Το ΜΕΝ 24 συναντάει τον Ερρίκο Λίτση

Ο Ερρίκος Λίτσης, ο 50χρονος ηθοποιός που «σχολιάζει» με το αυθεντικό του ταλέντο την ελληνική κοινωνία του 21ου αιώνα, ερμηνεύοντας εκπληκτικά όλο...
- 23 Απριλίου 2009 08:00
Ο Ερρίκος Λίτσης, ο 50χρονος ηθοποιός που «σχολιάζει» με το αυθεντικό του ταλέντο την ελληνική κοινωνία του 21ου αιώνα, ερμηνεύοντας εκπληκτικά όλους τους τύπους του Νεοέλληνα την τελευταία δεκαετία, μιλάει στο ΜΕΝ 24 για την Ελλάδα, την Αθήνα, τη μουσική, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τον αθλητισμό, το Djλίκι, τη νύχτα, τα πρώτα βήματα στον ερασιτεχνικό θίασο, την stand up comedy, τη γνωριμία με τον Οικονομίδη, την καθιέρωση, τον πολιτισμό και τα σχέδιά του για το μέλλον.Όταν πριν ένα μήνα μου είπαν από το site «θέλεις να πάρεις μια συνέντευξη από τον Ερρίκο Λίτση;», η πρώτη μου αντίδραση ήταν «και ποιος είναι αυτός;». «Καλά ρε χαβαλέ, δεν έχεις δει το Σπιρτόκουτο;», ήταν η επόμενη ατάκα και κάπου εκεί έληξε η συζήτηση. Τις επόμενες μέρες είδα τρεις ταινίες στις οποίες έπαιζε ο Λίτσης («Τσίου», «Σπιρτόκουτο» και «Η ψυχή στο στόμα»), διάβασα ένα κάρο συνεντεύξεις του στο ίντερνετ και ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα. Είχα πολλά χρόνια να δω μια φάτσα στον ελληνικό κινηματογράφο που να την κοιτάς και να νιώθεις ότι στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη. Η τελευταία τέτοια φάτσα που θυμάμαι, ήταν αυτή του Νίκου Καλογερόπουλου. Ε λοιπόν, ο Λίτσης είναι μια από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις που συνδυάζουν αυθεντικό ταλέντο, εσωτερική δύναμη και εκφραστική ερμηνεία. Τόσο εκφραστική και πειστική, που όταν πήγα στο ραντεβού μας για τη συνέντευξη, περίμενα ότι θα δω μπροστά μου ή έναν αγριάνθρωπο, ή έναν βαρεμένο, ή έναν ανισόρροπο.
Τελικά όμως ο Ερρίκος που γνώρισα, είναι ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος από τους ρόλους που ενσαρκώνει στο σινεμά και το θέατρο. Γλυκός, ευγενικός, χαμογελαστός, προσιτός. Συναντηθήκαμε στα Εξάρχεια, στο «Dasein», το καφέ μπαρ που κάθε Παρασκευή βράδυ παίζει μουσική για να θυμάται την εποχή που δούλευε ως επαγγελματίας Dj. Μιλήσαμε καμιά ώρα για τη συνέντευξη, ήπιαμε κι ένα καφεδάκι μετά, περάσαμε ωραία. Κοιτώντας τον όση ώρα μου μιλούσε, σκεφτόμουν ότι η απελπισία, η ευαισθησία, ο πόνος, η βία, η κουτοπονηριά, η βαρεμάρα, η τρέλα, η μοναξιά, το ξέσπασμα, όλα όσα μεταφέρει δηλαδή με τόση πειστικότητα στο πανί ή στο σανίδι, σκιαγραφούν τελικά όλους μας, άλλον λιγότερο και άλλον περισσότερο. Ο αγριάνθρωπος, ο βαρεμένος και ο ανισόρροπος, ο Νεοέλληνας του 21ου αιώνα…
Η ΜΟΥΣΙΚΗ
MEN 24: Εδώ, στο «Dasein» παίζεις μουσική τις Παρασκευές. Προτιμάς τα βινίλια ή τα CD;
Ε. Λίτσης: Προτιμώ την καλή μουσική. Τώρα πια τον έχω ξεπεράσει τον διαχωρισμό. Εδώ παίζω CD. Παλιά, όταν ήμουν επαγγελματίας dj, έβαζα δίσκους. Είχα μια συλλογή από περίπου 3.000 δίσκους. Θεωρητικά βέβαια ναι, προτιμώ τους δίσκους. Σα συσκευασία, τα πλαστικά, τα εξώφυλλα, πολλά από αυτά είναι έργα τέχνης. Αλλά και οι πληροφορίες, οι συντελεστές του δίσκου, οι στίχοι, διαβάζονται πιο εύκολα. Τώρα με τα CD βαριέμαι να τα διαβάσω, δε βλέπω και καλά…
Πόσα χρόνια παίζεις μουσική;
Επαγγελματικά έχω παίξει πολλές φορές παλιότερα. Εδώ τώρα όταν παίζω, είναι η ξεκούρασή μου από τις υπόλοιπες δραστηριότητες και μια ευκαιρία να βλέπω φίλους και γνωστούς. Γιατί όπως και να το κάνεις, με όλα αυτά που είμαι μπλεγμένος και τρέχω συνέχεια, δεν υπάρχει ευκολία στο να συναντάω ανθρώπους που θέλω να δω. Έτσι, έχουμε τις Παρασκευές που έρχονται να με δουν και να πούμε δυο κουβέντες, αλλά και εγώ βάζω τη μουσικούλα που μου αρέσει. Τους φίλους, τους καλούσα παλιότερα στο σπίτι και ακούγαμε μουσική, τώρα ερχόμαστε εδώ, πίνουμε ένα ποτό, τα λέμε…
Επαγγελματικά έχω ασχοληθεί με ελληνάδικα. Τώρα λέω να μην το φέρει η τύχη να παίξω σαν ηθοποιός πράγματα που δε γουστάρω, σαν dj όμως αναγκάστηκα να το κάνω. Δηλαδή στη δεκαετία του ’90, για σχεδόν εφτά χρόνια δούλευα σε ελληνάδικα που βάζαμε Βασίλη Καρρά, Γονίδη, όλα αυτά τα έμαθα εκείνη την εποχή, για να βγάλω μεροκάματο. Αλλά με τη μουσική σε προσωπικό επίπεδο ήρθα σε επαφή σχεδόν εκ γενετής, γιατί άκουγε ο πατέρας μου. Και τη δική του ποπ των 50ties, Paul Anka, είχε κάτι δισκάκια θυμάμαι, αλλά και τανγκό, βαλς και πολλή κλασική μουσική και όπερα. Αλλά εγώ ξέρεις, που ήμουν από τα τυχερά σπίτια που είχαμε ραδιόφωνο – μιλάμε τώρα για δεκαετία ’60 – και είχαμε και πικάπ, που ήταν μεγάλη πολυτέλεια για την εποχή εκείνη, μπήκα σχετικά νωρίς στο κλίμα.
Στα 15 μου χρόνια, το πρώτο μου LP ήταν το «Led Zeppelin III», το πρώτο LP που αγόρασα. Τότε, το 1970-71 που κυκλοφόρησε, ήμουνα 15 χρονών. Πιο πριν με κάνα χαρτζιλικάκι έπαιρνα δισκάκια μικρά, άκουγα τον «Αμερικάνο» (σ.σ. ραδιοφωνικός σταθμός των Αμερικανικών ενόπλεων δυνάμεων που εξέπεμπε στην Αθήνα) και ενημερωνόμουνα, είχανε και ερασιτεχνικούς σταθμούς άλλοι πιτσιρικάδες, παιδιά 17, 18 χρονών που κάναμε παρέα και εμείς η μαριδούλα μαζευόμασταν στα «στούντιο» που φτιάχνανε οι ερασιτέχνες, κοιτάγαμε τα δικά τους δισκάκια, τα ακούγαμε, τα αγοράζαμε. Όλα αυτά, Otis Redding, «Papa was a rolling stone» από τους Temptations, «Suzie Q», Animals, όλα σε 45άρια. Να, ο αδερφός μου έχει ακόμα μια καλή συλλογή από 45άρια δισκάκια, γράφει στα οικονομικά της «Ελευθεροτυπίας» αν διαβάζεις, ο Μωυσής Λίτσης.
Σε παλιότερες συνεντεύξεις σου διάβασα ότι η αγαπημένη σου μουσική είναι το blues και το rhythm & blues.
Κυρίως το rhythm & blues, αλλά μου αρέσει πολύ και η έθνικ. Μου αρέσει αυτή η μίξη που ακούμε τα τελευταία χρόνια, η ηλεκτρική κιθάρα με παραδοσιακό αφρικάνικο ήχο, ή αργεντίνικα τανγκό με σαξόφωνα και ηλεκτρικές κιθάρες. Την παρακολουθώ την έθνικ, αγοράζω και σιντάκια με τέτοιες μουσικές. Εδώ, στο «Dasein» παίζω από ροκενρολάκια των 50ties μέχρι jazz, ανάλογα με τη διάθεσή μου. Ότι μουσική αγαπάω, ακούγεται εδώ. Ακόμα και ελληνικό ροκ, κάποια σκόρπια πράγματα που μου αρέσουν, μπορούν να ακουστούν. Καλή μουσική, είναι σίγουρο ότι βάζω καλή μουσική. Να έρθεις μαζί με την παρέα σου να ακούσετε. Θα ακούσουμε από jazz, χορευτικό Miles Davies, μέχρι Led Zeppelin και Pink Floyd, αλλά και πολύ reggae μουσική.
Πες μου τον αγαπημένο σου ξένο δίσκο.
Αγαπημένος δίσκος συναισθηματικά, χωρίς να τον θεωρώ όμως τον κορυφαίο όλων – αν και ανήκει στα δέκα, είκοσι καλύτερα που θα μπορούσα να σου αναφέρω – είναι το «The dark side of the moon», το οποίο το έχω σε εισαγωγής από τον Καναδά, πριν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, από ένα φίλο που είχε έρθει από εκεί και το ακούγαμε στην παραλία των Αγίων Αποστόλων, στον Κάλαμο. Σε ένα φορητό πικαπάκι με μπαταρίες, εκεί το πρωτοάκουσα δηλαδή. Και από τότε το θεωρώ ένα από τα πιο αγαπημένα μου βινίλια, με αφιέρωση από τον φίλο που μου το άφησε όταν ξαναγύρισε στον Καναδά. Είναι πολύ αγαπημένο, με όλη την ιστορία που κουβαλάει. Εμείς το είχαμε καλοκαιράκι και στην Ελλάδα κυκλοφόρησε Σεπτέμβριο, αν θυμάμαι καλά. Τότε, όταν έβγαινε κάτι καινούργιο, δεν ερχόταν αμέσως στην Ελλάδα, τώρα βέβαια είναι διαφορετικά τα πράγματα.
Και κάτι πολύ αγαπημένο σου από την ελληνική δισκογραφία;
Ο «Σταυρός του Νότου» του Θάνου Μικρούτσικου. Αλλά και τα «Δέκα χρόνια κομμάτια» του Σαββόπουλου. Ήμουνα φοιτητής εκείνα τα χρόνια. Είναι και τα δύο, βινίλια που κουβαλάνε ιστορία. Ξέρεις, τότε, εκείνη την εποχή, δεν είχαν όλοι την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν δίσκους, αλλά και γενικότερα δεν είχανε όλοι πικάπ και κασετόφωνα. Έτσι λοιπόν, όταν αγόραζε κάποιος από την παρέα κάτι καινούργιο, ήταν μια μυσταγωγία. «Ρε συ, αγόρασα τον καινούργιο Σαββόπουλο, έλα, θα μαζευτούμε όλοι να τον ακούσουμε». Αυτό το συναίσθημα κουβαλάνε τα βινίλια, ολόκληρη ιστορία. Δίσκοι που τους «λιώναμε» τόσες φορές που τους ακούγαμε όλη η παρέα μαζί, πίνοντας τα πρώτα ουισκάκια, καπνίζοντας τα πρώτα τσιγάρα μας στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου και μετά στο Πανεπιστήμιο.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Τι σπούδασες; Και ποιες είναι οι αναμνήσεις σου από τη φοιτητική σου ζωή;
Έχω πτυχίο Στατιστικής στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων της Βιομηχανικής Σχολής, το σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο Πειραιά. Οι αναμνήσεις που κουβαλάω από εκείνη την εποχή είναι μόνο καλές, αλλά συνδέονται με την μεταπολίτευση. Δηλαδή η φοιτητική ζωή η δική μου, αλλά και πολλών άλλων της γενιάς μου, δεν έχουν να κάνουν τόσο με τις σπουδές, όσο με το πολιτικό κλίμα. Κατεβαίναμε κάθε μέρα κάτω, κάθε μέρα συνελεύσεις, κάθε μέρα επαναστατικές – σε εισαγωγικά πλέον – διαδικασίες, ήμασταν στην εποχή που πιστεύαμε ότι εντός λίγων ημερών, για να μην πω ωρών, θα αλλάξουμε τον κόσμο.
Έχοντας όλο αυτό το background από τη δική σου εποχή της μεταπολίτευσης και της έντονης πολιτικοποίησης, πώς είδες όλα αυτά που συνέβησαν πρόσφατα, τον περασμένο Δεκέμβριο στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα;
Η αγανάκτηση του κόσμου, που εκφράζεται κυρίως από τη νεολαία – γιατί ο κόσμος, ανεξαρτήτως ηλικίας, αγανακτεί – με βρήκε δίπλα. Από ένα σημείο και μετά όμως, πιστεύω ότι το όποιο κίνημα πρέπει να είναι οργανωμένο. Δεν πιστεύω δηλαδή στο κίνημα που δεν υπάρχει οργανωμένη καθοδήγηση. Δεν μιλάω για «πεφωτισμένη» καθοδήγηση, αλλά για οργανωμένη. Γιατί από ένα σημείο και μετά γίνεται όχλος και ο όχλος για μένα είναι πάρα πολύ επικίνδυνο πράγμα. Όχλος είναι το γήπεδο, όχλος είναι οι θρησκευτικές μαζώξεις που ποδοπατιούνται. Τα φοβάμαι αυτά, δεν μπορούν να αλλάξουν έτσι τα πράγματα, με ένα τσαμπουκά όχλου…
Χρειάζεται μια πολιτική καθοδήγηση, η οποία αυτή τη στιγμή είναι αδύναμη ή δεν υπάρχει και καθόλου. Με συμπάθεια τα είδα όλα αυτά, ήταν αυθόρμητα, είχαν μια ομορφιά, αλλά δεν μου λέει και τίποτα να πάμε να σπάσουμε. Δε μου λέει κάτι, είναι ένα «γαμώτο» και τίποτα άλλο. Στην ουσία – εξ αντικειμένου – λειτουργεί σε βάρος των όποιων δημοκρατικών διαδικασιών. Είναι αυτό που σου είπα πριν, ο όχλος είναι όχλος. Η καταστροφή για την καταστροφή δηλαδή. Με διακατέχει μια αγωνία πώς θα εξελιχθεί αυτό το πράγμα.
Η ΑΘΗΝΑ
Διάβασα κάπου ότι αποκαλείς την Αθήνα δικό σου χωριό. Κάποιες φορές σε στεναχωρεί, αλλά νιώθεις Αθηναίος. Πώς βλέπεις σε αυτά τα τελευταία 30 χρόνια την πορεία της πόλης;
Ναι, νιώθω Αθηναίος. Είμαι γέννημα θρέμμα της Αθήνας, από τα Άνω Πετράλωνα. Όμως νομίζω ότι η Αθήνα έχει εγκαταλειφθεί από τους ανθρώπους της. Και από αυτούς που την κυβερνάνε σαν πόλη, αλλά και από τους ίδιους τους κατοίκους της. Αυτό το πράγμα δηλαδή, να μην υπάρχει δρόμος χωρίς λακκούβα, να υπάρχει αρκετό σκουπίδι, η καταστροφή με σπρέι τοίχων ή και μνημείων ακόμα, στο όνομα κάποιου γκράφιτι και καλά, αυτά τα πράγματα με στεναχωρούν. Η έλλειψη και η καταστροφή του υπάρχοντος πράσινου επίσης. Αντί να αναδεικνύεται, εγκαταλείπεται. Δέντρα που ξεραίνονται και χάνονται μέσα στη γενικότερη βρομιά.
Ειδικά τα τελευταία δέκα χρόνια, από το 2000 και μετά, νομίζω ότι όσο πάει, εγκαταλείπεται και πιο πολύ η πόλη. Και δε βλέπω να γίνονται πράγματα ώστε να καθαρίσει, όχι μόνο από το σκουπίδι, αλλά γενικά, να φωτίσει λίγο η πόλη, να καθαρίσει η φύση, να διορθωθούν οι δρόμοι, να φτιαχτούν τα πεζοδρόμια. Έχουμε μεγάλα προβλήματα με το κυκλοφοριακό. Βλέπεις, ο άλλος αφήνει τη μηχανή του πάνω στο πεζοδρόμιο και εμποδίζει τον πεζό. Από την άλλη βλέπω όμως ότι και ο Δήμος που κονομάει από τα πεζοδρόμια, τα κλείνει με τραπεζάκια, τα πουλάει σε καφετέριες. Μεγάλοι πεζόδρομοι έχουν μείνει μόνο διάδρομοι για να μπορεί να περνάει ο κόσμος. Οι πεζόδρομοι κατάντησαν προεκτάσεις των καφετεριών. Όλα αυτά τα πράγματα στην Αθήνα με στεναχωρούν σε μεγάλο βαθμό, με πληγώνουν.
Υπάρχει προοπτική βελτίωσης; Πώς το βλέπεις;
Next question…
Να υποθέσω ότι στα Άνω Πετράλωνα, όταν γεννήθηκες υπήρχε η έννοια της γειτονιάς.
Και την συναντάς ακόμα, τουλάχιστον στα Άνω Πετράλωνα, φαντάζομαι και σε κάποιες ακόμα αθηναϊκές συνοικίες. Ευτυχώς υπάρχει ένας νόμος οικιστικός, ο οποίος απαγορεύει να χτίσεις από τη Δημοφώντος και προς του Φιλοπάππου πάνω από τριώροφες πολυκατοικίες, για να μην κρύβουν τη θέα της Ακρόπολης. Αυτός ο παλιός νόμος, που είναι ακόμη σε ισχύ, έχει σώσει τα Πετράλωνα. Υπάρχουν διώροφα, άντε τριώροφα σπίτια και αυτό σημαίνει ότι μπαίνει το φως, ο ήλιος – παρόλο που είναι στενά – υπάρχουν λιγότερα διαμερίσματα, άρα και λιγότερος κόσμος που επικοινωνεί πιο εύκολα και κρατάει αυτό το στιλ, παρόλο που τα τελευταία χρόνια έχουν έρθει και ξένοι, δηλαδή Βορειοηπειρώτες, Αλβανοί κλπ, οι οποίοι όμως έχουν ενσωματωθεί στη γειτονιά και έχουν πολύ καλές σχέσεις με όλους.
Οι άνθρωποι ανταλλάσσουν την καλημέρα και έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στη γειτονιά. Βέβαια δεν μπορείς να παίξεις μπάλα στο δρόμο, όπως παίζαμε εμείς πιτσιρικάδες, αν και ακόμα κι αυτό το βλέπεις μερικές φορές σε κάτι στενάκια που δεν έχουν πολύ κίνηση. Κυρίως από παιδάκια μεταναστών που παίζουν στο δρόμο τη μπάλα τους, το κρυφτό τους, το κυνηγητό τους. Και αυτό είναι παρήγορο, βρίσκουν μια διέξοδο. Ή θα βγάλουν τις καρέκλες τους έξω, θα κάτσουν, θα πάρουν ένα μεζεδάκι μαζί με τους γείτονες. Το βλέπεις ακόμα αυτό το πράγμα. Θες γιατί υπάρχουν και αυτά τα ταβερνάκια κοντά στο σινεμά τον «Ζέφυρο» με τις καρεκλίτσες τους έξω, θες γιατί έχει ακόμα αρκετό ντόπιο πληθυσμό – πέρα από αυτούς που έχουν έρθει πρόσφατα – όπως εγώ, που οι γονείς μου είχαν σπίτι, τώρα έχω εγώ κτλπ, οι άνθρωποι επικοινωνούν ακόμα με έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Εγώ μένω εδώ και 4 χρόνια στην Καλλιθέα, αλλά μέχρι να φύγω, αν ξέμενα ας πούμε από ζάχαρη, ή από αλάτι, ή από λεμόνι, χτύπαγα στη γειτόνισσα γιατί το ‘χα δει από τη μάνα μου που το έκανε. «Ρε γειτόνισσα δώσε μου ένα αυγό για να μην κατεβαίνω στον μπακάλη, ή λίγο ψωμί». Έτσι λοιπόν, εγώ λειτουργούσα με αυτή τη λογική όσο έμενα σε αυτή τη γειτονιά, πέρα από το ότι με ξέρανε, αφού εκεί μεγάλωσα και έζησα 30, 40 χρόνια. Ακόμα και σήμερα λειτουργούν έτσι, με τα βερεσέδια τους, με τον ψιλικατζή, «γράφτα και θα σε πληρώσω», υπάρχει ακόμα αυτό το νοσταλγικό πραγματάκι, σε μεγάλο βαθμό. Και βέβαια, διατηρώ ακόμα τις επαφές μου σε αυτή τη γειτονιά, πάω, κάνω…
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης πώς βλέπεις τον Έλληνα να εξελίσσεται; Τι σου κάνει εντύπωση στον «Νεοέλληνα» των τελευταίων τριάντα χρόνων;
Από τη δικτατορία και πίσω, δεν έχω άποψη βέβαια. Αλλά από τη δικτατορία και μετά, όταν ήμουν έφηβος και σιγά – σιγά έφτιαχνα τη δική μου ιστορία, όπως την έβλεπα εγώ δηλαδή, τα πρώτα χρόνια – τότε που συμμετείχα κι εγώ στο πολιτικό γίγνεσθαι εκείνης της εποχής – υπήρχε ένας ενιαίος στόχος. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Αυτό που λέμε, να φτιάξουμε μια κοινωνία δημοκρατική, χωρίς άδικο, με καλύτερες συνθήκες εργασίας. Αυτό το πράγμα έφερνε τους ανθρώπους σε μια επαφή μεταξύ τους. Στην πορεία αυτό εξελίχθηκε όπως εξελίχθηκε, μέσα από την πολιτική κατάσταση που λίγο πολύ είναι γνωστή. Με ΠΑΣΟΚ, Νέες Δημοκρατίες και τα ρέστα. Πιστεύω όμως ότι πάντα ήμασταν μειοψηφία. Ακόμα και αυτοί που αντιστάθηκαν ενεργά στη δικτατορία ήταν μειοψηφία. Και στο Πολυτεχνείο, και εκεί μια μειοψηφία ήταν.
Ο πολύς ο κόσμος νομίζω ότι δεν ανακατεύεται με αυτά, του αρκεί να περνάει καλά με την κακή έννοια του όρου. Δεν είναι δηλαδή θέμα Νεοελλήνων του 2000, είναι διαχρονικό στη μεταπολίτευση. Και αυτό που σου λέω, φαίνεται στην καθημερινότητα. Όλοι γκρινιάζουν και πολλές φορές κινδυνεύω να γίνω και κακός. Όταν μου λένε «πωπώ ακρίβεια, πώπω πώς θα τα βγάλουμε πέρα», καταλήγω σε ένα «κι εσύ τι ψήφισες ρε μαλάκα;». Μου βγαίνει επιθετικά αυτό. Και σαν απάντηση ακούς «ε, καλά και άμα ψήφιζα τους άλλους, τα ίδια θα κάνανε…».
Κάπου μοιάζει με τη γλώσσα του καφενείου, λέμε για να λέμε. Καθόμαστε στο καφενείο, κρίνουμε τους πάντες και μετά κλεινόμαστε μέσα στο σπίτι μας, τρώμε και τη χλαπάτσα από την τηλεόραση. Και δε μιλάω μόνο για τα προγράμματα, αλλά και για την προπαγάνδα που περνάει μέσα από σωρεία εκπομπών, ακόμα και από τα σίριαλ. Η προπαγάνδα του βολέματος που έχει μεγαλώσει δυο γενιές πια, πολύ διαφορετικά απ’ ότι μεγαλώσαμε εμείς, που δεν δεχόμασταν αυτό το πράγμα, με το που ανοίγαμε δηλαδή τα μάτια μας να μας βομβαρδίζει η τηλεόραση, είτε για υλικά αγαθά με διαφημίσεις, είτε με απόψεις που τις παρουσιάζουν σαν αλήθειες.
Σε μια άλλη σου συνέντευξη είχες πει ότι σου τη δίνει να βλέπεις στην τηλεόραση ή στο σινεμά «τεχνητές» πραγματικότητες. Σε ένα συνεργείο, έλεγες, κανείς δε θα σου πει «δώσε μου το μπουζόκλειδο ρε μπουμπούνα». Στις ταινίες που παίζεις, κυρίως αυτές του Οικονομίδη, αυτό δεν υπάρχει.
Πράγματι ο Οικονομίδης χρησιμοποιεί πολύ βαρύ και βρόμικο λεξιλόγιο. Εγώ με τους λαϊκούς ανθρώπους – καλώς ή κακώς – έχω συναναστραφεί αρκετά και λόγω της καταγωγής μου και λόγω των χώρων που έχω δουλέψει. Έτσι ξέρουν να μιλάνε όταν εκνευρίζονται. Ακόμα και στα καλά τους. «Ρε μαλάκα, που θα πάμε σήμερα;» «Άσε ρε μαλάκα τώρα που θα πάμε σινεμά». «Άντε γαμήσου μωρέ μαλάκα, που θα πάμε εδώ ή εκεί». Τόσο απλά δηλαδή, τόσο απλά. Με χαμόγελο στα χείλη και «φύγε ρε μαλάκα, που θα μου πεις εμένα…». Τόσο απλά τα λένε. Που αν τα δεις τώρα στο χαρτί γραμμένα, θα πει ο άλλος πώς μιλάει τώρα ο Λίτσης στη συνέντευξη, αλλά αν ακούσεις το πόσο απλά λέγονται στην πραγματικότητα, δεν σου κάνει καμία εντύπωση.
Εντάξει, καλό θα ήταν να μην υπάρχουν αυτά. Εμένα ας πούμε, δε μου αρέσει να τα λέω με τόση ευκολία, μετράω τις λέξεις μου. Καταρχήν από μικρός δεν μου άρεσε αυτό το συνεχόμενο «ρε μαλάκα», που το έχουν όλοι σαν ψωμοτύρι. Αυτό το «ρε μαλάκα που θα πάμε σήμερα;» Το αποφεύγω. Προτιμώ το ρε Πέτρο ή Γιάννη ή το ρε φίλε. Αλλά έχει μπει πλέον τόσο πολύ στην καθημερινότητά μας, που μας φαίνεται φυσιολογικό. Και μπαίνουμε ξαφνικά σε ένα κινηματογραφικό έργο και μας ξενίζει… Ε, τότε μόνο για υποκρισία μπορώ να μιλήσω ή για άγνοια. Και τη μεν άγνοια μπορώ να τη δικαιολογήσω, την υποκρισία όμως όχι.
Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Πριν γνωρίσεις τον Οικονομίδη, ήσουν ερασιτέχνης ηθοποιός.
Ναι, για ένα μεγάλο διάστημα ήμουνα σε έναν ερασιτεχνικό θίασο στη Νέα Σμύρνη και προσπαθούσαμε να στήσουμε κάποιες θεατρικές παραστάσεις με αρκετή επιτυχία, με τη συνδρομή της Εστίας Νέας Σμύρνης και λίγο του Δήμου, που πλήρωναν τα σκηνικά μας και κάποια έξοδα που είχαμε. Αυτό όλο ήταν η εξέλιξη μιας θεατρικής ομάδας που είχε φτιάξει σε ένα Γυμνάσιο της Νέας Σμύρνης ένας καθηγητής, Ζάκας λεγόταν, καλή του ώρα. Εγώ είχα κάποιους φίλους μαθητές εκεί, που είχαν τελειώσει το σχολείο, αλλά συνέχιζαν την ομάδα, την είχαν εξελίξει και με κάλεσαν να πάω.
Κάποια καλοκαίρια που είχα πάει να δουλέψω σε κάποια μαγαζιά στην Κρήτη και στο Ρίο της Πάτρας, έκανα κι εγώ κάποια νούμερα δικά μου, σαν stand up comedy. Πιο πολύ σαν κονφερασιέ ήταν, αλλά έκανα και τα καλαμπούρια μου, αυτοσχεδιασμούς, έλεγα και κάποια σατιρικά τραγουδάκια με την κιθάρα, δυο τρία ακόρντα δηλαδή, όχι σπουδαία πράγματα, τα οποία όμως τα έκανα σαν performer, όχι σαν τραγουδιστής. Ξέρεις, λίγο με γκριμάτσα, λίγο με διάλογο με τον κόσμο, περισσότερο σαν ένα πρωτόλειο της stand up comedy. Μετά βέβαια, όταν επέστρεφα στην Αθήνα, έψαχνα για δουλειά, για τα προς το ζην και στα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι συνθήκες μου έδειξαν να κοιτάξω πιο σοβαρά αυτό το πράγμα και με προτροπή φίλων που πίστευαν σε μένα και αφού έκανα και κάποια μαθήματα υποκριτικής και παντομίμας, άρχισα να ψιλοανακατεύομαι.
Έκανα μια τηλεοπτική εμφάνιση σε ένα σ…