ΚΟΓΧΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ: 20 ΚΡΥΦΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Μια νεαρή φωτογράφος εξερευνά τα κρυφά σημεία της Αθήνας και ξεδιπλώνει την ιστορία τους μέσα από 20 φωτογραφίες
Η Μαρίλη Ζάρκου τελείωσε την Ακαδημία Leica το 2010 και ασχολείται ιδιαίτερα με το αστικό τοπίο και το αρχιτεκτονικό κομμάτι της Αθήνας. Στο τελευταίο της φωτογραφικό πρότζεκτ, απαθανάτισε κρυφά σημεία της πόλης, από όπου μπορεί να περνάμε καθημερινά, αλλά δεν παρατηρούμε. Είκοσι φωτογραφίες, συνοδευόμενες από κείμενα του Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη, είναι και η πρώτη έκδοση της δουλείας της νεαρής φωτογράφου, Hidden Track: Οι Κόγχες της Πόλης.
“Αυτός είναι ο κόσμος της Μαρίλης Ζάρκου. Βόλτες σε ξεχασμένες γειτονιές όπως είναι η Κολοκυνθού ή η Ακαδημία Πλάτωνος, στα λούμπεν μαγαζιά του Μεταξουργείου και σε εκείνα τα μπαρ που τα ξέχασε ο χρόνος κυρίως γιατί επιτρέπουν στα ράφια τους να συνομιλούν τελετουργικά ένα μπουκάλι βενεδικτίνης με το πιο malt ουίσκι που κατάφερε να επιβιώνει ακόμα σ’ αυτή τη χώρα των ξενέρωτων. Γιατί, ξέχασα να σας πω πως, στις εικόνες που συνθέτει η φωτογράφος, πρωταγωνιστούν άψυχα μεν, αλλά απολύτως προσωποποιημένα αντικείμενα. Όπως είναι παλιά έπιπλα, κάτι ξεχαρβαλωμένες καρέκλες σαν κιθάρες, ναργιλέδες, ξεβαμμένοι τοίχοι με γκράφιτι, παλιές πόρτες που αρχικά φτιάχτηκαν για να ανοίγουν τον παράδεισο, αλλά που τώρα κλείνουν κατά βούληση εκείνη την κόλαση που καίει τις φωτιές της ανάμεσα στην Αχιλλέως και την οδό Φυλής”, γράφει ο Μάνος Στεφανίδης στον πρόλογο του βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Η ίδια μίλησε στο WE για τη δουλειά της:
“Κάνοντας βόλτες στην πόλη είδα ότι υπάρχουν πολλά σημεία που τα βλέπεις και σε πιάνει το στομάχι σου, διότι έχουν μια ιστορία, η οποία υπάρχει, είναι μπροστά στα μάτια μας, αλλά δεν τη βλέπουμε, κοιτάμε άλλα πράγματα, το κινητό μας για παράδειγμα!”.
“Θεωρώ ότι έχουμε φτάσει σε ένα πολύ ακραίο σημείο, έχει χαθεί η έννοια της παρέας, η ουσία τω ανθρώπινων σχέσεων, πολλά πράγματα… Σκοπός μου ήταν να δείξω μια πόλη που είναι σε άφεση, όχι όμως σε παρακμή, χωρίς να χρησιμοποιήσω πρόσωπα. Φωτογράφισα αρκετά έξω, αστικά τοπία της Αθήνας, κάποια αντικείμενα σε τουριστικά μαγαζιά και κάποιες κούκλες βιτρίνας. Μου τραβούν την προσοχή οι κούκλες, μου θυμίζουν τις εκδιδόμενες γυναίκες του Άμστερνταμ. Θεωρώ ότι βγάζουν μια κατάθλιψη που συμβαδίζει πολύ με τα δεδομένα της εποχής”.
“Η πρώτη κούκλα που φωτογράφισα ήταν σε ένα μικρό κατάστημα στην Αθηνάς. Ρώτησα τον ιδιοκτήτη, ‘μπορώ να φωτογραφίσω;’ και μου είπε ‘ναι, αλλά μετά θέλω να μου πεις γιατί’. Η κούκλα είχε σπάσει, το κεφάλι ήταν αποκομμένο από το σώμα και το είχαν κολλήσει με μια μονωτική ταινία. Μου έβγαζε ένα δυσάρεστο συναίσθημα, σαν να πνίγεται. Το εξήγησα αυτό στον ιδιοκτήτη και με ρώτησε ‘γιατί δεν βγάζεις εμένα;’. Από εκεί ξεκίνησα να φωτογραφίζω κούκλες, θεωρώ ότι έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τους ανθρώπους”.
“Επιλέγω το ασπρόμαυρο γιατί νομίζω ότι σε κάνει να παρατηρείς περισσότερο τις λεπτομέρειες. Ακόμα κι εγώ παρατηρούσα διαφορετικά τις εικόνες κάνοντάς τες ασπρόμαυρες. Επιπλέον, επέλεξα το τετράγωνο κάδρο διότι είναι πιο στατικό, σε κάνει να δεις πιο καλά όλα τα σημεία”.
“Την εικόνα του εξωφύλλου την τράβηξα σε ένα πακιστανικό κουρείο στο Μεταξουργείο. Αυτό είναι ένα τραπέζι, στο οποίο έχουν βάλει ένα τζάμι και από κάτω έχουν χρήματα από διάφορες χώρες και δύο αληθινά περίστροφα. Ο ιδιοκτήτης μου έλεγε ότι όποιος φίλος επισκέπτεται το κατάστημα και θέλει να αφήσει κάποια χρήματα για λόγους συναισθηματικούς και ιστορικούς, τα αφήνει εκεί και τα βάζει ο Πακιστανός κάτω από το τζάμι του τραπεζιού μαζί με τα περίστροφα. Νομίζω ότι αυτή η εικόνα έχει την πιο δυνατή σημειολογία, διότι δηλώνει κάπως ότι για τα λεφτά μπορείς να τα κάνεις όλα, ακόμα και να σκοτώσεις”.
“Η φωτογραφία που έχει τη μεγαλύτερη ιστορική αξία, είναι στη σελίδα 25. Το μαγαζί αυτό είναι στη στοά Ειρηνοδικείου, παλιότερα είχε ζωντανή ελληνική λαϊκή μουσική, σήμερα είναι σε παρακμή. Συνηθίζανε να πηγαίνουν δικηγόροι που δουλεύουν στα κοντινά γραφεία για να διασκεδάζουν μετά τη δουλειά. Ήταν τόπος συνάντησης για πολλούς ανθρώπους, μαζευόντουσαν κι έλεγε ο καθένας τη δική του ιστορία. Το σκίτσο του Καζαντζίδη σε συνδυασμό με το άγαλμα του Ερμή και το όλο στυλ του μαγαζιού νομίζω ότι λέει πολλά για τη βαθιά ελληνική κουλτούρα”.
“Το πρότζεκτ μου έβγαλε μια νοσταλγία και με έκανε να σκεφτώ στοιχεία του παρελθόντος μας που ενσωματώνονται στην ψυχοσύνθεση του Έλληνα. Ήθελα να δείξω σημεία που προσπερνάμε καθημερινά και δεν δίνουμε καμία σημασία. Το μαγαζί στη στοά Ειρηνοδικείου υπάρχει εκεί για περισσότερα από 50 χρόνια, περνάνε χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά. Αλλά δεν ασχολούμαστε με αυτά, ασχολούμαστε μόνο με ό,τι ανοίγει. Ήθελα να το δείξω αυτό με το δικό μου τρόπο, έχει μια νοσταλγία αλλά νομίζω ότι έχει και ένα θετικό μήνυμα: Κοίταξε, υπάρχει κι αυτό στην πόλη!”.