Κριτική ταινίας: “I’ m not there”

default image

Ένας ζωντανός θρύλος της μουσικής σκηνής αποτυπώνεται με ιδιαίτερο τρόπο στο κινηματογραφικό πανί, δια χειρός Τοντ Χέινς. Το ΜΕΝ 24 ασκεί την δική ...

Ένας ζωντανός θρύλος της μουσικής σκηνής αποτυπώνεται με ιδιαίτερο τρόπο στο κινηματογραφικό πανί, δια χειρός Τοντ Χέινς. Το ΜΕΝ 24 ασκεί την δική του κριτική πάνω στην νέα ταινία, με θέμα τη ζωή του Μπομπ Ντίλαν, “I’m not there”.
Η ταυτότητα της ταινίας

Σκηνοθεσία: Τοντ Χέινς

Σενάριο: Τοντ Χέινς, Όουρεν Μούβερμαν

Διάρκεια: 136′

Πρωταγωνιστούν: Κρίστιαν Μπέιλ, Χιθ Λέτζερ, Κέιτ Μπλάνσετ, Ρίτσαρντ Γκιρ, Μπεν Γουίσλοου, Τζούλιαν Μουρ, Σαρλότ Γκένσμπουργκ




Η υπόθεση




Ο Τοντ Χέινς, σκηνοθέτης του «Faraway from Heaven» και του «Safe» σκηνοθετεί ένα αντισυμβατικό ταξίδι στην εποχή και τη ζωή του τραγουδιστή- είδωλο Μπομπ Ντίλαν. Έξι διαφορετικοί ηθοποιοί υποδύονται τα διαφορετικά πρόσωπα του Ντίλαν. Η ταινία μας ταξιδεύει από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την αποξένωση του από το κοινό, μετά από την παγκόσμια επιτυχία. Άλλοι αγγίζουν τη δημόσια εικόνα του Ντίλαν, άλλοι τις πιο προσωπικές του στιγμές και κάποιοι αγγίζουν μια φανταστική εικόνα του εαυτού του. Όλοι μαζί συνθέτουν το ολοκληρωμένο προφίλ του, μαρτυρώντας το άτομο πίσω από τον θρύλο.




Inside story



Πρώτη φορά γίνεται ταινία με θέμα τη ζωή του Μπομπ Ντίλαν. Ο σκηνοθέτης Τοντ Χέινς δεν συναντήθηκε ποτέ με τον ίδιο, απλά του έστειλε το σενάριο μέσω του γιου του και μετά από λίγο καιρό, του ανακοίνωσαν πως συμφώνησε να πραγματοποιηθεί η ταινία.



Όσο για την ιδέα του σκηνοθέτη να χρησιμοποιήσει έξι διαφορετικούς ηθοποιούς για να υποδυθούν τον Ντίλαν, ο ίδιος έχει δηλώσει ότι μελετώντας τη ζωή του Ντίλαν, διαπίστωσε ότι η αλλαγή έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο, σχεδόν καθόρισε την ίδια του την ύπαρξη. Ο τίτλος είναι ένα ανέκδοτο τραγούδι του Ντίλαν, το οποίο ακούγεται στους τίτλους τέλους. Ο κύριος λόγος, όμως, που τον διάλεξε ο Χέινς, είναι επειδή του θυμίζει τη ρήση του Ρεμπό «I is another» που εξηγεί και τους «πολλούς Ντίλαν» που εμφανίζονται στο έργο.




Η ταινία







Μην περιμένετε να δείτε μια βιογραφική ταινία τύπου «The Doors» ή «Ray», όπου υπάρχει φυσική ροή και πιστότητα. Το φιλμ είναι ιδιαίτερα καλογυρισμένο, αλλά μπερδεμένο κι αρκετά αλληγορικό. Ο σκηνοθέτης βασισμένος στη ζωή και την προσωπικότητα του Ντίλαν, παίρνει έξι ηθοποιούς, βαφτίζει τον κάθε έναν με διαφορετικά ονόματα (Άρθρουρ, Γούντι, Τζακ, Ρόμπι, Τζουντ και Μπίλι) θέλοντας να υπονοήσει τις αντιφατικές πλευρές του τραγουδιστή.



Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι η μία καλύτερη από την άλλη, ειδικότερα της Κέιτ Μπλάνσετ που έχει στο τσεπάκι της το Όσκαρ Β’ γυναικείου. Ο μικρός Μάρκους Καρλ Φράνκλιν είναι η αποκάλυψη της ταινίας, τα περάσματα του Μπεν Γουίσλοου είναι εξαιρετικά, ο Χιθ Λέτζερ ήταν πολύ καλός όπως και ο Κρίστιαν Μπέιλ. Ακόμα και οι μικροί γυναικείοι ρόλοι της Μισέλ Ουίλιαμς, Τζούλιαν Μουρ και της Σαρλότ Γκένσμπουργκ αφήνουν το στίγμα τους.









Βέβαια, οι σκηνές του Ρίτσαρντ Γκιρ, ως ο μεγαλύτερος σε ηλικία Ντίλαν, που είναι γυρισμένες σε στυλ γούεστερν για να αναδειχθεί η αδυναμία του τραγουδιστή στην κάντρι, είναι ανιαρές και θα μπορούσαν κάλλιστα να μην υπάρχουν ή να είχαν διαφορετική αισθητική και προσέγγιση του «αυτοεξορισμού» του Ντίλαν. Πώς γίνεται λοιπόν μια ταινία με ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία, τρομερές ερμηνείες να είναι ολίγον ανιαρή για την πλειοψηφία; Κι όμως γίνεται…



Το μόνο- αλλά βασικό- μειονέκτημα της είναι ότι δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό και σίγουρα δεν καταφέρνει να αγγίξει τις μικρότερες ηλικίες. Για να κατανοήσεις απόλυτα τι θέλει να πει ο… ποιητής πρέπει να γνωρίζεις τη ζωή του Ντίλαν, να ξέρεις τις επιρροές και τον πόλεμο που δέχτηκε. Αν στο άκουσμα «Μπομπ Ντίλαν» σου έρχεται στο μυαλό το «Like a Rolling Stone» και γνωρίζεις λίγα πράγματα για την πορεία του (όπως το ότι θεωρείται ποιητής της rock’n’roll και «εφευρέτης» νέων ειδών μουσικής) τότε κάπου θα… χάσεις τη μπάλα.




Η ετυμηγορία



Ο σκηνοθέτης φαίνεται να ενδιαφέρθηκε πιο πολύ να αναδείξει τις σκηνοθετικές του ικανότητες, παρά να παρουσιάσει το αληθινό πρόσωπο του τραγουδιστή. Οι φαν του Ντίλαν σίγουρα θα την δουν με ενδιαφέρον, οι υπόλοιποι ενδεχομένως να βαρεθούν γιατί δεν θα βρίσκουν κάποιον ουσιαστικό λόγο για τους συμβολισμούς και για την καλλιτεχνική και… κουλτουριάρικη προσέγγιση των σεναριογράφων.




Το trailer του «I’m not there»









Σκονάκι…πριν δείτε την ταινία
Ποιός είναι ο Μπομπ Ντίλαν




Γιος ενός απλού εμπόρου στη Μινεσότα, ο Ρόμπερτ Ζίμερμαν ‘μετονομάστηκε’ σε Μπομπ Ντίλαν όταν πρωτοεμφανίστηκε στο Greenwich Village της Νέας Υόρκης το 1960. Έχοντας σαν πρότυπο τον Γούντι Γκάθρι, περίφημο φολκ μουσικό του ’40, ο Ντίλαν άρχισε να παίζει σε μικρά καφέ αλλά πολύ σύντομα το ταλέντο του αναγνωρίστηκε και τον Απρίλιο του 1961 έκανε το πρώτο του support στον John Lee Hooker. Πέντε μήνες μετά, μια ένθερμη κριτική των New York Times οδήγησε στο πρώτο του συμβόλαιο με την Columbia.



Μέχρι το 1962 ο Ντίλαν είχε συνθέσει ένα μεγάλο αριθμό τραγουδιών, αρκετό για να γράψει το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ με αποκλειστικά δικές του συνθέσεις, το The Freewheelin’ Bob Dylan. Η απήχηση στην φολκ σκηνή ήταν τεράστια και πολλοί καλλιτέχνες διασκεύασαν κομμάτια του. Η διασκευή του Blowin’ in the Wind από τους Peter, Paul & Mary, έγινε τεράστια επιτυχία το φθινόπωρο του 1963 και χάρισε στο Ντίλαν ευρεία αναγνώριση. Λίγο αργότερα, βρέθηκε να ανοίγει τις συναυλίες της Τζόαν Μπαέζ, με την οποία και συνδέθηκαν ερωτικά. Στο επόμενο άλμπουμ του, το Another Side Of Bob Dylan (1964), ο Μπομπ Ντίλαν έδειξε πράγματι μια άλλη του πλευρά, αφού εγκατέλειψε τα τραγούδια με κοινωνικό περιεχόμενο και στράφηκε προς το συναίσθημα. Οι οπαδοί του το εξέλαβαν σαν προδοσία, στην πραγματικότητα όμως ήταν η πρώτη από τις πολλές μεταμορφώσεις που θα ακολουθούσαν.



Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, με τα άλμπουμ Bringing It All Back Home και Highway 61 Revisited (1965), ο Ντίλαν γυρνάει την πλάτη στη φολκ, παρ’όλα αυτά το κοινό του μεγαλώνει. Το Like a Rolling Stone, το πιο χαρακτηριστικό κομμάτι του αυτής της περιόδου, γίνεται η φωνή της γενιάς των ‘60s και πολλά χρόνια αργότερα, το 2004, ανακηρύσσεται Νο.1 τραγούδι όλων των εποχών από το περιοδικό Rolling Stone. Το 1966 ο Ντίλαν σπάει τον αυχένα του σε ένα ατύχημα με τη μηχανή του, και το γεγονός αυτό τον μεταμορφώνει ξανά. Με το πρώτο του άλμπουμ μετά το ατύχημα, το John Wesley Harding (1968), εγκαταλείπει το καθαρόαιμο ροκ για έναν πιο ήπιο, πιο προσωπικό ήχο.



Ο επόμενος δίσκος του, το Pat Garrett and Billy the Kid (1973) περιέχει το περίφημο Knockin’ On Heaven’s Door, το πρώτο τραγούδι του Ντίλαν που έγινε νούμερο 1 στην Αμερική. Το 1975, το Blood on the Tracks γίνεται νούμερο 1 άλμπουμ, όπως και το Desire που ακολυθεί το 1976. Το 1979 ο Ντίλαν μεταμορφώνεται για άλλη μια φορά: βαφτίζεται Χριστιανός, αλλά το 1983 αλλάζει γνώμη, όπου ασπάζεται και πάλι τον Ιουδαϊσμό. Η επιτυχία παρ’όλα αυτά συνεχίζει να τον ακολουθεί μέχρι και τον 21ο αιώνα: το 1991 κερδίζει το βραβείο Γκράμι Συνολικής Προσφοράς, το 1997 με το άλμπουμ Time Out Of Mind κατακτά 3 Γκράμι και το 2001 βραβεύεται με Όσκαρ για το τραγούδι Things Have Changed, από την ταινία Wonder Boys.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα