Ψηφιακή μετάβαση στην Εκπαίδευση και Ελλάδα 2.0 – Μία ιστορία αποτυχίας

Ψηφιακή μετάβαση στην Εκπαίδευση και Ελλάδα 2.0 – Μία ιστορία αποτυχίας
Τηλεκπαίδευση Shutterstock

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Αντώνης Μπόγρης γράφει στο NEWS 24/7 για τον τρόπο με τον οποίο το Υπουργείο Παιδείας θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί πολύ πιο αποδοτικά τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης για τη ψηφιακή μετάβαση στην Εκπαίδευση.

Τους τελευταίους μήνες και σε ρυθμούς καταιγιστικούς προκηρύσσονται έργα συνολικού προϋπολογισμού πολλών εκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Σημαντικός πυλώνας αυτών των έργων είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός, για τον οποίο θα επενδυθούν συνολικά έως και 5 δις ευρώ με βάση την αρχική κατανομή. Οι ευκαιρίες που παρέχει η ομολογουμένως γενναιόδωρη χρηματοδότηση του Ελλάδα 2.0 για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας, αλλά και για τη βελτίωση της ζωής του Έλληνα πολίτη, είναι πολλές.

Ο σκοπός του Ταμείου δεν είναι μόνο η ανάκαμψη, αλλά και η ανθεκτικότητα, πράγμα που σημαίνει ότι τα λεφτά που θα επενδυθούν από τον προϋπολογισμό του Ταμείου, αλλά και από τους πόρους που κινητοποιούνται δεν θα πρέπει μόνο να στοχεύσουν στην πρόσκαιρη οικονομική μεγέθυνση ώστε να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος λόγω COVID-19, αλλά και στην ισχυροποίηση της κοινωνίας και της οικονομίας, ώστε η Ευρώπη να είναι πιο ανθεκτική σε μελλοντικές κρίσεις, αλλά και πιο ικανή να πρωταγωνιστήσει στην εποχή της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης.

Η κρίση του COVID-19 έφερε στην επιφάνεια πολλές αλήθειες που επί δεκαετίες σκοπίμως αποκρύπτονταν, όπως τη σημασία των δημόσιων νοσοκομείων και την ανάγκη στήριξης του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Επίσης, ανέδειξε τις χρόνιες αδυναμίες του κράτους, αλλά και τις κοινότητες στον δημόσιο χώρο που με αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα και εγρήγορση, ανταπεξήλθαν στο δύσκολο έργο της λειτουργίας από απόσταση με τη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών.

Στο πεδίο της εκπαίδευσης για πρώτη φορά κλήθηκαν όλοι οι εκπαιδευτικοί να λειτουργήσουν από απόσταση και να αξιοποιήσουν πλατφόρμες ασύγχρονης εκπαίδευσης και ψηφιακής τάξης όπως τα e-class, e-me, LAMS που εδώ και χρόνια αναπτύσσει και συντηρεί με πενιχρή χρηματοδότηση το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων (ΙΤΥΕ) Διόφαντος και οι φορείς του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου (ΠΣΔ), που στελεχώνονται από ομάδες εργασίας των πανεπιστημίων της χώρας.

Αν και η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας χειρίστηκε με πολύ κακό τρόπο την εξ αποστάσεως σύγχρονη εκπαίδευση με την επιβολή της χρήσης μίας και μόνο πλατφόρμας, του Webex, χωρίς καμία μέριμνα για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και των προσωπικών δεδομένων, η πλειονότητα των εκπαιδευτικών συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια της από απόσταση εκπαίδευσης, χωρίς μάλιστα να διαθέτει τα απαραίτητα ψηφιακά μέσα και με απαρχαιωμένες ψηφιακές υποδομές στις σχολικές μονάδες. Αρωγός σε αυτή την προσπάθεια ήταν το ΙΤΥΕ Διόφαντος και οι εργαζόμενοι των φορέων του ΠΣΔ που εργάστηκαν εντατικά και υπερωριακά για να υποστηρίξουν τους εκπαιδευτικούς στο πολύ δύσκολο έργο τους.

Αφενός οι υπηρεσίες του ΙΤΥΕ Διόφαντος, όπως το e-class του ΠΣΔ και η e-me του ψηφιακού σχολείου, που χρησιμοποιούνταν εδώ και χρόνια από μερίδα εκπαιδευτικών για την ασύγχρονη εκπαίδευση, αξιοποιήθηκαν από όλη την εκπαιδευτική κοινότητα και έδωσαν τη δυνατότητα στους μαθητές να διατηρήσουν την επικοινωνία με τους καθηγητές τους.

Αφετέρου, οι ομάδες εργασίας του ΙΤΥΕ Διόφαντος και του ΠΣΔ έκαναν με πενιχρή χρηματοδότηση ό,τι καλύτερο μπορούσαν ώστε να αναβαθμίσουν τις υπηρεσίες προς όφελος της εκπαιδευτικής κοινότητας. Όλοι πλέον αντιλαμβάνονται ότι το ανθρώπινο δυναμικό των δημοσίων φορέων έχει τεχνογνωσία, όπως επίσης ότι απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση των φορέων αυτών τόσο με ανθρώπινους πόρους όσο και με πιο στιβαρές ψηφιακές υποδομές, π.χ. κέντρα δεδομένων για την υποστήριξη των υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους (cloud), πιο γρήγορες δικτυακές υποδομές, κ.α.

Στο πεδίο της Ανώτατης Εκπαίδευσης, η μετάβαση στην από απόσταση εκπαίδευση συντελέστηκε άμεσα και χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Σε αυτό συνέβαλε η συσσωρευμένη τεχνογνωσία των πανεπιστημίων και των επιμέρους τεχνικών τους ομάδων σε εξ αποστάσεως λειτουργία, αλλά και η μεγαλύτερη εξοικείωση του διδακτικού προσωπικού με πλατφόρμες όπως το e-class και το moodle, χάρη στη διαρκή υποστήριξη των πανεπιστημίων από το Εθνικό Δίκτυο Υποδομών Τεχνολογίας και Έρευνας (ΕΔΥΤΕ) και το «Ακαδημαϊκό Διαδίκτυο» GUNET. To GUNET έχει αναπτύξει πληθώρα ψηφιακών υπηρεσιών με ανοικτές τεχνολογίες και αυτοχρηματοδότηση αξιοποιώντας την τεχνογνωσία των Τμημάτων Πληροφορικής και Ηλεκτρολόγων Μηχανικών που υπάρχουν στα ελληνικά πανεπιστήμια και των αντίστοιχων ομάδων υποστήριξης των κέντρων διαχείρισης δικτύων.

Η χωρίς αμφισβήτηση συμβολή των παραπάνω φορέων όπως του ΙΤΥΕ Διόφαντος, του ΠΣΔ, του GUNET, του ΕΔΥΤΕ στη διαρκή αναβάθμιση και υποστήριξη κρίσιμων ψηφιακών υποδομών και υπηρεσιών δεν αναγνωρίστηκε από την κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας. Στις 5 Αυγούστου 2022 το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) προκήρυξε Ανοικτό Διεθνή Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό, έπειτα από σχετική ανάθεση του Υπουργείου Παιδείας με τίτλο «Μετασχηματισμός των συμβατικών Προγραμμάτων Σπουδών και του εκπαιδευτικού περιεχομένου σε υλικό ανοιχτού κώδικα».

Το έργο εντάσσεται στη δράση «Ψηφιακός μετασχηματισμός και ψηφιοποίηση της εκπαίδευσης», η οποία υλοποιείται στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0 και χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συνολική του αξία εκτιμάται στα 51.964.405 € (περιλαμβανομένου του ΦΠΑ). Παράλληλα, το Υπουργείο Παιδείας προέβη στην προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού, χρηματοδοτούμενου και πάλι από το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους περίπου 13 εκατομμυρίων ευρώ, που αφορούσε τη δημιουργία ολοκληρωμένου ψηφιακού πληροφοριακού συστήματος για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το περιβόητο «eSchools».

Και στους δύο διαγωνισμούς οι όροι συμμετοχής αναφορικά με την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια, αλλά και την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα ήταν τέτοιοι ώστε να μην μπορεί να συμμετέχει το ΙΤΥΕ Διόφαντος αυτοδύναμα, αλλά μόνον ως μέλος ένωσης φορέων.

Με αυτόν τον τρόπο, όλα τα πληροφοριακά συστήματα που επί έτη αναπτύσσει, εξελίσσει με βάση τις αρχές του ανοικτού λογισμικού και συντηρεί το ΙΤΥΕ Διόφαντος και το ΠΣΔ με πολύ μικρό ετήσιο προϋπολογισμό, περνάνε σε χέρια ιδιωτικών εταιριών μεγάλου μεγέθους, μιας και μόνο τέτοιες πληρούσαν τα δυσθεώρητα μεγέθη του κύκλου εργασιών που αναφέρονται στους όρους συμμετοχής του διαγωνισμού. Ήδη για τον διαγωνισμό του eSchools έγινε κατακύρωση στην κοινοπραξία των εταιρειών Wind με Profile Software έναντι 12,9 εκατ. ευρώ.

Συνεπώς, ενώ ήδη υπάρχουν πληροφοριακά συστήματα που καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες της εκπαίδευσης, το Υπουργείο Παιδείας με την έγκριση και του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης επιλέγει να σπαταλήσει σημαντικούς πόρους στην παραγωγή πανομοιότυπων συστημάτων. Σχηματικά, είναι σαν να αποφασίζει το κράτος δίπλα στη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου να επενδύσει χρήματα για την κατασκευή μιας νέας γέφυρας ίδιου τύπου, για την οποία επιπλέον θα πληρώνει ετησίως ένα πολύ μεγάλο ποσό για συντήρηση, που μέχρι τώρα γινόταν με ελάχιστο κόστος από την «εσωτερική» εργασία των δημόσιων φορέων. Οι δύο διαγωνισμοί προκάλεσαν δικαιολογημένα την αντίδραση των εργαζομένων του ΙΤΥΕ Διόφαντος και ερωτήσεις των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή.

Μετά από μερικές ημέρες προκηρύχτηκε άλλος ένας διαγωνισμός για το έργο «Ηλεκτρονικό Πανεπιστήμιο: Ψηφιακές Υπηρεσίες Ακαδημαϊκών Ιδρυμάτων». Και σε αυτή την περίπτωση, η καθ’ ύλην αρμόδια κοινότητα καινοτομίας και ανοικτών τεχνολογιών, το GUNET αυτή τη φορά, όχι μόνο δεν ρωτήθηκε, αλλά αποκλείστηκε μιας και στους όρους συμμετοχής φωτογραφίζονταν συγκεκριμένες ιδιωτικές εταιρίες.

Ένα κραυγαλέο παράδειγμα είναι ότι ζητούνταν «οι υποψήφιοι ανάδοχοι [πρέπει] να διαθέτουν εγκαταστάσεις πληροφοριακών συστημάτων σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ελλάδας ή του Εξωτερικού, τα οποία να παρέχουν ηλεκτρονικές υπηρεσίες εξυπηρέτησης συνολικά για τουλάχιστον 250.000 εγγεγραμμένους φοιτητές». Έχει σημασία εδώ να αναδειχθεί το υπόβαθρο της υπόθεσης.

Το GUNET, ως μία καινοτόμα και συνεργατική κοινότητα που γεννήθηκε από τα σπλάχνα των πανεπιστημίων, αποφάσισε με αυτοχρηματοδότηση τα τελευταία χρόνια να αναπτύξει μία λύση ενός ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος ηλεκτρονικής γραμματείας που θα έλυνε πολλά από τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από τα πολύ ακριβά συστήματα που έχουν αναπτύξει ιδιωτικές εταιρίες και τα οποία βασίζονται σε απαρχαιωμένες κλειστές λύσεις.

Το εγχείρημα universis3 που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης βασίζεται αποκλειστικά στις αρχές του ανοικτού λογισμικού και με ελάχιστο κόστος έχει εγκατασταθεί σε αρκετά από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, αποτελώντας μία ιστορία επιτυχίας στον χώρο των κοινοτήτων ανοικτού λογισμικού στη χώρα μας.

Αυτό το εγχείρημα, αντί να επιβραβευθεί από το Υπουργείο Παιδείας και από το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης ως μία καλή πρακτική, βάλλεται ευθέως με τη Διακήρυξη ενός φαραωνικού έργου υπέρ ιδιωτικών εταιριών, που θα σπαταλήσει πολύτιμο δημόσιο χρήμα και θα δεσμεύσει τα πανεπιστημιακά ιδρύματα για πολλά χρόνια σε κλειστές λύσεις αμφίβολης ποιότητας με πολύ ακριβό κόστος συντήρησης.

Είναι χαρακτηριστική η επιστολή του Οργανισμού Ανοικτού Λογισμικού ΕΛΛΑΚ προς το Υπουργείο Παιδείας που αναδεικνύει το πόσο προβληματικός είναι ο εν λόγω διαγωνισμός4. Εν τέλει, όπως συζητείται ευρέως στην κοινότητά μας, τα χρήματα αυτά θα καταλήξουν σε πληροφοριακά συστήματα, τα οποία πολλά πανεπιστήμια της χώρας δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν ποτέ, ενώ ήδη το ΑΠΘ, το ΔΠΘ και το GUNET έχουν προσφύγει εναντίον των όρων συμμετοχής του εν λόγω διαγωνισμού στη Δικαιοσύνη.

Σε αντιδιαστολή με την επιχειρούμενη «επένδυση» των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που θα διοχετεύσει άνω των 70 εκ. ευρώ σε πανομοιότυπα συστήματα και σε κατά περίπτωση κλειστές λύσεις, με το ίδιο ποσό, το Υπουργείο Παιδείας θα μπορούσε να ενισχύσει τις υπολογιστικές του υποδομές που έδειξαν την ένδειά τους την περίοδο της πανδημίας και να συνεννοηθεί με τις καταξιωμένες κοινότητες ανοικτού λογισμικού της χώρας που λειτουργούν στους φορείς ΙΤΥΕ, ΕΛΛΑΚ, GUNET, ΕΔΥΤΕ ώστε με πολύ λιγότερα χρήματα να εξελίξουν τις υπάρχουσες υπηρεσίες στη λογική των native cloud λύσεων που βασίζονται σε ανοικτό κώδικα.

Μία τέτοια προσέγγιση θα έθετε τις βάσεις για μία ιστορία επιτυχίας σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου για την ψηφιακή μετάβαση στην εκπαίδευση και θα απέδιδε στην κοινωνία πληροφοριακά συστήματα που μπορούν να εγγυηθούν τόσο την ανάκαμψη όσο και την ανθεκτικότητα.

Ο Αντώνης Μπόγρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα
Exit mobile version