Μιχάλης Κατρίνης: Χωρίς συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν υπάρχουν δίκαιοι μισθοί
Διαβάζεται σε 3'
O τομεάρχης Εθνικής Άμυνας του ΠΑΣΟΚ και βουλευτής Ηλείας, Μιχάλης Κατρίνης, γράφει στο NEWS 24/7 για το ευρωπαϊκό κεκτημένο των συλλογικών συμβάσεων και την εργασιακή πραγματικότητα στην Ελλάδα.
- 27 Ιουνίου 2025 08:51
Σε μια Ελλάδα που δοκιμάζεται από την ακρίβεια, τους καθηλωμένους μισθούς και τη γενικευμένη εργασιακή ανασφάλεια, η συζήτηση για τις συλλογικές συμβάσεις δεν είναι πολυτέλεια. Είναι πυρήνας της κοινωνικής συνοχής, της ατομικής ευημερίας, της δίκαιης ανάπτυξης και της ευρωπαϊκής ταυτότητας της χώρας.
Ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων (Γκέτεμποργκ, 2017) καθορίζει ένα σαφές θεσμικό πλαίσιο για την ενίσχυση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Αναγνωρίζει ρητά ότι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα σε μισθούς που διασφαλίζουν αξιοπρεπές επίπεδο και επιβάλλει τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και την ενθάρρυνση συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτές οι αρχές δεν είναι γενικές διακηρύξεις, ούτε ευχολόγιο, αλλά αποτελούν κεκτημένο για πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η ευρωπαϊκή Οδηγία 2041 του 2022, που προβλέπει ότι όταν οι συλλογικές συμβάσεις αφορούν λιγότερο από το 80% των εργαζόμενων, τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να λάβουν μέτρα ενίσχυσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Και ενώ όλα αυτά αποτελούν επιταγή αλλά και πραγματικότητα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα μόλις το 20% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα καλύπτεται σήμερα από γενικά υποχρεωτικές κλαδικές συμβάσεις. Πώς είναι δυνατόν το υπόλοιπο 80% να είναι εκτεθειμένο σε ατομικές συμβάσεις, χωρίς πραγματική διαπραγματευτική ισχύ;
Η εικόνα είναι αποκαλυπτική. Το 2024 υπεγράφησαν 238 επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, εκ των οποίων το 67% δεν περιλάμβανε καμία αύξηση αποδοχών. Οι γενικά υποχρεωτικές κλαδικές συμβάσεις περιορίζονται σε πέντε βασικούς κλάδους, όπως τα ξενοδοχεία και ο επισιτισμός, ενώ οι εξαιρέσεις (κλάδος μετάλλου) επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η πραγματικότητα απέχει δραματικά από τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις. Και η απόκλιση αυτή δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε τεχνικό πρόβλημα. Είναι πολιτική επιλογή.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε να διατηρήσει το θεσμικό κενό που άφησαν πίσω τους τα μνημόνια, χωρίς να αποκαταστήσει τους όρους συλλογικής διαπραγμάτευσης ή να συμμορφωθεί με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ο περιβόητος «οδικός χάρτης» παραμένει γενικός, χωρίς σαφές χρονοδιάγραμμα, χωρίς δεσμευτικούς στόχους. Το αποτέλεσμα είναι ο εργαζόμενος να μένει μόνος του απέναντι στην εργοδοτική ισχύ. Και στην ατομική διαπραγμάτευση, ο ’’αδύναμος’’ πάντα χάνει.
Πώς θα φτάσουμε λοιπόν στο στόχο που η ίδια η κυβέρνηση έχει θέσει, του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ μέχρι το 2027, όταν η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων δεν καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις; Σίγουρα όχι με ατέρμονο διάλογο, συγκρότηση επιτροπών και εξαγγελίες χωρίς αντίκρισμα, όπως κάνει σήμερα το υπουργείο Εργασίας.
Απέναντι σε μια κυβέρνηση που απομακρύνεται διαρκώς από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, σε διάφορους τομείς πολιτικής, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να εγγυηθεί την αποκατάσταση της θεσμικής ισορροπίας στην αγορά εργασίας. Με σαφείς δεσμεύσεις: καθολική ισχύ των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, ενίσχυση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων, κίνητρα για συμμετοχή στη συλλογική διαπραγμάτευση και μηχανισμούς παρακολούθησης και επιβολής της εφαρμογής τους.
Χωρίς επέκταση των συλλογικών συμβάσεων δεν υπάρχει παραγωγικότητα, ούτε προοπτική για τους νέους που εγκαταλείπουν τη χώρα. Μια Ελλάδα με αυτοπεποίθηση δε χτίζεται με κουρασμένους εργαζόμενους, ούτε με σιωπηλές γενιές. Γιατί η ανάπτυξη δεν μετριέται μόνο με αριθμούς, αλλά με όρους δικαιοσύνης, συνοχής και προοπτικής για όλους.