Τι είναι η Βιοοικονομία και γιατί μας αφορά πιο άμεσα απ’ ό,τι φανταζόμαστε
Διαβάζεται σε 8'
Η Βιοοικονομία ως μοχλός βιώσιμης περιφερειακής ανάπτυξης στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Πώς επηρεάζει τις ζωές μας.
- 29 Μαΐου 2025 06:49
Έχοντας διανύσει το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα μπορούμε να αποφανθούμε ότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται από αντιθέσεις.
Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί σε επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης και βελτίωσης της ποιότητας ζωής σε αρκετές περιοχές του πλανήτη, η σημερινή πραγματικότητα προκαλεί προβληματισμό και αβεβαιότητα, διότι ένα πλήθος απειλών υπονομεύουν την τρέχουσα και την μελλοντική ευημερία, με μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα αυτό της κλιματικής κρίσης.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί την ανάγκη εξεύρεσης νέων μοντέλων παραγωγής και κατανάλωσης, που ενσωματώνουν πρακτικές συμβατές με την περιβαλλοντική προστασία, την κοινωνική ευημερία και, παράλληλα, καλύπτουν τις οικονομικές ανάγκες του πληθυσμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η Βιοοικονομία αναδεικνύεται ως μια σύγχρονη και πολλά υποσχόμενη προσέγγιση, η οποία μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για τη μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο μέλλον.
Τι σημαίνει, όμως, «Βιοοικονομία»;
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση (εφεξής ΕΕ) η Βιοοικονομία είναι το οικονομικό εκείνο πλαίσιο, το οποίο αξιοποιεί βιολογικούς και ανανεώσιμους πόρους -ή αλλιώς βιομάζα-, για να επιτελέσει όλες τις ανάγκες της κοινωνίας, ήτοι την παραγωγή τροφής, ζωοτροφών, υλικών (π.χ βιοπλαστικά) και ενέργειας (π.χ βιοαέριο). Η βιοοικονομία -αν και παραμένει μια σχετικά άγνωστη έννοια για τον μέσο πολίτη- χαρακτηρίζεται παρόλα αυτά άκρως σημαντική και επίκαιρη, καθώς σε αυτό το παραγωγικό μοντέλο βασίζει η ΕΕ την πολιτική της για την επίτευξη της πράσινης μετάβασης μέχρι το 2050.
Συγκεκριμένα, η εφαρμογή ενός βιοοικονομικού προτύπου στις οικονομίες της ΕΕ, στοχεύει στην επίτευξη πέντε στόχων:
α) τη διασφάλιση της διατροφικής σταθερότητας τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά,
β) τη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων,
γ) τη μείωση της εξάρτησης από μη ανανεώσιμους πόρους,
δ) τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή σε αυτή τη νέα συνθήκη, και
ε) την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Η Ευρωπαϊκή Βιοοικονομία περιλαμβάνει όλους τους κλάδους και τα συστήματα που βασίζονται σε βιολογικούς πόρους και αντιπροσωπεύει 2,3 τρισεκατομμύρια ευρώ σε τζίρο, 5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, καθώς και 8,2% της συνολικής απασχόλησης στην ΕΕ.
Παραδείγματα
Για να γίνει πιο εύληπτη η έννοια της βιοοικονομίας για το μέσο αναγνώστη και να γίνει κατανοητό πώς αυτή διαφοροποιείται από παραδοσιακές παραγωγικές δραστηριότητες, παρατίθενται ορισμένα παραδείγματα τόσο από την ελληνική επικράτεια, όσο και από άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.
- Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η εταιρεία Staramaki παράγει βιοδιασπώμενα καλαμάκια από στέλεχος σιταριού, αντικαθιστώντας τα πλαστικά μιας χρήσης και συμβάλλοντας στη μείωση της ρύπανσης.
- Στην Ισλανδία η Kerecis κατασκευάζει ιατρικά επικαλύμματα από δέρμα μπακαλιάρου, αξιοποιώντας μέρη των ψαριών που είναι ακατάλληλα για κατανάλωση.
- Η σλοβενική εταιρεία ALGEN καλλιεργεί φύκια σε λύματα για την παραγωγή βιοκαυσίμων και λιπασμάτων, ενώ η NaturePlast στη Γαλλία παράγει βιοπλαστικά από τη χρήσης βιομάζας που προέρχεται από φυτά, όπως ζαχαροκάλαμο και σιτάρι.
Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι η Βιοοικονομία αποτελεί ένα πλαίσιο παραγωγής και κατανάλωσης που ενσωματώνει τη γνώση και την καινοτομία, προκειμένου να αναβαθμίσει τους υφιστάμενους παραγωγικούς κλάδους, αλλά και να δημιουργήσει καινούργιες αλυσίδες αξίας και προϊόντα με τρόπο φιλικό και βιώσιμο προς το περιβάλλον.
Η βιοοικονομία συνδέεται στενά με τις οικονομικές δραστηριότητες και τους φυσικούς πόρους κάθε περιοχής προσφέροντας σημαντικές αναπτυξιακές ευκαιρίες για την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στον πρωτογενή τομέα προτείνεται η ενίσχυση της τυποποίησης προϊόντων, η αξιοποίηση αποβλήτων για την παραγωγή βιοενέργειας, βιοκαύσιμων ή και χημικών προϊόντων μέσω μεθόδων, όπως η αναερόβια ζύμωση, η υδροπυρώληση κ.ά.
Αναπτυξιακές προοπτικές διαφαίνονται και στους τομείς της φαρμακοβιομηχανίας και κοσμητολογίας αξιοποιώντας την ελληνική χλωρίδα και πανίδα για την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Επιπροσθέτως, αξιοσημείωτη είναι και η σχέση τουρισμού και βιοοικονομίας.
Δραστηριότητες με ιδιαίτερη δυναμική όπως ο εναλλακτικός τουρισμός, που συνδέουν το φυσικό περιβάλλον και την πολιτιστική κληρονομιά και ενισχύουν τις τοπικές οικονομίες, συμβάλλουν στην διατήρηση και ανάπτυξη παραδοσιακών βιοοικονομικών μεθόδων παραγωγής, που εμπεριέχουν στοιχεία βιώσιμης διαχείρισης των πόρων και κυκλικότητα.
Παράλληλα, οι περιοχές με υψηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, όπως η Δυτική Μακεδονία, καλούνται να προχωρήσουν σε πράσινη μετάβαση, επενδύοντας σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (συμπεριλαμβανομένης και της ενέργειας από βιομάζα) και άλλες βιοοικονομικές δραστηριότητες όπως την παραγωγή βιοπροϊόντων και βιοχημικών.
Ολοκληρώνοντας, η ενίσχυση της έρευνας, της καινοτομίας και της συνεργασίας μεταξύ επιστημονικών ιδρυμάτων και αγοράς είναι κρίσιμη για τη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού βιοοικονομικού μοντέλου, που θα αξιοποιήσει το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας και θα περιορίσει τη μετανάστευση καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού.
Η αξιοποίηση των ευκαιριών ανάπτυξης νέων βιοοικονομικών δραστηριοτήτων προσκρούει σήμερα στην έλλειψη θεσμικού πλαισίου που να συμβαδίζει με τις τρέχουσες ευρωπαϊκές εξελίξεις, καθώς η χώρα δεν έχει αναπτύξει εθνική στρατηγική βιοοικονομίας σε αντίθεση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ. Παρ΄ όλα αυτά μπορούν να εντοπιστούν αναφορές σε βιοοικονομικά στοιχεία σε δύο περιφερειακές στρατηγικές και συγκεκριμένα σε αυτήν της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και της Περιφέρειας Κρήτης. Επιπρόσθετα, στη χώρα δραστηριοποιείται μια πληθώρα συναφών φορέων που υπάγονται τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, καθώς, επίσης και ερευνητικά ινστιτούτα και πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών που εστιάζουν στο γνωστικό πεδίο της βιοοικονομίας.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η ύπαρξη μιας σειράς χρηματοδοτικών εργαλείων που είναι διαθέσιμα για την προώθηση δράσεων προς τη μετάβαση σε ένα βιοοικονομικό μοντέλο προερχόμενα από ευρωπαϊκές πηγές όπως το Horizon Europe, το πρόγραμμα LIFE και η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ).
Για να μπορέσει η Ελλάδα να επωφεληθεί από το νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται και να συγκλίνει με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις είναι συνεπώς επιτακτική η υιοθέτηση ενός αποτελεσματικού βιοοικονομικού πλαισίου προσαρμοσμένου στις εγχώριες ανάγκες και ιδιαιτερότητες.
Από τις πρωταρχικές ενέργειες που πρέπει να δρομολογηθούν αποτελεί η χάραξη εθνικής στρατηγικής, η οποία θα θέσει την κατευθυντήρια πορεία της ελληνικής βιοοικονομίας, ενσωματώνοντας τους στόχους και τα μέσα επίτευξής της. Παράλληλα, έμφαση πρέπει να δοθεί και στο ρυθμιστικό πλαίσιο το οποίο οφείλει να χαρακτηρίζεται από προσαρμοστικότητα και ευελιξία, να προβλέπει τη δημιουργία υποδομών απαραίτητων για τη βιοοικονομία, καθώς και την πρόβλεψη κατάλληλων και επαρκών πηγών χρηματοδότησης.
Προκειμένου τα αποτελέσματα των ενεργειών να θεωρούνται απτά, μετρήσιμα και συγκρίσιμα, απαιτείται επίσης η επικέντρωση στη συλλογή κατάλληλων στοιχείων και δεδομένων που θα υποστηρίξουν τον βιοοικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Μια ακόμα βασική πρόκληση αποτελεί η έλλειψη γνώσης και εξοικείωσης των πολιτών με τη βιοοικονομία. Με απώτερο στόχο την αναδιαμόρφωση των καταναλωτικών προτύπων και της εν γένει καταναλωτικής συμπεριφοράς, είναι σημαντική η εστίαση στην ενίσχυση της διάδοσης πληροφοριών σχετικά με τη Βιοοικονομία, καθώς και στα οφέλη που προκύπτουν από την υιοθέτηση αυτού του προτύπου τόσο για τους παραγωγούς όσο και για τους καταναλωτές.
BIO2REG
Στο τελευταίο μέρος του παρόντος άρθρου, θα αναφερθούμε στο καινοτόμο ευρωπαϊκό πρόγραμμα BIO2REG, το οποίο αποσκοπεί στη μετατροπή περιβαλλοντικά επιβαρυμένων περιφερειών σε περιφέρειες-πρότυπα βιοοικονομικής ανάπτυξης.
Το BIO2REG αποτελεί ένα πρόγραμμα HORIZON με τριετή διάρκεια που απαρτίζεται από 9 φορείς σε 8 διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτούς τους φορείς εντάσσεται και το Ινστιτούτο Αστικού Περιβάλλοντος και Ανθρώπινου Δυναμικού, το οποίο υπάγεται στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Στόχος του προγράμματος αποτελεί ο εντοπισμός περιφερειών-προτύπων βιοοικονομικής δραστηριότητας και η εξεύρεση των καλών πρακτικών που αυτές ακολουθούν. Μέσα από τη υλοποίησή του, καθίσταται σαφέστερη και εναργέστερη η κατανόηση των επιτυχημένων περιπτώσεων βιοοικονομικής ανάπτυξης σε περιφερειακό επίπεδο, ώστε να γίνει αντιληπτό το συνολικό φαινόμενο σε βάθος και να υιοθετηθούν στοιχεία των εν λόγω περιφερειών από ασθενέστερες βιοοικονομικά περιφέρειες που επιθυμούν να επενδύσουν στη βιοοικονομία και να επιτύχουν μέσω αυτής οικονομική ανάπτυξη, κοινωνική σταθερότητα και περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Με τον τρόπο αυτό ελληνικές περιφέρειες θα ενταχθούν ομαλότερα και αποτελεσματικότερα στο καινούργιο ευρωπαϊκό πλαίσιο που διαμορφώνεται και ταυτόχρονα θα μπορέσουν να αναβαθμίσουν τις οικονομικές και περιβαλλοντικές τους συνθήκες. Παράλληλα μέσω της δημιουργίας συνεργειών μεταξύ διαφόρων κλάδων (αγροτικός τομέας, μεταποίηση, ερευνητική κοινότητα κλπ.) θα δημιουργηθούν νέες επαγγελματικές προοπτικές και οικονομικά οικοσυστήματα με προστιθέμενη αξία τόσο σε επίπεδο περιφερειακό όσο και σε εθνικό.
*Ο Παναγιώτης Κορωναίος είναι Υποψήφιος Διδάκτορας Βιοοικονομίας Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πάντειο Πανεπιστήμιο – Ερευνητής, Ινστιτούτο Αστικού Περιβάλλοντος και Ανθρώπινου Δυναμικού – Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο ΕΝΑ