Review: Ejekt Festival

default image

Από τους White Lies και τους Pixies στο Jarvis Cocker, το ΜΕΝ 24 αφηγείται το μουσικό του οδοιπορικό στο Ejekt Festival

Από τους White Lies και τους Pixies στο Jarvis Cocker, το ΜΕΝ 24 αφηγείται το μουσικό του οδοιπορικό στο Ejekt FestivalΤο πακέτο φάνταζε δελεαστικό και ουδείς θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος. Παρακολουθώντας δια ζώσης την πρώτη μέρα του πετυχημένου «Ejekt Festival» δεν κρύβω πως περίμενα εναγωνίως την εμφάνιση των θρυλικών headliners Pixies. Στο Ολυμπιακό Κέντρο του Ελληνικού από νωρίς συνέρευσαν χιλιάδες φανς. Με ιδιαίτερη χαρά διαπίστωσα πως δεν υπήρξε συνωστισμός και ουρές πριν την έναρξη του φεστιβάλ, ενώ τηρήθηκε κατά γράμμα το πρόγραμμα. Συνθήκες, πραγματικά αξιοπρεπείς και ανθρώπινες οι οποίες ασφαλώς και θα πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε σοβαρή διοργάνωση.




DAY 1




White Lies








Ποδαρικό στο billing έκαναν οι Λονδρέζοι και συνάμα νεοσύστατοι, White Lies, οι οποίοι έπαιξαν για περίπου 50 λεπτά δίνοντας έμφαση στο παρθενικό τους album “Lose My Life. Mάλλον μουδιασμένες οι αντιδράσεις του κοινού που έδειξαν να μην γνωρίζουν πολλά για τον Harry McVeigh και τους “συνδαιτυμόνες” του. Πρόκειται πάντως για αξιόλογη μπάντα που αναμένεται να μας απασχολήσει στο μέλλον…









Starsailor



Το πραγματικό party άρχισε τη στιγμή που πήραν τη σκυτάλη οι Starsailor, οι οποίοι μετρούν σχεδόν μία δεκαετία παρουσίας στη μουσική σκηνή. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως το κουαρτέτο από το Γουίγκαν έχει κυκλοφορήσει κομμάτια όπως το “Silence is Easy” το οποίο παρεπιπτόντως έτυχε θερμής υποδοχής από το κοινό.









Εditors



Ακολούθησαν οι Editors με το 45λεπτο σετ τους να μοίαζει λίγο… για το απαιτητικό κοινό που τους αποθέωνε σε κάθε ευκαιρία. Ο ήχος βοήθησε το συγκρότημα από το Μπέρμιγχαμ να αποδώσει εξαιρετικά κομμάτια όπως τα “End Has A Start”, “Racing Rats”, “Munich”, “Smokers Outside The Hospital Doors” αλλά και κάποια άλλα από το τελευταίο album που τιτλοφορείται “In This Light and On This Evening”. Ο frontman Tom Smith δείχνει πιο ώριμος από ποτέ ερμηνεύοντας με πειστικότητα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν πως πρόκειται για το συγκρότημα που βρίσκεται πιο κοντά στο σκοτεινό ήχο των Joy Division. Από τα highlights της βραδιάς. Για πολλούς ήταν η μπάντα που έκλεψε την παράσταση ακόμη και από τους Pixies.









Pixies



Οι Αμερικανοί, οι οποίοι «διαλύθηκαν» το 1993 αλλά επανήλθαν έπειτα από 11 χρόνια «χειμερίας νάρκης» μπορεί να μην έχουν κυκλοφορήσει κάποιο album εδώ και πολλά χρόνια, όμως παραμένουν «λίρα εκατό» και ιδιαίτερα δημοφιλείς στο ελληνικό κοινό. Ο εμβληματικός τραγουδιστής, Black Francis περιορίστηκε σε δεύτερο ρόλο δείχνοντας να μην έχει ιδιαίτερη διάθεση σε ότι αφορά το επικοινωνιακό κομμάτι επί σκηνής, αφήνοντας την χαμογελαστή Kim Deal να δίνει το σύνθημα. Ακούστηκαν κομμάτια-ύμνοι όπως τα Debaser, Hey, Wave Of Mutilation, Here’s Comes Your Men, Where Is My Mind?, Monkey Goes To Heaven. Προσωπικά θα ήθελα να ακούσω περισσότερα τραγούδια και από το εξαιρετικό “Bossanova” αλλά πραγματικά είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν όλες οι απαιτήσεις εάν αναλογιστεί κανείς πως οι Pixies δεν έχουν συνθέσει κομμάτι κάτω του μετρίου… Ενδεχομένως να ήταν και η καλύτερη εμφάνιση των Pixies επί ελληνικού εδάφους. Άπαντες έδειξαν να διασκεδάζουν σε κάθε νότα με την Kim Deal και τον ντράμερ David Lovering να αποτελούν το ιδανικό rhythm section. Ο Francis μετά το πέρας της συναυλίας μας εκμηστυρεύτηκε πως οι Pixies θα ήθελαν να επισκεφτούν ξανά την Ελλάδα, όμως παίζοντας μεγαλύτερο σε διάρκεια σετ και όχι μόνο σε festival, προσθέτοντας, πάντως, πως κάτι τέτοιο φαντάζει δύσκολο.









DAY 2




Subways




Αν και δεν ήμουν παρών, μερικές τηλεφωνικές επικοινωνίες για το live των Subways μου επιβεβαίωσαν τα περί repeat της εμφάνισης τους στο «Κύτταρο» πριν από δύο-τρεις μήνες.



Ό,τι και περιγράφω: Το set ήταν στην ουσία ένα τραγούδι, παιγμένο καμιά δεκαπενταριά φορές σε διαφορετικές παραλλαγές, με την κάθε παραλλαγή λίγο λιγότερο βαρετή από την επόμενη, πληκτικό μέχρι θανάτου, φασαριόζικο μέχρι κώφωσης, χορογραφημένο μέχρι τελευταίου ζογκλερικού και ενοχλητικό μέχρι τελευταίου νιαουρίσματος της Charlotte.



Για το crowdsurfing του wannabe rock ‘n’ roll hero που ακούει στο μικρό όνομα Billy, ουδέν σχόλιο. Ή μάλλον, ένα: Έδινε την εντύπωση ότι το έκανε περισσότερο για να ικανοποιήσει την ψωνάρα του παρά για να γουστάρει το ίδιο το κοινό.




Klaxons




Αντίθετα, οι Klaxons, χωρίς να δώσουν το live που θα σημαδέψει το καλοκαίρι, ήταν πολύ πιο «τίμιοι». Έβαλαν κατευθείαν στο παιχνίδι το (λιγοστό για δεδομένα του Ejekt) κόσμο με το Golden Skans και τα γνωστά «oυουου αχ αχ». Ντυμένοι σαν ξωτικά της διαστημικής, μετά αποκάλυψην, εποχής, έπαιξαν αρκετά και ήπιαν ακόμα περισσότερο.



Είτε διότι είχαν τα ατσάλινα νεύρα του Σάρας στο Βερολίνο, είτε γιατί ήταν “κόκκαλο”, έπαιξαν χωρίς να επηρεαστούν -τουλάχιστον όχι παραπάνω ένα “Fuck” του Jamie Raynolds- από το μέτριο ήχο και τα τεχνικά προβλήματα.



Ξεσήκωσαν την αρένα με τα ριφάκια του «Magick» και τις θρασομεταλιές του «Four Horsemen». Μεταξύ αυτών των δύο, απευθύνθηκαν στη συναισθηματική πλευρά του κοινού με τη ρετρό synthpop του «Two Receivers» και του ακυκλοφόρητου «Echoes» χωρίς να περάσουν τη λεπτή κόκκινη γραμμή της cheasy pop. Το έκαναν να τσιρίξει «
Come with me, come with me, We’ll travel to infinity» στο πιασάρικο «Gravity’ Rainbow». Εξάντλησαν την κιθαριστική δεινότητα του Simon Taylor Davis για να βγάλουν τις περιέργειες του «Isle of Her».



Εφάρμοσαν ιδανικά τη μέθοδο καρότο-μαστίγιο παίζοντας το γνώριμο και στις πέτρες «It’s not over yet» αλλά όχι το super mega hit «Atlantis to Interzone».
Και έκλεισαν δυνατά με ένα ακόμα καινούριο κομμάτι (μάλλον το “Silver Forest”) αναγγέλλοντας ιδανικά το επερχόμενο άλμπουμ.




Echo and The Bunnymen



Η αλλαγή από τους Klaxons στους Echo and The Bunnymen (που, ως γνωστό, κλήθηκαν άρον άρον να καλύψουν το κενό της Lauryn Hill) ήταν δραματική και χρειάστηκε αυτό που o Garland περιγράφει ως serious mental adjustment (όταν οι αμέριμνοι rafters συναντάνε τους χασισοκαλλιεργητές στην “Παραλία”) για να ακούσω την ιστορική μπάντα. Κάτι σαν “επανεκκίνηση” του εγκεφάλου.



Δεν ήταν τόσο η διαφορά του έξω με το μέσα. Δεν ήταν καν η διαφορά του μέτριου ήχου στο ανοιχτό με τον άθλιο ήχο στην παράγκα της ξιφασκίας. Ο βασικός λόγος ήταν η διαφορά στη μουσική. Καλή η αποδόμηση των συμβατικών δομών τραγουδιού από τους Klaxons (ή κάθε άλλη nu-κάτι μπάντα), χρυσή η μίξη του rave με το ροκ (ή οποιαδήποτε άλλη ευφάνταστη μίξη ηχοχρωμάτων) αλλά… οι Echo and The Bunnymen θύμισαν την εποχή που γράφονταν κανονικά τραγούδια.



Τραγούδια με τα οποία μπορούσες να ταυτιστείς. Τραγούδια που, αν και χρειάστηκε να φτάσουν στο δεύτερο ρεφραίν για να τα αναγνωρίσω (καταραμένο γήρας), δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Τραγούδια όπως το «Stormy Weather», το «Seven Seas» και αρκετά καινούρια που «τόλμησαν να εμφανιστούν» στη σκηνή με αμιγώς ροκ ενδυμασία (δύο lead κιθάρες, ένα μπάσο, ένα kit ντραμς για τα πιο ροκ μέρη και τη βοήθεια μιας περίεργης δωδεκάχορδης κιθάρας για τα πιο μελωδικά όπως στο «Killing Moon») και τα κατάφεραν μια χαρά.



Δεν ξέρω αν η συγκίνηση υπερέβει την κρίση μου αλλά οι Echo and The Bunnymen απέδειξαν ότι τους έχει ξεπεράσει μόνο η εποχή. Όχι η μουσική.




Jarvis Cocker




Τι έδειξε ο Jarvis Cocker; Για όποιον έχει την απορία, έδειξε πως, από εδώ και μέχρι να σβήσει καλλιτεχνικά, θα σέρνει στη σκηνή μόνο το πτώμα της περσόνας του.



Για να είμαι δίκαιος, στην περίπτωση του Cocker αυτό είναι αρκετό για να αναδειχτούν και να λειτουργήσουν συναυλιακά σχετικά μέτρια τραγούδια όπως το «Angela», το «Further Complications», το «Slush», το «Big Julie», το «Leftovers» και το «Black Magic» τα οποία σέρβιρε η «αμερικανοτραφής» μπάντα του. Για να είμαι δίκαιος, επίσης, η μετάβαση στη σόλο καριέρα μπορεί να αποδειχθεί πιο δύσκολη και από το “δεύτερο δίσκο”.



Σε αυτό, όμως, το live ήταν μόνο η περσόνα του Jarvis που παρακολούθησα και όχι τα τραγούδια του.



Ως γνήσιος τζέντλεμαν, σύστησε τη μπάντα του στο κοινό, ζήτησε συγνώμη για το αλαλούμ στο πρόγραμμα του Ejekt και ευχαρίστησε τον κόσμο που ήρθε να δει την παράσταση του.



Ως γνήσιος performer (ή, κατ’ άλλους παρωχημένος καθηγητάκος της δεκαετίας του 1970), ήταν αεικίνητος στη σκηνή, τα χορευτικά του πειστικά, τα αστεία του… σχετικά αστεία, η προσπάθεια του στα ελληνικά συγκινητική και ακόμα πιο συγκινητικό το «You’re in my eyes» με το οποίο έκλεισε το σετ του.








Update: Οι Röyksopp, δυστυχώς, έπεσαν θύμα του αλαλούμ στο πρόγραμμα αλλά ευτυχώς έχουμε πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό. Το μενού είχε: “You don’t have a clue”, “Remind me”, “Happy up here”, “The Girl and The Robot”, “What else is there”, “Alpha male”, “This must be it”, “Tricky tricky”, “Eple”, “Only this moment”, “Poor Leno” και “Fat Burner”.





Φωτογραφίες: Θοδωρής Μάρκου

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα