ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ SELFIEVERSE! ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΟΠΟΥ ΘΑΥΜΑΖΟΥΜΕ ΔΙΑΡΚΩΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ
Eco chambers και το σύνδρομο του Κεντρικού Χαρακτήρα. Γιατί έχουμε τόσο μεγάλη ανάγκη να κατασκευάζουμε αφηγήματα και ιστορίες που η αξία τους να εξαρτάται από το κοινό;
“You have to start romanticising your life. You have to start seeing yourself as the main character. ‘Cause if you don’t, life will continue to pass you by, and all the little things that make it so beautiful will continue to go unnoticed.”
TikTok, Ashley Ward
Το 2020, μία ηχητική ανάρτηση της Ashley Ward, χρήστριας του TikTok, έγινε viral.
Το μήνυμά της ήταν το εξής:
«Πρέπει να αρχίσεις να ρομαντικοποιείς τη ζωή σου. Πρέπει να αρχίσεις να βλέπεις τον εαυτό σου ως τον κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας σου. Γιατί αν δεν το κάνεις, η ζωή θα συνεχίσει να σε προσπερνά και όλα τα μικρά πράγματα που κάνουν τη ζωή τόσο όμορφη θα συνεχίσουν να περνούν απαρατήρητα».
Το hashtag #maincharacter έχει χρησιμοποιηθεί εκατομμύρια φορές στο TikTok και το Instagram. Καθημερινά, οι χρήστες των κοινωνικών μέσων μαθαίνουν ότι το μόνο πράγμα που μετρά είναι να είναι οι κεντρικοί ήρωες στην ιστορία της ζωής τους.
Προσπαθούμε να πούμε την ιστορία της ζωής μας, κατευθείαν μέσα από το κινητά μας, και να μοιραστούμε με τον κόσμο όλους τους τρόπους που το δικό μας μονοπάτι, η δικιά μας ιστορία, η δική μας οπτική είναι η μόνη που έχει σημασία, η μόνη στην οποία αξίζει να αφιερώσουν την πολύτιμη προσοχή τους οι χρήστες. Σχεδόν φωνάζουμε: Σταματήστε τα πάντα και κοιτάξτε εμένα! Εγώ είμαι ο ήρωας!
Ο κλινικός ψυχολόγος Michael G. Wetter σε μία συνέντευξή του στο Newsweek το 2021, είπε ότι το σύνδρομο του Κεντρικού Χαρακτήρα είναι «το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της φυσικής ανθρώπινης ανάγκης για αναγνώριση και επικύρωση καθώς ενώνεται με την ραγδαία εξελισσόμενη τεχνολογία που επιτρέπει άμεση και ευρύτατη προώθηση της ιστορίας του εαυτού… Αυτοί που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που συνάδουν με αυτό που περιγράφεται ως σύνδρομο κεντρικού χαρακτήρα τείνουν να θέλουν να κατασκευάζουν αφηγήματα, ιστορίες που η αξία τους εξαρτάται από το κοινό. Γιατί, εν τέλει, τι στο καλό να κάνεις με μία καλή ιστορία ή με μία καλή ταινία αν δεν την δει ποτέ ένα κάποιο κοινό;»
Τα κοινωνικά μέσα έκαναν πολύ εύκολο, φτηνό και ακόμη πιο σημαντικά, κοινωνικά αποδεκτό να πράττεις ως ο κεντρικός χαρακτήρας στην ιστορία σου.
Ανεβάζουμε φωτογραφίες, βίντεο, κτίζουμε ψηφιακές περσόνες που εμπεριέχουν μόνο τις καλύτερες και τις χειρότερες στιγμές των ζωών μας, όμως σπάνια πια γινόμαστε μάρτυρες των καθημερινών ενδιάμεσων καταστάσεων που αποτελούν το πραγματικό επίκεντρο των ζωών όλων των ανθρώπων.
ΠΟΙΟΣ ΕΛΕΓΧΕΙ ΤΟΝ ΨΗΦΙΑΚΟ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ;
Η Audrey γνωρίζει ότι το υλικό που ανεβάζει είναι μέρος μιας παράστασης που δίνει. Περιγράφει την ταυτότητά της στο Facebook ως «ένα μικρό δίδυμο εαυτό στο διαδίκτυο», τον οποίο επεξεργάζεται συνεχώς και αναδιαμορφώνει σύμφωνα με την ανατροφοδότηση που λαμβάνει.
Η συμπεριφορά της Audrey αποτυπώνει τη δυναμική της διαδικτυακής δημιουργίας του εαυτού.
Η Audrey δοκιμάζει το «φλερτ» ως στυλ στις αναρτήσεις της. Παίρνει καλή ανταπόκριση από τους φίλους της στο Facebook και έτσι αυξάνει τον τσαχπίνικο τόνο σε ό,τι αναρτά. Μετά δοκιμάζει έναν πιο «ειρωνικό, πνευματώδη» τόνο στις αναρτήσεις στον τοίχο της. Η ανταπόκριση δεν είναι τόσο καλή, οπότε δεν το δοκιμάζει ξανά.
Λέει:
«Προτού δημοσιεύσω, αφιερώνω ένα λεπτό για να σκεφτώ τη φύση του πλήθους στο οποίο απευθύνομαι για να εμπλακώ, και αν το περιεχόμενο που σχεδιάζω να παραδώσω είναι κατάλληλο γι’ αυτούς ή όχι».
Επιλέγουμε πως θα μας αντιλαμβάνονται οι άλλοι μέσω της χρήσης έξυπνων φωτογραφικών τρικ, περίεργων γωνιών ή φωτισμού ή και έξυπνων φίλτρων που αλλοιώνουν την πραγματική μορφή μας για να ταιριάζει με την εικόνα που θα θέλαμε να έχουν οι άλλοι για τον εαυτό μας. Όλα αυτά γιατί θέλουμε να μας παρατηρήσουν οι άλλοι, θέλουμε να μας δουν οι άλλοι ως κάποιους που έχουν σημασία. Θέλουμε να μας αναγνωρίσουν ως τους κεντρικούς χαρακτήρες μίας ιστορίας.
Γιατί το να μη σε βλέπουν ως κάποιον που έχει σημασία, το να μην είσαι ο κεντρικός χαρακτήρας, σημαίνει ότι μειώνεται η αξία της ύπαρξής σου, ότι είσαι ένας Non Playable Character.
Non Playable Character (NPC) είναι ένας όρος που εμφανίστηκε στα Role Playing Games και μετέπειτα βιντεοπαιχνίδια για να περιγράψει χαρακτήρες που δεν ελέγχονται από κάποιον παίκτη. Δεν έχουν δική τους βούληση ούτε κάποιον σκοπό να φέρουν εις πέρας αλλά υπάρχουν εκεί για να σπρώξουν την πλοκή μπροστά για τον πρωταγωνιστή της ιστορίας.
Ο φιλόσοφος David Chalmers περιέγραψε τους NPC ως ζόμπι, υπάρξεις που αν και η φυσική τους μορφή είναι ίδια με αυτή του ανθρώπου, δεν έχουν συνείδηση. Αν ένα ζόμπι γελά δεν γελά επειδή βρίσκει κάτι αστείο. Η εμπειρία του αυτή δεν είναι συνειδητή, είναι απλά αντανακλαστική του κεντρικού χαρακτήρα. Για κάποιον που βλέπει τον εαυτό του ως κεντρικό χαρακτήρα, οι υπόλοιποι που τον περιτριγυρίζουν είναι απλά ζόμπι.
Στον κόσμο των κοινωνικών μέσων, το να μη σε βλέπουν είναι να υποβιβάζεις την ύπαρξή σου σε NPC, ένας κανένας, ένα τίποτα, μία μαριονέτα που άλλοι κινούν τα νήματα της ζωής του, χωρίς προσωπική ιστορία ή τρόπο να επηρεάσει τα πράγματα, ο οποίος αφήνει και περνά ο πολύτιμος πεπερασμένος χρόνος του βάση κάποιου προγεγραμμένου σεναρίου, χαράσσοντας μία γκρίζα, ασήμαντη ζωή.
Από την άλλη πλευρά, το να σε βλέπουν, το να σε προσέχουν, είναι να είσαι ευτυχισμένος! Η ευτυχία προϋποθέτει ότι οι άλλοι αναγνωρίζουν ότι κάποιος είναι ευτυχισμένος, ότι είναι επιτυχημένος, καλύτερος από όλους αυτούς τους NPC.
Γινόμαστε αντίπαλοι, ανταγωνιστές και παίκτες σε κάτι που μοιάζει με ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος με νικητές και ηττημένους. Καθώς όμως εξαφανίζεται η δυνατότητα αλληλοεξαρτώμενων ταυτοτήτων, νιώθουμε περισσότερο μόνοι, νοιώθουμε ότι δεν ακουγόμαστε, ότι δε μας βλέπουν – ίσως ότι υπάρχουμε δίχως πραγματικό πρόσωπο.
Δείχνουμε στον κόσμο ότι είμαστε οι κεντρικοί χαρακτήρες αλλά αισθανόμαστε NPCs. Φθονούμε όσους αναγνωρίζουμε ότι επιτυγχάνουν να είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες.
Αισθανόμαστε οι κεντρικοί χαρακτήρες αλλά είμαστε όλοι NPCs στο παιχνίδι των ιδιοκτητών των social media.
ΟΙ ΘΑΛΑΜΟΙ ΑΝΤΗΧΗΣΗΣ ΩΣ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
Σε έναν κόσμο όπου το άτομο αγωνίζεται πάντα να είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, η δημιουργία πραγματικών κοινοτήτων και ο συνεργατισμός μπαίνουν στο περιθώριο. Τη θέση τους παίρνει η ανάπτυξη ενός ιδιότυπου τραϊμπαλισμού. Τα κοινωνικά μέσα λειτουργούν ως μηχανές παραγωγής αγελαίων συμπεριφορών, δημιουργίας φυλών που μπορούμε να υπάρχουμε εντός τους δίχως την ανάγκη κάποιου ουσιαστικού διαλόγου με αυτούς που δεν καθρεπτίζουν τις απόψεις μας.
Σε άρθρο στο Nature, αναφέρεται ότι ένας θάλαμος αντήχησης (echo chamber) είναι «το περιβάλλον στο οποίο κάποιος έρχεται αντιμέτωπος μόνο με απόψεις και πιστεύω παρόμοια με τα δικά του και δεν χρειάζεται να λάβει υπόψη του αυτά που πιστεύει κάποιος άλλος». Με το να επικοινωνούμε και να επαναλαμβάνουμε τα πιστεύω μας μέσα σε ένα κλειστό σύστημα ή ένα δίκτυο απομονωμένο από τον αντίλογο, οι θάλαμοι αντήχησης λειτουργούν ενισχυτικά προς ήδη υπάρχουσες απόψεις και πεποιθήσεις. Ως αποτέλεσμα, ενισχύεται η κοινωνική πόλωση και γίνεται πιο δύσκολος ο διάλογος μεταξύ ανθρώπων που διαφωνούν.
Σε μία πρόσφατη έρευνα μεταξύ 2.000 Βρετανών ενήλικων αποτυπώθηκε ότι η πλειοψηφία τους κοιτάζουν για πληροφορίες και έξω από τον πολιτικά «ασφαλή χώρο» τους. Αναζητούν ενεργά πηγές που μεταφέρουν διαφορετικές οπτικές που δεν ταιριάζουν αναγκαστικά με όσα υποστηρίζουν. Μόλις το 8% των συμμετεχόντων απέφευγε να ενημερωθεί από πραγματικά περιορισμένο αριθμό μέσων. Όμως, περιέργως, η έκθεση σε διαφορετικές απόψεις και οπτικές δεν συντελούσε στη μείωση της πόλωσης αλλά αντιθέτως στην αύξησή της.
Ο Christopher Bail από το πανεπιστήμιο του Duke σε μία άλλη έρευνα ζήτησε από 1.600 χρήστες του Twitter να ακολουθήσουν ένα bot το οποίο θα έκανε retweet influencers από όλο το πολιτικό φάσμα. Περίπου το 50% των χρηστών συμμετείχαν στο πείραμα αλλά αντί να αναπτύξουν μία πιο ανεκτική ή εκλεπτυσμένη στάση σε ζητήματα όπως τα δικαιώματα των gay, αυτό που συνέβη ήταν να γίνουν πιο βέβαιοι για τις αρχικές τους πεποιθήσεις. Οι Ρεπουμπλικάνοι έγιναν ακόμη πιο συντηρητικοί, αλλά και οι Δημοκρατικοί έμειναν αμετακίνητοι.
Αυτό είναι πιθανό να συμβαίνει γιατί σε αντίθεση με την πραγματικότητα, στον ψηφιακό κόσμο κτίζουμε ταυτότητες και λειτουργούμε στη βάση αυτών. Υπάρχουμε μέσα σε προκαθορισμένες ομάδες με ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε παρόμοιες σκέψεις και βρισκόμαστε διαρκώς ορατοί: διαρκώς υπό παρακολούθηση. Αξιολογούμαστε και βαθμολογούμαστε. Υπό αυτό το πρίσμα, κάθε εκφρασμένη άποψη ειναι μία άποψη που δεν εκφράζεται απέναντι σε έναν άλλο άνθρωπο αλλά προς ένα συγκεκριμένο κοινό. Και αυτό, δημιουργεί τις συνθήκες ώστε η πόλωση να εντείνεται.
Σε ένα πρόσφατα βιβλίο με τίτλο «Frenemies: How Social Media Polarizes America» η συγγραφέας του J. Settle λέει ότι η αυξημένη ορατότητα των πολιτικών ταυτοτήτων μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργεί ως βασικός παράγοντας που οδηγεί στη συναισθηματική πόλωση.
Η τεχνολογία μειώνει τις γεωγραφικές αποστάσεις και διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών. Τα social media κάνουν πολύ πιο εύκολο να βρούμε ανθρώπους με παρόμοιες ιδέες.
Όταν αυτό συμβαίνει, η επαφή των ατόμων που μοιράζονται παρεμφερείς απόψεις και θέσεις μπορεί να οδηγήσει σε μία περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση των θέσεών τους.
Ο Robert Putnam, αρκετά χρόνια πριν την έλευση των social media, στην έρευνά του για το κοινωνικό κεφάλαιο στην Αμερική, στο βιβλίο του Bowling Alone, σημείωνε ότι η τεχνολογία του ίντερνετ μπορεί να ενθαρρύνει λ.χ. υπερασπιστές της ανωτερότητας της λευκής φυλής να περιορίσουν τον κύκλο επαφών τους σε ανθρώπους με παρόμοιες ιδέες. Ενώ στον πραγματικό κόσμο αναγκαζόμαστε να συνυπάρχουμε με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους στον ψηφιακό μπορούμε να συνυπάρχουμε μόνο με αυτούς που επιθυμούμε, που καθρεπτίζουν τα πιστεύω μας.
Η ανησυχία που εξέφραζε ήταν ότι «μέσω των μηχανισμών της κοινωνικής επιρροής και των επιχειρημάτων, τα μέλη αυτών των ομάδων κινούνται σε θέσεις που δεν έχουν πραγματική αξία». Αυτό συμβαίνει είτε επειδή η ομοιογενεία της ομάδας περιορίζει δραστικά τη δεξαμενή των επιχειρημάτων που ακούγονται είπε επειδή τα άτομα επιθυμούν στα πλαίσια αγελαίων συμπεριφορών να εκφράσουν απόψεις που θα είναι δημοφιλείς εντός της ομάδας που αισθάνονται ότι ανήκουν προκειμένου να λάβουν την αποδοχή όσο το δυνατόν περισσότερων μελών και να γίνουν και οι ίδιοι πιο αποδεκτοί και δημοφιλείς.
Φαντασθείτε έναν κόσμο όπου υπάρχουν μηχανισμοί που διαρκώς ενισχύουν αυτά που πιστεύεις, στον οποίο οι πεποιθήσεις σου ποτέ δεν υπόκεινται σε πραγματική κριτική και εναλλακτικές απόψεις δεν υπάρχουν. Και αν υπάρχουν, μπορείς ανά πάσα στιγμή να αποφασίσεις να περιορίσεις τη διάδοσή τους ή να διακόψεις την όποια επαφή με ένα άτομο ή οργανισμό που τις διαδίδει. Υπό αυτή την έννοια ζούμε σε ψηφιακές φούσκες, θάλαμους αντήχησης που δεν οφείλονται αποκλειστικά στο υλικό που μας προσφέρουν για να δούμε οι αλγόριθμοι αλλά στην ίδια την αρχιτεκτονική του μέσου που χρησιμοποιεί την κοινωνικότητα των ανθρώπων για να εντείνει την πόλωση, που αποτελεί στοιχείο που αυξάνει τον χρόνο που ξοδεύουμε στα κοινωνικά μέσα.
Οι θάλαμοι αντήχησης αποτελούν περιβάλλοντα στα οποία οι απόψεις, οι πολιτικές θέσεις, ή απλά τα πιστεύω των χρηστών πάνω σε ένα ζήτημα διαρκώς αντανακλώνται και ενδυναμώνονται. Περιορίζουν τη δυνατότητα να δούμε τη μεγάλη εικόνα.
Αποτελούν ναρκισσιστικούς καθρέπτες όπου καθρεπτίζεται ο πολύτιμος ψηφιακός εαυτός μας.
Ο Louis Weinstock μιλά για το «selfieverse» – μια νέα εποχή όπου η ψηφιακή τεχνολογία δίνει σε όλους μας πλατφόρμες για να γίνουμε φορείς και θαυμαστές της εικόνας του εαυτού μας.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Νάρκισσος τιμωρήθηκε επειδή απέρριψε με αγένεια την αγάπη της νύμφης του βουνού, Ηχώ. Η τιμωρία του ήταν να μείνει γοητευμένος για πάντα με την ομορφιά της ίδιας του της αντανάκλασης, σε βαθμό που χάνει τη θέληση για ζωή. Συνεχίζει να κοιτάζει το ασώματο είδωλό του μέχρι που πέθανε. Πόσο ταιριαστή ιστορία της σκοτεινής πλευράς του ναρκισσισμού στην ψηφιακή εποχή.
Οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σαγηνεύουν εκείνο το κομμάτι του εαυτού μας που θέλει να κοιτάζει μόνο τις δικές του αντανακλάσεις.
Αν ο Νάρκισσος ζούσε στην εποχή μας, δεν θα κοιτούσε το είδωλό του στην κολυμβήθρα, αλλά θα έβλεπε τον εαυτό του στο νέο του iPhone.
Λειτουργούμε στα πλαίσια που ορίζουν οι φυλές μας και επιθυμούμε τη βελτιστοποίηση της δημοφιλίας μας. Περιβάλλουμε τους εαυτούς με ανθρώπους με τους οποίους αισθανόμαστε το ίδιο, και τους οποίους αποδεχόμαστε. Αγαπάμε ο ένας τον άλλο, αυτολογοκρινόμαστε για να μην κριθούμε. Το τι θα πει ή τι θα νομίζει ο άλλος γίνεται ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός αυτοελέγχου.
Όσοι κάνουν το λάθος της έκφρασης πέραν των ορίων της αγέλης τιμωρούνται, και αν κάποιος μπει στο δρόμο μας, αν κάποιος διαφωνεί με το αφήγημά μας, αυτόν τον εξοστρακίζουμε. Λειτουργούμε όλο και παραπάνω σα να μην υπάρχει ο άλλος, σα να μη χρειάζεται να συναναστρεφόμαστε μαζί του, σα να μη χρειάζεται να λάβουμε υπόψη την άποψή του, σα να είναι ο εχθρός, αυτός με τον οποίο δε θέλουμε να έχουμε καμία επαφή μαζί του και δεν έχουμε ανάγκη να έχουμε επαφή μαζί του.
Η ύπαρξη του εχθρού μετατρέπεται σε αναγκαιότητα για την αύξηση της πόλωσης που αυξάνει τον αριθμό των likes. Η κάθε πιθανότητα διαλόγου μετατρέπεται σε μία μάχη υπερίσχυσης για τις εντυπώσεις του κοινού που πάντα παρακολουθεί – αν και δε γνωρίζουμε ποιοι είναι αυτοί ακριβώς που παρακολουθούν – σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον όπου διαρκώς βρισκόμαστε υπό παρακολούθηση και αξιολόγηση που δεν αφήνει παρά μικρά περιθώρια για εναλλακτικές προτάσεις.
Πλέον, ένα «λάθος» μήνυμα στο Twitter ή στο Facebook μπορεί να αποδειχτεί μοιραίο. Μπορεί να καταστρέψει τη ζωή του ατόμου.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ
Η Apryl Alexander, καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ λέει ότι συχνά εφιστά την προσοχή των ανθρώπων, ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, σε αυτά που αναφέρουν στα social media γιατί είναι η επαγγελματική τους εικόνα και αυτή η εικόνα θα μείνει για πάντα.
Όμως, πολλές φορές οι άνθρωποι κάνουν λάθη ή απλά η συμπεριφορά τους είναι ενοχλητική. Και αυτό είναι ανθρώπινο.
Το λάθος μπορεί να γίνει viral και να γίνει αποδέκτης του συσσωρευμένου φθόνου ανθρώπων που πιστεύουν ότι δικαιούνται να επιβάλλουν την τιμωρία γι’ αυτό που πιστεύουν ότι είναι δίκαιο και σωστό. Ο κάθε ένας μετατρέπεται σε φορέα μίας εξουσίας που έχει ως στόχο την επιβολή πειθαρχίας. Οι κρατούμενοι γίνονται οι δεσμοφύλακες του εαυτού τους και των άλλων.
Λαμβάνουμε ευχαρίστηση από την πρόκληση πόνου σε έναν άλλο άνθρωπο που δε γνωρίζουμε. Κρύβουμε αυτή την πραγματικότητα, την αλήθεια για τον εαυτό μας, λέγοντας ότι το κάνουμε για να αποδώσουμε δικαιοσύνη.
Η κουλτούρα της ακύρωσης είναι στον πυρήνα της μια κουλτούρα σαδιστικής ευχαρίστησης.
Και δε συμβαίνει τυχαία. Δεν είναι μία κακή συμπεριφορά ατόμων με κακούς χαρακτήρες που στο χώρο των κοινωνικών μέσων λαμβάνουν περισσότερη προσοχή και επιβράβευση. Δεν πρόκειται για κάποια ατομική αδυναμία του χαρακτήρα. H οργή είναι ένα εξαιρετικά οικονομικό συναίσθημα.
Στον πραγματικό κόσμο, αν εκφράζεις διαρκώς την οργή σου στις ιδιωτικές συζητήσεις με τους φίλους, κάποια στιγμή θα κουραστούν μαζί σου. Όταν όμως υπάρχει ένα κοινό, τότε η ανταμοιβή μπορεί να είναι διαφορετική – Η οργή, η δυνατότητά σου να μιλάς οργισμένα, μπορεί να γιγαντώσει το στάτους σου.
Η ΑΡΕΝΑ ΤΩΝ SOCIAL MEDIA
Μία έρευνα του William J. Brady και άλλων ερευνητών το 2017 το οποίο μέτρησε την επιδραστικότητα που είχαν μισό εκατομμύριο tweets ανακάλυψε το εξής: Κάθε λέξη γεμάτη συναίσθημα, κάθε έκφραση ηθικολογίας δημιουργούσε μια αύξηση της διάδοσης του μηνύματος κατά 20% κατά μέσο όρο.
Μία άλλη έρευνα πάλι από το 2017 αυτή τη φορά από το Pew Research Center έδειξε ότι αναρτήσεις όπου εκφράζόταν διαφωνία μέσω αγανάκτησης λάμβαναν δύο φορές περισσότερο ενδιαφέρον από άλλους χρήστες, περισσότερα likes και shares, σε σχέση με άλλο υλικό που αναρτάται στο Facebook.
Όπως ρήτορες που μιλούν μπροστά σε ένα σκεπτικιστικό κοινό, κάθε ένας που παίρνει τον λόγο προσπαθεί να κερδίσει την προσοχή του κοινού.
Οι φιλόσοφοι Justin Tosi και Brandon Warmke μίλησαν για αυτούς τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν την ηθικολογία για να να ενισχύσουν το πρεστίζ τους. Λένε ότι έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά:
«Τείνουν να επινοούν ηθικές κατηγορίες, να επιλέγουν τη δημόσια διαπόμπευση, να ανακοινώνουν ότι όποιος διαφωνεί μαζί τους έχει προφανώς άδικο ή να επιβάλλουν τα αισθήματά τους για να αποτυπώνουν έτσι το δίκιο τους».
Το μεγαλύτερο θύμα σε αυτό τον αυξανόμενο ανταγωνισμό για την αγάπη του κοινού είναι συνήθως η αλήθεια. Κάθε λέξη που λέει ο αντίπαλος εξετάζεται με κάθε λεπτομέρεια, μερικές φορές εξετάζονται ακόμη και αυτά που λένε οι φίλοι, για την πιθανότητα να προκαλέσουν δημόσια οργή. Η πρόθεση του ομιλητή σε αυτό τον διάλογο κουφών αγνοείται. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Σε αυτό το νέο Κολοσσαίο των μονομάχων γινόμαστε σκληροί και ρηχοί.
Όπως επισημαίνει ο ψυχολόγος Molly Crockett, το να γίνουμε μέρος ενός οργισμένου όχλου είναι πολύ πιο εύκολο στα κοινωνικά μέσα. Η λειτουργία μας μέσα σε φυλές και ηχούς αντήχησης εγγυάται τη μαζική και κάποιες φορές ταυτόχρονη αντίδραση. Η ίδια η δομή των κοινωνικών μέσων ευνοεί την γρήγορη διάδοση που δεν δίνει τον χρόνο για να σκεφτούμε και να δράσουμε πιο ψύχραιμα ενώ τα συναισθήματα εμπάθειας προς ένα άτομο που γελοιοποιείται μπαίνουν στο περιθώριο όταν δεν έχουμε αυτό το πρόσωπο μπροστά μας, ή όταν λειτουργούμε υπό καθεστώς ανωνυμίας.
Η οργή γίνεται πιο εύκολα viral, δημιουργεί trends που πρέπει να ακολουθήσεις αν θες να έχεις τη μεγαλύτερη αποδοχή, trends που εκφράζονται σε hashtags που αποτυπώνουν τη δημοφιλία σε αριθμό posts και αποδοχής που αυτές οι αναρτήσεις λαμβάνουν, και ενισχύεται σε τέτοιο βαθμό ώστε στο τέλος να διαμορφώνει μία κουλτούρα ακύρωσης, μία κουλτούρα όπου αν κάνεις κάτι που κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν προβληματικό ή προσβλητικό, αυτομάτως κινδυνεύεις να χάσεις την αποδοχή όλων, το δικαίωμα να εκφέρεις άποψη με συνέπειες και στη ζωή σου πέραν των social media. Η καταδίκη του ψηφιακού εαυτού έχει πραγματικές επιπτώσεις στην αληθινή ζωή.
Γιατί σημασία δεν έχει η αλήθεια, έχει η αποδοχή.
Διαρκώς κρινόμαστε, διαρκώς αξιολογούμαστε. Και αυτό που πουλά είναι οι ιστορίες με θαυμαστούς ήρωες και βρώμικους παλιάνθρωπους, όχι η αλήθεια που πολλές φορές είναι πιο σύνθετη και περίπλοκη, και όχι τόσο ξεκάθαρη. Χρειαζόμαστε ιστορίες που να πουλάνε. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που πρέπει να ντρέπονται και να αισθάνονται ένοχοι.
Ζούμε ένα «Μεγάλο Ψέμα».