Ν. Μαυροκέφαλος: Η κυβέρνηση πρώτα επέτρεψε την εργοδοτική αυθαιρεσία και τώρα τη νομιμοποιεί

Ν. Μαυροκέφαλος: Η κυβέρνηση πρώτα επέτρεψε την εργοδοτική αυθαιρεσία και τώρα τη νομιμοποιεί
Απεργιακή συγκέντρωση του ΠΑΜΕ για την εργατική Πρωτομαγιά, την Πέμπτη 6 Μαΐου 2021. (EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ) Eurokinissi

Το μέλος της εκτελεστικής γραμματείας του ΠΑΜΕ, Νίκος Μαυροκέφαλος, μιλάει στο News 24/7 για το νομοσχέδιο που αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή τις επόμενες ημέρες, εστιάζοντας στις πλευρές του νομοσχεδίου για τα εργασιακά που έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέσω υπουργικών προαναγγελιών.

Πλέον οι μέρες μετρούν αντίστροφα για την κατάθεση στη Βουλή του νομοσχεδίου για τα εργασιακά, το οποίο ήδη εδώ και μήνες έχει ξεσηκώσει συζητήσεις και αντιδράσεις, φέρνοντας τεκτονικές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Ο Νίκος Μαυροκέφαλος, μέλος της εκτελεστικής γραμματείας του ΠΑΜΕ και μέλος της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, απαντά για τα σημεία στα οποία επικεντρώνεται η συζήτηση, όπως το οκτάωρο, η αλλαγή στην υπερωριακή εργασία, την μετατροπή της εργασιακής διαφοράς σε αστική αλλά και τις νέες συνθήκες στην άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.

Ας ξεκινήσουμε με το θέμα του οκταώρου, γύρω από το οποίο έχει γίνει η μεγαλύτερη συζήτηση μέχρι στιγμής.

Αυτό που κατοχυρώνει το νομοσχέδιο, με βάση όσα έχουν δει στο φως της δημοσιότητας, είναι ότι καταργείται το οκτάωρο και επιβάλλεται η απλήρωτη υπερωριακή εργασία. Σήμερα μπορεί ένας εργαζόμενος στη βιομηχανία ή στις υπηρεσίες να δουλέψει υπερωρία 96 ή 120 ώρες και να τις πληρωθεί. Με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας που θα γίνεται σε εξάμηνη βάση, ένας εργαζόμενος υπολογίζουμε ότι θα δουλεύει περίπου 350 με 425 ώρες υπερωρία και από αυτές θα πληρώνονται στην καλύτερη περίπτωση μόνο τις 150. Μιλάμε δηλαδή για μια μεγάλη απώλεια εισοδήματος σε εργαζόμενους που ήδη δουλεύουν σε καθεστώς υπερωριακής απασχόλησης. Βέβαια το ζήτημα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας δεν μπορούμε να το δούμε από αυτή τη σκοπιά. Η κατάργηση του οκτάωρου απορρυθμίζει συνολικά τη ζωή του εργαζόμενου και της εργαζόμενης. Αυτό δηλαδή που γνωρίζαμε ως σημείο αναφοράς, δηλαδή 8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ξεκούραση και 8 ώρες ο εργαζόμενος να τις αξιοποιήσει όπως θέλει. Η κυβέρνηση αξιοποιεί το επιχείρημα του φόρτου εργασίας και της εποχικότητας ορισμένων επαγγελμάτων. Φέρνει ως παράδειγμα το θέμα του τουρισμού. Όμως στον τουρισμό που όντως υπάρχει μεγάλη εποχικότητα, ταυτόχρονα υπάρχουν δεκατέσσερις εργασιακές σχέσεις οι οποίες επιτρέπουν στους εργοδότες να αξιοποιούν εργαζόμενους με συμβάσεις μιας ημέρας ή έξτρα μαθητείας. Βέβαια ακόμα και σε αυτές τις ελαστικές μορφές απασχόλησης ή υπερωρία πληρωνόταν. Ο εργοδότης, εάν υπήρχε μια καταγγελία στο ΣΕΠΕ, έπρεπε υποχρεωτικά να πληρώσει την υπερωριακή απασχόληση. Άρα ακόμα και σε αυτά τα εποχικά επαγγέλματα η κυβέρνηση έρχεται να κατοχυρώσει την απλήρωτη δουλειά. Η κυβέρνηση επιδιώκει με την απλήρωτη εργασία, όχι μόνο να νομιμοποιήσει αυτό που ήδη υπάρχει και είναι παράνομο, αλλά να χτυπήσει και κατοχυρωμένα εργατικά δικαιώματα εκεί όπου υπάρχουν ισχυρά συνδικάτα. Σε χώρους όπως η βιομηχανία, οι μεταφορές, η ενέργεια εκεί που πληρώνονταν οι υπερωρίες η κυβέρνηση επιδιώκει να απορρυθμίσει και εκεί τις εργασιακές σχέσεις και να επιβάλει την απλήρωτη υπερωριακή εργασία.

Ένα επιχείρημα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση, είναι ότι στην πράξη το οκτάωρο έχει καταργηθεί και παρουσιάζει ως ανάγκη να επικαιροποιηθεί ο εργασιακός νόμος για να ακολουθήσει τις επιταγές της αγοράς.

Καταρχήν υπάρχει αυτή η εργοδοτική αυθαιρεσία γιατί η κυβέρνηση το επιτρέπει. Έχει αποψιλώσει όλους τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και αγνοεί τις δεκάδες καταγγελίες των εργατικών σωματείων. Έχουμε χειροπιαστά παραδείγματα σε πολλούς χώρους δουλειάς όπου υπάρχουν απολύσεις εργαζομένων ή καταστρατήγηση διαφόρων δικαιωμάτων που η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει υπέρ των εργαζομένων. Υπάρχει μια θεμελιακή αλλαγή στο νομοσχέδιο που επιδιώκει να φέρει η κυβέρνηση, δηλαδή την εργατική διαφορά που από το νόμο ήταν κατοχυρωμένη. Ο ίδιος ο εργάτης είναι το αδύναμο μέρος στη διαφορά του με τον εργοδότη και ο εργοδότης το ισχυρό και αυτό κρινόταν στα σώματα επιθεώρησης εργασίας. Τώρα αυτή η διαφορά μετατρέπεται σε αστική, πηγαίνει σε διαιτησία όπου ο εργοδότης με τον εργαζόμενο έχουν ίση βαρύτητα. Κάτι που καταλαβαίνουμε ότι στην πραγματική ζωή δεν υφίσταται. Χαρακτηριστικό είναι το τι θα ισχύει σε περίπτωση απόλυσης. Ακόμα και αν ένας εργαζόμενος που απολύθηκε δικαιωθεί στα δικαστήρια, με βάση το νομοσχέδιο, ο εργοδότης δεν θα έχει πλέον υποχρέωση να τον επαναπροσλάβει. Μέχρι σήμερα, αν κάποιος απολυθεί και δικαιωθεί στα δικαστήρια, ο εργοδότης υποχρεούται να τον επαναπροσλάβει και να του πληρώσει τους μισθούς που έχασε με τόκους υπερημερίας. Πλέον, δεν θα υπάρχει υποχρέωση επαναπρόσληψης, ενώ θα καταβάλλεται μόνο μια αστική αποζημίωση, πολύ χαμηλότερη από τους μισθούς που μεσολάβησαν μέχρι τη δικαίωση του εργαζόμενου. Επί της ουσίας απαλλάσσει τον εργοδότη, δίνοντας του ελεύθερα δικαίωμα για απολύσεις χωρίς αιτιολόγηση.

Ένα άλλο επιχείρημα που ακούστηκε πρόσφατα από τον υφυπουργό Εργασίας, Παναγιώτη Τσακλόγλου, είναι ότι δεν μπορεί το συνδικάτο να γνωρίζει καλύτερα τις ανάγκες του εργαζομένου για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, από τον ίδιο τον εργαζόμενο.

Ο εργαζόμενος έχει ανάγκες τις οποίες φυσικά ο ίδιος τις καθορίζει και τις διαχειρίζεται. Όμως η εργατική τάξη συνολικά μέχρι σήμερα, είχε ένα σημείο αναφοράς, ανεξάρτητα πόσο αυτό τηρούταν ή καταστρατηγούταν από την εργοδοσία. Ήταν το οκτάωρο και με βάση αυτό μπορούσε να καθορίσει όλη την προσωπική του ζωή και τις δραστηριότητες των παιδιών του. Σήμερα η κυβέρνηση αυτό το σημείο αναφοράς ήρθε να το καταργήσει. Στην πραγματικότητα το αντίστροφο θα γίνει. Δεν θα έχει πλέον καμία δυνατότητα ο εργαζόμενος να καθορίζει ο ίδιος το χρόνο εργασίας. Για παράδειγμα στο εμπόριο, με την κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας, κανένας εργαζόμενος δεν πρόκειται ποτέ να δει τα παιδιά του Κυριακή πρωί, γιατί το σαββατοκύριακο πάντα το εμπόριο έχει πολύ μεγάλη κίνηση αφού ο περισσότερος κόσμος δεν δουλεύει. Δεύτερον, είναι ψέμα ότι κάθε εργαζόμενος θα έχει ατομική επιλογή. Με ενάμισι εκατομμύριο ανέργους έξω από την πόρτα των εργοδοτών, καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι μιλάμε για μια ελευθερία με το πιστόλι στον κρόταφο. Ας σκεφτούμε έναν εργαζόμενο που δήθεν θα έχει τη δυνατότητα να καθορίζει ελεύθερα το ωράριό του, όμως δεν θα έχει τη δυνατότητα να παλεύει για τον μισθό του γιατί η απεργία ποινικοποιείται και απαγορεύεται. Όπως δεν θα έχει και το δικαίωμα να καθορίσει και την περίοδο της υπερωριακής απασχόλησης. Η επιδίωξη λοιπόν, είναι εκεί που υπάρχει φόρτος εργασίας να συγκεντρώνεται μεγαλύτερη απλήρωτη εργατική δύναμη για να διασφαλιστεί πολύ μεγαλύτερη κερδοφορία. Η κυβέρνηση αξιοποιεί και το επιχείρημα της καθιέρωσης της τετραήμερης εργασίας και αυτό είναι μεγάλο ψέμα. Με την αύξηση των υπερωριών και την συνεχόμενη δουλειά, έχει την δυνατότητα να διαμορφώνει καθεστώς συνεχόμενης δεκαήμερης εργασίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, προβλέπει με βάση τις βέλτιστες πρακτικές, ότι το ρεπό μπορεί να δίνεται στην αρχή και στο τέλος του 14ημέρου. Άρα μπορεί ένας εργαζόμενος να δουλεύει δέκα μέρες συνεχόμενες και να παίρνει ένα ρεπό στην αρχή και ένα στο τέλος. Αυτά είναι τα ψιλά γράμματα, που ακυρώνουν στην πράξη το επιχείρημα της κυβέρνησης.

Έχουμε ακούσει από όσα έχουν προαναγγελθεί, πως θα επεκταθεί η χρήση της κάρτας εργασίας.

Η κάρτα εργασίας είναι ένα εργαλείο. Η εργοδοσία έχει βρει εκατοντάδες τρόπους για να την παρακάμψει. Εν μέσω πανδημίας χιλιάδες εργαζόμενοι δηλώνονταν σε αναστολή και οι εργοδότες τους έβαζαν να δουλεύουν, παίρνοντας παράλληλα την ενίσχυση από το κράτος.

Η κάρτα εργασίας είναι θεσμοθετημένη από το 2011. Δεν εφαρμόζεται γιατί οι εργοδότες σε αυτή τη φάση επιλέγουν, επειδή η κυβέρνηση τους το επιτρέπει, να παρανομήσουν.

Πρακτικά μπορούν να βρουν πολλούς τρόπους για να μην τηρούν το ηλεκτρονικό ωράριο. Για παράδειγμα στην τηλεργασία, μας έλεγαν συνάδελφοι λογιστές, ότι κάνουν πάρα πολλή δουλειά προετοιμασίας που ζητείται από τους εργοδότες πριν ξεκινήσει το οκτάωρό τους, χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιούν τους servers της επιχείρησης, και όταν μπαίνουν στο οκτάωρό τους κάνουν τις καταχωρήσεις τους με βάση τη στοχοθεσία που έχει θέσει η εταιρεία. Το «δικαίωμα στην αποσύνδεση», εάν ήθελε η κυβέρνηση να το θέσει υπέρ των εργαζομένων, έπρεπε να το θεσμοθετήσει ως υποχρέωση του εργοδότη να κλείνει τα λογισμικά και να μην επιτρέπει ακόμα και να θέλει εργαζόμενους να δουλέψει. Αντί όμως να το μετατρέψει σε υποχρέωση του εργοδότη, να του αφαιρεί όλα τα εργαλεία της δουλειάς, λογισμικά, τηλέφωνα, πελάτες κλπ, το παρουσιάζει ως «ατομικό δικαίωμα στην αποσύνδεση».

Στα όσα αφορούν τον συνδικαλισμό. Ένα επιχείρημα που επικαλείται η κυβέρνηση για να περάσει αλλαγές στον τρόπο συνδικαλισμού, είναι οι αντιπαραθέσεις του ΠΑΜΕ με την ΓΣΕΕ που διαχρονικά υπήρχαν και τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ εντονότερες.

Για τα συνδικάτα τους συσπειρωνόμαστε στο ΠΑΜΕ, βασική μας έννοια είναι ο προσανατολισμός του κινήματος. Σε αυτό έχουμε πολλές μεγάλες διαφορές και αυξημένη διαπάλη με τις άλλες συνδικαλιστικές δυνάμεις και την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ. Ούτε είναι θέμα καρεκλών για εμάς, ούτε ημερομηνιών, ούτε οτιδήποτε άλλο. Αυτό όμως σήμερα το αξιοποιεί η κυβέρνηση για να αποπροσανατολίσει. Βέβαια το ξήλωμα των συνδικαλιστών δικαιωμάτων δεν είναι καινούργιο, ξεκίνησε από την προηγούμενη κυβέρνηση. Είναι ο νόμος του Γενάρη του 2018, που υπονομεύει το απεργιακό δικαίωμα στο επίπεδο της επιχείρησης. Είναι οι νόμοι του ΣΥΡΙΖΑ για την μετατροπή σε ιδιώνυμο των κινητοποιήσεων για τους πλειστηριασμούς. Σε αυτά πατάει τώρα η Νέα Δημοκρατία και έφερε το νόμο για τις συγκεντρώσεις το καλοκαίρι, ενώ φέρνει τώρα το νόμο για τις απολύσεις συνδικαλιστών και για το συνολικότερο χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων. Στην πραγματικότητα εδώ υλοποιείται μια γενικότερη επιδίωξη του κεφαλαίου, οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να παλέψουν για τους όρους δουλειάς τους, το ωράριο της δουλειάς τους και τον μισθό της δουλειάς τους. Το ωράριο θα καθορίζεται μονομερώς από τον εργοδότη. Ο μισθός καθορίζεται με υπουργική απόφαση. Είναι γνωστός ο νόμος Βρούτση-Αχτσιόγλου, όπου η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση είχε περάσει στην υπόθεση του κράτους και δεν είναι θέμα διαπραγμάτευσης συνδικάτων με τους εργοδότες. Ακόμα και για τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καμία δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί ακόμα και αν την υπογράψουν τα δύο μέρη (συνδικάτο και εργοδότης) αν δεν έχει την έγκριση του υπουργού και δεν φέρει έκθεση ότι δεν βλάπτει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ακόμα όμως και στο επίπεδο της επιχείρησης, ένας εργοδότης έχει το δικαίωμα συστήνοντας μια ένωση προσώπων με 5 δικούς τους ανθρώπους, να μπορεί να υπογράψει συμβάσεις, να καθορίζει τα ωράρια και τις συνθήκες δουλειάς. Την ίδια ώρα στα συνδικάτα, για να λειτουργήσουν, μπαίνει προϋπόθεση συμμετοχής του 50 +1%.

Στο κάδρο της κριτικής σας μπαίνει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Κρίνει το ΠΑΜΕ ότι χρειάζεται να στραφεί η κριτική αποκλειστικά στην κυβέρνηση ή υπάρχει ουσιαστικός λόγος να συμπεριλαμβάνεται και η αξιωματική αντιπολίτευση;

Το ΠΑΜΕ ως συσπείρωση συνδικάτων απευθύνεται σε όλη την εργατική τάξη, ανεξάρτητα την πολιτική ή συνδικαλιστική επιλογή που κάνει κάθε εργαζόμενος. Γιατί το ζήτημα του οκτάωρου, των εργασιακών σχέσεων, των μισθών, μας αφορούν όλους. Από αυτή τη σκοπιά το κάλεσμα του ΠΑΜΕ είναι βαθιά ενωτικό μέσα στην εργατική τάξη. Νομίζω ότι έχουμε αποδείξει και στην απεργία στις 26 του Νοέμβρη και τώρα στην απεργία στις 6 του Μάη, ότι κινηθήκαμε σε μια τέτοια κατεύθυνση. Γι αυτό είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι πολλές ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα και σωματεία που δεν συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, πήραν απόφαση να συμμετέχουν σε αυτές τις κινητοποιήσεις. Αυτό όμως δεν έχει σχέση με τις σοβαρές ευθύνες που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για όλα αυτά που βιώνει σήμερα η εργατική τάξη και στα οποία πατάει η Νέα Δημοκρατία. Γιατί οι νόμοι για την ευελιξία και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας υπάρχουν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τους κατήργησε. Η εφαρμογή του νόμου Βρούτση για τις συλλογικές συμβάσεις, όχι μόνο δεν καταργήθηκε αλλά επιβλήθηκε για πρώτη φορά από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Οι νόμοι που αφορούν το ασφαλιστικό με το νόμο Κατρούγκαλου και φυσικά οι νόμοι για το ξήλωμα συνδικαλιστικών ελευθεριών. Ακόμα και στο σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγοντας να εμφανιστεί ως ένας ανταγωνιστικός πόλος απέναντι στη Νέα Δημοκρατία, επιδιώκει να διαμορφώσει μια γραμμή η οποία είναι εχθρική για τους εργαζόμενους, γιατί προσπαθεί να συμβιβάσει τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων και τα συμφέροντα των εργαζομένων. Αυτά για εμάς είναι ασυμβίβαστα. Γι αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ δεν λέει ότι θα καταργήσει τους νόμους της ευελιξίας. Δεν λέει ότι θα καταργήσει τους αντισυνδικαλιστικούς νόμους που έφερε. Το κίνημα σήμερα πρέπει να βάλει σαν στόχο, όχι μόνο να μην κατατεθεί το νομοσχέδιο, αλλά να ξηλωθούν όλα τα αντεργατικά μέτρα που έχουν ψηφιστεί τα τελευταία χρόνια.

Να αναμένουμε ένα κάλεσμα σε κοινό μέτωπο των εργαζομένων ενάντια στην κυβέρνηση; Είχαμε δει κάτι αντίστοιχο σε πολιτικό επίπεδο τότε, πέρυσι στην περίπτωση των διαδηλώσεων.

Όπως είπα πριν ήταν πολύ ελπιδοφόρο το γεγονός ότι δεκάδες Ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα και συνδικάτα, πολλά εκ των οποίων δεν συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, είναι σε αυτή τη φάση στην πρώτη γραμμή του αγώνα και ελπίζουμε και προσδοκούμε να μπούνε κι άλλα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη αυτή την περίοδο για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Αυτό εμείς επιδιώκουμε να το διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού και να το δυναμώσουμε. Γι αυτό και επιλέξαμε την Δευτέρα και κάναμε μια πλατιά σύσκεψη σωματείων, όχι μόνο συνδικάτων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, στο Πεδίον του Άρεως, ακριβώς για να μπορούν τα συνδικάτα να έχουν την πρωτοβουλία, με γνώμονα τα συμφέροντα των εργαζομένων και να οργανώνουν τις κινητοποιήσεις τους με βάση αυτόν τον άξονα, να μην κατατεθεί το νομοσχέδιο και να ξηλωθεί όλο το αντεργατικό οπλοστάσιο που υπάρχει σήμερα. Άρα από αυτή τη σκοπιά, υπάρχει ανάγκη να ενωθεί η εργατική τάξη σ’ αυτούς τους αγώνες. Τώρα το να καθίσουν οι συνδικαλιστικές παρατάξεις κορυφής να συνεννοηθούν, νομίζω ότι αυτό έχει ήδη δοκιμαστεί στην ηγεσία της ΓΣΕΕ. Εκεί είναι το υψηλότερο επίπεδο που εκφράζονται όλες οι συνδικαλιστικές δυνάμεις και βλέπουμε ότι στην πράξη, σε αυτόν τον δρόμο, η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, όπου συμμετέχουν και οι δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και οι δυνάμεις της ΝΔ και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ βάζουν εμπόδιο. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά συνδικάτα που οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ έχουν πλειοψηφία, δεν πήραν απόφαση για συμμετοχή στην απεργία που πέρασε.

Θεωρείτε πως έχει επικοινωνηθεί επαρκώς στους εργαζόμενους το τι έρχεται; Το νομοσχέδιο βέβαια δεν έχει κατατεθεί ακόμη αλλά υπάρχουν συγκεκριμένες προαναγγελίες από υπουργικά χείλη. Τι θεωρείτε πως πρέπει να γίνει το επόμενο διάστημα;

Ναι υπάρχει πολύ μεγάλη συζήτηση μέσα στους χώρους δουλειάς. Μπορεί το νομοσχέδιο να μην είχε κατατεθεί αλλά ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Χατζηδάκης δεν χάνουν ευκαιρία να το διαφημίσουν. Ακόμα και στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο βασικός άξονας δηλώσεων του Μητσοτάκη ήταν αυτός. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι το ξήλωμα των εργατικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων μας, έχει συνδεθεί με το Ταμείο Ανάκαμψης ως προϋπόθεση και όρος, όπως γινόταν παλιά με τα μνημόνια, για να γίνει εκταμίευση των χρημάτων. Γίνεται πολύ μεγάλη συζήτηση στους χώρους δουλειάς. Εμείς αυτό που θα επιδιώξουμε καταρχήν, είναι να σημάνει συναγερμός. Να υπάρξει μεγάλη κινητοποίηση, να γίνουν μαζικές διαδικασίες, να γίνουν συνελεύσεις στα συνδικάτα, να γίνουν συγκεντρώσεις όπου θα γίνουν συσκέψεις, θα οργανωθούν συζητήσεις. Φυσικά θα είμαστε έτοιμοι στην περίπτωση που επιχειρήσει η κυβέρνηση να αιφνιδιάσει. Να απαντήσουμε με συλλαλητήρια και με άλλες μορφές δράσης που θα επιλέξουν τα συνδικάτα και ταυτόχρονα είναι πολύ σημαντικό ότι ήδη συνδικάτα όπως το Εργατικό Κέντρο Αθήνας και άλλες Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα έχουν ήδη προκηρύξει απεργία εάν η κυβέρνηση φέρει αυτό το νομοσχέδιο.

Κλείνοντας, μια τελευταία ερώτηση. Η κυβέρνηση μιλάει για μια επικαιροποίηση του εργασιακού περιβάλλοντος με βάση τις σύγχρονες επιταγές της αγοράς. Είναι αδιαμφισβήτητο πως οι αγορά εργασίας αλλάζει τις τελευταίες δεκαετίες με ραγδαίους ρυθμούς. Μπορούν τα αιτήματα των εργαζομένων να συνυπάρχουν με τη σύγχρονη λειτουργία της αγοράς, προστατεύοντας όμως ταυτόχρονα και τον εργαζόμενο αλλά όχι εμφανιζόμενα ως αναχρονιστικά;

Κατά τη γνώμη μας, όχι. Με σαφήνεια. Ακόμα και για αυτό που επικαλείται η κυβέρνηση και ο υπουργός εργασίας κ. Χατζηδάκης περί βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών, τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει και έχουμε δώσει στη δημοσιότητα κατά καιρούς, από την κατάσταση της εργατικής τάξης της Ευρώπης, είναι αποκαλυπτικά. Έχει εκτιναχθεί ο αριθμός των εργαζομένων χωρίς συλλογική σύμβαση στην Ευρώπη. Υπάρχει πολύ μεγάλη μείωση τόσο του μέσου όσο και του κατώτατου μισθού. Ταυτόχρονα έχει φτάσει σε ένα μεγάλο ποσοστό ο αριθμός των εργαζομένων που αμείβονται -με βάση ένα κριτήριο που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση- κάτω από το 105% των κατώτερων μισθών των χωρών. Στην Ελλάδα πάνω από το 30% των εργαζόμενων αμείβεται με μισθό χαμηλότερο του κατώτατου και με ελαστικές μορφές απασχόλησης. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, απαιτούν και προϋποθέτουν το τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων. Γι αυτό κι ως ΠΑΜΕ επιμένουμε, όχι μόνο να μην κατατεθεί το νομοσχέδιο αλλά να επανέλθουν οι συλλογικές μας συμβάσεις, να επιβληθεί το οκτάωρο ή το εξάωρο σε ορισμένους κλάδους, που η παραγωγικότητα της εργασίας και η άνοδος της επιστήμης το επιτρέπουν ,να κατοχυρωθεί Κυριακάτικη αργία, να πάρουμε πίσω την κοινωνική μας ασφάλιση και μια σειρά από άλλα τέτοια δικαιώματα. Αυτά είναι τα σύγχρονα δικαιώματα των εργαζομένων που δεν μπορούν να μπουν στο ζύγι της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News καιμάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα