Η διαφάνεια της επιστήμης ως δημόσιο αγαθό
Διαβάζεται σε 4'
Πρωτοβουλία του επιστημονικού περιοδικού Nature ρίχνει φως στη διαδικασία μέσα από την οποία παράγεται η πιο αξιόπιστη μορφή γνώσης που διαθέτουμε σήμερα
- 02 Ιουλίου 2025 12:25
Το 1964, ο σχεδόν άγνωστος Βρετανός θεωρητικός φυσικός Peter Higgs είδε το δεύτερο άρθρο του να απορρίπτεται από το περιοδικό Physics Letters, με τον εκδότη, που εργαζόταν τότε στο CERN, να αναθέτει την αξιολόγηση σε συνάδελφό του, ο οποίος τελικά «δεν είδε το νόημα» του άρθρου. Ο Higgs παραδέχθηκε αργότερα ότι αυτή η απόρριψη τον ενόχλησε, όμως λειτούργησε ως κίνητρο, καθώς τον παρακίνησε να αναπτύξει περαιτέρω το έργο του, αναδεικνύοντας με μεγαλύτερη σαφήνεια τη σημασία της θεωρίας του και την ύπαρξη του νέου σωματιδίου. Το αναθεωρημένο άρθρο υπεβλήθη στο Physical Review Letters, όπου τελικά δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 1964.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε ο ίδιος ο Higgs θεωρούσε την εργασία του προϊόν ατομικής ιδιοφυΐας. Συχνά τόνιζε πως το επίτευγμα ήταν αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας και διαλόγου, με πολλούς επιστήμονες της εποχής να εργάζονται ταυτόχρονα και συχνά ανεξάρτητα προς παρόμοιες κατευθύνσεις. Η αναγνώριση ήρθε με καθυστέρηση 48 ετών, όταν το CERN, ο ίδιος οργανισμός που φιλοξενούσε τότε τον εκδότη του Physics Letters, επιβεβαίωσε πειραματικά την ύπαρξη του μποζονίου. Η ιστορία του Higgs, ο οποίος το 2013 τιμήθηκε με το Νόμπελ Φυσικής, μας υπενθυμίζει ότι η επιστημονική γνώση προχωρά μέσα από απορρίψεις, αμφιβολίες και διαβούλευση.
Αυτή η αθέατη για τους πολλούς πλευρά της επιστήμης –οι διαφωνίες, οι απορρίψεις, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ συγγραφέων, κριτών και εκδοτών– βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο μιας αλλαγής παραδείγματος, με το κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό Nature να ανακοινώνει ότι κάθε νέα δημοσίευση ερευνητικού άρθρου θα συνοδεύεται υποχρεωτικά από τις αξιολογήσεις των ανώνυμων κριτών και τις απαντήσεις των συγγραφέων. Μπορεί να ακούγεται τεχνικό ή «εσωτερικό» θέμα, όμως η πρωτοβουλία συνιστά μια τομή με σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα, αφού ρίχνει φως στη διαδικασία μέσα από την οποία παράγεται η πιο αξιόπιστη μορφή γνώσης που διαθέτουμε σήμερα.
Η απόφαση του Nature δεν είναι μεμονωμένη. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο κύμα διαφάνειας που τα τελευταία χρόνια διαμορφώνει νέα πρότυπα αξιοπιστίας και λογοδοσίας στην επιστημονική κοινότητα. Ήδη από το 2016, περιοδικά όπως το Nature Communications δημοσιεύουν προαιρετικά τις εκθέσεις των κριτών και τις απαντήσεις των συγγραφέων. Η BMC (μέλος του Springer Nature) υιοθέτησε το open peer review ήδη από το 2001, με δημόσια σχόλια και υπογραφή των κριτών. Πρόσφατες πρωτοβουλίες, όπως τα eLife, F1000Research και PeerJ, προσφέρουν δημόσιες κριτικές και συχνά ανοικτή ταυτότητα κριτών. Το Journal of Open Source Software δημοσιεύει όλη τη διαδικασία αξιολόγησης δημόσια στο GitHub. Συνολικά, αυτές οι κινήσεις καταδεικνύουν ότι η επιστημονική κοινότητα έχει πλέον όχι μόνο τα εργαλεία αλλά και τη θέληση να κάνει ορατή τη διαδικασία της κριτικής, της αμφιβολίας, ακόμα και του λάθους – εγγενή χαρακτηριστικά της διαδικασίας παραγωγής επιστημονικής γνώσης.
Κατά τη διάρκεια του COVID-19, πήραμε –με οδυνηρό έστω τρόπο– μια σπάνια γεύση του πώς λειτουργεί η επιστήμη: (σχεδόν) ανοιχτές συζητήσεις για τα δεδομένα, διαφωνίες για τις μεθόδους, διαρκής αναθεώρηση συμπερασμάτων. Όταν όμως τελείωσε η κρίση, η επικοινωνία της επιστήμης επέστρεψε στο γνώριμο εσωστρεφές modus operandi. Η απόφαση του Nature αποκτά, λοιπόν, ιδιαίτερη βαρύτητα, ακριβώς επειδή έρχεται να επικυρώσει την αλλαγή παραδείγματος που είχε ξεκινήσει πριν από την πανδημία.
Αυτή η αλλαγή παραδείγματος γίνεται, όμως, όρος επιβίωσης όχι μόνο για την επιστήμη, αλλά και για την κοινωνία συνολικά. Όσο περισσότερο κατανοούμε πώς παίρνονται οι αποφάσεις, πώς διορθώνονται τα λάθη και πώς ελέγχεται η ποιότητα, τόσο περισσότερο μπορούμε να εμπιστευθούμε το τελικό αποτέλεσμα. Αν υπάρχει ένα ευρύτερο μάθημα που αξίζει να υιοθετήσουμε, αυτό είναι πως καμία θεσμική διαδικασία –είτε επιστημονική είτε πολιτική– δεν μπορεί να αξιώνει εμπιστοσύνη χωρίς πραγματική διαφάνεια. Τότε, και μόνο τότε, η γνώση καθίσταται πραγματικά δημόσιο αγαθό.