Αυτιστική ή Ολιστική Ιατρική; Από την αυταπάτη στην αποδοχή

Αυτιστική ή Ολιστική Ιατρική; Από την αυταπάτη στην αποδοχή

"Για μια Ιατρική που δεν ντρέπεται να χρησιμοποιήσει το συναίσθημα και να το συνδυάσει αρμονικά με τις καλύτερες επιστημονικές πρακτικές κάθε εποχής, αποδεχομένη βέβαια τα ανά πάσα στιγμή όριά της. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει οι ιατροί να μάθουν, ή καλύτερα να θυμηθούν, πώς είναι να λειτουργείς όχι μόνο με το μυαλό σου αλλά και με την καρδιά σου"

*Του Κωστή Τσαρπαλή

Σε μία κλασσική πλέον μελέτη, από το μακρινό 1984, κατά την διάρκεια της συνάντησής τους με τον ιατρό, το 77% των ασθενών δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν την εισαγωγική τους πρόταση σε σχέση με το πρόβλημα υγείας τους. Ο μέσος χρόνος διακοπής από τον ιατρό ήταν τα 18 δευτερόλεπτα. Σε μία πιο κοντινή μας μελέτη, του 2001, ο ιατρός διέκοπτε τον ασθενή, κατά μέσο όρο, όχι νωρίτερα από 12 ολόκληρα(!) δευτερόλεπτα ομιλίας. Λιγότερο δηλαδή από όσο χρειάστηκε να διαβάσετε μέχρι εδώ. Τι να προλάβεις να πεις και τι να εξηγήσεις.

Κι όταν έτσι είναι η αρχή της συνάντησης, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το τέλος της. «Από μένα δεν έχει(ς) τίποτα!» είναι μια τυπική πρόταση που ακούμε συχνά όλοι μας, ασθενείς και ιατροί (από άλλους ιατρούς όταν μας παραπέμπουν ασθενείς). Είναι μια πρόταση που αντιμετωπίζει τον ασθενή ως ένα συνονθύλευμα οργάνων – καρδιά, νεφρά, πνεύμονες, εγκέφαλος – όπου το κάθε όργανο είτε θα είναι υγιές είτε θα νοσεί, ξεκάθαρα και ξεχωριστά από το τι συμβαίνει στα άλλα. Ο ασθενής έτσι παύει να υπάρχει ολόκληρος και αποσυντίθεται σε μία σειρά οργάνων, τα οποία και αυτά παύουν να έχουν λειτουργική διασύνδεση μεταξύ τους, υπάρχουν ανεξάρτητα.

Και έτσι, ανεξάρτητα και απομονωμένα, λειτουργούν και οι ειδικοί ιατροί του κάθε οργάνου. Ο καρδιολόγος ελέγχει την καρδιά και μόνο, αν αυτή δεν νοσεί ξεκάθαρα και κατά κύριο λόγο τότε «απ’ την καρδιά δεν έχουμε τίποτα», ομοίως ο νευρολόγος, ο γαστρεντερολόγος, κ.ο.κ. Και έτσι οι ιατροί παραπέμπουν και οι ασθενείς ψάχνουν και ψάχνονται στον επόμενο «ειδικό». Και καταλήγουμε τόσο συχνά να είμαστε υγιείς ασθενείς ή ασθενείς υγιείς, ανάλογα με την οπτική και την έμφαση, πάντως σίγουρα με τα ίδια συμπτώματα που είχαμε και πριν την επαφή μας με το σύστημα υγείας. Αλλά πλέον και απογοητευμένοι. Ακόμη και οι «ειδικοί» Παθολόγοι (μία κατ’ εξοχήν γενική ειδικότητα, ό,τι σημαίνει αυτό το οξύμωρο), κάνουν τόσον κόπο για να βάλουν περήφανα τον επιθετικό προσδιορισμό «ειδικός» δίπλα στον τίτλο τους, όχι μόνο για να μπορούν να υποστηρίξουν την όποια εξειδίκευσή τους (και καλώς μέχρι εδώ), αλλά συχνά και για να μπορούν χωρίς τύψεις να ακολουθούν την ίδια πρακτική. Την πρακτική της αυτιστικής Ιατρικής.

Κι όμως, αυτή είναι η τυπική ιατρική πρακτική σήμερα. Μία πρακτική με έμφαση στην υπερεξειδίκευση, μία πρακτική αυτιστική που εστιάζει στα δέντρα και χάνει το δάσος, εστιάζει στα επιμέρους και χάνει το όλον. Και βέβαια, όπως στον αυτισμό παρατηρείται δυσκολία αντίληψης και έκφρασης συναισθημάτων, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με αυτού του είδους την ιατρική. Γιατί αλλιώτικα θα ήταν προφανές το γιατί η φράση «από μένα δεν έχεις τίποτα» δημιουργεί απόσταση, προκαλεί απογοήτευση, και βεβαίως αφήνει τον ασθενή να αισθάνεται μόνος και αβοήθητος. Έτσι, όμως, η Ιατρική γίνεται κοντόφθαλμη, χάνει την ουσία της, και αναιρεί τον εαυτό της.

Και η ουσία, υπενθυμίζω, είναι να είσαι εκεί για τον ασθενή όταν το έχει ανάγκη, να τον ακούσεις όταν θέλει να μιλήσει, να του μιλήσεις όταν θέλει να ακούσει, να τον στηρίξεις όταν δεν μπορεί να σταθεί. Και ναι, ίσως, αν πράγματι υπάρχει δυνατότητα, να του προσφέρεις και κάποια θεραπεία βοηθητική, ενίοτε και την πιθανότητα ίασης. Και μπορεί μία κατάλληλη, αποτελεσματική, και επιστημονικά τεκμηριωμένη θεραπεία συχνά να μην υπάρχει διαθέσιμη, μπορεί η δυνατότητα της Ιατρικής να οδηγήσει σε ίαση να είναι δυστυχώς σχετικά σπάνια (ειδικά στις χρόνιες νόσους), αυτό όμως δεν αναιρεί όλα τα προηγούμενα στάδια στα οποία η Ιατρική μπορεί να βρει πεδίο για να φανεί ωφέλιμη, συμπονετική, εν τέλει ανθρώπινη.

Εν ολίγοις, πεδίο δόξης λαμπρό. Φτάνει να κατανοήσουμε ότι συχνά βρισκόμαστε σε σύγχυση και ζούμε με αυταπάτες. Και ότι πρέπει να γυρίσουμε τούμπα κάποιες πεποιθήσεις μας. Νομίζουμε, ψευδώς, ότι η Ιατρική (πρέπει να) μπορεί να προσφέρει ένα αποτελεσματικό χάπι, μία χρήσιμη επέμβαση σχεδόν για κάθε νόσο. Κι αν όχι, τότε δεν έχει τίποτα άλλο να προσφέρει. Η αλήθεια είναι ότι τα πραγματικά ωφέλιμα φάρμακα και επεμβάσεις είναι πολύ λιγότερα από όσο θέλουμε να πιστεύουμε, και κυρίως αφορούν στα επείγοντα προβλήματα υγείας. Εκεί πράγματι, η Ιατρική σώζει ζωές. Στα χρόνια όμως θέματα υγείας, τα προσφερόμενα οφέλη είναι πολύ πιο περιορισμένα και συχνά έρχονται πακέτο με αρκετές και ενίοτε σοβαρές παρενέργειες και σίγουρα με πολύ μεγάλο κόστος.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη στο BMJ, τα ιατρικά λάθη αποτελούν την τρίτη συχνότερη αιτία θανάτου. Και με δεδομένο ότι, τόσο τα ιατρικά λάθη όσο και οι παρενέργειες φαρμάκων και οι επιπλοκές επεμβάσεων συχνά καταγράφονται ελλιπώς, υπάρχει η πιθανότητα να έχουν μάλιστα υποεκτιμηθεί. Σίγουρα πάντως έχουν υποεκτιμηθεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Αντιστρόφως, είναι γνωστό ότι οι ιατροί υπερεκτιμούν τα αναμενόμενα οφέλη ιατρικών πρακτικών όταν τα παρουσιάζουν στους ασθενείς. Και μιλάμε για καθημερινές πρακτικές, για το ψωμοτύρι δηλ. της σύγχρονης ιατρικής, όπως για την αγγειοπλαστική σε σταθερή στεφανιαία νόσο και την χημειοθεραπεία σε μεταστατικό καρκίνο, ή για το screening (προσυμπτωματικός έλεγχος) του καρκίνου του μαστού με μαστογραφία ή του καρκίνου του προστάτη με το PSA. Σε όλα αυτά τα ενδεικτικά παραδείγματα το πραγματικό όφελος είναι από μηδενικό στο χειρότερο σενάριο έως μικρό στο καλύτερο. Κι ενώ αυτά είναι γνωστά, συχνά οι ιατροί, συνεχίζουν να προτείνουν φάρμακα και επεμβάσεις άκριτα, καθιστώντας το όποιο όφελός τους αμφίβολο. Κι αν αυτά δεν είναι αρκετά, μόλις αυτήν την εβδομάδα ο ΟΟΣΑ δημοσίευσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία, στην Ελλάδα έχουμε την μεγαλύτερη χρήση αντιβιοτικών ανά άτομο σε σχέση με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές Χώρες, >50% περισσότερο(!) σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και φυσικά το μεγαλύτερο ποσοστό μικροβιακής αντίστασης στα αντιβιοτικά παγκοσμίως. Γιατί όλα αυτά; Εν μέρει, γιατί νομίζουμε ότι η μόνη εναλλακτική μας είναι να πούμε «από μένα δεν έχεις τίποτα» και έτσι να δηλώσουμε αποτυχία, τόσο εμείς όσο και η ίδια η Ιατρική.

Τέτοιες θεωρητικές στρεβλώσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν αν είναι να αλλάξει κάτι στην πράξη. Η Ιατρική έχει τόσα επιτεύγματα για να είμαστε όλοι περήφανοι που δεν έχει ανάγκη να στηρίζει και να στηρίζεται σε αυταπάτες ( εδώ ένα παλαιότερο σχετικό κείμενό μου για την αυταπάτη της μη αναγκαίας ιατρικοποίησης).

Και βέβαια, όλα τα παραπάνω, σε καμμία περίπτωση δεν αναιρούν το γεγονός ότι ακόμη κι εκεί όπου δεν υπάρχουν φάρμακα ή επεμβάσεις, η Ιατρική και πάλι μπορεί να βοηθήσει, σε όλα τα στάδια που προηγούνται, και μόνο με την ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία. Το να έχει ο ασθενής την ευκαιρία να περιγράψει με τα δικά του λόγια, χωρίς διακοπή, σε περιβάλλον εμπιστοσύνης και εχεμύθειας, το ποιό είναι το πρόβλημά του, πώς ο ίδιος το βιώνει, και πώς ο ίδιος αξιολογεί την βαρύτητά του, το να εξετάσει ο ιατρός τον ασθενή στο κρεβάτι, με συγκέντρωση και λεπτομέρεια, και εν τέλει το να δείξει κατανόηση και αποδοχή για το εν λόγω πρόβλημα, είναι συχνά μία διαδικασία όχι μόνο διαγνωστική αλλά συνάμα και θεραπευτική.

Πολύ συχνά, αντιμετωπίζουμε την υγεία και την νόσο ως απόλυτες και αλληλοαναιρούμενες καταστάσεις. Αν δεν έχεις νόσο είσαι υγιής. Άσπρο-μαύρο. Either… or. Παρομοίως και με την ίδια την Ιατρική. Αν οι εξετάσεις επιστρέφουν ως «φυσιολογικές» τότε δεν υπάρχει νόσος. Αλλά κι όταν υπάρχει νόσος, αν δεν υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες η Ιατρική δεν μπορεί να βοηθήσει, δεν έχει τίποτα να προσφέρει.

Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η υγεία μας είναι μία μεταβλητή συνηθέστερα συνεχής (continuous) παρά διακριτή (discrete), πόσο μάλλον μόνο δυαδική (binary). Πολύ συχνά έχουμε συμπτώματα επώδυνα, ενοχλητικά, τρομακτικά, ανησυχητικά, απειλητικά, άσχημα, που επηρεάζουν την καθημερινότητά μας, μειώνουν την ποιότητα ζωής μας, χωρίς να υπάρχει κάποιο αντικειμενικά παθολογικό εύρημα στις υπάρχουσες διαγνωστικές εξετάσεις, χωρίς να μπορεί να υποστηριχθεί μία διάγνωση. Νόσος αντικειμενική δεν υπάρχει, ούτε ενδεδειγμένη θεραπεία, κι όμως τι θα πει αυτό; Είμαστε υγιείς; Είμαστε κατά φαντασίαν ασθενείς; Χρειαζόμαστε κάποιο μη ενδεδειγμένο φάρμακο, έτσι, μπας και μας πιάσει; Αλλιώτικα η Ιατρική έχει αποτύχει;

Αμέτρητοι ασθενείς έχουν στο παρελθόν βιώσει την αδιαφορία μέχρι και την γελοιοποίηση δηλώνοντας ότι αισθάνονται διαρκώς κουρασμένοι (ή μάλλον εξουθενωμένοι καλύτερα), μέχρι να αναγνωριστεί από την ιατρική κοινότητα ότι πράγματι νοσούν και ότι πάσχουν από το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (chronic fatigue syndrome). Δεν τους αξίζει μία συγγνώμη; Την ίδια στιγμή, αμέτρητοι ασθενείς λαμβάνουν ακριβές και ενίοτε επικίνδυνες θεραπείες γιατί αδυνατούμε να πούμε ξεκάθαρα «δυστυχώς, δεν υπάρχει αποτελεσματικό φάρμακο ακόμη» χωρίς παράλληλα να αμφισβητήσουμε την βαρύτητα ή ακόμη και την ίδια την ύπαρξη των συμπτωμάτων που ο ασθενής βιώνει. Αμέτρητες γυναίκες στο παρελθόν έχουν λάβει την διάγνωση της υστερίας για συμπτώματα που αργότερα κατανοήσαμε ότι ήταν οργανικά και όχι δαιμονολογικά. Όλα αυτά είναι λάθη της συμβατικής και σύγχρονης, για την εποχή που αναφέρονται, Ιατρικής. Δεν θα έπρεπε όλα αυτά να μας δείχνουν ότι πρέπει να είμαστε πιο μετρημένοι και λιγότερο απόλυτοι; Και σίγουρα και πιο έτοιμοι να δείξουμε ενσυναίσθηση (empathy), ακόμη κι όταν (ή ίσως περισσότερο τότε) όλες μας οι εξετάσεις βγαίνουν «φυσιολογικές»; Ακόμη κι όταν (ή ίσως περισσότερο τότε) τα περιθώρια να βοηθήσουμε μοιάζουν μικρότερα;

Η νόσος δεν είναι υποχρεωτικά συνώνυμη με κάποια παθολογική εξέταση και την ίδια στιγμή η απουσία παθολογικών ευρημάτων δεν είναι υποχρεωτικά συνώνυμη με την καλή υγεία. Η εξέταση είναι μία θεμιτή προσπάθεια αντικειμενικοποίησης της νόσου, όμως η νόσος ήταν και προφανώς πάντα θα είναι ένα προσωπικό βίωμα, μία υποκειμενική εμπειρία του κάθε ατόμου. Δεν χρειάζεται ούτε να αμφισβητούμε αυτήν την εμπειρία, αλλά ούτε να νιώθουμε αμήχανα να αποδεχτούμε ότι ίσως οι υπάρχουσες εξετάσεις μας να έχουν περιορισμούς, ή ακόμη ότι ίσως να μην έχουμε κάποια χρήσιμη αγωγή να προσφέρουμε, τουλάχιστον προς το παρόν.

Υπό αυτήν την έννοια, δεν πρέπει νομίζω να μας κάνει εντύπωση γιατί πολύς κόσμος απομακρύνεται από την συμβατική ιατρική και καταφεύγει στις εναλλακτικές πρακτικές. Από την Ομοιοπαθητική μέχρι την Αγιουρβέδα, το κοινό που έχουν οι εναλλακτικές θεραπείες δεν είναι μόνο το ότι σπανίζουν οι επιστημονικά τεκμηριωμένες θεραπείες τους. Είναι και το ότι ο εναλλακτικός επαγγελματίας υγείας έχει συχνότερα από τον συμβατικό τα αυτιά του ανοικτά, αφιερώνει περισσότερο χρόνο, προσπαθεί να δει το δάσος κι όχι το δέντρο. Το γεγονός ότι τόσο η τελική διάγνωση όσο και η θεραπεία που κατόπιν θα προσφέρει είναι σπανίως επιστημονικά τεκμηριωμένη και μετρήσιμα αποτελεσματική, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η ακολουθούμενη διαδικασία μέχρι τότε είναι σε γενικές γραμμές η σωστή δεοντολογικά μέθοδος. Μία μέθοδος απολύτως σύμφωνη με την συμβατική ιατρική αντιμετώπιση. Μια αντιμετώπιση του ατόμου ολιστική, που αποδέχεται χωρίς αμηχανία την πολυπλοκότητα και μοναδικότητα του κάθε ατόμου και οργανισμού αλλά και τα όρια της Ιατρικής.

Πολλές φορές ο ασθενής το μόνο που έχει ανάγκη είναι λίγο χρόνο, δυο ανοικτά αυτιά για να μιλήσει, δυο μάτια για να κοιτάξει και να βρει εκεί διάθεση κατανόησης και ενσυναίσθησης, και εν τέλει αποδοχής της βαρύτητας των συμπτωμάτων του όπως ο ίδιος δηλώνει ότι την αξιολογεί. Και φυσικά, μετά από όλα αυτά τα σημαντικά, τότε ναι, να ακούσει κιόλας την γνώμη αυτού που έχει απέναντί του, του ειδικού. Και δεν είναι καθόλου σπάνιο, στην πράξη, αν κανείς ακολουθήσει σωστά τα βήματα της “ολιστικής” αυτής προσέγγισης, να δει ότι όχι μόνο διευκολύνεται η διάγνωση αλλά κυρίως διευκολύνεται και η ίδια η θεραπεία. Και εν τέλει ο ασθενής βελτιώνεται, ο ιατρός ανταμείβεται (ηθικά), και η ιατρική ωφελεί. Και ο στόχος επιτυγχάνεται. Και ζούμε όλοι καλύτερα… Κι αυτό δεν είναι παραμύθι ούτε αυταπάτη, αλλά ένας απλός ευσεβής πόθος. Για μια Ιατρική που δεν ντρέπεται να χρησιμοποιήσει το συναίσθημα και να το συνδυάσει αρμονικά με τις καλύτερες επιστημονικές πρακτικές κάθε εποχής, αποδεχομένη βέβαια τα ανά πάσα στιγμή όριά της. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει οι ιατροί να μάθουν, ή καλύτερα να θυμηθούν, πώς είναι να λειτουργείς όχι μόνο με το μυαλό σου αλλά και με την καρδιά σου.

* Ο Κωστής Τσαρπαλής είναι Καρδιολόγος, απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Cambridge, με εξειδίκευση στους υπερήχους καρδιάς (MSc, Hammersmith Hospital,Imperial Colege London, UK), την προληπτική Καρδιολογία και τις δυσλιπιδαιμίες (MSc, PhD Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών και Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο), και διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στην Αγία Παρασκευή.

Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο είναι προσωπικές απόψεις του συγγραφέως και σε καμμία περίπτωση δεν έχουν στόχο να υποκαταστήσουν την γνώμη και συμβουλή του προσωπικού σας ιατρού.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα