Στη δίνη του κόστους στέγασης, ενέργειας και τροφίμων τα νοικοκυριά

Στη δίνη του κόστους στέγασης, ενέργειας και τροφίμων τα νοικοκυριά
Αθήνα Alexandros Michailidis / SOOC

Ο στόχος για σπίτι και φτηνή στέγη αποτελεί μακρινό όνειρο για τους πολίτες στη δεδομένη συγκυρία.Τι δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat και της ΓΣΕΕ.

Μέσα από “συμπληγάδες” που διαμορφώνουν τα κόστη στέγασης, τροφίμων κι ενέργειας καλούνται να περάσουν τα νοικοκυριά, με βάση όχι αναφορές της Αντιπολίτευσης αλλά τόσο της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής αλλά και της ΓΣΕΕ.

Έτσι, σύμφωνα με την Eurostat, η χώρα μας φιγουράρει στην πρώτη θέση σε τρεις δείκτες: υπερβολική επιβάρυνση του κόστους στέγασης στις αστικές περιοχές, υπερβολική επιβάρυνση του κόστους στέγασης στις αγροτικές περιοχές και ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος που αφιερώνεται στο κόστος στέγασης.

Σημειώνεται ότι η υπερβολική επιβάρυνση του κόστους στέγασης μπορεί να μετρηθεί με το μερίδιο του πληθυσμού που ζει σε ένα νοικοκυριό όπου το συνολικό κόστος στέγασης απορροφά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Κι αυτό με βάση στοιχεία του 2021, όποτε δεν έχει προσμετρηθεί η άνοδος του κόστους στέγασης του 2022.

Αστικές περιοχές

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα στοιχεία της Eurostat για το 2021 αναδεικνύουν πρωταθλήτρια τη χώρα στην υπερβολική επιβάρυνση του κόστους στέγασης, με ποσοστό το 32,4% που σημαίνει ότι ένα στα τρία νοικοκυριά στις αστικές περιοχές δαπανούν ποσοστό μεγαλύτερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση.

Ακολουθούν η Δανία, όπου το 21,9% των νοικοκυριών στις αστικές περιοχές δαπανούν ποσοστό μεγαλύτερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση, και η Ολλανδία με ποσοστό 15,3%.

Στο άλλο άκρο της κλίμακας είναι η Λιθουανία με ποσοστό 1,6%, η Μαλτα με ποσοστό 2,9% και η Ουγγαρία με ποσοστό 3,1%.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο δείκτης διαμορφώθηκε στο 10,4%.

Αγροτικές περιοχές

Η Ελλάδα αναδεικνύεται πρωταθλήτρια επίσης και στην υπερβολική επιβάρυνση του κόστους στέγασης για τα νοικοκυριά που ζουν σε αγροτικές περιοχές, με ποσοστό 22%. Ακολουθούν η Βουλγαρία με 13,3 % και η Ρουμανία με 10,8 %.

Στον αντίποδα βρίσκουμε την Κύπρο με 1,3%, την Ιρλανδία με 1,6% και την Ουγγαρία με 2,2%.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο δείκτης για τις αγροτικές περιοχές διαμορφώνεται στο 6,2%.

Τα ποσοστά για τις αγροτικές περιοχές είναι εμφανώς χαμηλότερα, με τη Eurostat να σημειώνει ότι το 2021 η υπερφόρτωση του κόστους στέγασης ήταν υψηλότερη στις πόλεις από ό,τι στις αγροτικές περιοχές σε όλες τις χώρες της ΕΕ εκτός από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Κροατία, τη Λιθουανία και τη Λετονία.

Σε σχέση με το ποσοστό που διατίθεται από το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα στο κόστος στέγασης κι εκεί τα πράγματα είναι δυσοίωνα.

Κατά μέσο όρο στην ΕΕ το 2021, το 18,9 % του διαθέσιμου εισοδήματος διατέθηκε στο κόστος στέγασης, με την Ελλάδα να βρίσκεται και πάλι στην πρώτη θέση με ποσοστό 34,2%. Ακολουθούν η Δανία με 26,3% και η Ολλανδία με 23,9%.

Αν περιοριστεί ο δείκτης μόνο στα άτομα με διαθέσιμο εισόδημα κάτω του 60% του εθνικού μέσου εισοδήματος (τα άτομα δηλαδή που θα μπορούσαν να θεωρηθεί ότι κινδυνεύουν από φτώχεια), η στέγαση «τρώει» από το διαθέσιμο εισόδημα το 37,7 % κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, για όσους έχουν διαθέσιμο εισόδημα άνω του 60% του διαμέσου εισοδήματος, το μερίδιο ανήλθε σε 15,2 %.

Καλπάζει το κόστος

Στο μεταξύ ενώ η γη που είναι προς πώληση για οικοδομές καλπάζει φτάνοντας σε περιοχές με ενδιαφέρον και πάνω από 1000 ευρώ ανά τετραγωνικό δόμησης το κόστος των υλικών κάνει πιο απρόσιτο το “όνειρο” για ένα σπίτι.

Έτσι, νέα μεγάλη αύξηση, της τάξης του 11,7%, σημείωσαν οι τιμές στα οικοδομικά υλικά συνολικά τον περασμένο Δεκέμβριο, και αυτό παρά τη μείωση των τιμών στην ηλεκτρική ενέργεια.

Ειδικότερα, ανατιμήσεις καταγράφηκαν σε: Τούβλα (28,2%), Πετρέλαιο κίνησης- Diesel (19,8%), Παρκέτα (17,1%), Σίδηρο οπλισμού (16,2%), Γκαραζόπορτες (14,5%), Ξυλεία οικοδομών (13,6%), Αγωγούς χάλκινους (13%), Πλαστικό, ακρυλικό, νερού (12%), Ντουλάπες ξύλινες (11,5%), Έτοιμο σκυρόδεμα (11,2%), Θερμαντικά σώματα (10,9%), Πλακίδια γενικά- δαπέδου, τοίχου (10,9%), Μαρμαρόπλακες (10,3%), Εντοιχισμένα ντουλάπια (9,9%), Κουφώματα αλουμινίου (9,2%), Παράθυρα ξύλινα (9%), Πόρτες εσωτερικές (8,8%), Τσιμέντο (8,6%), Σωλήνες χαλκού (6%) και Ανελκυστήρες (6%). Στον αντίποδα, μείωση 8,9% σημείωσαν οι τιμές στην Ηλεκτρική ενέργεια.

Όπως ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, ο γενικός δείκτης τιμών υλικών κατασκευής νέων κτηρίων κατοικιών παρουσίασε αύξηση 11,7% τον Δεκέμβριο 2022 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Δεκεμβρίου 2021, έναντι αύξησης 7,1% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των αντίστοιχων δεικτών το 2021 με το 2020.

Παράλληλα, ο γενικός δείκτης τον παρουσίασε αύξηση 0,5% τον Δεκέμβριο 2022 σε σύγκριση με τον δείκτη του Νοεμβρίου 2022, έναντι αύξησης 0,4% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των αντίστοιχων μηνών το 2021.

Σε μέσα επίπεδα πέρυσι, ο δείκτης παρουσίασε αύξηση 11% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του δωδεκαμήνου Ιανουαρίου 2021-Δεκεμβρίου 2021, έναντι αύξησης 3,8% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των αντίστοιχων προηγούμενων δωδεκάμηνων.

Να σημειωθεί, ότι μείωση 24,3% καταγράφηκε στον όγκο της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας τον Οκτώβριο πέρυσι, καθώς, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, τον συγκεκριμένο μήνα εκδόθηκαν 2.272 οικοδομικές άδειες, που αντιστοιχούν σε 427.436 m2 επιφάνειας και 1.778.614 m3 όγκου. Με αποτέλεσμα, να υπάρξει αύξηση κατά 7,4% στον αριθμό των οικοδομικών αδειών, μείωση κατά 16,6% στην επιφάνεια και μείωση κατά 24,3% στον όγκο, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2021.

Το 10μηνο, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα εμφανίζει στο σύνολο της χώρας αύξηση κατά 3% στον αριθμό των οικοδομικών αδειών, μείωση κατά 14,3% στην επιφάνεια και μείωση κατά 8% στον όγκο, σε σχέση με την περίοδο Ιανουαρίου- Οκτωβρίου 2021.

Απώλεια εισοδήματος

Κι όλα αυτά την ώρα που η απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ φτάνει έως και το 40%, με βάση τα βασικά συμπεράσματα του Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Διαπιστώνεται επίσης όξυνση των ανισοτήτων, λόγω του κόστους ζωής, που συνδέεται με την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό.

Το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ με τίτλο “Η κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα”, την περσινή χρόνια κατέγραψε την εξέλιξη της ακρίβειας στη χώρα μας και αποτυπώνει την όξυνση της οικονομικής ανισότητας, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και τις επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης, το κύμα της ακρίβειας στην ενέργεια και σε βασικά προϊόντα επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών και στο βιοτικό τους επίπεδο. Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 19%, αλλά όπως σημειώνει, δεδομένου ότι το ύψος του κατώτατου μισθού στη χώρα μας είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, γίνεται αντιληπτό ότι η ακρίβεια έχει συρρικνώσει το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και των οικογενειών τους.

Η κατάσταση είναι δραματική κυρίως για τα χαμηλά έως πολύ χαμηλά εισοδήματα. Όπως διαπιστώνεται, ο συνδυασμός αύξησης των τιμών κυρίως σε βασικά αγαθά, όπως είναι η ενέργεια και τα τρόφιμα, και τα πολύ χαμηλά εισοδήματα εκτινάσσουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ έως και 40%.

Υψηλή, από 9% έως 14% είναι η απώλεια αγοραστικής δύναμης και το αμέσως επόμενο εισοδηματικό κλιμάκιο (751-1.100 ευρώ), αν και σημαντικά πιο περιορισμένη σε σχέση με το φτωχότερο εισοδηματικό κλιμάκιο, παρ’ ότι η μέση κατανάλωση είναι αρκετά υψηλότερη.

Στα υπόλοιπα εισοδηματικά κλιμάκια η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι χαμηλότερη του 11% και μειώνεται όσο αυξάνεται το επίπεδο του εισοδήματος. Εξαίρεση αποτελούν τα μηνιαία εισοδήματα που είναι μεγαλύτερα των 3.500 ευρώ, των οποίων η απώλεια αγοραστικής δύναμης μπορεί και να ξεπερνάει την αντίστοιχη του αμέσως προηγούμενου κλιμακίου (2.801-3.500 ευρώ), επειδή η κατανάλωση στο υψηλότερο κλιμάκιο είναι πολύ μεγαλύτερη του προηγούμενου.

Όξυνση ανισοτήτων

Τα παραπάνω στοιχεία αποκαλύπτουν και την όξυνση των ανισοτήτων, λόγω της άνισης επιβάρυνσης που υφίστανται τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού.

Με την κατάσταση να επιδεινώνεται λόγω της μείωσης και του μέσου μισθού, τόσο σε ονομαστικούς όσο και πραγματικούς όρους. Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το α’ τρίμηνο του 2022, ο ονομαστικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά περίπου 4,5%, ενώ η μείωση του πραγματικού μέσου μισθού άγγιξε το 12%. Η μείωση του μέσου μισθού εξασθενεί τη ροπή της κοινωνίας προς κατανάλωση και αναδεικνύει το χαμηλό επίπεδο προστασίας της εργασίας από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και την υποβάθμιση της ευημερίας των εργαζομένων.

Επίσης, από τα στοιχεία παρατηρείται αξιοσημείωτη διαφοροποίηση της διάρθρωσης της δαπάνης μεταξύ των νοικοκυριών ανάλογα με το αν τα αγαθά και οι υπηρεσίες που καταναλώνουν είναι πρώτης ανάγκης ή όχι.

Για τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό πεμπτημόριο, οι δαπάνες στην ομάδα “στέγαση” αντιπροσωπεύουν το 38,6% της συνολικής κατανάλωσής τους, έναντι 28,7% των πλουσιότερων νοικοκυριών.

Αντίστοιχα, οι δαπάνες στην ομάδα “τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά” αντιπροσωπεύουν το 22,2% της κατανάλωσης των φτωχότερων νοικοκυριών, έναντι 17,6% των πλουσιοτέρων.

Υψηλότερο ποσοστό κατανάλωσης έναντι εκείνου των πιο πλούσιων νοικοκυριών έχουν τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό κλιμάκιο και για αγαθά και υπηρεσίες που εντάσσονται στις κατηγορίες “αλκοολούχα ποτά και καπνός” και “επικοινωνία”.

Η δαπάνη για ενέργεια

Τόσο όσον αφορά τους οικιακούς καταναλωτές όσο και τους μη οικιακούς, η Ελλάδα κατέγραψε τις υψηλότερες προ δημοσιονομικής παρέμβασης τιμές στην ΕΕ. Η τιμή μετά τη δημοσιονομική παρέμβαση παραμένει υψηλή στην περίπτωση των μη οικιακών καταναλωτών. Η υψηλή τιμή της ενέργειας στην Ελλάδα οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις αγοραίες ιδιαιτερότητες του ελληνικού χρηματιστηρίου ενέργειας και στη βαρύτητα του φυσικού αερίου για την τελική διαμόρφωση της τιμής της ενέργειας και στα πολύ υψηλά ενδιάμεσα κόστη.

Η Ελλάδα είχε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ όσον αφορά την επιβάρυνση των νοικοκυριών, που ξεπερνούσε το 6% του μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Όσον αφορά την αντίστοιχη επιβάρυνση από τον μηνιαίο λογαριασμό φυσικού αερίου, η Ελλάδα κατέγραψε την τρίτη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ, με το κόστος να είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα (13,4% σε μονάδες αγοραστικής δύναμης).

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα