ΟΤΑΝ Ο ΣΤΑΛΙΝ ΕΨΑΧΝΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Ο απόρρητος έως το 1991 φάκελος για τον Φύρερ που παρέδωσαν οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες στον ηγέτη τους
Ο Αδόλφος Χίτλερ, Φύρερ και καγκελάριος του γερμανικού Ράιχ, αυτοκτόνησε στις 30 Απριλίου 1945, περίπου στις 15.30 με μία σφαίρα στον δεξί κρόταφο. Ο Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Στάλιν, γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, πρόεδρος της Κρατικής Επιτροπής για την Άμυνα και πρόεδρος του Συμβουλίου των Λαϊκών Κομισαρίων, έλαβε την είδηση για την αυτοκτονία του Χίτλερ περίπου 13 ώρες αργότερα, το πρωι της 1ης Μαΐου 1945. Στις 5.05 ώρα Μόσχας ο προσωπικός του γραμματέας Αλεξάντερ Ν. Ποσκρεμπίσεβ πήρε το ακόλουθο γράμμα από τηλεφώνου: «Εξαιρετικά επείγον, αυστηρώς απόρρητο! Από τον στρ. Ζούκοφ. Προς το σύντροφο Στάλιν. (…) Στις 30/4, 15.50 ώρα Βερολίνου ο Χίτλερ τερμάτισε τη ζωή του με αυτοκτονία».
Το θάνατο του αντιπάλου του ο Σοβιετικός δικτάτορας σχολίασε δήθεν με τις λέξεις: «Τελειώσαμε λοιπόν με αυτόν. Κρίμα, που δεν τον πιάσαμε ζωντανό. Που είναι το πτώμα του Χίτλερ;»
Αυτό το ερώτημα στάθηκε η αφορμή για να γραφεί ένα βιβλίο στο οποίο θα εργάζονταν και ερευνούσαν αρκετοί και θα είχε έναν μόνο αναγνώστη. « Το βιβλίο Χίτλερ » γράφηκε αποκλειστικά για ενημερωθεί ο Στάλιν ποια ήταν ακριβώς η ζωή και το τέλος του αντιπάλου του. Ο ίδιος ο Στάλιν όταν έλαβε τις καταθέσεις δύο πολύ στενών συνεργατών του Χίτλερ, του Χάιντς Λίνγκε και του Ότο Γκίνσε το εκτίμησε ιδιαίτερα με αποτέλεσμα να το φυλάξει στο προσωπικό του αρχείο παρά σε αυτό του κόμματος. Το Βιβλίο Χίτλερ, όπως ονομάστηκε ο φάκελος με το Νούμερο 462α ήρθε στο φως μόλις το 1991 καθώς κανένας σοβιετικός ηγέτης δεν πήρε την ευθύνη να το φέρει στο φως. Το ανακάλυψαν οι Γερμανοί ιστορικοί Ματίας Ουλ και Χένρικ Έμπερλε οι επιμελήθηκαν μία έκδοση που αγγίζει τις 700 σελίδες και πέρα από τον κύριο όγκο που αφορά την έκθεση των Γερμανών αξιωματούχων διαθέτει μία πλούσια παρουσίαση των συνθηκών κάτω από τις οποίες γράφηκε το βιβλίο. Στην ελληνική γλώσσα κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση του Νίκου Δεληβοριά.
«Στο πρώτο μισό του Απριλίου ο Χίτλερ είχε την ακόλουθη ημερήσια διάταξη. Κατά τη 1.00- 1.30 το μεσημέρι τον ξυπνούσε ο Λίνγκε (σ.σ. ο καμαριέρης του). Ο Χίτλερ είχε αποτραβηχτεί στο καταφύγιο του, το οποίο δεν ήθελε πια να εγκαταλήψει. Γι’ αυτό το λόγο και οι ημερήσιες συσκέψεις δε γινόταν πια στη νέα Καγκελαρία, αλλά στο καταφύγιο του Φύρερ. Αυτές οι συσκέψεις άρχιζαν κατά τις 4.00 το απόγευμα και διαρκούσαν μέχρι τις 6.00 – 7.00 το βράδυ. Οι νυχτερινές συσκέψεις λάμβαναν χώρα ανάλογα με τη διάρκεια των αεροπορικών επιθέσεων στο Βερολίνο γύρω στις 2.00 με 3.00 το πρωί και διαρκούσαν περίπου μία ώρα. Προηγουμένως ο Χίτλερ έπινε τσάι με την Εύα Μπράουν και τις γραμματείς στο γραφείο του.
Σ’ αυτό οι τέσσερις γραμματείς του εναλλάσσονταν κάθε βράδυ κατά ζευγάρια, για να μπορούν να ξεκουράζονται. Οι συζητήσεις στο τσάι περιστρέφονταν γύρω από κάθε είδους κουτσομπολιού: μιλούσαν για τους υπασπιστές του Χίτλερ, π.χ. για την ερωτική σχέση του Σάουμπ ή για τον οικονόμο του Χίτλερ, τον Κάνεμπεργκ, στον οποίο οι αεροπορικές επιθέσεις προκαλούσαν φρικτό φόβο. Θέματα συζήτησης ήταν όμως και οι συνταγές για διάφορα φαγητά και φυσικά τα σκυλιά της Εύας Μπράουν και η Μπλόντι του Χίτλερ με τον Βολφ της.
Επειδή ο Χίτλερ υπέφερε από αϋπνίες, κάθονταν μαζί τους μέχρι τις 5.00 – 6.00 το πρωί.
Ο Χίτλερ έδειχνε γερασμένος και κουρασμένος. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει. Περπατούσε σκυμμένος βαθιά και έσερνε τα πόδια του. Ήταν ασυνήθιστα νευρικός και ανήσυχος, θύμωνε πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι παλιότερα και έπαιρνε αντιφατικές αποφάσεις.
Στις αρχές του Απριλίου στο τρέμουλο του αριστερού χεριού προστέθηκε ακόμη ένα πάθος: το δεξί του μάτι άρχισε να πονά. Κάλεσαν αμέσως για θεραπεία τον γνωστό Βερολινέζο οφθαλμίατρο, καθηγητή Λελάιν. Πρωί και βράδυ έπρεπε τώρα ο Λίνγκε να του στάζει στα μάτια σταγόνες κοκαϊνης, για να μειώνει τους πόνους…»
«Το πρωί της 27ης Απριλίου η Καγκελαρία του Ράιχ τέθηκε και πάλι υπό σφοδρότατο πυρ. Οι οβίδες έσκαγαν η μία μετά την άλλη στη στέγη του καταφυγίου. Ήδη από τα πρώτα χτυπήματα ο Χίτλερ χτύπησε το κουδούνι για τον Λίνγκε. Αυτός τον βρήκε ντυμένο, στο γραφείο του. Στο σύνηθες βουητό των ανεμιστήρων είχε προστεθεί είχε προστεθεί ένας περίεργος θόρυβος. Ο Χίτλερ κοίταξε τον Λινγκε απορημένος και ρώτησε ανήσυχος τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Από το μηχανικό Χανς Χέντσελ ο Λίνγκε έμαθε ότι οι φωτιές που έκαιγαν τον κήπο της Καγκελαρίας είχαν ενισχύσει την ορμή του αέρα, πράγμα που προκαλούσε στους ανεμιστήρες αυτόν το θόρυβο. Καίγονταν οι παράγκες στις οποίες έμεναν οι οδηγοί και οι ορντινάντσες, που τις είχαν στήσει στον κήπο όταν το αρχηγείο είχε μεταφερθεί στην Καγκελαρία του Ράιχ.
Στις 8 Μαϊου 1945 η Γερμανία συνθηκολόγησε . Έτσι τελείωσε η εποχή του Τρίτου Ράιχ, που κατά τον Χίτλερ, θα διαρκούσε χίλια χρόνια. Κατά την ανάληψη της εξουσίας ο Χίτλερ είχε υποσχεθεί στον γερμανικό λαό: « Όταν θα είμαι δέκα χρόνια στην εξουσία, κανείς δεν θα αναγνωρίζει πλέον τη Γερμανία».
Και πράγματι μετά την κυριαρχία του Χίτλερ η Γερμανία δεν αναγνωριζόταν πλέον – κείτονταν σε ερείπια και στάχτη. Ο ίδιος ο Χίτλερ, από φόβο μπροστά σε Ρώσους, είχε θέσει τέρμα στη ζωή του αυτοκτονώντας.