Όλγα Θεμελή: Γιατί η ανάκληση της αρχικής κατάθεσης ανήλικων θυμάτων είναι αναμενόμενη
Διαβάζεται σε 7'
H Καθηγήτρια Εγκληματικής Ψυχολογίας Ολγα Θεμελή εξηγεί με καθαρά επιστημονικούς όρους το φαινόμενο της ανάκλησης της αρχικής κατάθεσης των ανήλικων θυμάτων κακοποίησης.
- 07 Ιουλίου 2025 06:12
Είναι επιστημονικά γνωστό, ήδη από τη δεκαετία του ’80, ότι η ανάκληση των ισχυρισμών κακοποίησης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την υπέρμετρη δυσκολία του ανήλικου θύματος να αποκαλύψει κάθε μορφή κακομεταχείρισής του. Να παραβιάσει το έως τότε καλά κρυμμένο «μυστικό» του και να αντιμετωπίσει στη συνέχεια τις συνέπειες της απόφασής του, σε μια δυστοπία της ενοχής και του φόβου.
Η δημοσίευση του εμβληματικού άρθρου «The child sexual abuse accommodation syndrome – CSAAS» το 1983 από το ψυχίατρο Ronald Summit, στόχο είχε να βοηθήσει τους επαγγελματίες να κατανοήσουν την απόφαση της πλειονότητας των παιδιών να αποσιωπήσουν την παραβίασή τους, τη συχνή τους αμφιθυμία για αποκάλυψη ή απόκρυψη, για προστασία ή «προδοσία» του δράστη, την έντονη εσωτερική τους πάλη, την με μεγάλη καθυστέρηση δημοσιοποίηση του μυστικού τους και τελικά την «υποχώρηση» και καταφυγή στην ισόβια «κρύπτη» της ασφάλειας, την αποσιώπηση.
Για πρώτη φορά συνεπώς καταγράφεται και «απεικονίζεται» το συναισθηματικό τοπίο που σφραγίζει τη μοναχική και επώδυνη διαδρομή του θύματος. Έτσι σύμφωνα με το «Σύνδρομο προσαρμογής του παιδιού στη σεξουαλική κακοποίηση», οι πέντε φάσεις στην προσπάθεια ενός παιδιού να μιλήσει για κάθε μορφή κακοποίησης που έχει υποστεί είναι:
α) η μυστικότητα,
β) η αδυναμία και η αίσθηση ανικανότητας/αβοηθησίας,
γ) η παγίδευση, ο συμβιβασμός και η πλήρης προσαρμογή του στη «νέα τάξη πραγμάτων»,
δ) η αποκάλυψη μετά από μεγάλη καθυστέρηση με έντονη αμφιθυμία και φτωχό περιεχόμενο και
ε) η ανάκληση της αρχικής κατάθεσης (Summit, 1983).
Η επιστημονική έρευνα φωτίζει τη σκοτεινή, δύσβατη και μακρά διαδρομή που πρέπει να διαβεί ένα παιδί ξεπερνώντας το σημείο θραύσης, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι η αρχική κατάθεση είναι μόνο το πρώτο βήμα.
Νεότερες έρευνες επιβεβαίωσαν ότι το 75 τοις εκατό των ανήλικων θυμάτων αρχικά αρνείται την κακοποίησή του, ενώ διαπίστωσαν ότι ένα στα πέντε περίπου παιδιά ανακαλεί στη συνέχεια τους αρχικούς του ισχυρισμούς (Malloy, Lyon & Quas, 2007; Sorenson & Snow, 1991). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι σε όλες τις περιπτώσεις ανάκλησης παρατηρείται: α) απουσία από τη ζωή του παιδιού υγειών οικογενειακών δεσμών και έμπιστων προσώπων υποστήριξης, β) δυνατότητας επικοινωνίας του φερόμενου ως δράστη με παιδί και γ)άσκηση εξωτερικής πίεσης, ιδιαίτερα έντονης, επίμονης και εκφοβιστικής.
Άλλωστε η σημασία της κατανόησης του φαινομένου της ανάκλησης δεν είναι μόνο ουσιώδης για τη διερεύνηση της ποινικής υπόθεσης αλλά είναι κρίσιμη και για τη μετέπειτα ψυχοθεραπευτική προσέγγιση του θύματος. Ερευνητικά αποτελέσματα αποδεικνύουν, ότι οι αρνητικές εμπειρίες αποκάλυψης ενδέχεται να οδηγήσουν τον ανήλικο ακόμα και στην υιοθέτηση αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η ανάκληση υπονομεύει το αληθές των ισχυρισμών του παιδιού, επηρεάζει τους λειτουργούς της δικαιοσύνης, παραπέμπει στην στερεοτυπική αντίληψη της εξ’ ορισμού αναξιοπιστίας της μαρτυρίας ενός παιδιού λόγω του αναπτυξιακού του σταδίου, ενώ συχνά συνδέεται με την εμφύτευση αναμνήσεων, δυσχεραίνοντας ως εκ τούτου σημαντικά την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Παράλληλα, ο θύτης -ειδικά στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία διαθέτει μια ισχυρή κοινωνική θέση με έντονη επιρροή- θα φροντίσει για την αποδόμηση τις αξιοπιστίας των θυμάτων του. Οι ανήλικοι, βυθίζονται μέσα στη δίνη των αρνητικών συναισθημάτων και των ψυχικών τους θραυσμάτων και νιώθουν βαθιά προδομένοι και ματαιωμένοι στην προσδοκία της δικαίωσής τους.
Η προσπάθεια κατανόησης του μηχανισμού της ανάκλησης, πρέπει να λάβει υπόψη της την αδυναμία του παιδιού να διαχειριστεί το άγχος που προκαλεί η αποκάλυψη της αλήθειας. Η ανάκληση είναι η ασφαλής «έξοδος κινδύνου», η οποία θα το διασώσει από τις εφιαλτικές συνέπειες που θεωρεί ότι θα έχει η απόφασή του να μιλήσει. Είναι ένα μέσο διαφυγής από τις Συμπληγάδες Πέτρες, οι οποίες αντιλαμβάνεται ότι -αργά ή γρήγορα- θα το συνθλίψουν. Η ανάκληση είναι ένα ακόμα θραύσμα αλήθειας, με μεγάλη συσπειρωτική δύναμη.
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια ενός κοριτσιού στον ανακριτή, όπως αποτυπώνονται σε μια διεθνή ποιοτική έρευνα: «Σε παρακαλώ, σβήσ’ το· αυτά που είπα μπορούν να καταστρέψουν όλη μου την οικογένεια. Πρέπει να τους σώσω· βοήθησέ με σε παρακαλώ» ή ενός άλλου αγοριού θύματος αιμομιξίας: «Λοιπόν, ό,τι είπα ήταν ψέμα. Είμαι πολύ κακό αγόρι και κατέστρεψα την οικογένειά μου. Σε παρακαλώ, φέρε πίσω τον μπαμπά μου. Αν όχι, η γιαγιά μου θα πεθάνει, και θα φταίω εγώ. Σε παρακαλώ, πίστεψέ με· είμαι ο μεγαλύτερος ψεύτης που υπάρχει» (Κatz, 2014).
Γιατί όμως ένα παιδί ανακαλεί τους αρχικούς του ισχυρισμούς; Οι σημαντικότεροι λόγοι αφορούν:
α) τη μεγάλη πίεση που ασκείται από την οικογένεια, ιδιαίτερα όταν ο φερόμενος ως δράστης είναι μέλος της,
β) τις πολιτισμικές νόρμες και το περιβάλλον στο οποίο αυτό ζει,
γ) τα έντονα αισθήματα ενοχής τα οποία βιώνει, καθώς θεωρεί το ότι το ίδιο ευθύνεται για την ενδεχόμενη φυλάκιση του θύτη του,
δ) τις έντονες συναισθηματικές συγκρούσεις, ιδίως όταν ο δράστης ήταν ένα σημαντικό για αυτό πρόσωπο φροντίδας,
ε) τις πρακτικές εκφοβισμού και τις απειλές για αντίποινα που δέχεται,
στ) τη δωροδοκία, κυρίως στην περίπτωση εκείνη που τελεί σε ένδεια, και
ζ) την υιοθέτηση αντιδεοντολογικών και επανατραυματιστικών διαδικασιών κατά τη λήψη της κατάθεσης (Ben-Arieh & Haj-Yahia, 2006; Κatz, 2014; Malloy, Lyon, & Quas, 2007; Malloy et al., 2016; Summit, 1983).
Ακόμα και μετά από πολλά χρόνια, όταν οι επιζώντες αποκαλύψουν με μεγάλη δυσκολία και απροθυμία το μυστικό τους, μπορεί να οδηγηθούν κατά την αφήγησή τους σε αντιφατικούς ισχυρισμούς, σε καταθέσεις με φτωχό περιεχόμενο, σε έναν «άψυχο ψίθυρο», που είναι πολύ πιθανό να ανακαλέσουν μετά από λίγο.
Η βιβλιογραφία το υπογραμμίζει εμφατικά: η ανάκληση των αρχικών ισχυρισμών όχι μόνον δε μειώνει την αξιοπιστία των αρχικών ισχυρισμών αλλά αντίθετα, την ισχυροποιεί !
Είναι δικαιοπολιτική αναγκαιότητα η χάραξη μιας νέας αντεγκληματικής πολιτικής, η οποία δε θα επενδύει πια στην αυστηροποίηση των ποινών, αλλά στην ευαισθητοποίηση και στη δια βίου εκπαίδευση των επαγγελματιών του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης, το έργο των οποίων απαιτεί αναμφίβολα εξειδικευμένη γνώση.
Μόνο τότε θα είναι σε θέση να διακρίνουν μεταξύ αληθών και ψευδών ισχυρισμών, να κατανοούν την επώδυνη και χρονοβόρα διαδικασία της αποκάλυψης, να αξιολογούν τους λόγους της ανάκλησης της αρχικής τους κατάθεσης και τις ιδιαίτερες μεταβλητές της (όπως π.χ η φύση της σχέσης παιδιού και φερόμενου ως δράστη, τα χαρακτηριστικά της υπόθεσης, το πλαίσιο που έλαβε χώρα η κακοποίηση, τις αντιδράσεις της οικογένειας, την άσκηση πίεσης, τις απειλές, τις πρακτικές δωροδοκίας κ.ά).
Μόνο τότε θα μπορούν να διερευνούν και να αναζητούν τη δυσεύρετη αλήθεια, που κοχλάζει κάτω από την ανάκληση της αρχικής κατάθεσης ενός παιδιού όταν μας δηλώνει: «Λοιπόν, ό,τι είπα ήταν ψέμα…. Σε παρακαλώ, πίστεψέ με· είμαι ο μεγαλύτερος ψεύτης που υπάρχει».
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Ben-Arieh, A., & Haj-Yahia, M. M. (2006). The geography of child maltreatment in Israel: Findings from a national data set of cases reported to the social services. Child Abuse and Neglect, 30: 991–1003.
Katz, C. (2014). “Please believe me; I am the biggest liar that exists”: Characterising children’s recantations during forensic investigations. Children and Youth Services Review, 43, 160–166
Malloy, L. C., Lyon, T. D., & Quas, J. A. (2007). Filial dependency and recantation of child sexual abuse allegations. Journal of the Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 46(2): 162-170.
Malloy, L.C., & Mugno, A.P. (2015). Children’s Recantation of Adult Wrongdoing: An Experimental Investιgation. Journal of Experimental Child Psychology, 145: 11-21.
Malloy, L. C., Mugno, A. P., Rivard, J. R., Lyon, T. D., & Quas, J. A. (2016). Familial influences on recantation in substantiated child sexual abuse cases. Child Maltreatment, 21(3): 256–261.
Summit, R. (1983). The child sexual abuse accommodation syndrome. Child Abuse & Neglect, 7: 177–193.
Η Όλγα Θεμελή είναι Καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης