ΤΑΣΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ: “ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΝΙΩΘΩ ΣΑΝ ΝΑ ΚΕΡΔΙΖΩ ΠΙΣΩ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΜΟΥ”

Ο συγγραφέας Τάσος Θεοφίλου εξηγεί στο News 24/7 τι τον ώθησε να γράψει το νέο του βιβλίο «Η Φυλακή», ένα δοκίμιο για την καθημερινότητα στις ελληνικές φυλακές που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντίποδες.

Η καφκική περιπέτεια του Τάσου Θεοφίλου ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2012 όταν συνελήφθει με βάση μία ανώνυμη καταγγελία ως ύποπτος για τη ληστεία μίας τράπεζας και τον φόνο ενός περαστικού που προσπάθησε να σταματήσει τους ληστές. Πριν φτάσει στα δικαστήρια η κατηγορία αναβαθμίστηκε, καθώς παραπέμφθηκε και για ένταξη στη οργάνωση Συνομωσία Πυρήνων της Φωτιάς.

Καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 25 χρόνια κάθειρξης για να αθωωθεί το 2017 στο Εφετείο. Έτσι η αθώωση του αποτέλεσε μία νίκη απέναντι στις μεθοδεύσεις των μηχανισμών καταστολής.

Η εμπειρία των πέντε χρόνων στις φυλακές του Δομοκού και του Κορυδαλλού τον ώθησε να γράψει αρκετά άρθρα και βιβλία για την κατάσταση στα κατ’ ευφημισμό σωφρονιστικά καταστήματα. «Η Φυλακή» είναι μία ακόμα κατάθεση των προσωπικών του παρατηρήσεων που έρχεται να φωτίσει πτυχές ενός κόσμου που οι περισσότεροι επιλέγουν να αγνοούν.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

«Είναι μια μικρή αφήγηση που προσπαθεί να περιγράψει όψεις της ζωής στη φυλακή μέσα από μία προφανώς βιωματική προσέγγιση. Αλλά και –όσο γίνεται- με μία απόσταση ώστε να μην επηρεάζεται πάρα πολύ από την συναισθηματική ένταση των περιγραφών όσο ήμουνα μέσα. Έχει μία σημασία το γεγονός ότι υπάρχει απόσταση, μπορώ να δω κάποια πράγματα με μία ματιά πιο αποστασιοποιημένη, οπότε πιο ουδέτερη» περιγραφεί ο ίδιος. Τα υπόλοιπα τα εξηγεί στη συνέντευξη που ακολουθεί.

Συνεχίζεις και σε αυτό το βιβλίο αλλά και σε μία σειρά άρθρων στο Insidestory.gr να ασχολείσαι με την φυλακή. Αν και τώρα αντιμετωπίζεις τη φυλακή ως λαογράφος -κατά κάποιο τρόπο- ανακατεύοντας τις προσωπικές σου εμπειρίες με ιστορίες άλλων κρατουμένων, αντικειμενικές παρατηρήσεις καθώς και αρκετή εξέταση και καταγραφή της καθημερινότητας των έγκλειστων. Γιατί σκέφτηκες αυτήν την προσέγγιση; Γιατί ασχολείσαι ακόμα με την φυλακή, μετά από τόσα χρόνια; Και γιατί τώρα με τον συγκεκριμένο τρόπο;
«Το ερευνητικό/θεωρητικό ενδιαφέρον μου για τη φυλακή, το δικαστικό σύστημα, τις παραβατικές κουλτούρες, την παραβατική οικονομία, το αστυνομικό και δικαστικό ρεπορτάζ αλλά και την αστυνομική μυθοπλασία είχε ξεκινήσει κάποια χρόνια πριν την σύλληψη μου.

Το γεγονός ότι βρέθηκα στη φυλακή λειτούργησε από τη πρώτη στιγμή και ως ευκαιρία για την παρατήρηση και την καταγραφή αυτού του κόσμου. Από την επόμενη μέρα που βρέθηκα στις φυλακές Δομοκού ξεκίνησα να κρατάω σημειώσεις σε χαρτί και με μολύβι και να δημοσιεύω διαδικτυακά τα σχετικά κείμενα και τις ιστορίες. Ένοιωθα σαν αποικιοκράτης εξερευνητής που ναυαγεί και ξεβράζεται σε ένα νησί όπου μπορεί να παρατηρήσει την ζωή των ιθαγενών συμμετέχοντας ως έναν βαθμό στην ζωή τους μέχρι να περάσει το καράβι που θα τον επιστρέψει στον πολιτισμό.

Η διαφορά είναι ότι καθώς τα χρόνια έχουν περάσει, το υλικό που έχω μαζέψει, μπορώ να το αξιοποιήσω κάπως πιο ψύχραιμα και να μην φορτίζονται οι περιγραφές μου από την ένταση και την θλίψη του εγκλεισμού. Αυτό είναι το ένα σκέλος.

Το άλλο σκέλος είναι και παραμένει το υπαρξιακό. Μέσα σε έναν τόσο μικρό τόπο όπως η φυλακή, που έχει κανείς τόσο λίγα πράγματα να κάνει, στριμώχνονται χιλιάδες, άλλοτε συναρπαστικές και άλλοτε σκοτεινές, ιστορίες. Είναι ένα ολόκληρο σύμπαν η φυλακή. Το να γράφω για αυτά είναι σαν να κερδίζω πίσω τον χρόνο μου. Δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι έχασα πέντε χρόνια από την ζωή μου οπότε τα αξιοποιώ».

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Ξεκινάς το νέο βιβλίο εξηγώντας ότι θέλεις να διαλύσεις τις ψευδείς εντυπώσεις σχετικά με την εικόνα της φυλακής. Εντυπώσεις που κυρίως προέρχονται από τις ταινίες και τις τηλεοπτικές σειρές που απεικονίζουν τις φυλακές της Αμερικής. Όπως αναφέρεις εδώ δεν υπάρχουν βιασμοί. Δεν υπάρχουν όμως συμμορίες, μπράβοι που ελέγχουν τις φυλακές σε συνεργασία με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους και αρκετή ανεξέλεγκτη βία; Επομένως η φυλακή δεν είναι ένα επικίνδυνο μέρος;
«Φυσικά και είναι ένα επικίνδυνο μέρος. Εκτός από τη βία του σωφρονιστικού συστήματος, έχει κανείς να αντιμετωπίσει και τη βία των συγκρατούμενων του, έστω και ως θεατής. Έχω γίνει μάρτυρας φριχτών περιστατικών στη φυλακή από δημόσιες ταπεινώσεις μέχρι λιντσαρίσματα. Ένα από αυτά που με στοιχειώνουν είναι τα ουρλιαχτά ενός κρατούμενου όταν τον μαστίγωναν κάποιοι άλλοι κρατούμενοι κλεισμένο σε ένα κελί επειδή υποτίθεται ήταν ρουφιάνος. Στην πραγματικότητα απλώς χρώσταγε τα λεφτά για την πρέζα του.

Όμως αν ένας κρατούμενος κρατήσει αποστάσεις από τα νταλαβέρια της φυλακής και τις προεκτάσεις τους στην, εκτός φυλακής, παραβατική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει μόνο τη βία του εγκλεισμού που μπορεί να μην έχει αίμα, έχει όμως ματαίωση, βουβό πόνο και απόγνωση.

Τέλος πάντων και συμμορίες υπάρχουν και μπράβοι υπάρχουν, όχι με την οργάνωση που τους απεικονίζουν οι σειρές και οι ταινίες αλλά πράγματι υπάρχουν. Ωστόσο αυτό που κυρίως υπάρχει είναι φτωχοί, ανυπεράσπιστοι και ταλαιπωρημένοι άνθρωποι που πληρώνουν βαρύ τίμημα για το ένα και ενιαίο αδίκημα που δεν είναι άλλο από την φτώχεια τους».

Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι τι ρόλο παίζουν σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας;
«Έχουν κι αυτοί μία ιεραρχία. Επομένως δεν παίζει τον ίδιο ρόλο ο αρχιφύλακας με έναν υπάλληλο που απλά μπαίνει, βγαίνει, μετράει, κλειδώνει, για παράδειγμα. Και επίσης ο ρόλος τους αλλάζει από φυλακή σε φυλακή. Δηλαδή η υπηρεσία στον Δομοκό κάνει πολύ πιο σφιχτή διαχείριση των κρατημένων και δεν έχει τόσο μεγάλη εμπλοκή σε λάδωματα, στην παραοικονομία της φυλακής.

Αυτό δεν ισχύει για τις μεγάλες φυλακές, κυρίως για αυτήν του Κορυδαλού, που είναι κομμάτι της μαφίας, καθώς όχι όλη η υπηρεσία, αλλά τα υψηλά κλιμάκια της υπηρεσίας εμπλέκονται σε διάφορες δραστηριότητες όπως το εμπόριο ναρκωτικών, μέσα στην φυλακή, όπου τα κέρδη είναι τεράστια».

Αρχείο: Τάσος Θεοφίλου

Τι σε τσακίζει σε μία ελληνική φυλακή; Τι σε κάνει να νιώθεις απόγνωση ή και οργή; Εσένα τι πίστευες -όσο ήσουν μεσα- ότι μπορεί να σε λυγίσει;
«Όπως είπαμε βία σωματική υπάρχει στη φυλακή. Εμένα αυτό που με τσάκιζε δεν ήταν αυτή η βία καθώς λόγω μιας σειράς προνομίων που είχα δεν κινδύνεψα ποτέ στα αλήθεια από αυτήν. Αυτό που με τσάκιζε ήταν η βία της γραφειοκρατίας που ξεκινούσε από τα πιο απλά καθημερινά πράγματα και έφτανε μέχρι τα πιο σημαντικά.

Η φυλακή είναι η κοιλιά του κτήνους της γραφειοκρατίας. Οτιδήποτε και να θελήσεις πρέπει πρώτα να κάνεις αίτηση. Ακόμα για το πιο απλό, να δεις την οικογένεια σου σε επισκεπτήριο, πάλι αίτηση χρειάζεται να κάνεις. Αν θέλεις να κάνεις επισκεπτήριο με κάποιον που δεν είναι συγγενής το πράγμα πια γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκο γιατί πρέπει να συμφωνήσει και το υπουργείο εκτός από το συμβούλιο της φυλακής. Για να φας μια γκοφρέτα, αν σου έρθει η όρεξη, πρέπει να περιμένεις να πάει Πέμπτη για να την παραγγείλεις από την καντίνα να σου την φέρουν την Τρίτη. Η φυλακή σου προκαλεί μια ματαίωση ακόμα και για τα πιο απλά πράγματα γιατί για να πετύχεις κάτι πρέπει να ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες.

Ακόμα χειρότερα λειτουργεί η γραφειοκρατία στο δικαστικό κομμάτι όπου μπορεί ο κρατούμενος να περιμένει μισό χρόνο τη δίκη του σε δεύτερο βαθμό που καθορίσει την τύχη του και όταν φτάνει η ημερομηνία να αναβάλλεται για οκτώ μήνες για μια σειρά από πιθανούς λόγους όπως ότι ο δικηγόρος του έχει σημαντικότερο δικαστήριο ή πέρασε η ώρα και δεν έφτασε ο αριθμός του.

Τέλος, το άλλο που με τρέλαινε ήταν η απουσία ιδιωτικότητας αλλά και ο συνεχής θόρυβος από τον οποίο δεν μπορείς να προστατευτείς ποτέ, αν θες να ησυχάσει το κεφάλι σου».

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Περιέγραψε μου μία συνηθισμένη μέρα σου στη φυλακή.
«Οι ρουτίνες, έτσι κι αλλιώς, είναι λίγο πολύ συγκεκριμένες για όλους. Καθένας έχει λίγο τη δική του, την οποία προσπαθεί να ακολουθήσει γιατί βοηθάει πάρα πολύ στον τεμαχισμό του χρόνου. Η δικη μου ήταν διάφορετική από των υπολοίπων.

Για τους περισσότερους όλη τη ρουτίνα τους την καθορίζει η γυμναστική. Πως θα κάνουν μια ή δύο φορές τη μέρα και πως θα γίνει και πως θα φάνε μετά και πως θα γυμνάσουν κάποιο συγκεκριμένο μυ. Για μένα η γυμναστική ήταν απλά ένα αναγκαίο κακό αφού έπρεπε λίγο να ξεδίνω.

Η μέρα μου ξεκινούσε με ξύπνημα το πρωί ιδανικά πριν ανοίξει η φυλακή. Έφτιαχνα καφέ, έγραφα μία-δύο ώρες όσο μπορούσα. Μετά λίγο άσκηση, μπάνιο, πρωινό, χαζολόγημα με κανέναν άλλο κρατούμενο, μετά αφού έκλείνε η φυλακή, διανομή μεσημεριανού, λίγος ύπνος. Κι όταν ξανάνοιγαν τα κελιά, κάποιο τηλέφωνο, μαγείρεμα και το βράδυ λίγο διάβασμα και τηλεόραση.

Φυσικά διάβασμα πραγματικό δεν μπορούσε να γίνει λόγω της αδυναμίας. Υπήρχε πολλή βαβούρα και απουσία προσωπικού χώρου και χρόνου».

Με άλλα λόγια δεν αγαπούσες το κελί σου, ούτε έτρωγες το φαί σου, ούτε διάβαζες πολύ όπως συμβουλεύαν οι παλιοί κομμουνιστές.
«Δεν ήθελα με τίποτα. Υπήρχε και η κουλτούρα πολλών παλιών ποινικών, ας πούμε, παλιών κρατουμένων, που λέγανε ότι δεν φτιάχνανε καν το κελί τους, δεν το φροντίζανε το κελί τους για να μην αποδέχονται τον εγκλεισμό τους. Είναι ψυχολογικοί οι λόγοι.

Σε αντίστοιχη φάση ήμουν κι εγώ. Βαριόμουν, και έτσι είχα ένα από τα πιο παραμελημένα κελιά σε σχέση με τους άλλους, χωρίς κομφόρ. Για παράδειγμα οι περισσότεροι είχαν γυρω από το κρεβάτι τους ένα ωραίο κουρτινάκι, για να εξασφαλίζουν την ιδιωτικότητα τους, τεντωμένο, ωραία τοποθετημένο για να μην μπαίνει φως. Εγώ τίποτα, πετούσα ένα σεντόνι και αυτό ήταν.

Δεν αγάπησα το κελί, ούτε το φαγητό αφού έτσι όπως ήταν δεν νομίζω ότι άξιζε. Μόνοι μας μαγειρεύαμε. Διάβασα πολύ, μόνο στον Δομοκό όταν στις φυλακές τύπου Γ’ που ήταν για την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα είχαμε μείνει οκτώ άτομα όλοι και όλοι. Υπήρχαν υπερβολικά μέτρα φύλαξης αλλά δεν επηρέαζαν την καθημερινότητα σου».

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Πως λειτουργεί η άτυπη ιεραρχία –όπως την αναφέρεις- στις φυλακές; Εσύ σε ποιά θέση τοποθετείς τον εαυτό σου; Είχε σημασία για τους υπόλοιπους που ήσουν πολιτικός κρατούμενος και όχι ποινικός; Υφίσταται αυτός ο διαχωρισμός στην ουσία;
«Κοίταξε, για το πρώτο ερώτημα δεν μας φτάνει μία μόνο συνέντευξη γιατί είναι αρκετά πολύπλοκο. Ήμουν από τους προνομιούχους μεν σε σχέση με την μεγάλη μάζα των κατατρεγμένων που αποτελούν και τον κύριο πληθυσμό όμως απείχα αισθητά και από την κορυφή της ιεραρχίας. Ήμουν κάτι σαν αυτό που θεωρεί ο Μητσοτάκης μεσαία τάξη για την κοινωνία. Μια θέση ας πούμε που με προστάτευε από την καταπάτηση των δικαιωμάτων μου.

Ο διαχωρισμός ποινικών/πολιτικών υπάρχει από τον νόμο και προκύπτει από το αν κατηγορείται κάποιος με τον αντιτρομοκρατικό. Για τους κρατούμενους και για τους σωφρονιστικούς αυτό που μετράει είναι η δύναμη που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς κι αν κάποιος κατηγορείται για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση φέρει και ένα τέτοιο συμβολικό κεφάλαιο οπότε υπό αυτήν την έννοια και μόνο έχει σημασία.

Να μιλήσω για τον εαυτό μου, εμένα τα «προνόμια» μου, δηλαδή η διασφάλιση των δικαιωμάτων μου, εξασφαλίζονταν κυρίως από την εύκολη πρόσβαση που είχα στον δημόσιο λόγο και ένα κίνημα που με στήριζε».

Ήταν σημαντική για σένα η ύπαρξη του κινήματος αλληλεγγύης;
«Ήμουν τυχερός, ήμουν προνομιούχος ας πούμε, γιατί είχα το κίνημα αλληλεγγύης πίσω μου. Αυτό μπορεί να σου δώσει πέρα από το θάρρος να αντισταθείς, το κουράγιο, κάτι σημαντικό: την ορατότητα. Η ορατότητα του κρατουμένου τον προστατεύει από οποιαδήποτε αυθαιρεσία. Αυτό νομίζω είναι και γενικός κανόνας, ισχύει και εκτός φυλακής. Όσο περισσότερη ορατότητα έχει κανείς τόσο πιο ασφαλής είναι.

Εν προκειμένω, το κίνημα μου έδινε την ορατότητα που χρειαζόταν για να είμαι ασφαλής απέναντι στις αυθαιρεσίες της σωφρονιστικής υπηρεσίας. Δεν είναι πανάκεια αλλά δημιουργεί έναν κλοιό προστασίας».

Αρχείο: Τάσος Θεοφίλου

Πώς, ενώ υπάρχει η ιεραρχία, οι κρατούμενοι ενώνονται όταν το απαιτεί η περίσταση για να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους;
«Σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις, οι κρατούμενοι ενώνονται μόνο όταν αυτό τους επιβληθεί από τους αρχηγούς της κάθε πτέρυγας. Κι αυτό γίνεται είτε ως επίδειξη δύναμης του αρχηγού μιας πτέρυγας απέναντι στον αρχηγό μιας άλλης είτε ως επίδειξη δύναμης προς την υπηρεσία προκειμένου να βελτιωθεί η διαπραγματευτική ισχύς σε άλλα ζητήματα».

Τώρα στο βιβλίο σου, παρά την δοκιμιακή μορφή των κειμένων η γλώσσα που γράφεις έχει μία λογοτεχνική χροιά. Το κάνεις εσκεμμένα ώστε να είναι πιο προσιτό ή απλά έτσι γράφεις από κάποιου είδους συνήθεια;
«Προφανώς όταν γράφω θέλω το αποτέλεσμα να ευχαριστεί τον αναγνώστη οπότε υποθέτω ότι το κάνω εσκεμμένα. Πάντως για την ιστορία, η πτυχιακή μου στο μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας ήταν πάνω στην λογοτεχνική δημοσιογραφία του ελληνικού μεσοπολέμου και τη σχέση της με το ληστρικό ρεπορτάζ οπότε μάλλον υπάρχει και μια πετριά. Θέλω να πω ότι υπάρχει και λίγο μια προσπάθεια μου να αναβιώσω αυτό το είδος εντάσσοντας και κάποιες λογοτεχνικές τεχνικές.

Από την άλλη είναι και η θέση μου στα περιγραφόμενα πράγματα αυτή του συμμετοχικού παρατηρητή οπότε αυτό το ύφος προκύπτει και από μόνο του».

Πολλοί στοχαστές έγραψαν για τη φύση της φυλακής ή το νόημα της ποινής. Ποιοί από αυτούς θεωρείς ότι συνέλαβαν την ουσία του εγκλεισμού και σε βοήθησαν να αναπτύξεις την ανάλυση σου;
«Η αλήθεια είναι ότι τον μεγάλο όγκο τον έχω μελετήσει πριν αρκετά χρόνια οπότε δυσκολεύομαι να απαντήσω. Υποθέτω όμως ότι τη μεγαλύτερη «ζημιά» μου την έκαναν ο Φουκό και ο Βακάντ. Όλοι ξέρουμε ότι οι μελέτες του Μισέλ Φουκό για τον εγκλεισμό είναι κλασικές. Από την άλλη ο Λόικ Βακάντ επικεντρώνεται με τα άρθρα του στις αμερικάνικες φυλακές αλλά η αναλυσή του είναι οξυδερκής.

Διάβασα και πολλές βιογραφίες φυλακισμένων Ελλήνων και ξένων. Θυμάμαι το βιβλίο του Χρήστου Ρούσσου για τους αγώνες στη φυλακή. Την συλλογή με τα τεύχη «Της Φυλακής» του περιοδικού που εξέδιδε η δικηγόρος Κατερίνα Ιατροπούλου. Και το «Τρέξε Άνθρωπε Τρέξε» του Χοσέ-Τάριο Γκονζάλες που μετέφρασε ο Δημήτρης Κουφοντίνας».

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Γενικά υπάρχει στην ελληνική κοινωνία μία εμμονή για αυστηρότερες ποινές φυλάκισης, που δεν χαρακτηρίζει απαραίτητα το ακροδεξιό πολιτικό φάσμα. Υπάρχει μία μόνιμη επωδός που παροτρύνει «να σαπίσουν στη φυλακή» οι υπεύθυνοι για μία σειρά από αδικήματα. Τι θα απαντούσες σε όλους αυτούς που με ευκολία προτείνουν την μεγιστοποίηση των ποινών (χωρίς μάλλον να συνειδητοποιούν τι ζητάνε);
«Είναι λίγο τρομακτικό αυτό και νομίζω υπήρξε μεγάλη μετατόπιση της κοινωνικής αντίληψης με τα σόσιαλ μίντια που απογειώθηκε μετά τα λοκντάουν και προέκυψε ένα ανακάτεμα του πολιτικού φάσματος με αριστερούς να τσαλαβουτάνε στον ακροδεξιό βόθρο, να καλοβλέπουν τον Τραμπ και να κηρύττουν τον ανένδοτο ενάντια στην woke ατζέντα.

Χιλιάδες πράγματα θα μπορούσα να πω σχετικά όμως κωδικοποιώ σε τρία.

Πρώτον η αυστηροποίηση των ποινών οδηγεί απλώς περισσότερους φτωχούς και ανυπεράσπιστους ανθρώπους για περισσότερο καιρό στη φυλακή. Αυτοί που έχουν προνομιακή μεταχείριση θα συνεχίσουν να την έχουν κάτω από οποιοδήποτε πλαίσιο.

Δεύτερον η φυλακή δεν είναι καλό πράγμα. Το ότι κάποιος, όποιος και αν είναι αυτός, κάποια στιγμή αποφυλακίζεται αποτελεί μία κατάκτηση. Δεν γίνεται όταν μια κοινωνία κόντεψε να τρελαθεί με δυο μήνες λοκντάουν να σοκάρεται που οι άνθρωποι δεν μένουν στη φυλακή για πάντα. Η τιμωρία με τη μορφή της στέρησης της ελευθερίας δεν είναι ούτε εικόνα ούτε στατιστική, είναι μια βάρβαρη πραγματικότητα που ο τιμωρημένος όχι μόνο την βιώνει αλλά κουβαλάει και τις συνέπειες του βιώματος μετά την αποφυλάκιση.

Τρίτον το θέμα είναι η κοινωνία να επικεντρώνει στην αποκατάσταση του θύματος και όχι στην τιμωρία του δράστη».

Info:

Το νέο βιβλίο του Τάσου Θεοφίλου «Η Φυλακή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες με πρόλογο και επιμέλεια του Χρήστου Κρυστάλλη.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα