Νέα κούρσα εξοπλισμών, το ίδιο αδιέξοδο

Νέα κούρσα εξοπλισμών, το ίδιο αδιέξοδο
EUROKINISSI/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ/ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ

Ο Γιάννης Αλμπάνης γράφει για τη σύναψη συμφωνίας Ελλάδας - Γαλλίας, τον κυβερνητικό ενθουσιασμό, τον οποίο δεν συμμερίζεται, κι εξηγεί το γιατί είναι επιφυλακτικός.

Η ανακοίνωση από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν της προμήθειας από τη Ελλάδα γαλλικών πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών, καθώς και της σύναψης ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας, χαιρετίστηκε με διθυραμβικά σχόλια από το κυβερνητικό στρατόπεδο, και όχι μόνο από αυτό. Στη χώρα μας στα ζητήματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής σημειώνονται αξιοσημείωτες συναινέσεις, ακόμα και σε περιόδους άγριας πόλωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα ζητήματα ονομάζονται “εθνικά”, κάτι που υπονοεί ότι η αμυντική κι εξωτερική πολιτική δεν επιδέχεται πολλές πολλές αντιρρήσεις. Οι αντιρρήσεις θεωρούνται πολλές φορές ύποπτες, αν όχι ανοιχτά αντεθνικές. Η αντίρρηση όμως συνιστά την πεμπτουσία της δημοκρατίας. Το να διατυπώνει δε κανείς καθαρά την άποψή του ακόμα και όταν δεν τη συμμερίζονται οι πολλοί, αποτελεί απόδειξη ότι στο δημόσιο διάλογο υπερασπίζεται ιδέες για το γενικό καλό και όχι ιδιοτελείς προσωπικές σκοπιμότητες.

Οι μεσάζοντες

Δεν συμμερίζομαι λοιπόν τον ενθουσιασμό για το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Πρώτα απ’ όλα είμαι πάντα επιφυλακτικός με τα κολοσσιαία εξοπλιστικά προγράμματα, λόγω της πρόσφατης σχετικής εμπειρίας. Συγκεκριμένα:

Τα εξοπλιστικά προγράμματα είναι ταυτισμένα με τη διαφθορά και τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος. Το σκάνδαλο Τσοχατζόπουλου είναι η πιο χτυπητή περίπτωση, αλλά κανείς δεν πιστεύει ότι πρόκειται για την εξαίρεση ενός κανόνα που είναι διαφορετικός.

Οι υπέρογκες δαπάνες για τους εξοπλισμούς υπήρξαν μια από τις αιτίες που προκάλεσαν τη χρεοκοπία του 2010. Υπενθυμίζεται ότι η κρίση χτύπησε όλον τον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά η Ελλάδα υπέφερε πολύ περισσότερο λόγω των ιδιαιτεροτήτων της, μία από τις οποίες είναι και οι πολύ μεγάλες αμυντικές δαπάνες.

Παρά τα τεράστια ποσά που έχουν δαπανηθεί τις τελευταίες δεκαετίες από όλες τις κυβερνήσεις για αγορά υπερσύγχρονων εξοπλιστικών συστημάτων, δεν έχει επιτευχθεί εκείνη η μεταφορά τεχνογνωσίας που θα επέτρεπε στην ελληνική βιομηχανία κινηθεί με μεγαλύτερη ταχύτητα στις νέες τεχνολογίας.

Εύλογα θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι τα κακώς κείμενα του παρελθόντος δεν υποχρεώνουν τη σημερινή κυβέρνηση να ακολουθήσει τον ίδιο λανθασμένο δρόμο. Όντως έτσι είναι. Ωστόσο, όταν τα ίδια ολισθήματα επαναλαμβάνονται κατά γράμμα επί δεκαετίες από διαφορετικές κυβερνήσεις, η επιφυλακτικότητα (αν όχι η καχυποψία) είναι απολύτως δικαιολογημένη.

Η κούρσα των εξοπλισμών

Ο βασικός λόγος όμως που δεν συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό για τη συμφωνία με τη Γαλλία δεν είναι το παρελθόν, αλλά το μέλλον. Αν και ο πρωθυπουργός το αρνήθηκε σε δηλώσεις του, η προμήθεια των φρεγατών Belharra και των μαχητικών Rafale σηματοδοτεί νέα κούρσα εξοπλισμών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι απολύτως σίγουρο ότι πολύ σύντομα η Τουρκία θα απαντήσει με το δικό της γιγάντιο εξοπλιστικό πρόγραμμα. Σε μια ψυχροπολεμική εξοπλιστική κούρσα καμιά πλευρά δεν μπορεί να κρατήσει την όποια υπεροχή για σημαντικό διάστημα. Πολύ γρήγορα η ανταγωνίστρια χώρα θα πάρει το προβάδισμα, κάτι που θα οδηγήσει σε νέο γύρο προμηθειών, διαιωνίζοντας το γαϊτανάκι των εξοπλισμών. Ένα γαϊτανάκι που αφαιρεί κρίσιμους οικονομικούς πόρους από την κοινωνία. Ας σκεφτούμε πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν αυτά τα πέντε δισεκατομμύρια ευρώ τροφοδοτούσαν την ελληνική και όχι τη γαλλική οικονομία.

Η προοπτική

Βεβαίως, το νέο εξοπλιστικό συνδυαζόμενο με την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης στην Τουρκία για να γίνει πιο διαλλακτική στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εντούτοις, ούτε πραγματικές διαπραγματεύσεις γίνονται ούτε η κυβέρνηση δείχνει να έχει κάποια στρατηγική επίλυσης της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Αυτό που κάνει είναι να κλοτσάει κάθε φορά το ντενεκεδάκι λίγο πιο μακριά, φοβούμενη το πολιτικό κόστος και τους εσωκομματικούς συσχετισμούς. Πρόκειται για πιστή εφαρμογή του δόγματος της ακινησίας στην εξωτερική πολιτική, το οποίο υπηρετούσε παραδοσιακά η ελληνική Δεξιά. Δόγμα του συνοψίζεται στην αντίληψη ότι δεν επιλύουμε κανένα ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής και απλώς κερδίζουμε χρόνο, θεωρώντας ότι στο μέλλον τα πράγματα θα είναι πιο ευνοϊκά -τελικά αυτό το “μέλλον” κάποια στιγμή γίνεται “παρόν”, αλλά τα πράγματα δεν γίνονται ευνοϊκά.

Προφανώς δεν είναι καθόλου εύκολο να επιλυθούν τα ελληνοτουρκικά. Όταν όμως δεν καταβάλλεις καμία προσπάθεια για να εκμεταλλευτείς έστω και την παραμικρή χαραμάδα ελπίδας, απλώς αναπαράγεις το γνωστό αδιέξοδο. Ένα αδιέξοδο που κρατάει τη χώρα στην ομηρία των εμπόρων όπλων και των μεγάλων “συμμάχων”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα