Review: MGMT Live

50 λεπτά, με έναν ήχο που ώρες ώρες πλησιάζει το τέλειο, ώρες ώρες όμως χάνεται χωρίς λόγο, κάνοντας τις προεφηβικές τους φωνές να μην ακούγονται κ...
- 12 Σεπτεμβρίου 2009 03:10
50 λεπτά, με έναν ήχο που ώρες ώρες πλησιάζει το τέλειο, ώρες ώρες όμως χάνεται χωρίς λόγο, κάνοντας τις προεφηβικές τους φωνές να μην ακούγονται καν. Τους παραδέχτηκα όμως: 15 λεπτά ενός αλά-Pink Floyd εκτέλεση του “Μetanoia” (απ’ το περσινό ομώνυμο ΕΡ) και ένα 14λεπτο τζαμάρισμα που τους ωθεί στα όρια της ψυχεδέλειας ήταν τα highlights της βραδιάς.Η ευχάριστη έκπληξη ήρθε στις 8 ακριβώς: οι Cyanna ξεπερνούν τα αρχικά προβλήματα ήχου που κάνει ένα άτυπο homage στο “Tribulations” των LSD Soundsystem να ακούγεται σαν να προσπαθεί να μιλήσει με μπουκωμένο το στόμα του ένας άνθρωπος που πάσχει από Σύνδρομο Νοσηρής Παχυσαρκίας. Και παίζουν για ακόμη 35 λεπτά κρατώντας το κοινό γερά μέσα στην παλάμη τους: δυο χρόνια μετά την πρώτη φορά που τους είχα δει, δεν έχουν καμία σχέση με το 2007, αλλά είναι παρασάγγες πιο δυναμικοί επί σκηνής.
Ο Spyreas Sid, κάτι μεταξύ υπερκινητικού Dave Gahan (φοβερή ομοιότητα στην κινησιολογία του σώματός τους) και δυσκίνητου Iggy Pop, μοιάζει σαν μια καρέτα καρέτα στην παραλία του Λαγανά: είναι στο στοιχείο του. Οι υπόλοιποι τρεις (ιδίως ο κιθαρίστας-παρτάλι, ο οποίος πρέπει κατόπιν να “έβγαλε” αρκετά τηλέφωνα από
μικρά, πανέμορφα “ζαχαρωτά” που είχαν γεμίσει την Τεχνόπολη) απλώς επιβεβαιώνουν το γεγονός πως οι Cyanna είναι σήμερα μια απ’ τις 2-3 καλύτερες live μπάντες στην Ελλάδα (οι Flakes μου έρχονται στο νου πρώτοι πρώτοι και μάταια προσπαθώ να σκεφτώ άλλους, έχω και αρκετό καιρό να δω και τους Film live…)
Αφού παίζουν το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ τους “Just A Crash” (ενός εξόχου dance-rock / electro clash δίσκου) τελειώνουν το σετ τους με μια εκτέλεση του “I Wanna Be Your Dog” των Stooges, με μόνη μου ένσταση πως σε ένα τραγούδι που ξεχειλίζει αυθάδεια, είναι μάταιο, αν είσαι τραγουδιστής, να ερμηνεύεις το ρεφρέν με “σπάσιμο” στη φωνή σου, λες και τραγουδάς όπερα. Απαιτεί μίσος κι απέχθεια, μέχρι οι φλέβες των κροτάφων σου να πετάγονται απ’ τις κόγχες τους και να μοιάζουν με τον γεωφυσικό χάρτη της Μακεδονίας.
Αν αυτοί που είδα μετά είναι “Το Μέλλον της Αριστεράς”, τότε άστο καλύτερα, θα ψηφίσω Καραμανλή: να φταίει που δεν αρέσκομαι ιδιαιτέρως στο συγκεκριμένο μουσικό είδος; Να φταίει που δεν κολλούσαν καθόλου στο περιρρέον μουσικό κλίμα κι ακούγονταν σαν ψάρια έξω απ’ το νερό; Μόνο στο τελευταίο τους κομμάτι κάπως τα μπάλωσαν, αλλά όχι τόσο. Έτσι κι εγώ έφυγα απ’ την Τεχνόπολη πεπεισμένος πως είδα τους “No Future Of The Left”.
Οι MGMT σαφώς και δικαιούνται να θεωρούν εαυτούς το πιο hot όνομα στη μουσική πιάτσα αυτή τη στιγμή. Προσοχή: όχι στην alternative μουσική πιάτσα των 3000 ατόμων, αλλά σε ένα εύρος που πιάνει μέχρι και τη μάνα μου που με έχει ρωτήσει “ποιοι είναι αυτοί; είναι έλληνες;” όταν έχει μπει στο ράδιο το “Kids” ή το “Time To Pretend”. Διόλου τυχαία, αυτά τα δυο κομμάτια μοιάζουν να τους ακολουθούν στο διηνεκές της καριέρας τους: είναι τα αντίστοιχα “Paint It Black” κι “Under My Thumb” των Stones, κομμάτια τα οποία (θα) παίζονται 45 χρόνια μετά την σύλληψή τους σε όλα τα live τους, καταφέρνοντας να σηκώνουν τις τρίχες ακόμη και στους πιο απαιτητικούς σβέρκους.
Οι MGMT ποτέ δεν έκρυψαν πως είναι παλιομοδίτες: τα υπόλοιπα μέλη είναι κάτι μακρυμάλληδες που κάνουν λες και παίζουν στους Allman Brothers Band, ενώ ο Ben κι ο Andrew περιφέρουν την χίπικη περσόνα τους δίχως ενδοιασμούς και “μήπως, γιατί, διότι”. Αν πάντως ο Αndrew έβγαινε στη σκηνή μόνος του, άνετα τον περνούσες για τον πρώτο επιλαχόντα απ’ τους Schooligans: υποψιάζομαι πως όχι απλώς ΜΟΙΑΖΕΙ μικρός, ΕΙΝΑΙ όντως πολύ μικρός κι επίσης ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ και πολύ μικρός, σχεδόν προεφηβικός, με μια φωνή τόσο ψιλή που αναρωτιέσαι τι πίνει πριν βγει να τραγουδήσει (“καλησπέρα, είμαι ο μάνατζερ των ΜGMT: για το καμαρίνι τους, τα παιδιά ζητάνε χυμό πορτοκάλι, βότκα και μερικά μπαλόνια με ήλιο”). Ενδιάμεσα, έχουμε και τ’ αποκαλυπτήρια των νέων τους κομματιών: τα “It’s Working”, “Song For Dan Treacy” και “Congratulations” παίζονται με μια ρετρολαγνεία εφάμιλλη του Syd Barrett, στον οποίον μοιάζουν, όλως παραδόξως, τόσο ο Ben, όσο κι ο Andrew (!).
Παίζουν 50 λεπτά, με έναν ήχο που ώρες ώρες πλησιάζει το τέλειο, ώρες ώρες όμως χάνεται χωρίς λόγο, κάνοντας τις φωνές τους να μην ακούγονται καν: το κοινό ζητάει κι άλλο όμως και η μπάντα μας κάνει τη χάρη, ή, όπως το έθεσαν κι οι ίδιοι “you asked for it”: γιατί για τα επόμενα 15 λεπτά επιδίδονται σε μια αλά-Pink Floyd (ή μήπως Punk Floyd;) εκτέλεση του “Μetanoia” (απ’ το περσινό ομώνυμο ΕΡ), ενός 14λεπτου τζαμαρίσματος που ωθεί τον ήχο τους στα ψυχεδελικά-space όριά του, πολύ μακριά απ’ τις ποπ παρυφές που, μέχρι πριν λίγο κατοικοέδρευε. Εκεί τους παραδέχτηκα: “θέλετε ποπ; πάρτε ποπ. Αν όμως θέλετε κι άλλο από εμάς, καθίστε και ανεχτείτε μας σε αυτό που γουστάρουμε πραγματικά”.
Φωτογραφίες: Vlassopoulos