Β. Χαραλαμπόπουλος: Όσο περνάει ο καιρός, μόνο βεβαιότητες δεν έχω

Β. Χαραλαμπόπουλος: Όσο περνάει ο καιρός, μόνο βεβαιότητες δεν έχω

Για την τέχνη, την πολιτική και την τηλεόραση μίλησε ο Β. Χαραλαμπόπουλος

Το εφήμερο της τέχνης του θεάτρου, η άρνηση να εμπλακεί στην πολιτική, η σειρήνα που λέγεται τηλεόραση, η σχέση με το χρήμα, η γειτονιά των παιδικών του χρόνων, η δήλωση «τα θέλω μου δεν είναι πολύ βαριά» και η ατάκα «κακά τα ψέματα, όταν ένας άντρας ντύνεται γυναίκα, δεν είναι τελείως για πέταμα….»

Το tvxs.gr συνάντησε τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στο (γεμάτο) θέατρο «Βρετάνια», αμέσως μετά την παράσταση του έργου «Η κατάρα της Ίρμα Βεπ» του Charles Ludlam, την απίθανη παρωδία για δύο ηθοποιούς και… δεκάδες χαρακτήρες, που παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.

-Η πρώτη φορά που συνεργαστήκατε με τον Κακλέα ήταν το 2001 με την Ελένη Ράντου στο «Μαγειρεύοντας με τον Έλβις». Τελικά, φαίνεται ότι σου αρέσει να δουλεύεις με τους ίδιους ανθρώπους.

Β.Χ.: Είναι ευχής έργον για έναν καλλιτέχνη να συναντά ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να μοιράζεται όνειρα και επιθυμίες. Έτυχε με τον Γιάννη να συμβαίνει αυτό και να συνεχίσει να συμβαίνει όλα αυτά τα χρόνια. Ουσιαστικά, ξεκίνησε από μία κουβέντα μετά τη Λυσιστράτη που κάναμε στην Επίδαυρο -ήταν η πρώτη Επίδαυρος του Γιάννη- μία κουβέντα στην οποία αναρωτηθήκαμε εάν μπορούμε να κάνουμε πράγματα μαζί. Συμφωνήσαμε λοιπόν, να ακολουθήσουμε τα όνειρα μας, που είναι πολύ απλά, στην πραγματικότητα να κάνουμε τον κόσμο να αισθάνεται «κάτι». Είτε αυτό αφορά την ψυχαγωγία, είτε τις βουτιές στο κλασικό ρεπερτόριο. Να συνεργαζόμαστε καλά επειδή υπάρχει σύγκλιση απόψεων. Τα καλλιτεχνικά χνώτα μας ταιριάζουν, χωρίς αυτό να σημαίνει αποκλειστικότητα. Έτσι κι αλλιώς, ο Γιάννης κάνει άλλες σκηνοθεσίες, το ίδιο ισχύει και από τη δική μου πλευρά. Ο Κακλέας είναι ένας σκηνοθέτης που θαυμάζω πολύ.

 

-Η πολυτέλεια της σχέσης δύο ανθρώπων που συνεννοούνται τόσο καλά ώστε ξεκινάει να λέει ο ένας κάτι και ο άλλος ξέρει τι θα πει.

Β.Χ.: Ναι, δεν χρειάζεται να λέμε πολλά. Προτείνουμε, καταλαβαίνουμε πολύ γρήγορα τι μας πάει και τι δεν μας πάει και νομίζω ότι αυτή είναι η ομορφιά στην ιστορία μας. Και πάντοτε φροντίζουμε να εμπλουτίζουμε τη δουλειά με νέους ανθρώπους, νέους συνεργάτες. Δεν είμαστε κλειστό κύκλωμα.

-Οι φρενήρεις αλλαγές ρόλων, χαρακτήρων και κοστουμιών -πάνω από 50- στην «Κατάρα της Ίρμα Βεπ» πέρα από τη δική σας ταχύτητα, απαιτούν και υποστήριξη πίσω από τη σκηνή.

Β.Χ.: Κατ’ αρχάς, πίσω από τη σκηνή υπάρχουν δύο πολύ άξιοι άνθρωποι οι οποίοι έχουν αναλάβει ακριβώς αυτόν τον «ρόλο», να μας βοηθούν στις αλλαγές. Οι οποίοι έχουν προπονηθεί και έχουν κάνει πρόβες μαζί μας. Όπως είδες στην παράσταση, παίζουμε με τα δευτερόλεπτα. Αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να κρατήσουμε το κοινό στην ιστορία. Εάν το κοινό έπρεπε να περιμένει πότε θα αλλάξουμε πίσω από τη σκηνή σε «νορμάλ» χρόνους απλά, δεν θα είχαμε παράσταση. Η αναμέτρηση με το έργο αυτό βασίζεται ακριβώς στο κυνήγι του χρόνου. Βασικό, εάν όχι βασικότερο στοιχείο για την επιτυχία του. Ο Φάνης (Μουρατίδης) ο Κακλέας κι εγώ αναρωτιόμαστε: Μπορούμε να κάνουμε κάτι που δεν έχει όρια; Δεν είναι μία κωμωδία που λες κάνω έναν χαρακτήρα, αυτό είναι το πλαίσιο του, μέχρι εδώ πηγαίνω, είναι μία κωμωδία που δεν έχει σύνορα, που μπορείς  και πρέπει να κάνεις τα πάντα. Το μόνο «φρένο» είναι η προσωπική αίσθηση του χιούμορ. Που μπορεί να σε σταματήσει σε ένα σημείο και να πεις, μέχρι εδώ. Αλλά και αυτό είναι σχετικό. Γιατί σου αφήνει ελευθερία. Ενώ έχει αποσπάσματα από Σαίξπηρ, ενώ δραματολογικά βασίζεται στη «Ρεβέκα» του Χίτσκοκ και εντοπίζεις στοιχεία από την «Τζέιν Εΐρ», ακριβώς επειδή μπλέκει από μούμιες μέχρι λυκανθρώπους, είναι σαν ταξίδι στα παιδικά μας χρόνια. Οπότε μας δίνει το δικαίωμα να νιώσουμε πως είμαστε λίγο πιο νέοι ηθοποιοί -αλλάζουμε συνεχώς ρόλους, παίζουμε, εννοώ κυριολεκτικά- κάτι που είχαμε πολύ ανάγκη.

-Εάν η κωμωδία αναδεικνύει τα πρόσωπα και τα πράγματα διά της υπερβολής, στην παρωδία ποιο είναι το πλαίσιο;

Β.Χ.: Έλα, ντε… Πρώτη φορά καταπιάνομαι με το είδος. Νομίζω και ο Φάνης, ίσως και ο Γιάννης –αν και ο Γιάννης λόγω «Τεχνοχώρου» πιθανώς είχε μία επαφή, το λέω σκεπτόμενος τις παραστάσεις κόμικς. Είχαμε από την αρχή μία απορία: Πώς θα μπορέσουμε να το επικοινωνήσουμε. Τι θέλω να πω. Η μία περίπτωση ήταν να ακολουθήσουμε την ιστορία πιστά και να το πάμε σαν θρίλερ. Από την άλλη, η σύμβαση με το που βλέπουν δύο ηθοποιούς να αλλάζουν ρόλους και γίνονται άνδρας και γυναίκα και πάλι πίσω, είναι φανερή Μήπως, θα έπρεπε να τονίσουμε λίγο παραπάνω, ότι είναι δύο ηθοποιοί που μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό της ταχύτητας μπορεί να υποπέσουν και σε κάποια λάθη, στοιχείο που θα χαλαρώσει με μια έννοια και τους θεατές; Είπαμε λοιπόν, ότι δεν χρειάζεται να παρακολουθήσουμε επακριβώς την ιστορία -φυσικά, δεν χάνεται το νόημα- έτσι κι αλλιώς δεν ανεβάζουμε, όπως έλεγα και πριν, Σαίξπηρ, αλλά να δώσουμε την ευκαιρία στους θεατές να δουν πιο χαλαρά τον… αγώνα αυτών των ταλαίπωρων ηθοποιών που υποδύονται όλους αυτούς τους ρόλους. Το αποτέλεσμα είναι ότι γελάνε με τα παθήματα τους (μας) και έτσι, διαλέγοντας αυτόν τον δρόμο, κάπου, κάτι νομίζω πετύχαμε.

– Δίνεται μια αίσθηση θεάτρου μέσα στο θέατρο, που κατά έναν τρόπο ανεβάζει το κοινό από την πλατεία στη σκηνή.

Β.Χ. : Ναι, σαν να συμβαίνουν τα πράγματα πρώτη φορά, κάτι «σαν ελάτε στη θέση μας» (γέλια). Και είναι πολύ όμορφος ο τρόπος που το δέχεται ο κόσμος. Εννοώ, που γελάει, που δεν τον χαλάει… Συχνά μας ρωτάνε άνθρωποι οι οποίοι δεν ασχολούνται με το θέατρο, μα καλά, δεν γελάτε πάνω στη σκηνή; Και εξηγούμε ότι και βέβαια μπορεί να μας έρθει να γελάσουμε, όπως μπορεί να συμβούν διάφορα πράγματα που φροντίζουμε να τα καλύψουμε. Στην παράσταση αυτή δεν χρειάζεται να μας ρωτήσουν, τα βλέπουν όλα (γέλια).

 

– Έχεις ένα ρεπερτόριο ζηλευτό -από Αριστοφάνη και Ευριπίδη μέχρι Γκολντόνι, σύγχρονη κωμωδία και Ροστάν. Υπάρχουν προσωπικά στοιχήματα για ρόλους ή, όλο αυτό είναι τελικά ένας αστικός μύθος του θεάτρου;

Β.Χ.: Νιώθω περήφανος και πολύ ευγνώμων που πέρασα, ταξίδεψα μέσα από όλους αυτούς τους ρόλους μέχρι τώρα και μπορώ να πω ότι σχεδόν για κανέναν δεν είχα κάνει όνειρα. Και λέω «σχεδόν» επειδή υπάρχει μία και μόνη εξαίρεση, του «Συρανό», που ήταν ένας κρυφός πόθος. Αλλά ποτέ με αγωνία, άγχος ή στόχο να γίνει. Μπορώ να πω το αντίθετο. Έλεγα ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να τον κάνω. Όλοι οι ρόλοι προέκυψαν. Από μια κουβέντα που μου είπε ο σκηνοθέτης όταν μου πρότεινε κάθε ρόλο, από κάτι που εγώ είδα σε κάποιον ρόλο και είπα, ωραία, δεν έχω ξανακάνει κάτι τέτοιο. Εάν κάποιος έχει εμμονή με έναν συγκεκριμένο ρόλο δεν είναι απαραίτητο ότι έχει και δίκιο… Η εμμονή μπορεί να οδηγήσει και σε λάθος κινήσεις. Νομίζω ότι είναι καλύτερο να αφήνεις τα πράγματα να έρχονται μόνα τους. Φυσικά, κάποια στιγμή θα κάνεις κάτι που θα σου προταθεί και δεν θα πετύχει, αλλά αυτό είναι μέσα στο πρόγραμμα. Η προσωπική αποτυχία είναι που θα σου δώσει το έρεισμα να ψάξεις. Η συνεχής επιτυχία μπορεί να σε κάνει να νιώσεις ότι είσαι θεός και ότι μπορείς να τα κάνεις όλα.

-Το λες παρά τις τόσες επιτυχίες;

Β.Χ.: Το λέω υπό την έννοια ότι μπορεί να τρελαθείς και να πεις, μπορώ να κάνω τα πάντα. Βεβαίως, ένας καλλιτέχνης πρέπει να νιώθει ότι δεν έχει όρια, πρέπει να αισθάνεται ότι μπορεί να κάνει τα πάντα, γιατί αυτό του δίνει την ευκαιρία να ανοίγει τα φτερά του και να πετάει ψηλά. Αλλιώς οι φοβίες θα τον κρατήσουν πίσω, θα τον καθηλώσουν. Νομίζω ότι είναι θέμα χαρακτήρα -το πώς εκλαμβάνει κανείς τους ρόλους σε σχέση με τις προσωπικές επιθυμίες. Ο χαρακτήρας είναι πολύ σημαντική υπόθεση. Ξέρεις, τα θέλω μου δεν είναι πολύ βαριά. Γίνονται μέσα από προτάσεις. Κι όταν δεχτώ μία πρόταση, κάνω τον ρόλο δικό μου, με άλλα λόγια, τον αντιμετωπίζω σα να πρόκειται για το δικό μου όνειρο. Τον σέβομαι και αγωνίζομαι για το καλύτερο. Δεν μπορώ απλώς να υπηρετήσω οδηγίες. Πρέπει να παραμυθιάσω τον εαυτό μου ότι αυτός ο ρόλος ήταν για μένα ή, ότι τον είχα ονειρευτεί. Και πάντα, ίσως σου φανεί παράξενο, στο πίσω μέρος του μυαλού μου έχω ότι οδεύω προς την αποτυχία. Λέω, ναι, είναι πολύ δύσκολο, δεν θα τα καταφέρω, αλλά δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Αυτό το «κόλπο» μου διώχνει το άγχος.

-Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ακόμη το διαχειρίζεσαι κατά αυτόν τον τρόπο. Μέχρι πριν δέκα χρόνια, θα το έβλεπα έως και φυσικό…

Β.Χ.: Νομίζω δε ότι, όσο περνάει ο καιρός, μόνο βεβαιότητες δεν έχω. Μπορεί να φταίει και η εποχή, εννοώ η ανάγκη του κόσμου είναι πολύ πιο έντονη τα τελευταία χρόνια. Οι άνθρωποι έρχονται στο θέατρο αναζητώντας ένα καταφύγιο. Εφέτος, για παράδειγμα, δεν κάνουμε κλασικό έργο, ανεβάζουμε ένα σύγχρονο έργο, μια κωμωδία, μια παρωδία, ένα έργο έξω καρδιά. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν νοιαζόμαστε, ότι η ευθύνη είναι μικρότερη, ότι δεν θέλουμε κάθε ένας θεατής ξεχωριστά φεύγοντας από το θέατρο, να πει -αν μη τι άλλο- τι ωραία, ξεχάστηκα. Ξέρεις, πρώτα πρώτα, αυτός είναι ο στόχος μας. Πουλάμε το ακριβότερο κομμάτι του εαυτού μας. Τίποτα με έκπτωση. Σε εμάς δεν υπάρχει Black Friday (γέλια). Ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να πει απόψε θα παίξω με το 30% μου. Κι όταν είμαι στενοχωρημένος -γιατί βεβαίως υπάρχουν τέτοιες μέρες- λειτουργεί αντίστροφα. Το θέατρο γίνεται το δικό μου καταφύγιο. Επί δύο ώρες ξεχνιέμαι. Ό,τι με βασανίζει φεύγει.

 

-Τα χρόνια της κρίσης δεν σε άγγιξαν. Πώς συνέβη αυτό;

Β.Χ.: Με έχει απασχολήσει, αλλά δεν ξέρω να σου πω. Το μόνο που μπορώ να μοιραστώ είναι σκέψεις, να μιλήσω με γεγονότα. Όχι να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα. Τα χρόνια προ κρίσης ήταν σα να έσπερνα και να αφράτευα το χώμα, ελπίζοντας να ανθίσει κάτι. Ποτέ όμως και μιλάω ειλικρινά, ούτε καν η τηλεόραση που είναι σειρήνα και μπορεί να μαγέψει έναν ηθοποιό -είτε για οικονομικούς λόγους, είτε επειδή αφορά την αγωνία του να υπάρχει στα μάτια του κόσμου- δεν με έβγαλε από τον δρόμο.

Στα 18 χρόνια -με σημείο εκκίνησης τα «Εγκλήματα» που ήταν το 1999, που από εκεί είχα τη μεγάλη αναγνωρισιμότητα- τα σίριαλ που έχω κάνει στην τηλεόραση είναι μόλις πέντε. Τα «Εγκλήματα», το «Είσαι το ταίρι μου», το «Δέκα» του Καραγάτση, το «Με λένε Βαγγέλη», κάποια γκεστ, όπως με τον Λάκη Λαζόπουλο, δεν έχω κάνει, μιλώντας με αριθμούς, πολύ τηλεόραση.

Έκανα όμως, πολύ θέατρο, που ήταν και παραμένει η μεγάλη μου αγάπη. Εξού και είπα πολλά «όχι». Δεν έκανα τηλεόραση εάν δεν μου άρεσε το σενάριο. Εάν ένιωθα ότι μου προτείνουν ένα τηλεοπτικό προϊόν μέσα από το οποίο δεν είχα να δώσει κάτι. Είχα φροντίσει να τα βγάζω πέρα χωρίς να χρειάζεται να κάνω τηλεόραση συνέχεια, μπορούσα να μείνω εκτός. Δεν είχα ποτέ την αγωνία να γίνω πλούσιος. Πρέπει να πω ότι μετά την επιτυχία των Εγκλημάτων οι προτάσεις που ήρθαν ήταν να κάνω… τηλεπαιχνίδια. Και ναι, υπήρξε στιγμή που μου πρόσφεραν πολλά χρήματα. Αλλά αρνήθηκα.

Από το 2002 δούλευα πολύ με το Εθνικό Θέατρο, με το ΚΘΒΕ, με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, εκτός επίσης κρατικών σκηνών, αλλά με πολύ φροντισμένες παραγωγές, κάνοντας περιοδείες τα καλοκαίρια με Αριστοφάνη, με «Βάκχες» του Ευριπίδη κλπ. Την τηλεόραση που δεν έκανα την «αναπλήρωνα» μέσα από τις περιοδείες.  Γυρνούσα την Ελλάδα, με γνώριζε ο κόσμος και τον γνώριζα. Μπορεί χειμώνα να μην δούλευα στο θέατρο, αλλά το καλοκαίρι μου ήταν γεμάτο ταξίδια.

-Όταν είσαι έξω, εκτός θεάτρου παρατηρείς, «ταξινομείς», επεξεργάζεσαι;

Β.Χ.: Ναι. Ήμουν συνέχεια έξω στον κόσμο, δεν ήμουν ένα παιδί κλεισμένο στον εαυτό του. Έβγαινα, έκανα δουλειές από 17 χρονών, γνώριζα ανθρώπους, χαρακτήρες, γελούσα, παρακολουθούσα, τα πρόσωπα, οι φυσιογνωμίες  περνούσαν ασυνείδητα στο DNA μου, όπως και με τους ηθοποιούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου την ώρα που παίζω να σκέφτεται, μου θυμίζω εκείνον τον ηθοποιό που λάτρευα -έτσι όπως λέγε μια ατάκα, όπως στεκόταν- χωρίς όμως να γίνεται εσκεμμένα. Νομίζω ότι, το πιο σημαντικό εργαλείο του ηθοποιού είναι η παρατήρηση. Αν είσαι κλεισμένος σε ένα καβούκι και φτιάχνεις έναν χαρακτήρα που δεν υπάρχει εκεί έξω, που δεν έχει δέρμα, αλήθεια, το κοινό το καταλαβαίνει. Είναι πολύ ωραία περιπέτεια να δίνεις ζωή σε έναν χαρακτήρα που είναι στο χαρτί, να του δανείζεις το σώμα σου και να παίζεις με το μυαλό σου κάνοντας δικά σου τα λόγια του. Και ξέρεις, το πιο μαγικό για έναν ηθοποιό είναι να μην έχει καμία σχέση ως χαρακτήρας με αυτόν που ενσαρκώνει.

-Το εφήμερο της τέχνης του θεάτρου, πόσο σε έχει απασχολήσει; Τόσος κόπος (και τόση μελέτη) για κάτι που παίρνει ο άνεμος.

Β.Χ.: Όσα περνάνε τα χρόνια τόσο περισσότερο με απασχολεί. Και δεν αφορά βεβαίως, μόνο τη δική μου δουλειά. Ο κόσμος ξέρει το όνομα Αιμίλιος Βεάκης, αλλά στην πραγματικότητα, δεν ξέρει. Ακούει για την Παξινού ότι υπήρξε μεγάλη ηθοποιός -ευτυχώς που έπαιξε και στο σινεμά- αλλά δεν ξέρει τι έχει κάνει πάνω στη σκηνή. Ακόμη και μέσα από τις ταινίες, δεν μπορώ να έχω το εύρος του ταλέντου και το μέγεθος της δύναμης της όπως τη στιγμή που ήταν στο θέατρο. Και λέω, τι κρίμα…. Δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά γι’ αυτό. Από την πρώτη μου Επίδαυρο, ξεκινώντας από ένα χόμπι -το μοντάζ- άρχισα να καταγράφω τις παραστάσεις. Αλλά, τελικά, το μόνο που πραγματικά μένει είναι η ανάμνηση της παράστασης, για την ακρίβεια, η ανάμνηση της συγκίνησης που μπορεί να κρατούν οι άνθρωποι μέσα τους. Αυτό ναι, μπορεί να αντέξει στον χρόνο. Μόνο η ανάμνηση μπορεί να ακυρώσει το εφήμερο.

-Είχες πει σε συνέντευξη ότι σου είχαν προτείνει να κατέβεις στην πολιτική, αλλά αρνήθηκες. Ο λόγος;

Β.Χ.: Κοίτα, είναι απλό. Το όνειρο μου ήταν να βρίσκομαι πάνω σε μία σκηνή. Να μπορώ να κάνω τους ανθρώπους να γελούν, να συγκινούνται, να σκέφτονται. Όλα αυτά μέσα από το θέατρο. Η πολιτική είναι μία υπόθεση -ως επί το πλείστον- εγωκεντρική. Σπάνια θα βρεις ανθρώπους στην πολιτική να ακολουθούν την πορεία αυτή επειδή -το λέω απλά και ίσως φανεί υπερβολικό- θέλουν να κάνουν καλό στον κόσμο. Υπάρχει επίσης, η περίπτωση να θέλεις όντως να κάνεις καλό και να μην το επιτρέπουν οι συνθήκες. Μπορεί να μην κάνω καλύτερη τη ζωή των ανθρώπων ως ηθοποιός -δίνοντας τους, για παράδειγμα, έναν μισθό καλύτερο- αλλά τουλάχιστον, προσπαθώ να μαλακώσω τα προβλήματα που έχουν έστω και αν αυτό συμβαίνει μόνο για δύο ώρες. Ούτε μπορώ να υποσχεθώ να κάνω καλύτερη τη ζωή σου με τον τρόπο που υπόσχονται οι πολιτικοί. Στην πολιτική οι σειρήνες είναι πολλές. Τόσες ώστε στην πορεία ξεχνάνε ακόμη και τον λόγο για τον οποίον μπήκαν κάποτε σ’ εκείνο το καράβι. Μου αρέσει να πιστεύω σε ανθρώπους. Αυτό που λέμε αυθόρμητα, αυτός μου μοιάζει καλός άνθρωπος. Και σε έναν κόσμο ιδανικό, θα ήθελα πολύ, να μπορούσαμε να μαζέψουμε τους καλύτερους από κάθε «ομάδα».

– Η γειτονιά των παιδικών σου χρόνων;

Β.Χ.: Ο αγαπημένος Βύρωνας. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου εκεί τα έχω ζήσει… Ξέρω κάθε πέτρα… Εκεί έχω γελάσει, τρέξει, ερωτευθεί, εκεί είναι η οικογένεια μου, οι φίλοι μου… Είναι μια ρίζα πολύ δυνατή. 

– Η αγαπημένη σου ατάκα από την Ιρμα Βεπ;

Β.Χ.: «Κακά τα ψέματα, όταν ένας άντρας ντύνεται γυναίκα, δεν είναι τελείως για πέταμα….» Μια ατάκα που με άλλα λόγια λέει, ας μην είμαστε ρατσιστές. Ας είμαστε λίγο πιο άνθρωποι…

Info

«Η κατάρα της Ίρμα Βεπ»

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΛΕΑΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΛΑΚΗΣ ΛΑΖΟΠΟΥΛΟΣ – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ – ΑΚΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ – ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΚΗΝΙΚΑ: ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΑΚΗΣ

ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: ΗΛΕΝΙΑ ΔΟΥΛΑΔΙΡΗ

ΦΩΤΙΣΜΟΙ: ΣΑΚΗΣ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗΣ

ΚΙΝΗΣΙΟΛΟΓΙΑ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΡΟΜΠΟΥΚΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΒΙΝΤΕΟ/ΠΡΟΒΟΛΕΣ: ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ

ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: ΝΟΥΡΜΑΛΑ ΗΣΤΥ

ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΥ: ΕΛΙΝΑ ΔΡΑΚΟΥ

ΒΟΗΘΟΙ ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΟΥ: ΜΑΙΡΗ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΥ

ΧΑΡΗΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

Πρόγραμμα παραστάσεων για την περίοδο των γιορτών

Θέατρο Βρετάνια , Πανεπιστημίου 7, τηλ. 210 3221579

ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ:

Δευτέρα 25/12  9:15μμ

Τρίτη 26/12       9:15μμ

Τετάρτη 27/12  7:15μμ

Πέμπτη 28/12  9:15μμ

Παρασκευή 29/12 9:15μμ

Σάββατο 30/12 6:15μμ και 9:15μμ

Κυριακή 31/12  ΑΡΓΙΑ

Δευτέρα 1/1      9:15μμ

Τρίτη 2/1           9:15μμ

Τετάρτη 3/1     7:15μμ

Πέμπτη 4/1      9:15μμ

Παρασκευή 5/1  9:15μμ

Σάββατο 6/1 6:15μμ και 9:15μμ

Κυριακή 7/1    7:15μμ

ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ:

Γενική είσοδος: 22ε και 20ε

ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

Με χρήση πιστωτικής/ χρεωστικής κάρτας:

–   www.ticketmaster.gr

–  Τηλεφωνικό Κέντρο: 210 8938111

Με μετρητά:

Εκδοτήρια του Θεάτρου ΒΡΕΤΑΝΙΑ , Πανεπιστημίου 7, τηλ. 210 3221579 (ώρες ταμείου εκτός Δευτέρας: 10:30πμ- 1:30μμ & 5:00μμ-9:30μμ)

Με χρήση πιστωτικής/ χρεωστικής κάρτας (VISA ή MASTERCARD) καθώς και μετρητά:

-Καταστήματα ΓΕΡΜΑΝΟΣ

– Καταστήματα COSMΟΤΕ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ ΣΤΟ TVXS:

Ο τυχερός αριθμός: Γιατί ο βασιλιάς έκανε το κίνημα στις 13 Δεκεμβρίου, 50 χρόνια πριν
Τελικά πόσο ελέγχει τη ζωή μας η Silicon Valley;

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα