Tι σημαίνει η συμφωνία Τσίπρα- Ιερώνυμου για εκκλησιαστική περιουσία- μισθούς ιερέων

Tι σημαίνει η συμφωνία Τσίπρα- Ιερώνυμου για εκκλησιαστική περιουσία- μισθούς ιερέων
Συνάντηση του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Eurokinissi

Ο ιστορικός συμβιβασμός δίνει τέλος στις διεκδικήσεις του κράτους όσον αφορά στην εκκλησιαστική περιουσία. Το κράτος θα πληρώνει το σημερινό κόστος της μισθοδοσίας των ιερωμένων στην Εκκλησία, η οποία όμως θα πρέπει με αυτά τα χρήματα να πορεύεται.

Όταν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είχε προτείνει στο πλαίσιο της αναθεώρησης όχι την κατάργηση αλλά την τροποποίηση του άρθρου 3 του Συντάγματος, είχε αναφερθεί στην επικοινωνία του με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.

Ωστόσο αποτέλεσε μάλλον έκπληξη ότι χθες μετά τη συνάντηση τους ανακοίνωσαν μία συμφωνία για την εκκλησιαστική περιουσία και τους μισθούς των ιερέων, η οποία όπως και να έχει αποτελεί έναν ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ κράτους και Εκκλησίας. Στο κυβερνητικό στρατόπεδο θέλουν να βλέπουν αυτό το deal ως ένα πρώτο βήμα εξορθολογισμού των σχέσεων κράτους- Εκκλησίας και διάκρισης των ρόλων τους.

Οι ευχαριστίες και τα συγχαρητήρια του κ.Ιερώνυμου βέβαια προς τον πρωθυπουργό δείχνουν πως αυτή η συμφωνία αν μη τι άλλο δεν ειναι μη επωφελής για την Εκκλησία και οπωσδήποτε απέχει από έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό, όπως κάποιοι θα ήθελαν και στο ΣΥΡΙΖΑ. Με τη συμφωνία το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.

Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.

Ομως αυτό το ποσό καλύπτει το κόστος μισθοδοσίας με βάση το σημερινό αριθμό ιερωμένων και λαϊκων υπαλλήλων της Εκκλησίας και ακόμη και εάν ο αριθμός τους στο μέλλον αυξηθεί, δεν αλλάζει το ύψος της κρατικής επιδότησης.

Με απλά λόγια οι ιερωμένοι θα ακολουθούν τις μισθολογικές μεταβολές (αυξήσεις ή μειώσεις) των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά η Εκκλησία θα λαμβάνει ένα φιξ ποσό για τη μισθοδοσία τους, το οποίο μετά εκείνη θα πρέπει να αποφασίσει πως θα το διαχειριστεί. Εάν θελήσει να προσλάβει περισσότερους ιερείς, θα πρέπει η ίδια να βρει τα χρήματα για τη μισθοδοσία τους ή να μοιράσει ανάλογα το ποσό της κρατικής επιδότησης.

Εάν θέλει να δώσει αυξήσεις στους ιερείς, το ίδιο. Το τι θα κάνει δηλαδή με τα χρήματα αυτά είναι δικό της θέμα, δεν πρόκειται όμως να λάβει περισσότερα ή λιγότερα από αυτό το ποσό (που δεν αποσαφηνίζεται προς το παρόν) βάσει της συμφωνίας Τσίπρα- Ιερώνυμου. Αυτό το μοντέλο βέβαια απέχει πολύ από το γερμανικό μοντέλο, το οποίο μάλιστα επικαλέστηκε και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μετά την προχθεσινή πρώτη συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.

Στη Γερμανία (όπου κυριαρχούν οι Προτεστάντες και οι Καθολικοί) ανάλογα με το δόγμα στο οποίο θα δηλώσει ότι ανήκει κάθε πολίτης (εάν δηλώσει κάποιο) πληρώνει και μία εισφορά στην Εκκλησία του, η οποία μετά από τα δικά της έσοδα καλύπτει όλα της τα έξοδα, χωρίς χρηματοδότηση από το κράτος παρά μόνο από τους ίδιους τους πιστούς της. Αποτελεί ωστόσο ένα βήμα για την Ελλάδα υπό την έννοια ότι η Εκκλησία δε θα μπορεί να αυξάνει τον αριθμό των ιερέων και να ζητά κάλυψη του επιπλέον μισθολογικού κόστους από το κράτος.

Από κυβερνητικής πλευράς άφηναν από χθες ήδη ανοιχτή τη δυνατότητα τώρα που οι ιερείςι παύουν να προσμετρώνται στους δημοσίους υπαλλήλους, να ανοίξει ο δρόμος για νέες προσλήψεις στο δημόσιο και από την αντιπολίτευση ήδη την κατηγορουσαν ότι απλως βγάζει τα έξοδα μισθοδοσίας των κληρικών από τον κωδικό πληρωμής δημοσίων υπαλλήλων με αυτό το σκοπό. Δημοσιονομικά βέβαια αυτό θα ήταν δύσκολο, αφού το κράτος και πάλι έχει το κόστος της μισθοδοσίας όπως αναφέρθηκε.

Το θέμα της μισθοδοσίας των κληρικών συνδέεται με το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία αποτελεί μία μακρά και περίπλοκη ιστορία, καθώς η Εκκλησία εδραιώνει τις περιουσιακές της αξιώσεις συχνά με χρυσόβουλα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το ελληνικό κράτος από την ίδρυση του προχώρησε σε απαλλοτριώσεις εκκλησιαστικής περιουσίας (όπως και απαλλοτριώσεις τσιφλικιών βέβαια) με αντίτιμο μικρότερο από αυτό που η Εκκλησία θεωρούσε το πραγματικό, αλλά το ζήτημα αποτέλεσε πάντα πεδίο εκατέρωθεν διεκδικήσεων.

Σε κάθε περίπτωση η Εκκλησία πάντα όποτε ετίθετο ζήτημα για τη μισθοδοσία των ιερέων, συνέδεε το θέμα με αυτό της εκκλησιαστικής περιουσίας που αποδόθηκε στο κράτος. Ενώ το κράτος έθετε ζήτημα για τις πωλήσεις εκκλησιαστικής περιουσίας που τελούνταν σε μία γκρίζα νομικά ζώνη και για το γεγονός ότι εκείνο επωμιζόταν συχνά το κόστος συντήρησης ούτως ή άλλως. Μετά την πρώτη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, το 1982 ξεκίνησε διάλογος της τότε κυβέρνησης με την Εκκλησία που έφτασε και μάλιστα στο επίπεδο του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου για την παραχώρηση εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας στο κράτος.

Ο διάλογος όμως διεκόπη, με την κυβέρνηση να προχωρά το 1987 στην κατάθεση και ψήφιση νομοσχεδίου, το οποιο προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας. Το νομοσχέδιο δεν προχώρησε ποτέ και ο αρμόδιος υπουργός Αντώνης Τρίτσης ανασχηματίστηκε.

Αυτή τη φορά, το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας ρυθμίζεται με τη σύμφωνη γνώμη και του Αρχιεπισκόπου και άρα με τρόπο που η Εκκλησία κρίνει ότι δε τη ζημιώνει. Ειδικότερα το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.

Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.

Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος. Με τη συμφωνία η Εκκλησία παραιτείται όποιων άλλων αξιώσεων της για το κράτος ως προς τα περιουσιακά και κρατά βεβαίως τη δική της περιουσία χωρίς άλλη αμφισβήτηση από το κράτος.

Σε μία…. σολωμόντεια λύση που πάντως εξυπηρετεί και την Εκκλησία, το κράτος και η Εκκλησία διαχειρίζονται μισή μισή την αμφισβητούμενη εκκλησιαστική περιουσία. Το deal Τσίπρα- Ιερώνυμου (το οποίο πάντως πρέπει να εγκριθεί και από το υπουργικό συμβούλιο αλλα κυρίως από τη Διαρκη Ιερά Σύνοδο) αντιμετωπίστηκε με σχετική αμηχανία από τη ΝΔ, καθώς αντί να μπει η κυβέρνηση σε νέα σύγκρουση με την Εκκλησία με αφορμή την αναθέωρηση, ο Αρχιεπίσκοπος εμφανίστηκε στο πλευρό του πρωθυπουργού δίνοντας του συγχαρητήρια, ενώ ο κ.Τσίπρας υποσχόταν ότι η προσθήκη αναφοράς στη θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους δε σημαίνει αμφισβήτηση των “παραδόσεων του λαού”.

Η ΝΔ ως εκ τούτου εστίασε στο ότι δεν απαιτείται πλέον αναθεώρηση του άρθρου 3 προσπαθώντας να σπείρει νέα ζιζάνια στις σχέσεις Εκκλησίας- κυβέρνησης. Το ΚΙΝΑΛ από την πλευρά του, το οποιο στο συνέδριο του είχε ταχθεί υπέρ της διακριτότητας των ρόλων Εκκλησίας- κράτους όχι όμως και υπέρ πλήρους διαχωρισμού, με ανακοινωση του αφενός κατηγόρησε τον κ.Τσίπρα για kolotoumba ως προς την αρχή των διακριτών ρόλων, αφετέρου εξέφρασε ανησυχία για το μέλλον των 10.000 ιερέων και λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας, υποστηρίζοντας ότι η θρησκευτική ουδετερότητα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι και τόσο ουδέτερη.

Ασκησε δηλαδή κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ και εξ αριστερών και εκ δεξιών. Με ενδιαφέρον αναμένεται βέβαια και πως θα γινει δεκτή αυτή η συμφωνία στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν θα θεωρηθεί ως η πιο ρεαλιστική λύση και το πρώτο βήμα που έγινε ποτέ σε μία σωστή κατεύθυνση ή εάν θα υπάρξει δυσφορία για το συμβιβασμό με την Εκκλησία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα