Ερριέττη Εγγονοπούλου: ‘Ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος το πρωί, ποιητής το απόγευμα’

Ερριέττη Εγγονοπούλου: ‘Ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος το πρωί, ποιητής το απόγευμα’
ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΛΙΑΠΗ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ / ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ. ( EUROKINISSI / ΧΑΣΙΑΛΗΣ ΒΑΙΟΣ ) eurokinissi

Η κόρη του Νίκου Εγγονόπουλου δίνει μια σπάνια συνέντευξη και ρίχνει φως στην προσωπικότητα, την καθημερινότητα και τις συνήθειες του κορυφαίου Έλληνα ποιητή και ζωγράφου

Συνέντευξη στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη

Ποιος ήταν πράγματι ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1085), πίσω από το επίσημο βιογραφικό του, που από ένα σημείο και μετά αναγνωρίζει –επιτέλους- ότι πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους του εγχώριου υπερρεαλισμού; Πώς ήταν ως άνθρωπος; Είχε ιδιοτροπίες; Ως πατέρας; Ήταν ανεκτικός, προσιτός;Τι διάβαζε; Πώς είχε οργανωμένη την καθημερινότητά του; Ζούσε με το παρελθόν του; Αισθανόταν  περισσότερο ποιητής ή ζωγράφος;

Πώς δημιουργούσε τα ζωγραφικά έργα του; Ανήκε σε κάποιο πολιτικό στρατόπεδο; Πίστευε στο Θεό; «Λένε πολλά για τον μπαμπά μου», παραδέχεται στην αποκλειστική συνέντευξή της στο Έθνος η μοναχοκόρη του Ερριέττη Εγγονοπούλου .«Ο πατέρας μου καταρχήν ήταν καθηγητής στο Πολυτεχνείο και του έκανε γούστο το να διδάσκει. Ήταν πάρα πολύ μορφωμένος άνθρωπος, είχε πάρα πολλές γνώσεις και μεγάλη μνήμη. Η μνήμη έχει να κάνει με την οργάνωση και την πειθαρχία του μυαλού. Είχε πολλές γνώσεις γιατί ήταν ένας άνθρωπος που διάβαζε πολύ».

Τι διάβαζε;

«Ό,τι πέρναγε από το χέρι του. Τα απογεύματα πάντοτε διάβαζε ή έγραφε ποίηση, ποτέ δεν ζωγράφιζε.»

Γιατί αυτό;

«Πίστευε ή ότι ο ζωγράφος πρέπει να βλέπει τα χρώματα στο φως της μέρας. Δεν ήθελε να ζωγραφίζει με το απογευματινό φως. Μόνο τις πρωινές ώρες. Όταν είχε τελειώσει με το Πολυτεχνείο ζωγράφισε καθημερινά πια τα πρωινά, το απόγευμα διάβαζε περιοδικά, τα L’Express  και Figaro Litteraire, γιατί ήθελε να  ενημερώνεται για τα φιλολογικά τεκταινόμενα. Διάβαζε  και εφημερίδες, Καθημερινή το πρωί και την Εστία το μεσημέρι. Δεν ήταν μια ιδεολογική επιλογή, επειδή ήταν Δεξιός,  διάβαζε  για την πληροφόρηση.»

Δεν ανήκε ποτέ  στη ζωή του σε πολιτικό στρατόπεδο;

«Δεν είχε ποτέ του υποστηρίξει κάποιον. Ποτέ! Όσο ήταν νέος ήταν πιο αριστερός, με την έννοια  του ότι ήταν υπέρμαχος  της ισότητας . Έβλεπε όμως με τα χρόνια πώς κατάντησαν όλα τα σοσιαλιστικά καθεστώτα απολυταρχικά…

Ήτανε, όπως ξεκίνησα να σας λέω, εξαιρετικά οργανωμένος. Ξύπναγε πάντα πολύ νωρίς,  έπινε ένα καφέ, μετά πήγαινε στο ατελιέ, εν συνεχεία έπινε ένα δεύτερο καφέ στο ατελιέ και μετά ξεκίναγε τη ζωγραφική. Στις  δύο το μεσημέρι, μάζευε τα πινέλα, τα  έπλενε, τα  σαπούνιζε .Θυμάμαι να είναι πάντα η παλέτα του  πεντακάθαρη. Τότε κατέβαινε  στον πρώτο για να φάμε, γιατί το ατελιέ του ήταν  στον δεύτερο. Θυμάμαι ακόμα  την μυρωδιά  της μπογιάς σε ένα ασημόχαρτο από τσιγάρα που μου το έδινε να το πετάξω. Ήταν ένα παιχνίδι μεταξύ μας.»

Κάπνιζε;

«Κάπνιζε πάρα πολύ. Κάπνιζε τέσσερα πακέτα την ημέρα, τρία πακέτα άφιλτρα. Άσσο κασετίνα. Κι ένα πακέτο Gitanes ή Gauloises, πάντα γαλλικά τσιγάρα, γιατί βρίσκονταν ευκολότερα στην Ελλάδα. Ίσως να ήταν και μια ανάμνηση από τη γαλλική κουλτούρα του. Ξάπλωνε το μεσημέρι, σηκωνόταν, έπινε ένα καφέ, διάβαζε, έγραφε και  στις  9  δειπνούσαμε .Πίστευε ότι το πειθαρχημένο πρόγραμμα τούς διευκολύνει όλους.»

Ως πατέρας πώς ήταν; Απρόσιτος, ανοικτός;

«Ήταν ένας πολύ προσιτός άνθρωπος ο Εγγονόπουλος. Ο πατέρας μου ήταν  πολύ έξυπνος και ήξερε τον τρόπο που έπρεπε να μιλήσει σε κάθε  ηλικία. Ήξερε να γαργαλάει το μυαλό μου και να μου αναπτύσσει τον κόσμο της φαντασίας, μου έδινε τα εναύσματα. Μου μίλαγε για την Αγιά Σοφιά, τον Αλφρέντ Μυσέ, μου διάβαζε πράγματα, χωρίς να γίνεται πληκτικός. Είχε και χιούμορ.»

Πίστευε σε κάτι, είχε σχέση με τον Χριστιανισμό;

«Όχι, έλεγε «ο Θεός είναι πολύτιμος», θεωρούσε ότι οι άνθρωποι τον χρειάζονται  για να πορεύονται στη ζωή τους. Δεν ήταν θρησκευόμενος, όμως. Ο Εγγονόπουλος είχε μεγάλη αγάπη στην ελευθερία. Επίσης, δεν  υπήρξε  ποτέ νοσταλγός. Ήταν άνθρωπος του σήμερα, του τώρα.»

Ανακαλούσε παρόλα αυτά τους καθηγητές του στην Καλών Τεχνών,τον  Παρθένη, τον Κόντογλου;

«Βέβαια! Δύο-τρεις καθόμασταν στο τραπέζι, τρώγαμε όλοι μαζί και  συζητούσαμε, ανταλλάσαμε απόψεις. Όταν πια σχόλαγα από το σχολείο μετά τις τρεις ο Εγγονόπουλος, έβγαινε λίγο από το πρόγραμμά του, καθόταν λίγο πιο αργά, για να  με δει, να με συνοδεύσει, να μιλήσουμε. Εκεί, λοιπόν, που ήταν πιο χαλαρές οι στιγμές, μίλαγε για τον Παρθένη, τον Κόντογλου, πόσο  σημαντικό θεωρούσε τον Σεζάν, για τον  στρατό, για τον Αλβανικό Μέτωπο που είχε υπηρετήσει.»

Ο Εμπειρίκος  έλεγε για τον Εγγονόπουλο ότι δεν είχε σχέση με τα μικρά της ζωής, ούτε ήξερε τις δοσοληψίες και τις κακομοιριές.

«Είχε μια απλωσιά ο μπαμπάς μου, δεν ήταν μίζερος , δεν ήθελε να βγάλει το μάτι του αλλουνού, επειδή είχε υποφέρει ο ίδιος από μια σειρά θεμάτων, όπως η  έλλειψη χρημάτων κι αναγκαζόταν να δουλέψει ακόμη και ως υπάλληλος σε υπουργείο. Δεν ήταν πάντα καθηγητής στο Πολυτεχνείο, έκανε και λάτρα για τα προς το ζην!»

Όταν δημοσιεύτηκε ο «Μπολιβάρ» τον κατασπαράξαν. Κι όχι μόνον.

«Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του,  αν σκεφτείτε ότι τώρα οι άνθρωποι έχουν αρχίσει και καταλαβαίνουν, το 2000 έχουν τη δική του λογική!»

Αισθανόταν αδικημένος;

«Ήταν πρωτοπόρος. Κι οι πρωτοπόροι δύσκολα μπαίνουν στα καλούπια. Αλλά δεν ήταν  ένας άνθρωπος που να αισθανόταν πικραμένος απ΄τη ζωή. Ήταν αισιόδοξος άνθρωπος ο Εγγονόπουλος. Καταρχήν, να ξέρετε ότι ο πατέρας μου δεν έβγαινε συχνά, ο κόσμος του ήταν η οικογένειά του. Όταν δεν είχε υποχρεώσεις  με το Πολυτεχνείο, δεν ξαναβγήκε από το σπίτι.»

Δεν ξαναβγήκε πράγματι;

«Ναι. Μου λένε «καλά,δεν πήγαινε μέχρι το περίπτερο;». Όχι, δεν πήγαινε.»

Επισκέψεις δεν είχατε;

«Ναι. Οι άνθρωποι που θέλανε να τον δούνε πηγαίνανε  στο ατελιέ του, αλλά δεν ήμουνα κοινωνός αυτών των επισκέψεων.»

Σας επέτρεπε να πηγαίνετε  στο ατελιέ;

«Αυτό που μου κάνει εντύπωση σήμερα είναι ότι μου έδινε το κλειδί κι όποτε ήθελα εγώ το παιδί έμπαινα μέσα, και τον έβλεπα να ζωγραφίζει, να διαβάζει. Ο πατέρας μου για μένα ήτανε ο μπαμπάς μου, δεν ήταν ο Εγγονόπουλος ο ζωγράφος. Είχε μια αμεσότητα. Μιλάγαμε και όσο ζωγράφιζε. Υπήρξε προσιτός άνθρωπος, πώς να το πω; Ξεκινούσε να ζωγραφίζει στην αρχή κάνοντας ένα μικρό προ-προσχέδιο 5Χ7, το οποίο μετά το πέρναγε σε ένα καφετί χαρτί του μέτρου μόνο με το κάρβουνο. Έπειτα υπήρχε το τελάρο από κάτω,  ήτανε μια τεχνική που κάνανε οι Βυζαντινοί. Είχε το τελάρο το οποίο ξεπατίκωνε κάπως και έβγαινε ένα ίχνος πάνω του, που μετά το χρωμάτιζε. Έλεγε ότι το να  χρωματίζει το τελάρο  ήταν μια μηχανική διαδικασία, η δουλειά ήταν το μικρό προσχέδιο. ‘Ο ίδιος υποστήριζε πως όσο χρωμάτιζε το τελάρο το μυαλό του ήταν τόσο καθαρό που είτε σκεφτόταν τον επόμενο πίνακα είτε σκεφτόταν την ποίηση. «Απλώς χρωματίζω» έλεγε. Την ποίησή του δηλαδή την εμπεριείχε μαζί με τη ζωγραφική.»

Ο ίδιος αισθανόταν περισσότερο ζωγράφος  ή ποιητής;

«Έλεγε «εγώ είμαι ζωγράφος και την ποίηση την γράφω το απόγευμα που έχω ελεύθερο χρόνο».Ο Νάσος Βαγενάς ανέφερε στην Άνδρο  πως έλεγε: «Γράφω για να έχω κάτι να διαβάζω» . Δεν αμφιβάλλω ότι μπορεί να το είπε ο μπαμπάς μου, αλλά ως λογοπαίγνιο!Δεν ήταν κακός, δεν ήταν όμως δηκτικός άνθρωπος. Τον ενδιέφερε η τέχνη του και δεν ήθελε να θίξει κανένα.»

Έχει αποκτήσει διεθνώς την θέση που του ανήκει στον υπερρεαλισμό;

«Πολύ συχνά βλέπω κι ακούω στο εξωτερικό ανθρώπους που να τον γνωρίζουν. Το θέμα είναι αν κάποιος  μπορεί να απολαύσει ένα έργο τέχνης. Γιατί όπως έλεγε ο μπαμπάς μου «η τέχνη είναι για να αντιμετωπίσεις την ασυναρτησία της ζωής». Να σου απαλύνει  το βίο, την πορεία προς τον θάνατο.»

Είχε κάποιο άλλο μότο;

«Η ασυναρτησία της ζωής ήταν ένα απ΄τα βασικά  πράγματα που έλεγε. Ήταν ένας σκεπτόμενος άνθρωπος.»

Ήταν κοκέτης;

«Ήταν πολύ κομψός. Ακόμα θυμάμαι τον ήχο των φρεσκογυαλισμένων παπουτσιών του, όταν περπάταγε στο διάδρομο του ατελιέ του. Σαράντα χρόνια μετά! Κοκέτης ακριβώς εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να είσαι. Ήταν όμως πάρα πολύ καθαρός. Κάθε μέρα ξυριζόταν!»

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα