Μουντιάλ: Γκολ και λάμψη εντός, οργή εκτός γηπέδου. Αυτή είναι η γνώμη μας

Τα επεισόδια στη Βραζιλία και το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου. Είναι σωστό μια χώρα να αναλαμβάνει μια μεγάλη διοργάνωση, όταν υπάρχει λαϊκή αντίδραση; Επτά συντάκτες γράφουν
- 14 Ιουνίου 2014 10:43
Το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου της Βραζιλίας, ξεκίνησε με γκολ, θέαμα αλλά και οργισμένες διαδηλώσεις από τον λαό της Βραζιλίας, που δεν γοητεύεται από τον “άρτο και τα θεάματα”.
Το ερώτημα είναι αν μια χώρα είναι ηθικό να ξοδεύει χρήματα για αθλητικές διοργανώσεις, όταν δεν έχει λύσει άλλα προβλήματα, πιο σοβαρά.
Το δίλημμα τέθηκε και στη χώρα μας, για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, από ελάχιστους πριν το 2004 και από περισσότερους, μετά την οικονομική καταστροφή της χώρας.
Επτά συντάκτες απαντούν στο παραπάνω ερώτημα, που τίθεται όλο και πιο επιτακτικά τα τελευταία χρόνια.
Στείλτε μας την άποψή σας στο τέλος του κειμένου
“Καμία σχέση μεταξύ ηθικής και αθλητικών διοργανώσεων”, δεν βλέπει ο Στέλιος Μπαμιατζής
Δεν θα καταλάβω ποτέ μου τι σχέση μπορεί να έχει η ηθική με τη διοργάνωση διεθνών αθλητικών διοργανώσεων. Στη μάχη για τους Ολυμπιακούς του 1996, το “χρίσμα” το πήρε η Ατλάντα. Θεωρήθηκαν – ήταν οι πλέον εμπευματοποιημένοι αγώνες στην ιστορία. Ο ένας από τους λόγους που η Ατλάντα πήρε τότε τη διοργάνωση ήταν φυσικά η δύναμη συγκεκριμένης πολυεθνικής εταιρείας.
Ακούγεται ένα υπερβολικό ή εθνοκεντρικό το παράδειγμα; Ας δούμε κάτι άλλο τότε.
Πόσα κράτη με σοβαρά οικονομικά προβλήματα έχουν αναλάβει μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις; Μεξικό το 1986…Νότια Αφρική το 2010… δύο μόνο παραδειγματα.
Η ανάληψη τέτοιων διοργανώσεων από κράτη που αντιμετωπίζουν οικονομικές άρα και κατ επέκταση και μεγάλες κοινωνικές δυσχέρειες, έχει να κάνει με τα εξής:
1. Με την εισρροή χρήματος από τουρίστες και επισκέπτες
2. Με την ανάληψη μεγάλων δημόσιων έργων από διεθνείς επιχειρηματικούς κολοσσούς
3. Με τη δημιουργία – βελτίωση του προφίλ της χώρας σε διεθνές επίπεδο
Όλα αυτά ουδεμία σχέση έχουν με ηθική. Μιλάνε τα χρήματα και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Πιο λιτά, η ηθική στον αθλητισμό χάθηκε όταν έγινε αυστηρά επαγγελματικός πρωταθλητισμός. Στην πολιτική, δεν υπήρξε ποτέ.
“Δεν φταίει το Μουντιάλ”, υποστηρίζει ο Κωστής Χριστοδούλου
Οικονομικά η Βραζιλία δεν μπορεί να θεωρηθεί με τίποτα μια φτωχή χώρα. Συμμετέχει στους G8 και φέτος αναμένει εμπορικό πλεόνασμα 7,9 δισ. δολάρια. Για να καταλάβουμε το μέγεθος της οικονομίας της αξίζει να αναφερθεί ότι είναι όσο αυτό της Νότιας Αφρικής, της Αργεντινής και της Αυστραλίας μαζί. Παράγει το 1/2 της παγκόσμιας παραγωγής χυμού πορτοκαλιού του πλανήτη, το 1/3 του καφέ και το 1/5 της ζάχαρης. Είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας του κόσμου σε βοδινό κρέας καθώς και ξυλείας. Κοινώς, λεφτά υπάρχουν.
Το πρόβλημα της Βραζιλίας είναι οι κοινωνικές ανισότητες που μπορεί να έχουν “λειανθεί” τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχουν όμως εξαλειφθεί και όπως όλα δείχνουν – δυστυχώς – δεν φαίνεται ότι θα εξαλειφθούν. Οι δαπάνες για το μουντιάλ δεν μπορεί με τίποτα να θεωρηθούν “υπεύθυνες” για τις ανισότητες που υπάρχουν στην χώρα. Ακόμη και το σύνολο των δαπανών αυτών σε συνδυασμό με των Ολυμπιακών Αγώνων να διαθέτονταν για την Παιδεία ή Υγεία το πρόβλημα δεν θα λυνόταν.
Σε μία χώρα που το ποδόσφαιρο είναι ένας δεύτερος “Θεός” και τα γήπεδα της – για όσους παρακολουθούμε το ποδόσφαιρο της Νότιας Αμερικής – θυμίζουν τσιμεντένια κλουβιά ήταν μία μοναδική ευκαιρία για να αποκτήσει αθλητικές υποδομές που δύσκολα θα “έβαζαν μπροστά” αν δεν είχαν τις κορυφαίες διοργανώσεις. Αθλητικές διοργανώσεις σαν και αυτή πρέπει να “ταξιδεύει” σε όλο τον κόσμο καθώς κινδυνεύει να καταλήξει μόνο σε “άψυχους” που διαθέτουν το χρήμα και βλέπουν τις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις σαν τρόπαιο (βλέπε Κατάρ).
“Η λογική επιβάλλει δημοψήφισμα, αλλά ως ποδοσφαιρόφιλος δεν είμαι λογικός” παραδέχεται ο Φώτης Νάκος
Ο αθλητισμός είναι κοινωνικό αγαθό. Θέλω να πιστεύω ότι αυτές τις ημέρες και με τους αγώνες του Μουντιάλ, ακόμα και συνάνθρωποι μας σε όλο το πλανήτη που λόγω οικονομικής κρίσης αντιμετωπίζουν πολλά και ποικίλα προβλήματα , αν είναι φίλαθλοι θα ξεχαστούν λίγο με την ποδοσφαιρική πανδαισία.
Τώρα το αν οι πολιτικοί επιλέγουν να εκμεταλλευτούν το ποδόσφαιρο λόγω της δημοφιλίας του, είναι ένα άλλο θέμα . Ιστορικά έγινε, γίνεται και θα γίνεται. Το βλέπουμε σήμερα και στη Βραζιλία. Αλλά αυτό κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί να στερήσει σε μια χώρα και το λαό της , από τη χαρά να φιλοξενήσουν μεγάλες και σημαντικές διοργανώσεις,όπως ένα Μουντιάλ.
Ίσως το καλύτερο θα ήταν η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, πριν μια χώρα εκδηλώσει επίσημα ενδιαφέρον για κάποια μεγάλη διοργάνωση. Αλλά και πάλι θεωρώ ότι το ποδόσφαιρο, λόγω δημοφιλίας θα ήταν ισοπεδωτικό. Π.χ αν γινόταν δημοψήφισμα για τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004 στην Αθήνα, εγώ προσωπικά θα ψήφιζα όχι, αν όμως γινόταν για να αναλάβουμε το μουντιάλ το 2004, θα ψήφιζα ναι και με τα πόδια.
“Είναι πολλά τα λεφτά Άρη”, λέει ο Χρήστος Δεμέτης
Θυμάμαι τα πανηγύρια και τις ιαχές πατριωτικού φρονήματος μετά την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων από τη χώρα μας το 2004. Την ίδια χρονιά που πήραμε το ευρωπαϊκό στο ποδόσφαιρο και κερδίσαμε τη Eurovision. Και νομίζαμε ότι ξαναχτίσαμε την Αρχαία Αθήνα του Περικλή μέσα σε ένα χρόνο. Θα πέσει φωτιά να με κάψει με αυτά που γράφω. Βασικά, έπεσε φωτιά και μας έκαψε έξι χρόνια μετά. Το 2004 ήταν η αρχή του κακού, ή μάλλον ήταν το χέρι που τράβηξε την κουρτίνα και έβγαλε στη φόρα τη γύμνια μας. Τα Ολυμπιακά Ακίνητα σαπίζουν χωρίς “λάδι” και “ολυμπιακές ελιές”, χωρίς καμία χρήση, και μείναμε με τις ελιές του Σημίτη και με τους πύρινους λόγους του Κώστα Καραμανλή του junior. Η Βραζιλία είναι μια χώρα των δύο ταχυτήτων.
Μετά το Μουντιάλ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 που έχει αναλάβει, είναι βέβαιο πως θα μείνει και χωρίς τα υπολείμματα μεσαίας τάξης που της έχουν περισσέψει. Διαδηλωτές, απεργίες, πείνα και φαβέλες. Όχι, δεν τη χρειαζόταν αυτή τη διοργάνωση, όπως κι εμείς δεν χρειαζόμασταν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Υπό την απειλή όπλων κόσμος εκδιώχθηκε από τα σπίτια του ενώ τα 15 δισ. δολάρια που δαπανήθηκαν για την ασφάλεια θα τα πληρώσει ο λαός. Ας τα σκεφτόμαστε αυτά την ώρα που θα βλέπουμε τον Κριστιάνο να σκοράρει και τον Νέιμαρ να διπλασιάζει το συμβόλαιο του την επόμενη χρονιά. Θα προτιμούσα να γινόταν η διοργάνωση σε έτοιμα γήπεδα ή χωρίς χρηματικά έπαθλα. Αλλά είναι πολλά τα λεφτά Άρη. Και η ρήση αυτή θα δικαιώνεται στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
“Τι θα γίνει όταν τα φώτα σβήσουν” αναρωτιέται η Μίκα Κοντορούση
Στη Βραζιλία της φετινής διοργάνωσης του Μουντιάλ με την ιστορία των πέντε τρόπαιων, οι κόσμοι χωρίζονται σε δύο. Στη λάμψη εντός γηπέδου και την ανέχεια εκτός αγωνιστικών χώρων. Από την μία, οι αμέτρητοι χορηγοί, οι διαφημιστικές καμπάνιες δισεκατομμυρίων, τα συμβόλαια σε ποδοσφαιριστές που «μυρίζουν χρυσάφι» και τα γήπεδα που μετατρέπονται σε «μηχανές παραγωγής δολαρίων» κι απέξω… ο πραγματικός κόσμος. Το 61% των Βραζιλιάνων που βγήκε στο δρόμους κατά της πρόσκαιρης λάμψης που προσφέρει η «στρογγυλή θεά». Αυτό το 61% (ίσως και παραπάνω) που αδυνατεί να παραβλέψει τη φτώχεια και την ανεργία και ούτε μπορεί να διανοηθεί ότι τα 63 δις δολάρια που σπαταλούνται στο «βωμό» μερικών ματς είναι από τα «ψίχουλα» της τσέπης του και από τα κονδύλια που προορίζονταν για την πρόσβαση σε δημόσιες υποδομές υγείας ή τη δωρεάν παιδεία (που σε αρκετές πόλεις φλερτάρει με τα όρια του αναλφαβητισμού).
Τη στιγμή που η κρίση απλώνεται ραγδαία στην (ίδια με εμάς) γκρίζα γεωγραφική γραμμή, αυτή του «νότου», τα κριτήρια συμμετοχής σε διοργανώσεις ανάλογου βεληνεκούς δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραμείνουν ιστορικά, συναισθηματικά ή συγκυριακά. Τροφή για σκέψη για μετά τις 13 Ιουλίου. Όταν τα φώτα του Μουντιάλ σβήσουν και μείνουν στους δρόμους, οι πραγματικοί αγωνιστές. Αυτοί που κατανοούν ότι οι χολιγουντιανές σπατάλες δημόσιου χρήματος, στερούν την ελπίδα για ποιοτικότερο επίπεδο ζωής και αυτοί που αντιλαμβάνονται ότι «λεφτά στην άκρη» δεν υπάρχουν. Τα κύπελλα που κάποτε ξεχείλιζαν από εθνική υπερηφάνεια, τώρα ξεχειλίζουν από οργή και η παγκόσμια γιορτή ποδοσφαίρου για τους περισσότερους Βραζιλιάνους μεταφράζεται ως στοίχημα στην κάλπη του Οκτωβρίου. Και έχουν την ευκαιρία. Ας το τολμήσουν!
“Δεν μπορείς να ζήσεις μόνο με ποδόσφαιρο”, λέει η Ανθή Κουτσουμπού
Το άκρον άωτον του παραλογισμού είναι αυτό που συμβαίνει το τελευταίο διάστημα στη Βραζιλία. Η χρυσόσκονη του Μουντιάλ, η αποκαλυπτική (για πολλοστή φορά) Τζένιφερ Λόπεζ και τα παιχνίδια με τη μπάλα των Νεϊμάρ, Μέσι, Κριστιάνο Ρονάλντο, Ρούνεϊ και λοιπών, είναι δεδομένο ότι δεν μπορούν να απαλύνουν τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η πλειονότητα των πολιτών. Και πώς άλλωστε να το κάνει, όταν πακτωλός χρημάτων ξοδεύεται για αθλητικές υποδομές της κορυφαίας ποδοσφαιρικής διοργάνωσης, αλλά όχι για τη βελτίωση της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Μια αθλητική διοργάνωση όσο μεγάλη και αν είναι, όση λάμψη και αν φέρει, δεν μπορεί να σκιάσει την πραγματική ζωή.
Γιατί, ως γνωστόν, με ποδόσφαιρο, μπάσκετ, στίβο, κολύμβηση κτλ. δεν ζει κανείς, όσο “άρρωστος” και αν είναι. Στο βωμό των συμφερόντων των λίγων και “καλών” όμως, όλα θυσιάζονται. Κάτι άλλωστε, που μάθαμε καλά στην Ελλάδα, διοργανώνοντας το πανηγύρι, από όλες τις πλευρές, των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004. Αυτό, που σε συνδυασμό με κάποιες άλλες καταστάσεις, πληρώνουμε τα τελευταία χρόνια και θα συνεχίσουμε για πολλά ακόμα, καθώς πέρα από τις εντυπωσιακές τελετές και τις πανάκριβες υποδομές, ”φαντάσματα” πλέον, αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχε κανένα πλάνο για το μέλλον.
Μοναδική φωτεινή εξαίρεση, η Βαρκελώνη που “αναστηλώθηκε” για τους Ολυμπιακούς του 1992 και μπήκε στον παγκόσμιο χάρτη, χάρη κυρίως στην επιτυχία της να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το όποιο έργο έγινε, αποκομίζοντας, μεταξύ άλλων, τεράστια οικονομικά οφέλη. Οι εξαιρέσεις, όμως, είναι για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα ότι κανενός πολίτη το βιοτικό επίπεδο δεν βελτιώνεται από μια αθλητική διοργάνωση.
“Καταρχήν θετικό, αρκεί να γίνει σωστή διαχείριση”, λέει η Σοφία Κατσαρέλη
Στα καταρχήν “συν” μίας μεγάλης διοργάνωσης, όπως είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες και το Μουντιάλ, είναι η παγκόσμια προβολή, η κατασκευή δημοσίων έργων, υποδομών και αθλητικών εγκαταστάσεων, η τουριστική κίνηση και η δημιουργία θέσεων εργασίας την περίοδο της προετοιμασίας. Είναι προφανές, ότι η διοργανώτρια χώρα έχει μία άνευ προηγουμένου ευκαιρία να προβληθεί παγκοσμίως, με τους τουρίστες, που θα χρειαστούν διαμονή, θα κινηθούν, θα αγοράσουν, θα φάνε, θα αγοράσουν εισιτήρια για τους Αγώνες, θα αφήσουν χρήμα, να συρρέουν κατά εκατομμύρια. Είναι επίσης προφανές, ότι τα δημόσια έργα που θα κατασκευαστούν, πρέπει να λειτουργήσουν για την καλύτερη εξυπηρέτηση και βελτίωση της καθημερινότητας των κατοίκων και οι αθλητικές εγκαταστάσεις να χρησιμοποιηθούν από τις επόμενες γενιές, τονώνοντας τον αθλητισμό.
Στο παρελθόν υπήρξαν χώρες, παραδείγματα σωστής οργάνωσης και διαχείρισης μεγάλων διοργανώσεων, αφήνοντας στη χώρα χρήμα και κληρονομιά για τις επόμενες γενιές. Την κληρονομιά των Ολυμπιακών Αγώνων είχε αναλύσει κι έρευνα της Deloitte λίγο πριν την “Αθήνα 2004”, εξετάζοντας τις περιπτώσεις της Σεούλ (1988), της Βαρκελώνης (1992), της Ατλάντα (1996) και του Σίδνεϊ (2000), ως “οδηγούς” για την Αθήνα. Και από τότε όμως, η Αθήνα έδινε την εικόνα μίας χώρας “έτοιμης να αισχοκερδίσει”.
Σε αυτήν την Αθήνα, που τότε δεν βίωνε κρίση, η “επόμενη μέρα” έδειξε, ότι δεν ήταν η διοργάνωση των Αγώνων αυτή καθ’ εαυτήν που ζημίωσε τη χώρα. Η μεγάλη κληρονομιά που θα άφηνε η διοργάνωση σε όρους εθνικής υπερηφάνειας, άμεσων επενδύσεων και επιχειρηματικής δραστηριότητας, τουριστικής προσέλευσης και αξιοποίησης των αθλητικών εγκαταστάσεων, που σήμερα μαραζώνουν, δεν αξιοποιήθηκε.
Και στη Βραζιλία του φετινού Παγκοσμίου Κυπέλλου, όπου η πλειοψηφία των πολιτών ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης, το κόστος της διοργάνωσης έχει ήδη ξεπεράσει κατά πολύ τον αρχικό προϋπολογισμό, αφού αγγίζει τα 10 δισ. δολάρια, με τις ελπίδες για “απόσβεση” της χώρας και όχι της FIFA, που ούτως ή άλλως θα εισπράξει τις ημέρες που θα διαρκέσουν οι αγώνες, να πατούν και να μην πατούν στην πραγματικότητα. Η επόμενη μέρα θα δείξει τι θα συμβεί κι εκεί. Πάντως, τον άσσο στο μανίκι μίας χώρας, κρατά η ίδια η χώρα, που καλείται να εκμεταλλευτεί την τεράστια ευκαιρία της διοργάνωσης, προς όφελος των πολιτών και της οικονομίας της.