Οι Primal Scream μεγαλώνουν γερά παιδιά. Σαν τους Decius.
Διαβάζεται σε 6'
Ο Παναγιώτης Μένεγος κάθε εβδομάδα τεντώνει τα αυτιά του. Προτείνει καινούριους ή ξεχασμένους δίσκους, βλέπει μουσικά ντοκιμαντέρ, ακούει podcasts και διαβάζει μουσικά βιβλία. Και φτιάχνει μια playlist για τα δικά σας ακουστικά…
- 22 Μαΐου 2025 06:33
«Προσοχή στο κενό μεταξύ rave και roll».
Στη Μεγάλη Βρετανία παραβαίνουν συστηματικά αυτή τη σύσταση, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 δίνοντας συναρπαστικές μουσικές σε όσους ακόμα δεν μπορούν να αποφασίσουν αν είναι με τις κιθάρες ή τα beats. Σαν τους Primal Scream που επ΄στρεψαν πριν λίγους μήνες με εξαιρετικό άλμπουμ. Και τους Decius, από τους πιο πρόσφατους που πήραν την σκυτάλη. Αν και όλα γυρίζουν στις μέρες της Factory. Τέλος, είστε σίγουροι ότι ξέρετε «όλη την αλήθεια για τα παιδια της Britpop»;
A SIDE
Decius, Vol. II (Splendour & Obedience)
(The Leaf Label, 2025)
Υπάρχει άραγε κάποιο υπόγειο τόσο βρωμερό για να χωρέσει τους Decius; Αυτή και μόνο η ερώτηση, ούτε καν η απάντησή της, είναι ό,τι χρειάζεται να ξέρετε για το λονδρέζικο γκρουπ που απαρτίζεται από μέλη μερικών από τα πιο ενδιαφέροντα σχήματα που έχουν βγει την τελευταία δεκαετία από τη Μεγάλη Βρετανία. Καταρχάς, ο Lias Saudi – frontman των Fat White Family, συγγραφέας, ταραχοποιός, επιδέξιος μανιπιουλαδόρος των social media, περσόνα τουλάχιστον ιδιοσυγκρασιακή. Έπειτα, ο Quinn Whalley -1/2 των acid house αναβιωτών Paranoid London, μετρονόμος στους προβοκάτορες Warmduscher (που θα δούμε στην Αθήνα 30/5 να ανοίγουν τους Murder Capital) παλιά καραβάνα πλέον της βρετανικής χορευτικής μουσικής σκηνής. Αν και η ραχοκοκαλιά των Decius είναι τα αδέρφια Luke και Liam May, DJs και παραγωγοί που πηγαινοέρχονταν για δουλειές Λονδίνο-Νέα Υόρκη και κατέληξαν να κάνουν παραγωγή στα άλμπουμ των Fat White Family.
Οι τέσσερις αυτοι αξιότιμοι κύριοι αποτέλεσαν ηγετικά στοιχεία της σκηνής που διαμορφώθηκε γύρω από την pub The Windmill στο Μπρίξτον, στην οποία επίναν πίντες κι έπαιζαν λάιβ. Έδωσαν στο σχήμα το όνομα ενός βραχύβιου ρωμαίου αυτοκράτορα με αρκετό αίμα χριστιανών στα χέρια του για το πολύ λίγο (ούτε δύο χρόνια) που κυβέρνησε. Η μουσική τους είναι το σημείο τομής του acid house των κλειστοφοβικών υπογείων που χάνεις την αίσθηση του χρόνου, της ξεδιάντροπης disco που χαλαρώνει τις αναστολές στα dark rooms και της post punk αισθητικής, αφού έτσι κι αλλιώς εκεί είναι η μήτρα όλων.
Είναι μουσική για κλαμπ, αλλά δεν είναι απρόσωπη. Έχει στίχους, αλλά δεν είναι και για sing-a-longs. Οι Decius, χωρίς να τους ενδιαφέρει κιόλας, είναι συνεχιστές όλων όσοι προσπάθησαν κάποια στιγμή να ενώσουν την εμπειρία του λάιβ με εκείνη του dancefloor, από τους Talking Heads ως τους LCD Soundsystem. Δεν απευθύνονται όμως σε μορφωμένους liberals που είναι σοκαρισμένοι από τον Τραμπ κι αναγνωρίζουν όλες τις αναφορές στον ήχο τους αλλά στους ανθρώπους που ξορκίζουν το τέρας του καπιταλισμού με το να γίνονται σκουπίδια όταν φτάσει η Παρασκευή απόγευμα. Και το κάνουν καλά οι άτιμοι, είναι αναπολογητικά sleazy, η ντέκα είναι ο αυτοσκοπός τους. Βαδίζοντας στο ηχητικό μονοπάτι που διαμόρφωσε κάποτε ο Andrew Weatherall αναλαμβάνοντας να φέρει τους Primal Scream στον δρόμο τον κακό που γέννησε το καθοριστικό Screamadelica.
Το ντεμπούτο τους, πριν τρία χρόνια, ήταν ένα μανιφέστο κραιπάλης, παρακμής και υστερίας. Στο φετινό Vol.II, έχουν και δύο τρία πιο «καθαρά κομμάτια», σχεδόν ραδιοφωνικά (όπως τα “Birth of a Smirk”, “Queen of 14th Str.”), που σχεδόν φλερτάρουν με τη synth pop. Αν ψάχνετε για ένα σχήμα που δεν παίρνει καθόλου στα σοβαρά τον εαυτό του, φτιάχνοντας το σάουντρακ για τις στιγμές που δεν μπορείτε να πάρετε κι εσείς στα σοβαρά τον δικό σας, μάλλον έχετε αργήσει στο ραντεβού σας με τον αυτοκράτορα Δέκιο. Το μήνυμα, άλλωστε, είναι σαφές: Citius, Altius, Fortius, Decius.
Μπορείτε να ακούσετε το Vol.II των Decius εδώ.
B SIDE
Primal Scream, Come Ahead
(BMG, 2024)
Οι Primals το παλεύουν ακόμα. Ίσως δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ ως «μεγάλη μπάντα», ίσως δεν είχαν κιόλας ποτέ τέτοια φιλοδοξία, αλλάζοντας τον ήχο τους είτε για να γίνει πολύ σοφιστικέ και να τους θεωρούμε ιδιοφυίες όπως τους Radiohead, είτε πολύ μαζικός για να γεμίζουν στάδια όπως πριν από αυτούς οι Simple Minds και οι U2. Δε θα μάθουμε ποτέ αν δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν, τι σημασία έχει;. Σχεδόν 40 χρόνια τώρα πια, κι αφού άφησαν τις indie ποπαρίες των late 80s, ακροβατούν μεταξύ rave ‘n’ roll, ισορροπώντας την αγάπη τους για τους Stones και τη soul, το kraut rock και τις μαγικές παστίλιες κάτω από την γλώσσα.
Ρίχνοντας σταδιακά τους ρυθμούς τον 21ο αιώνα, τα άλμπουμ τους γίνονται λιγότερο ηδονιστικά και πολύ περισσότερο αυτό που προκύπτει όταν κάποιοι βετεράνοι τεχνίτες μπαίνουν στο στούντιο, ξέρουν ένα πράγμα να κάνουν καλά και δεν το εγκαταλείπουν. Να γράφουν ρυθμικό ηλεκτρονικό ροκ (“Deep Dark Waters”, “Ready To Go Home”), με ξεκάθαρες πολιτικές αναφορές για να θυμίζουν (στους εαυτούς τους) από που ξεκίνησαν κι ότι ο ηδονισμός που υπηρέτησαν σε όλη την καριέρα τους θα είναι πάντα πράξη αντίστασης (“Viva L’Amore/No Passaran” ακούγεται μια φωνή στα ιταλικά). Έτσι και στο δωδέκατο άλμπουμ τους, Come Ahead, που κυκλοφόρησε σχετικά αθόρυβα τον περασμένο Νοέμβριο και είναι ίσως η πιο ολοκληρωμένη τους δουλειά από το απόγειο της τριπλέτας Vanishing Heat-XTRMNTR-Evil Heat μεταξύ 1997 και 2002.
Ο Bobby Gillespie είναι φορμαρισμένος (και δε θα γίνει ο κλόουν σας), ο παλιόφιλος (τους) David Holmes αναλαμβάνει την παραγωγή και τη γεμίζει με soul-funk ζεστασιά (όπως στο υπέροχο “Love Insurrection”), το υλικό κυριολεκτικά απογειώνεται στα δύο πακέτα από remixes που ακολούθησαν (από τα πιο ενδιαφέροντα ονόματα της σύγχρονης indie dance σκηνής όπως τους Hardway Bros, Lovefingers, Tim Goldsworthy, μέχρι και τους Pet Shop Boys). Υπάρχουν συγκροτήματα που στέκεσαι με δέος μπροστά στη δεξιοτεχνία τους, αλλά υπάρχουν και άλλα που θα μπορούσαν/θα ήθελες να είναι φίλοι σου μετά από τόσα χρόνια. Δεν είναι πάντα το πρώτο είναι πιο σημαντικό από το δεύτερο.
Μπορείτε να ακούσετε το Come Ahead εδώ, αλλά μην ξεχάσετε και τα Remixes vol.I & vol. II