vivant που αναδεικνύει τον γαστρονομικό πλούτο της χώρας του- μέσα από τις ιστορίες και τις φωτογραφίες από τα ταξίδια του, αποδίδονται διαχρονικά τα πανηγύρια του Αιγαίου, τα καφενεία της Ελλάδας και κάθε πτυχή της γαστρονομικής ταυτότητας αυτού του τόπου.

Τα τελευταία δύο χρόνια, ο Γιώργος Πίττας ασχολείται με τις “Γαστρονομικές Κοινότητες”, μια δράση (θέμα του προτελευταίου του βιβλίου “Γαστρονομικές Κοινότητες, Γαστρονομικοί Προορισμοί”), η οποία αποσκοπεί στην ανάδειξη της γαστρονομικής ταυτότητας των τουριστικών προορισμών της χώρας μας.

“Κεντρική ιδέα του προγράμματος είναι ότι μόνο μέσα από τη συνεργασία των επαγγελματιών του ευρύτερου τομέα της γαστρονομίας μπορεί να αξιοποιηθεί ο γαστρονομικός πλούτος της περιοχής τους. Οι δράσεις αφορούν την καταγραφή της ποιοτικής γαστρονομικής προσφοράς κάθε τόπου, τη δημιουργία σχέσεων αλληλοϋποστήριξης και συνεργειών μεταξύ των επαγγελματιών μέσα από σχετική εκπαίδευση και, τέλος, τη δημιουργία έντυπου και ψηφιακού οδηγού που θα προβάλλει το διαμορφωμένο υλικό που προέρχεται από την εξαντλητική έρευνα και ανάδειξη των γαστρονομικών πρωταγωνιστών (προϊόντα, εδέσματα, δημιουργοί) κάθε τόπου. Ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη 14 γαστρονομικές κοινότητες με πιο πρόσφατες τη Σκιάθο, την Κεφαλονιά, την Αμοργό και το Πήλιο. Κάθε φορά που ολοκληρώνεται η έρευνα και εκδίδεται ένας οδηγός (έντυπος ή ψηφιακός), νιώθω μια ιδιαίτερη χαρά, γιατί έτσι, οι μεν ντόπιοι αποκτούν την επίγνωση του γαστρονομικού πλούτου του τόπου τους, οι δε επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν όσα επιθυμούν για την γαστρονομία του, ενώ εγώ με την σειρά μου θα έχω βάλει άλλο ένα πετραδάκι στη διαμόρφωση της γαστρονομικής ταυτότητας της χώρας μου”, μας εξηγεί.

“Στην Ελλάδα, την τελευταία τριακονταετία, με πρωτοπόρους τους Έλληνες κρασάδες και με παράλληλο σύμμαχο τις διεθνείς τάσεις που υποστήριξαν την τοπικότητα, έγινε μια επανάσταση.", μας λέει ο Γιώργος Πίττας. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Το 2010, ξεκίνησε το πρόγραμμα Ελληνικό Πρωινό από το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδας, με στόχο να πειστούν οι ξενοδόχοι για την αξία που έχουν τα τοπικά ελληνικά προϊόντα, ανοίγοντας τον δρόμο που συνδέει την ελληνική ξενοδοχία με τους ντόπιους παραγωγούς και τη γαστρονομική κληρονομιά κάθε τόπου. “Στις μέρες μας (2020) πάνω από 1500 ξενοδοχεία σ’ όλη την Ελλάδα διαθέτουν Ελληνικό πρωινό, με αποτέλεσμα ο πλούτος του εθνικού μας γαστρονομικού πολιτισμού να γίνει ένα ακόμη ισχυρό όπλο στη μάχη του διεθνούς ανταγωνισμού” σημειώνει.

“Στην Ελλάδα, την τελευταία τριακονταετία, με πρωτοπόρους τους Έλληνες κρασάδες και με παράλληλο σύμμαχο τις διεθνείς τάσεις που υποστήριξαν την τοπικότητα, έγινε μια επανάσταση. Μια έκρηξη εκατοντάδων ποιοτικών προϊόντων ΠΟΠ-ΠΓΕ, και συνοδεύτηκε από δυο γενιές μαγείρων που έσκυψαν πάνω στην παραδοσιακή κουζίνα, πήραν τους χυμούς της και την ανανέωσαν δημιουργώντας την ταυτότητα της νέας ελληνικής κουζίνας. To ενδιαφέρον είναι ότι πολλοί από τους νέους σεφ δρουν εκτός Αθηνών και εμπνεόμενοι από τις τοπικές κουζίνες της περιοχής τους διεύρυναν τα όρια της νεας ελληνικής κουζίνας στο μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Παράλληλα, εκατοντάδες μάγειροι σε κάθε γωνιά της χώρας συντηρούν την παραδοσιακή κουζίνα της περιοχής τους και αντιστέκονται στις κυρίαρχες τάσεις της εποχής.

Αρχίζει να γίνεται σιγά-σιγά συνείδηση ότι η τοπική γαστρονομία κάθε περιοχής δεν αποτελεί μόνο βασική παράμετρο της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά μπορεί να αποτελέσει κι ένα σαφέστατο συγκριτικό πλεονέκτημα και μια σημαντική πηγή πόρων για τον τουρισμό και την τοπική οικονομία γενικότερα. “Συμφωνώ και εγώ με όλα τα παραπάνω απλώς πιστεύω επιπλέον ότι η γαστρονομία είναι ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσει σε βάθος έναν τόπο, κι ότι αν δεν φας, αν δεν δεν πιείς κι αν δεν χορέψεις και δεν τραγουδήσεις δεν θα νιώσεις την πραγματική γεύση της Ελλάδας. Άλλη είναι η κουζίνα της Ρόδου, άλλη της Κρήτης, άλλη της Κέρκυρας και άλλη της Μακεδονίας. Και αυτές τις κουζίνες τις αναγνωρίζει κανείς στα εδέσματα που είτε βρίσκονται σε ταβερνάκια, είτε σε εστιατόρια δημιουργικής κουζίνας. Και για να μη μιλάμε αφηρημένα, ενδεικτικά σπουδαίες εκφράσεις τοπικής κουζίνας μπορούμε να συναντήσουμε στην Κέρκυρα, από τον
Αριστοτέλη Μέγκουλα και τον Σπύρο Βουλισμά που αναδεικνύουν τη σύγχρονη κερκυραϊκή κουζίνα, αλλά και στην ταβέρνα του Μπέλου που τιμά την αντίστοιχη παραδοσιακή, στο ταβερνάκι της οικογένειας Ρούσου “στον Πύργο” της Αμοργού, η την φημισμένη κουζίνα των αδελφών Μαυρίκων στη Λίνδο της Ρόδου, ή στις ταβέρνες της Τήνου το Θαλασσάκι, την Μαραθιά, το ‘Ήταν ένα μικρό καράβι’ και δεκάδες άλλα σ’ όλη την επικράτεια. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι να γνωρίσουμε την κουζίνα κάθε τόπου και τους τοπικούς πρωταγωνιστές της. Μ’ αυτήν την λογική, πρεσβευτές της Κέρκυρας ως προς τα τοπικά εδέσματα μπορούμε να θεωρήσουμε το σοφρίτο, την παστιτσάδα και το μπουρδέτο, της Κεφαλονιάς την κρεατόπιτα και την μπακαλιαρόπιτα, της Σίφνου την ρεβιθάδα και το μαστέλο, στην Κρήτη το αντικρυστό κρέας, τη χανιώτικη και την σφακιανή πίτα, στη Ρόδο την λακάνη, το σουπιόριζο και τα πιταρούδια, στη Λέσβο τα σογάνια, το σφουγκάτο και τους γκιουζλεμέδες, στην Αμοργό το παπατάτο και τις αμοργιανές πίτες, στη Νάξο το ρόστο και το χοιρινό με τις προβάτσιες, στο Πήλιο το σπετζοφάγι και το μπουμπάρι, στην Ήπειρο τις δεκάδες πίτες της κ.ο.κ. Μιλάμε λοιπόν για δεκάδες φαγητά που το καθένα τους είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της γαστρονομίας κάθε περιοχής και ως εκ τούτου και της πατρίδας μας”.

Τα ομορφότερα καφενεία της Ελλάδας στο σύνολό τους βρίσκονται στην Λέσβο, κι αυτό οφείλεται όχι μόνο στη δύναμη του παρελθόντος και στην αγάπη των Μυτιληνιών για το ούζο

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πώς στο μυαλό του Γιώργου Πίττα είναι καταγεγραμμένο κάθε πιάτο, κάθε τσίπουρο και κρασί που μοιράστηκε με τους ντόπιους και πιθανότατα κάθε ιστορία πίσω από αυτά. Η ειδική μνεία που έχει κάνει στα ελληνικά καφενεία είναι μια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές και για όλους όσοι αναζητούν αυτό το live like a local στοιχείο σε κάθε προορισμό.

“Τα ομορφότερα καφενεία της Ελλάδας στο σύνολό τους βρίσκονται στην Λέσβο, κι αυτό οφείλεται όχι μόνο στη δύναμη του παρελθόντος και στην αγάπη των Μυτιληνιών για το ούζο, αλλά κυρίως γιατί τα περισσότερα παλαιά κτίρια διατηρήθηκαν και δεν ανοικοδομήθηκαν, οπότε παρέμειναν οι παλιές τους χρήσεις και συντηρήθηκε ο παλιός τρόπος ζωής – επειδή η ζωή στο καφενείο είναι ο τρόπος ζωής των ανδρών της Λέσβου. Όμορφα καφενεία υπάρχουν και στην Κρήτη, στην Αμοργό, στο Πήλιο και στην Κω. Το ομορφότερο καφενείο όμως της Ελλάδας βρίσκεται στην Άμφισσα ονομάζεται Το Πανελλήνιον στην Άμφισσα και συνδέεται και με την ιστορία –από το 1929– των κοινωνικών μεταλλάξεων της ελληνικής επαρχίας μέχρι τις μέρες μας, όπως και με έναν βαρύ μύθο. Στο χώρο του γυρίστηκε, το 1976, μια εξαίσια σκηνή του Θίασου του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Σε αυτόν λοιπόν τον καφενέ, ο μεγάλος σκηνοθέτης χρησιμοποίησε το φυσικό ντεκόρ του χώρου και δεν χρειάστηκε παρά ελάχιστες επεμβάσεις για να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα της εποχής, τέλη της δεκαετίας του 1940. Το καφενείο έχει χαρακτηριστεί μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς και στην πολύχρονη ιστορία του, στην θεατρική του σκηνή έχει φιλοξενήσει αμέτρητους περιοδεύοντες θιάσους, την εποχή των μπουλουκιών, και όχι μόνο. Από το 1936 έως το 1988 φιλοξενούσε εκατοντάδες παραστάσεις, επιθεωρήσεις, πρόζες, οπερέτες”.

"Η γαστρονομία είναι ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσει σε βάθος έναν τόπο, κι  ότι αν δεν φας, αν δεν δεν πιείς κι αν δεν χορέψεις και δεν τραγουδήσεις δεν θα νιώσεις την πραγματική γεύση της Ελλάδας." ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

“Το πιο όμορφο Πασχαλινό έθιμο της Ελλάδας γίνεται το Σάββατο στις 11 το πρωί, με το σήμα της πρώτης Ανάστασης οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της πόλης χτυπούν χαρμόσυνα και οι κάτοικοι από τα μπαλκόνια τους ή τα παράθυρά τους ρίχνουν τους μπότηδες. Οι μπότηδες είναι πήλινα κανάτια, γεμάτα νερό, με στενό στόμιο και δυο χερούλια στο πλάι, δεμένα με κόκκινες κορδέλες.

Είναι ένα έθιμο που γιορτάζεται μόνο στην Κέρκυρα και που έχει ρίζες από τα ενετικά χρόνια της κατοχής του νησιού, και το σπάσιμο των κανατιών συμβολίζει την απομάκρυνση της κακοτυχίας, γι αυτό μέχρι και σήμερα τα κομμάτια από τους σπασμένους ‘μπότηδες’ τα παίρνουν στο σπίτι τους οι Κερκυραίοι αλλά και πολλοί επισκέπτες του νησιού, προκειμένου να τους φέρουν καλοτυχία και ευμάρεια. Αμέσως μόλις ολοκληρωθεί το σπάσιμο των κανατιών, οι Φιλαρμονικές βγαίνουν και πάλι στους δρόμους της πόλης παίζοντας το αλέγρο μαρς ‘Μην φοβάστε Γραικοί’”.

"“Η πανδημία έφερε στο φως της βασικές αξίες της ύπαρξης, που έχουν κυρίως σχέση με την ποιότητα ζωής." ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Στο τελευταίο του βιβλίο, “Αλφαβητάρι Ελληνικής Γαστρονομίας”, με τα 500 λήμματα και τις 700 φωτογραφίες, ο συγγραφέας συμπυκνώνει μία περιπλάνηση 20 ετών μέσα από ένα περιπετειώδες πάντρεμα τόπων, τοπίων, προϊόντων, ταπεινών παραγωγών, επιτυχημένων επιχειρηματιών, τύπων παραγωγής, συνταγών, τεχνικών μαγειρικής, εδεσμάτων, δημιουργιών προικισμένων σεφ αλλά και λαϊκών μαγείρων ή μαγειρισσών, γραφικών καπηλειών και χαρακτηριστικών ταβερνών, δημοτικών αγορών, πανηγυριών και γαστρονομικών τελετουργιών, εμπλουτισμένων με λογοτεχνικά και ποιητικά́ αποσπάσματα, παραδόσεις, ιστορίες και αφηγήσεις.

“Τελικά το βιβλίο είναι μια μεγάλη αγκαλιά που επιχειρεί να συμπεριλάβει τις περισσότερες “γεύσεις” της ελληνικής γαστρονομίας, έτσι ώστε να χωρέσει όση περισσότερη Ελλάδα. Από τον μεγάλο σεφ Λευτέρη Λαζάρου ως τον Βαγγέλη Μενδρινό, αρχιμάγειρα του πανηγυριού της Αγίας Παρασκευής στην Αμοργό, από το κερκυραϊκό μπουρδέτο ως το ροδίτικο σουπιόριζο, από τον πατριάρχη του ελληνικού κρασιού Γιάννη Μπουτάρη ως τον μέγιστο αποσταγματοποιό Ανέστη Μπαμπατζιμόπουλο, από τη φακή Εγκλουβής μέχρι την αγκινάρα της Κώμης, από το φημισμένο εστιατόριο Ετρούσκο της Κέρκυρας έως το λαϊκό στο οινοπαντοπωλείο Ειδικόν στα Ταμπούρια του Πειραιά και το ιστορικό καπηλειό Δίπορτο στη Δημοτική Αγορά της Αθήνας. Και φυσικά το ελληνικό γαστρονομικό τοπίο δεν εξαντλείται με τα 500 λήμματα, αλλά στο βιβλίο αυτό ανοίγονται όλοι οι ορίζοντες και τα πεδία της ελληνικής γαστρονομίας με την παρουσία των πλέον ενδεικτικών πρωταγωνιστών της”.

Και η πανδημία;

Η πανδημία έφερε στο φως της βασικές αξίες της ύπαρξης, που έχουν κυρίως σχέση με την ποιότητα ζωής. O Ελληνικός Τουρισμός στις μέρες μας, στην μετα-covid εποχή θα πρέπει να δημιουργήσει ένα αφήγημα και ένα περιεχόμενο, βασισμένο στα πραγματικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, αυτά που δίνουν αξία στη ζωή, όπως ο πολιτισμός της καθημερινότητας, η αυθεντικότητα, η εγκάρδια φιλοξενία, η μικρή κλίμακα, η υγιεινή διατροφή και η ανοιχτοσύνη της ελληνικής ψυχής. Όλα αυτά βρίσκονται στην καρδιά του γαστρονομικού τουρισμού και μας δίδεται μια μεγάλη ευκαιρία να τα αναδείξουμε”.

Οι φωτογραφίες των καφενείων είναι από τη συλλογή του Γιώργου Πίττα. Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά βιβλιοπωλεία από διάφορους εκδοτικούς οίκους.

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα