Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΑΜΙΩΤΗΣ ΔΕΝ ΝΙΩΘΕΙ ΑΛΟΓΟ ΚΟΥΡΣΑΣ. ΓΡΑΦΕΙ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΝΕΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ

Αν και ξέρει ότι το «κακό» είναι πια σχεδόν επιδοτούμενο, ο πολυσυζητημένος πεζογράφος παραμένει μελετητής του «καλού» και αντιλαμβάνεται τη συγγραφή ενός βιβλίου ως ανάληψη μιας μεγάλης ευθύνης. Ανέκαθεν εξάλλου πίστευε ότι είναι πολιτικό ον. Τώρα θα αλλάξει; Μια μεγάλη συνέντευξη με αφορμή το νέο, μεγάλο του μυθιστόρημα.

Το μυθιστόρημα Θα πέσει η νύχτα (εκδ. Μεταίχμιο) του πολυσυζητημένου πεζογράφου Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, είναι το πιο μεγάλο που έχει γράψει μέχρι σήμερα, ακριβώς γιατί είναι και το πιο φιλόδοξο.

Κατά κάποιο τρόπο πρόκειται για τέσσερα μυθιστορήματα που μπλέκονται μεταξύ τους, με την πολυδαίδαλη υπόθεση -από οικογενειακή σάγκα μέχρι ιστορία ενηλικίωσης και από αστυνομική περιπέτεια μέχρι φυσιογραφικό θρίλερ- να ξετυλίγεται με αμείωτη «page turner» ένταση ως την τελευταία από τις 720 σελίδες· ως τη βιβλική κατακλείδα.

«Είχα την ανάγκη να ανοίξω τόσο πολύ την ιστορία, αν και ο αφηγηματικός της χρόνος είναι δυο χρόνια, από το ’21 ως το ’23» λέει ο ίδιος στη μεγάλη συνέντευξη που ακολουθεί και το News 24/7 εύλογα αναρωτιέται αν στην κλίμακα του νέου του βιβλίου οφείλεται και η δική του πολυετής σιωπή, συγγραφική και όχι μόνο.

Ο Τζαμιώτης όμως τονίζει ότι δεν νιώθει άλογο κούρσας και ότι μόλις βεβαιώθηκε ότι γράφοντας βιβλία θα πορευόταν στη ζωή του, δεν θα μπορούσε παρά να το κάνει με τον δικό του τρόπο και για τους δικούς του λόγους.

«Επειδή πάντα πίστευα ότι είμαι πολιτικό ον, θεωρώ ότι η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να μιλήσεις για αυτά που εσύ θεωρείς σωστό να ακουστούν, για αυτά που σε καίνε, διαχέοντάς τα στις ζωές πολύ διαφορετικών ανθρώπων από σένα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία γίνεσαι λιγότερο δογματικός, λιγότερο σίγουρος. Οι βεβαιότητες δεν είναι πια τόσο στιβαρές».

Εκτός, ίσως, από μία: «Αυτό που με διεγείρει πολύ, ίσως γιατί δεν είμαι τόσο θαρραλέος όσο κάποιοι από τους ήρωες μου, είναι η απόφαση κάποιου να πράξει αυτό που θεωρεί σωστό με οποιοδήποτε τίμημα».

Ανδρέας Σιμόπουλος

Πορεύεσαι ως συγγραφέας δυόμιση δεκαετίες, πρώτη φορά όμως μεσολαβεί τόσο μεγάλο διάστημα ανάμεσα σε δύο βιβλία σου. Έξι χρόνια έχουν περάσει από τη συλλογή Σε ποιον ανήκει η κόλαση. Και οχτώ από το προηγούμενο μυθιστόρημά σου, Ίσως την επόμενη φορά. Τυχαία συνέβη ή σε παίδεψε πολύ το νέο πόνημα;
Όχι, δεν θα έλεγα ότι με παίδεψε περισσότερο από άλλα. Συνέπεσε το γράψιμο με διάφορες αλλαγές στη ζωή μου. Χρειάστηκα τη σιωπή, να αποτραβηχτώ – αν και υπήρχε το βιβλίο στο κεφάλι μου. Το έχεις διαβάσει, ξέρεις περί τίνος πρόκειται. Κατά κάποιο τρόπο είναι τέσσερα μυθιστορήματα που μπλέκονται μεταξύ τους. Εκτός αυτού για μερικά χρόνια δεν ένιωθα ότι είχα να πω κάτι. Απλά παρακολουθούσα ενεός την πραγματικότητα.

Ξέρω ότι οι εκδότες και οι δημοσιογράφοι αγαπάνε περισσότερο τους συγγραφείς που κάθε 13 ή 15 μήνες εμφανίζονται με νέο βιβλίο. Το έχω λύσει με τον εαυτό μου, δεν με ενδιαφέρει αυτή η διαδικασία, ούτε είμαι υποχρεωμένος να γίνω άλογο κούρσας και κάθε ενάμιση χρόνο να πρέπει να παρουσιάζω κάτι ολοκληρωμένο.

Πόσο καιρό μετά το τέλος του προηγούμενου βιβλίου γεννήθηκε το καινούριο στο μυαλό σου, έστω σε επίπεδο αρχικής ιδέας;
Νομίζω ότι ήταν μέσα στο 2021.

Άρα επί δυο-τρία χρόνια δεν υπήρξε κάτι που να σε ενέπνεε συγγραφικά;
Όχι, υπήρχαν πράγματα. Θεοδόση, έχεις γράψει βιβλία και ξέρεις. Οι ιστορίες έρχονται και σε πολιορκούν. Μια από τις υποχρεώσεις του συγγραφέα είναι να ξεδιαλέξει ποιες του ταιριάζουν, ποιες τον καίνε πραγματικά και μπορούν να τον οδηγήσουν σε αυτή την αυτοδέσμευση που απαιτείται για να μπορέσει κανείς να ολοκληρώσει ένα βιβλίο, ειδικά ένα μυθιστόρημα. Κάθε μέρα προκύπτουν ιδέες, ερεθίσματα υπάρχουν παντού, γι’ αυτό μάλλον κατέληξα σε αυτό το μυθιστόρημα που μου αρέσει να λέω ότι δεν είναι μόνο ένα. Γιατί ήταν πολλά αυτά που με απασχολούσαν. Γιατί είναι τόσο μεταβατική η εποχή μας. Γιατί είναι τόσο μεγάλες, έντονες, συχνές, πυκνές οι αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία, που πραγματικά είναι δύσκολο να πεις ότι θα ξεκινήσεις να γράψεις επειδή κάτι σε απασχόλησε πέρυσι. Δεν μιλάω για την επικαιρότητα. Μιλάω για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

Η δική μου γενιά για παράδειγμα είναι σαν μέχρι σήμερα να έχει ζήσει τρεις διαφορετικές εποχές, έχουν αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα. Και μιλάω για πράγματα σημαντικά, από τα νέα κινήματα περί συμπερίληψης μέχρι τη νέα γλώσσα, μιας και υπάρχουν πια πολλές ακατάλληλες λέξεις ή όροι που δεν αρέσουν και μας υπενθυμίζουν τους αποκλεισμούς που υπήρχαν επί πολλά χρόνια για ομάδες συνανθρώπων μας. Όλα αυτά ζυμώνονται με κάποιο τρόπο. Πάντα με ενδιέφερε πώς μπλέκεται η ιδιωτική σφαίρα με το δημόσιο.

Πρέπει κανείς να είναι υπομονετικός με τα θέματά του. Δεν λέω ότι υπάρχουν μικρές και μεγάλες ιστορίες, αλλά νομίζω ότι αυτό είναι το παιχνίδι που παίζεται, το σημαντικότερο, αν θες, κομμάτι της ελληνικής πραγματικότητας. Μια επανανοηματοδότηση της δημόσιας σφαίρας και των ιδιωτικών δικαιωμάτων σε συνδυασμό με ένα χάσμα γενεών που υπάρχει πια όχι μεταξύ ανθρώπων που τους χωρίζουν 30 ή 40 χρόνια αλλά ακόμη και 5. Όλα αυτά αποτελούν υλικό που πρέπει κανείς να ερευνήσει και να κατανοήσει, όχι για να βρει απαντήσεις, αλλά για να θέσει ερωτήματα. Τα βιβλία μου δεν έχουν απαντήσεις. Ερωτήματα θέτω, πρώτα στον εαυτό μου και κατόπιν σε όποιον θέλει να με διαβάσει.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Υπήρξε στον πυρήνα όλης αυτής της διεργασίας που περιγράφεις ένα πιο συγκεκριμένο ζήτημα που να σε κινητοποίησε τελικά να ξεκινήσεις να γράφεις;
Βέβαια, αλλιώς δεν ξεκινάς. Όταν συνέλαβα την ιδέα ότι θα ήθελα να κάνω μια οικογενειακή σάγκα και μέσα από τα μέλη της οικογένειας, σε βάθος χρόνου και σε συνάψεις με τα μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας, να δω πώς θα μπορούσαν να λειτουργήσουν πράγματα που κάποτε έμοιαζαν ασφαλείς συνθήκες. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου όμως υπήρχε πάντα η ανάγκη να χαρτογραφήσω κατά κάποιο τρόπο τη σύγχρονη πραγματικότητα. Από κει έρχεται και το μέγεθος του βιβλίου. Όταν αποφασίσεις τι θέλεις να κάνεις, μετά δεν μένει τίποτα άλλο από το να αρχίσεις να χτίζεις την ιστορία σου. Στην αρχή μπορεί να μην έχεις καν ιστορία. Ή μπορεί να έχεις ιστορία αλλά να μην έχεις θέμα, δηλαδή να μην ξέρεις γιατί αυτή η ιστορία σου κάνει κάτι. Εδώ συνέβησαν και τα δύο σχεδόν ταυτόχρονα.

Σε πρακτικό επίπεδο πώς λειτουργείς ως συγγραφέας; Φτιάχνεις πρώτα μια έστω υποτυπώδη σκαλέτα ή απλά παίρνεις χαρτί και μολύβι κι όπου σε βγάλει;
Πάντα κάνω μια προεργασία. Γίνομαι βιογράφος των χαρακτήρων μου. Με ενδιαφέρει γιατί και πώς κάνει ο καθένας τους ό,τι κάνει ή λέει ό,τι λέει. Αυτό αποτελεί ένα είδος σκαλέτας. Αλλά όσο βαθύτερα σκάψεις τους χαρακτήρες σου, όσο πολυπλοκότερους τους κάνεις, τόσο πιο γρήγορα εκείνοι αυτονομούνται, από ένα σημείο και μετά σχεδόν σε χρειάζονται μόνο για να γράψεις την ιστορία τους. Αυτή είναι μια από τις χαρές της γραφής. Διότι αν ξέρεις από την αρχή τι ακριβώς θες να κάνεις, ποιος ο λόγος να το κάνεις; Ίσως να είναι σαν να το έχεις ήδη κάνει.

Αφού ξεκίνησες η συγγραφή ήταν απρόσκοπτη ή υπήρξαν στιγμές σε αυτή την πορεία που να αμφέβαλλες για το αν θα κατάφερνες να τελειώσεις;
Ενώ μου συμβαίνει σχεδόν με κάθε βιβλίο, με το συγκεκριμένο όχι. Λες και δαιμονίστηκα και δούλεψα ασταμάτητα ακούγοντας το ένστικτό μου – πάντα σε συνεργασία με τους χαρακτήρες. Το επαναλαμβάνω: είναι πολύ σημαντικό για μένα να έχω καλή σύνδεση, πνευματική και ψυχική, με τους χαρακτήρες μιας ιστορίας.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Αυτή η σύνδεση συνεπάγεται ότι υπάρχει στον καθένα έστω ένα ψήγμα του χαρακτήρα σου;
Όχι, ίσα ίσα, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του βιβλίου που με κάνουν να χαίρομαι που το τελείωσα είναι ότι ίσως και κάθε είδος ανθρωπότυπου που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, με κάποιο τρόπο κατάφερε να παρεισφρήσει και να παίξει ένα ρόλο στις ιστορίες. Είναι και αυτό που σου έλεγα πριν: όσο περισσότερο σκαλίζεις τους χαρακτήρες, ελευθερώνονται από σένα, αλλά ελευθερώνεσαι κι εσύ. Κρύβεσαι καλύτερα, δεν χρειάζεται να τσιμπολογάς από αυτούς και να λες την αποψάρα σου για ό,τι κάνουν. Επίσης σου επιτρέπεται να χτίζεις πρόσωπα, επινοημένα όντα δηλαδή, τα οποία είναι εντελώς διαφορετικά από σένα, με αντίθετες απόψεις σε κομβικά ζητήματα. Στην πραγματικότητα τι είναι η λογοτεχνία; Μια προσπάθεια κατανόησης του διαφορετικού, του άλλου.

Και του ίδιου σου του εαυτού όμως.
Μα ακριβώς αντιμετωπίζοντας το άλλο, το διαφορετικό, έρχεσαι αντιμέτωπος με τα δικά σου όρια. Είναι μια πολύ σημαντική διαδικασία που εμένα προσωπικά με θρέφει. Πάντα, με κάθε βιβλίο, μαθαίνεις κάτι για τον εαυτό σου. Όσο πιο τολμηρός υπάρξεις την ώρα που γράφεις, όσο πιο ελεύθερος καταφέρεις να είσαι ως συγγραφέας, τόσο περισσότερα θα είναι αυτά που θα αποκομίσεις ως άνθρωπος πλέον.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Τι έμαθες λοιπόν για τον εαυτό σου ολοκληρώνοντας το βιβλίο;
Έχω ένα μότο στο βιβλίο, το λέει ένας ήρωας: Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόσταση από τον ξένο χρόνο. Εννοώ την ξένη διάθεση, τις ξένες επιθυμίες, την ξένη ισχύ, δηλαδή πράγματα έξω από σένα. Ό,τι και να επιδιώκει κανείς για τον εαυτό του, τη ζωή του, τους ανθρώπους του, τα όνειρα του, πάντα έρχονται αντιμέτωπα με τον βιωμένο χρόνο κάποιων άλλων. Είναι τα βιώματα μας «εναντίον» των βιωμάτων των άλλων καμιά φορά.

Η προετοιμασία αυτού του μυθιστορήματος όπως σου είπα συνέπεσε με μια κατά κάποιο τρόπο ανάγκη μου να αποτραβηχτώ από τα πράγματα, να ζήσω λίγο πιο μοναχικά, να σκεφτώ. Έγιναν αλλαγές στη ζωή μου, άνθρωποι χάθηκαν… Όλα αυτά μαζί δεν συνέστησαν κάποια βίαιη ωρίμανση, αλλά μια διαδικασία που ήρθε με ένα φυσικό τρόπο και με έκανε να αναλογιστώ πόσα από τα ναι και πόσα από τα όχι που έχω πει στη ζωή μου άξιζαν τον κόπο και τα τιμάω. Γι’ αυτό αρκετοί από τους ήρωες του βιβλίου έχουν τέτοιες αναζητήσεις. Όχι κατ’ ανάγκη ήρωες που είναι στη δική μου ηλικία. Άλλωστε αυτή η διαδικασία δεν ξέρεις πότε θα πάρει μπρος και πού θα σε βρει.

Στον πυρήνα όλων των ιστοριών που έχω γράψει μέχρι τώρα, νομίζω πως υπάρχει μια κοινή θεματική. Ξέρω ότι το «κακό» είναι πιο σέξι από το «καλό». Εγώ από την άλλη είμαι μελετητής του καλού. Το κακό είναι πολύμορφο, επιδοτούμενο σχεδόν. Αντίθετα, ακριβώς επειδή το καλό είναι πιο χαμηλών τόνων, πιο μονοδιάστατο, αναρωτιέμαι γιατί οι ήρωες μου -είτε γιατί το συμφέρον είτε γιατί μια άλλη, υπαρξιακή ανάγκη τους οδηγεί εκεί- μοιάζουν με σολομούς που πάνε κόντρα στο ρεύμα. Γι’ αυτό αναρωτιέμαι πώς το «καλό» καταφέρνει να μην αφανιστεί έχοντας απέναντι του τον κυνισμό, την απληστία, τον ατομικισμό κι ένα σωρό άλλα προβλήματα των σύγχρονων ανθρώπων. Μοιάζει δηλαδή εντελώς ασύμφορη διαδικασία να επιλέγει κανείς το καλό από το κακό. Και δεν αναφέρομαι στις μεγάλες πράξεις, αλλά στις μικρές, καθημερινές. Για να εξερευνήσω ένα τόσο δυσεπίλυτο ζήτημα χρειάστηκα πολλά πρόσωπα. Με διαφορετικές αφετηρίες, με διαφορετικό μορφωτικό, κοινωνικό, οικονομικό, ηλικιακό υπόστρωμα.

Από όλα αυτά τα πρόσωπα -ο καλλιεργημένος μεγαλοεπιχειρηματίας, η επαναστάτρια κόρη, οι φασίστες αδερφοί, ο αναχωρητής φυσιοδίφης, μεταξύ πολλών ακόμη- ποιο σε ταλαιπώρησε περισσότερο ως προς τη σύνδεση που λέγαμε νωρίτερα;
Περισσότερο τα δύο λούμπεν αδέρφια. Είναι άλλο πράγμα να παρατηρείς δύο τέτοια άτομα και άλλο να πρέπει να μπεις μέσα στο κεφάλι τους και να συνειδητοποιήσεις ότι έχουν κι εκείνοι αντιφάσεις, όπως όλοι. Δυο εντελώς λούμπεν τύποι -μπλεγμένοι με ομάδες ποδοσφαίρου, ο ένας έχει χαράξει σβάστικες σε ανυπεράσπιστο κόσμο στο Πεδίο του Άρεως, κλπ- που ενώ είναι τόσο σκληροί, αποφασίζουν ότι μια γριά γειτόνισσά τους είναι σημαντική και τη φροντίζουν. Ακριβώς μέσα από τις αντιφάσεις των ηρώων τους δίνεις οξυγόνο να υπάρξουν.

Γιατί το νόημα δεν είναι να καταγγείλεις τους ήρωές σου.
Ακριβώς. Τότε δεν γράφεις μυθιστόρημα. Γράφεις κάτι άλλο. Το μυστικό για το χτίσιμο των χαρακτήρων είναι να τους αφήσεις εντελώς ελεύθερους και να τους δώσεις τα περιθώρια να διαθέτουν όπως όλοι μας -είτε μας αρέσει είτε όχι- μια λογική ασυνέπεια. Τα δύο λούμπεν αδέρφια λοιπόν θα έλεγα ότι ήταν το πιο ζόρικο κομμάτι. Όχι ότι ξέρω όμως πώς είναι να είσαι ένας επιχειρηματίας με 200 εκατομμύρια τζίρο. Ούτε μπορώ να με σκεφτώ υλοτόμο στη Χαλκιδική.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Είναι η συγγραφή ο δικός σου τρόπος για να «διασχίσεις ένα άσχημο, βορβορώδες μονοπάτι που δεν οδηγεί πουθενά, αυτό που ονομάζουμε διαφορετικά ζωή» όπως περίπου λέει ένας από τους ήρωες του Θα πέσει η νύχτα;
Αν όχι συνεχώς, τις περιόδους που πυροδοτείται η ανάγκη μου να καταπιαστώ με κάτι καινούριο, ναι, νομίζω ότι έτσι είναι. Δεν ξέρω, αν ήμουν γιατρός στα επείγοντα κάποιου νοσοκομείου και αντιμετώπιζα τον κόσμο υπό ένα άλλο πρίσμα, ίσως όλη αυτή η διαδικασία να μη μου χρειαζόταν. Αλλά δεν νομίζω πως η συγγραφή έχει να κάνει με κάποιου είδους μαλθακή ζωή που σου επιτρέπει αυτή την πολυτέλεια. Διότι πλέον περί πολυτέλειας πρόκειται. Η συγγραφή είναι μια αυτοχρηματοδοτούμενη διαδικασία που απαιτεί και ένα πάγωμα μέσα σου.

Πάγωμα;
Μπορεί να ξεκινήσεις να γράφεις σε μια φάση που είσαι αισιόδοξος γιατί σου συμβαίνει κάτι καλό εκείνη την περίοδο – ένα νέο πρόσωπο, μια επαγγελματική εξέλιξη. Επειδή όμως πρόκειται για μια διαδικασία που κρατά πολύ, οι χαρακτήρες καθόλου δεν νοιάζονται για το πώς νιώθει ο συγγραφέας κάθε πρωί που τους ξαναπιάνει, αν ξύπνησε στραβά, αν πλέον είναι δυστυχισμένος ή άρρωστος. Οπότε πρέπει να παγώνεις μέσα σου για χάρη της ιστορίας και των χαρακτήρων. Είναι μια δέσμευση. Δεν γίνεται επειδή ξαφνικά σου πάνε εσένα όλα καλά να αλλάξεις την ιστορία. Ή επειδή δεν σου πάνε καλά να τιμωρήσεις όλους αυτούς τους φουκαράδες μέσα στο βιβλίο.

Αλλά ναι, πέρα από τη διαδικασία της έρευνας που έλεγα νωρίτερα, είναι βέβαιο ότι η συγγραφή λογοτεχνίας πρώτα απ’ όλα είναι ένας πολύ προσωπικός τρόπος να συστηθείς και να απευθυνθείς σε ανθρώπους που δεν σε γνωρίζουν. Οι συγγραφείς είμαστε από τη μία, ως προς τους χαρακτήρες, σαν αξιωματικοί του τμήματος ανθρωποκτονιών, δηλαδή «διαβάζεις» πράγματα και συμπεριφορές που δεν εντοπίζουν οι άλλοι, κι από την άλλη όλο αυτό γίνεται με ένα πολύ εσωτερικό τρόπο. Ακόμη και το να βάλεις τον εαυτό σου σε ρόλο παρατηρητή είναι μια παραχώρηση απέναντι στην πραγματική ζωή.

Αντιλαμβάνεσαι το γράψιμο και ως πεπρωμένο σου, κάτι με το οποίο -για να παραφράσω τα λεγόμενα ενός από τους ήρωες- οφείλεις να αναμετρηθείς για να μην καταλήξεις οκνηρός και πικρόχολος; Γιατί δεν υπάρχει «τίποτα πιο θλιβερό από έναν πικρόχολο και οκνηρό άνθρωπο που παραδόθηκε αμαχητί στη μοίρα του – κανένας δεν απεχθάνεται περισσότερο τους δειλούς από τον ίδιο τους τον εαυτό».
Ξέρω ότι η βασική μου ανάγκη είναι να λέω ιστορίες. Αυτό έρχεται από τα παιδικά μου χρόνια, τότε που τις έλεγα προφορικά. Αργότερα πίστεψα ότι ο καλύτερος δρόμος είναι ο κινηματογράφος. Ευτυχώς ανακάλυψα γρήγορα ότι δεν έχω κανένα ταλέντο στη σκηνοθεσία. Άσε που ο κινηματογράφος είναι κάτι συλλογικό. Ακόμη κι αν είχα ταλέντο, δεν θα έκανα τίποτα γιατί προτιμώ να δουλεύω μοναχικά. Όταν κατανόησα ότι αυτά που βουίζουν στο κεφάλι μου, μπορώ να τα αποτυπώσω στο χαρτί με ένα τρόπο που να μοιάζει ολοκληρωμένος και ικανός να συγκινήσει, δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Ήμουν βέβαιος ότι αυτό θα κάνω στη ζωή μου.

Δεν μπορώ να με διανοηθώ αλλιώς. Ίσως αν μπορείς να διανοηθείς τον εαυτό σου διαφορετικά, να υπάρχει η πιθανότητα να μην καταφέρεις να ολοκληρώσεις αυτό που κάνεις. Δεν με ένοιαξε ποτέ το τίμημα. Είτε σε υλικό είτε σε προσωπικό επίπεδο. Η λογοτεχνία, όπως ξέρεις, σημαίνει και ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής που μερικές φορές μοιάζει να αποκλείει τους άλλους. Δεν αναφέρομαι μόνο στις περιόδους που γράφει κανείς πυρετωδώς. Στην πραγματικότητα γράφουμε ακόμη κι όταν κοιτάμε το μανταλάκι στο σύρμα που απλώνει τα ρούχα της η γειτόνισσα.

Επιπλέον, επειδή πάντα πίστευα ότι είμαι πολιτικό ον, θεωρώ ότι η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να μιλήσεις για αυτά που εσύ θεωρείς σωστό να ακουστούν, για αυτά που σε καίνε, διαχέοντας τα στις ζωές πολύ διαφορετικών ανθρώπων από σένα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία γίνεσαι λιγότερο δογματικός, λιγότερο σίγουρος. Οι βεβαιότητες δεν είναι πια τόσο στιβαρές.

Άρα πρόκειται και για μια άσκηση ενσυναίσθησης, εφόσον μπαίνεις στις θέσεις και στις ζωές άλλων, είτε πρόκειται για δύο λούμπεν φασίστες στο κέντρο της Αθήνας είτε για ένα καλλιεργημένο μεγαλοεπιχειρηματία στον θεσσαλικό κάμπο.
Ασφαλώς. Αν θυμάσαι στο βιβλίο ο πατέρας ενός από τους ήρωες λέει στον γιο του: Ευτυχώς που δεν υπάρχουν πολλοί πλούσιοι σαν τον Διαμαντόπουλο -τον μεγαλοεπιχειρηματία- γιατί αλλιώς η επανάσταση δεν θα γίνει ποτέ. Ο άνθρωπος είναι κομμουνιστής, πιστεύει ότι κάποια στιγμή θα γίνει επανάσταση, αλλά έχει την ικανότητα να διακρίνει ότι ο απέναντί του, μέσα στις αντιφάσεις του, έχει ποιότητες που -τι να κάνουμε τώρα;- μπορεί να μην τις έχει ένας προλετάριος.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Μετά από δυόμιση δεκαετίες είναι μία από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζεις και η αποφυγή των ευκολιών που εύλογα έχεις κατακτήσει ως συγγραφέας;
Αυτό που γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο είναι όχι καθαυτή η διαδικασία του γραψίματος -γιατί εκεί, κακά τα ψέματα, η εμπειρία παίζει τον ρόλο της- αλλά η απόφαση για το ποια ιστορία πρέπει τελικά να επιλέξεις και να δεσμευτείς απέναντι της. Άσε που όταν τελειώσεις ένα βιβλίο, πρέπει να περάσει καιρός για να ιαθείς από αυτό. Δηλαδή για δυό-τρεις μήνες αφού τελείωσα ένιωθα τελείως άδειος, σχεδόν προγλωσσικός. Προσπαθούσα να επανακτήσω τον εαυτό μου. Εξαιτίας της μορφής του βιβλίου, με τα μεγάλα κεφάλαια, για μερικές εβδομάδες έπρεπε να «ζήσω» σαν πολυεκατομμυριούχος, άλλες σαν λούμπεν τύπος που κάνει κραβ μαγκά, άλλες σαν εκ του ασφαλούς επαναστάτρια που καθαρίζει ποτάμια σε όλο τον κόσμο, κ.λπ. Πρόκειται για σχιζοειδή κατάσταση. Πραγματικά μόλις παρέδωσα το χειρόγραφο δεν ήθελα να ανοίγω το στόμα μου, δεν έβρισκα νόημα.

Άρα με τα χρόνια το γράψιμο κάθε άλλο παρά πιο εύκολο γίνεται. Ίσως γιατί κάποιοι συγγραφείς αποφασίζουμε να γίνουμε ολοένα και πιο υπεύθυνοι μεγαλώνοντας. Υπεύθυνοι απέναντι στη λογοτεχνία, στην εποχή μας, στα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Και το ότι μου φαίνεται πιο δύσκολο δεν έχει να κάνει με την αφέλεια της νεότητας -αν υπάρχει τέτοιο πράγμα- ή τον κατευνασμό της ορμής που έχει ένας νέος. Όχι, έχει να κάνει με την ανάληψη ευθύνης. Εγώ αντιλαμβάνομαι τη συγγραφή ενός βιβλίου ως ανάληψη μιας μεγάλης ευθύνης. Ανεξάρτητα από το πόσοι θα ασχοληθούν μαζί σου. Ανεξάρτητα από το αν θα χαρακτηριστεί αξιόλογο ή όχι το βιβλίο σου. Αυτή ακριβώς η αίσθηση ότι αναλαμβάνεις μια μεγάλη ευθύνη απέναντι στον εαυτό σου και στους άλλους, καθιστά ολοένα και πιο δύσκολο το εγχείρημα.

Κατά πόσο η ιδέα που έχεις για τον εαυτό σου ως συγγραφέα επηρεάζεται από αυτά που λέγονται από άλλους για σένα;
Αναφέρεσαι στην αποδοχή ή μη;

Να το πω αλλιώς: Μπορούν όσα γράφονται και λέγονται για ένα βιβλίο σου να μετατοπίσουν και τη δική σου άποψη για αυτό;
Κοίταξε, υπάρχουν οι προθέσεις με τις οποίες ξεκινάει να γράψει κάποιος και υπάρχει και το τελικό αποτέλεσμα. Αν κατάφερνα να καλύψω 100% τις προθέσεις μου, δεν ξέρω αν θα έγραφα άλλο βιβλίο. Θεωρώ ότι κατά κάποιο τρόπο οι συγγραφείς βαδίζουμε από λάθος σε λάθος, από αποτυχία σε αποτυχία. Η αποτυχία μπορεί να είναι μόνο στο κεφάλι σου και να ακούς μόνο καλές κουβέντες για αυτό που κάνεις. Αλλά από τη στιγμή που η συγγραφή δεν είναι κάτι από το οποίο εξαρτάται η ζωή σου πρακτικά, οικονομικά, ποιος ο λόγος να μην επιτρέψεις στον εαυτό σου αυτές τις «αποτυχίες»;

Προφανώς χαίρομαι με τις καλές κουβέντες. Προφανώς στενοχωριέμαι όταν θεωρώ ότι κάποιος με αδικεί ή αδικεί τον εαυτό του λέγοντας πράγματα που δεν ισχύουν. Αλλά αυτά περνάνε γρήγορα. Άσε που σπάνια διαβάζω τις κριτικές. Αλλά για να απαντήσω στο ερώτημα σου, θα σου πω ότι δεν έχω υπερβολικές προσδοκίες για τίποτα και από κανέναν. Δεν έχω βάλει κόπο σε διαδικασίες που ξέρω ότι θα μπορούσαν να μου αποφέρουν κοινωνικά. Κι από τη στιγμή που δεν έχω βάλει κόπο, δεν μου χρωστάει κανείς τίποτα. Μόνο εγώ χρωστάω στον εαυτό μου. Ή σε άλλους. Πάντως άλλοι δεν μου χρωστάνε. Κι αφού δεν μου χρωστάνε σημαίνει ότι δεν μου έχουν στερήσει τίποτα. Προφανώς δεν μπορούμε να αρέσουμε σε όλους. Θα ήταν αν μη τι άλλο περίεργο.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Επιστρέφεις άφοβα στα παλιότερα βιβλία σου ή το αποφεύγεις φοβούμενος την αμηχανία;
Αμηχανία γιατί έρχεσαι αντιμέτωπος με κάτι που δεν είσαι πια, ε; Να σου πω την αλήθεια δεν έχω καν αντίτυπα των βιβλίων μου στο σπίτι. Πριν από λίγες μέρες βρήκε ένας φίλος μου ένα εξαντλημένο στο βιβλιοπωλείο των αστέγων και μου το έφερε. Ίσως την όποια ανάγκη για επιστροφή στα παλιά μου βιβλία να μου την καλύπτει ένα μήνυμα από κάποιον που διαβάζει ετεροχρονισμένα κάτι που έγραψα πριν από 15 χρόνια και με ένα σχόλιο πυροδοτεί μέσα μου ερωτηματικά. Γενικώς έχω την πεποίθηση ότι όσο μεγαλώνουμε πρέπει να ξεμαθαίνουμε, όχι να επιβεβαιώνουμε διαρκώς όσα ήδη γνωρίζουμε.

Πιστεύεις ότι αν κάποιος διαβάσει το Θα πέσει η νύχτα χωρίς να δει το ονοματεπώνυμο του συγγραφέα, θα καταλάβει ότι είναι δικό σου;
Ωραία ερώτηση. Δεν είμαι βέβαιος.

Θα ήθελες να το καταλάβει;
Δεν με απασχολεί. Κοίταξε, ένας υπερεπιτυχημένος συγγραφέας που έχει συναντηθεί με το μεγάλο κοινό και επιδιώκει τη συνέχιση αυτής της σχέσης, είναι αναγκασμένος να επαναλαμβάνεται. Συγγραφείς σαν κι εμένα είναι ελεύθεροι. Δεν πρόκειται δηλαδή κάποιος να απογοητευτεί διαβάζοντας το βιβλίο μου απλώς και μόνο γιατί μπορεί να μη μοιάζει με τα προηγούμενά μου. Αυτό είναι μια μορφή ελευθερίας. Ασφαλώς υπάρχει -δηλαδή ελπίζω να υπάρχει- το προσωπικό ύφος αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι είναι ντε και καλά τόσο αναγνωρίσιμο.

Σε κάθε περίπτωση δεν είναι μέρος του στοιχήματος να αφήνεις εντελώς πίσω σου τον Τζαμιώτη του προηγούμενου βιβλίου όταν ξεκινάς το επόμενο.
Όχι, οι ιστορίες καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να τις γράψεις, όποιος κι αν είναι αυτός. Αν και το πιο πιθανό είναι να αλλάζεις σε κάποιο βαθμό ως συγγραφέας γιατί αλλάζεις και ως άνθρωπος. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένας σταθερός πυρήνας. Είτε γράφει κανείς ένα ιστορικό μυθιστόρημα είτε ένα φουτουριστικό είτε κάτι για το σήμερα, αν έχει ένα κώδικα μέσα του, που κατά κάποιο τρόπο καθορίζει τη ματιά του προς τον κόσμο, δε μπορεί παρά αυτό να εμποτίζει όλες του τις ενέργειες.

Σε ό,τι με αφορά νομίζω ότι είναι αυτή η διαμάχη σωστού και λάθους, από καταβολής κόσμου. Αυτό που με διεγείρει πολύ, ίσως γιατί δεν είμαι τόσο θαρραλέος όσο κάποιοι από τους ήρωες μου, είναι η απόφαση κάποιου να πράξει αυτό που θεωρεί σωστό με οποιοδήποτε τίμημα. Αυτό μερικοί ήρωές μου το πληρώνουν ακριβά, όπως γίνεται και στην πραγματική ζωή. Νομίζω ότι ενσυναίσθηση είναι ακριβώς το να δίνεις στον άλλο το δικαίωμα να διαθέτει, όσο ξένος κι αν μοιάζει στα μάτια σου, τον δικό του κώδικα, τις δικές του κόκκινες γραμμές.

Με ρώτησες νωρίτερα τι με δυσκόλεψε περισσότερο στο βιβλίο. Στον αντίποδα, αυτό που έγραψα πιο ορμητικά ίσως να ήταν η ιστορία του ήρωα που είναι ιστορικός και ερευνά τι απέγιναν οι πεσόντες στην Αλβανία. Είναι πράγματα που άκουγα μικρός από τον παππού μου που γύρισε με μισό πνευμόνι από εκεί πάνω. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να καταλάβω. Ζούμε σε μια χώρα όπου η πατριδοκαπηλεία συνιστά επάγγελμα. Από τους 13.000 Έλληνες στρατιώτες στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, δεν πήραμε ποτέ πίσω σχεδόν 9.000, είναι σκορπισμένα τα κόκαλά τους στα βουνά. Οι Ιταλοί το έκαναν το ’60, εμείς ποτέ. Δυστυχώς οι μόνοι που ασχολούνται με το ζήτημα είναι κάποιοι ακραία συντηρητικοί κύκλοι.

Προσωπικά δεν θα με ενδιέφερε να γράψω ένα βιβλίο για το ’40. Το να βάλω όμως σήμερα ένα νεότερό μου ήρωα να αναζητά όλα αυτά στην Αλβανία, μου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσω για πράγματα που θεωρώ πολύ σημαντικά και σε πολιτικό επίπεδο. Γιατί ο εθνικισμός και η πατριδοκαπηλία έχουν φουντώσει ξανά. Επειδή έχουμε 80 χρόνια ειρήνης νομίζουμε ότι τελείωσε η μεγάλη ιστορία – ξεχνάμε ότι είναι πάντα εδώ, παρούσα. Άσε που δεν υπάρχουν περίοδοι ειρήνης. Υπάρχουν εμπόλεμες περίοδοι και μεσοπόλεμοι. Εδώ ταιριάζει και ο τίτλος Θα πέσει η νύχτα. Φοβάμαι ότι ζούμε πάλι ένα μεσοπόλεμο, μια δεκαετία του ’30. Γι’ αυτό είχα την ανάγκη να ανοίξω τόσο πολύ την ιστορία, αν και ο αφηγηματικός της χρόνος είναι δυο χρόνια, από το ’21 ως το ’23.

Ανδρέας Σιμόπουλος

«Όλες αυτές οι νέες ιδέες που έφταναν από την Αμερική και ενθάρρυναν όλο και περισσότερους να προβούν σε έναν ακραίο αναθεωρητισμό των πάντων βασισμένο σε μια πολιτική ορθότητα που γινόταν ολοένα και πιο ασφυκτική» λέει ένας ήρωας. Είναι κάτι που απασχολεί και σένα τον ίδιο;
Προβληματίζομαι. Όσο μετά βεβαιότητας και ένθερμα είμαι εναντίον οποιουδήποτε ευνοεί αποκλεισμούς ανθρώπων, κοινοτήτων, τάσεων, άλλο τόσο σκεπτικιστής γίνομαι όταν βλέπω όλη αυτή την κουβέντα γύρω από την ανάγκη επανεφεύρεσης μιας καινούριας γλώσσας με αποτέλεσμα τελικά μερικά πράγματα να μη λέγονται με το όνομά τους. Δεν είναι τυχαίο ότι βάζω τον ιστορικό στο βιβλίο μου να μιλάει με μια φίλη του καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, η οποία του λέει για την εργασία μιας κοπέλας πάνω στον Παπατρέχα του Βέγγου. Λίγο πολύ τον έβγαλε κακοποιητή. Προφανώς και υπάρχει πατριαρχικός λόγος εκεί έξω, χιλιάδες χρόνια η κοινωνία πάει μονοπόδαρα. Αλλά δεν μπορεί μέσα σε 5-10 χρόνια να αλλάξουν αυτά με τρόπο σοβαρό και έχοντας κατά νου μόνο τα gender ζητήματα. Ενώ σχεδόν θεωρείσαι μπανάλ αν γράψεις για το ταξικό ζήτημα, είναι σαν να έχει βγει από την εξίσωση.

Τη δεκαετία του ’30, πριν την έλευση του Χίτλερ, ο δικαιωματισμός και η ελευθεριότητα σε ό,τι έχει να κάνει με τη γενετήσια επιθυμία, με το σεξ, όπως θες πες το, ήταν στα ύψη. Ακόμη κι εδώ, -και αυτό είναι κάτι που σώζεται από τους συγγραφείς του ’20- υπήρχαν καμπαρέ και καταγώγια με ζωντανό σεξ επί σκηνής. Στη Βαϊμάρη τι έγινε; Συσπειρώθηκε απέναντι στην ελευθεριότητα το φοβικό κομμάτι του κόσμου και με το που εμφανίστηκε ο τρελός με το μουστάκι, αποθεώθηκε. Και κατασφάγιασε τον κόσμο. Ο φασίστας, βλέπεις, έχει πάντα απαντήσεις που μοιάζουν πειστικές στον απελπισμένο και στον απογοητευμένο. Ολόκληρη γενιά υπέροχων γερμανόφωνων συγγραφέων του μεσοπολέμου -Μούζιλ, Τσβάιχ, Κανέτι, Ροτ, Μπροχ- προειδοποιούσαν ότι…θα πέσει η νύχτα. Κι έπεσε. Βλέπεις τι γίνεται σήμερα. Ζητήματα που θεωρούσαμε λυμένα μοιάζουν ξανά προς διαπραγμάτευση.

Στο βιβλίο, αναφερόμενός στη Λάρισα, ένας ήρωας λέει ότι πρόκειται για μια πόλη που πάσχει από την ίδια νόσο που πάσχουν σχεδόν όλες οι ελληνικές πόλεις. Αμνησία».
Ο Πλάτωνας λέει ότι αν είναι αφρόντιστο ακόμα κι ο τελευταίος πυργίσκος στο πιο ακραίο κομμάτι των τειχών της πόλης, θα ζημιωθεί το αίσθημα δημοκρατίας των πολιτών γιατί θα πιστέψουν ότι είναι σε ένα κράτος που δεν είναι ικανό να προστατέψει τους ίδιους, την αισθητική, τις ιδέες και τις αξίες τους. Εμείς εδώ σβήνουμε με μανία την ιστορία μας. Είναι πολιτικό ζήτημα γιατί σου δημιουργείται η αίσθηση ότι η δική σου γενιά είναι η καλύτερη που έχει υπάρξει, προσπερνώντας κάτι διόλου απίθανο: η δική σου γενιά μπορεί και να είναι σκουπίδι μπροστά σε άλλες παλιότερες. Μια τέτοια πόλη είναι και η Λάρισα, όπως σχεδόν όλες στην Ελλάδα.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Είναι η γενέτειρά σου όμως και δεν νομίζω ότι θα σε εγκαταλείψει ποτέ ακόμη κι αν ζεις μακριά της πολλές δεκαετίες.
Δίκιο έχεις. Ίσως να έχει να κάνει με την αίσθηση κοινότητας που βιώνει κανείς μεγαλώνοντας στην επαρχία. Προφανώς αυτό έχει καλά, έχει και στραβά, άλλωστε κι εγώ έφυγα τρέχοντας στα 18 μου. Από την άλλη όμως αυτή η ομοιομορφία που υποτίθεται σε πνίγει στις μικρές πόλεις, δεν υπάρχει και στη μεγαλούπολη; Αυτά που γράφω στο βιβλίο μου για τη Λάρισα με λυπούν. Παραμένει όμως γενέθλιος τόπος. Και ως τέτοιος προφανώς καθορίζει ακόμη πολλές από τις ιδέες και τις πεποιθήσεις μου. Τις φιλτράρω μέσα από την παιδική μου ηλικία που στην τελική είναι ο γενέθλιος τόπος όλων μας.

Στο βιβλίο καταπιάνεσαι και με την τραγωδία της κακοκαιρίας Ντάνιελ που λάβωσε τον γενέθλιό σου τόπο.
Το έζησα από κοντά με την έννοια ότι δικοί μου άνθρωποι καταστράφηκαν. Όταν με πήγαν πρώτη φορά στα πέριξ της λίμνης Κάρλας, δεν καταλάβαινα τι έβλεπα. Ήταν μια τεράστια λίμνη με κύματα και πολλά μέτρα βάθος. Ή είδα βουνά ολόκληρα με φερτά υλικά, αυτοκίνητα μέσα στα κανάλια… Και όλοι μου μιλούσαν για τη βουή που ακουγόταν πριν έρθει το νερό. Μιλάμε για μια μορφή κατακλυσμού του Δευκαλίωνα.

Διάβαζα τις προάλλες το βιβλίο Δυο μοναξιές (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, Ψυχογιός) με ένα μεγάλο διάλογο μεταξύ Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και Μάριο Βάργας Γιόσα. Ξεκινά με τον Γιόσα να ρωτά τον άσπονδο συνομιλητή του σε τι νομίζει ότι χρησιμεύει ως συγγραφέας – αλλά και οι συγγραφείς γενικά. Ο Μάρκες απαντά: «Σκέφτομαι πως οπωσδήποτε η λογοτεχνία επιτελεί μια λειτουργία που δυστυχώς ή ευτυχώς πιστεύει ότι είναι ανατρεπτική. Πάντα στην καλή λογοτεχνία εντοπίσω την τάση να καταστραφεί το κατεστημένο, το ήδη επιβεβλημένο, και να καλυτερεύσει εν τελεί η ζωή των ανθρώπων». Συμφωνείς;
Αναμφίβολα ένας από τους λόγους ύπαρξης της τέχνης είναι η διαχρονική ανάγκη των ανθρώπων -ακόμη και όσων δεν ασχολούνται καθόλου με την τέχνη- να αμφισβητήσουν την ασχήμια και όχι απλώς να τη βαφτίσουν αλλιώς. Όπως την Αθήνα που κάποιοι τη λένε όμορφη, ενώ δεν είναι, πώς να το κάνουμε; Θυμάμαι όταν πρωτοκατέβηκα στην Αθήνα και με επισκέφτηκαν οι γονείς μου. Περπατάμε στη Σόλωνος και μου λέει ο πατέρας μου: Αγόρι μου, αυτά τα πεζοδρόμια είναι για μαλωμένους, είμαστε ο ένας μπροστά κι ο άλλος πίσω. Προφανώς είναι γοητευτική η Αθήνα, γι’ αυτό και ζω εδώ. Αλλά η καθημερινότητα είναι φοβερά υποβαθμισμένη. Αυτή είναι η αλήθεια.

Ο διάλογος, που σου λέω, συνεχίζεται με τον Γιόσα να ρωτά αν αυτή η ανατρεπτική δυναμική της λογοτεχνίας μπορεί να είναι προβλέψιμη ή υπολογισμένη από τον συγγραφέα. Δηλαδή τη στιγμή που συλλαμβάνει ένα διήγημα ή ένα μυθιστόρημα, με κάποιον τρόπο μπορεί να προβλέψει τις ουσιαστικές, υπονομευτικές συνέπειες που θα έχει το βιβλίο του όταν φτάσει στους αναγνώστες. Εσύ τι λες;
Νομίζω πως δεν είναι πάντα μια συνειδητή απόφαση. Υπάρχει όμως σίγουρα μια συνειδητοποιημένη ανάγκη να μιλήσεις για σένα και για λογαριασμό άλλων. Το αν θα τα καταφέρεις δεν είναι ζήτημα καλού ή κακού σχεδιασμού. Η λογοτεχνία ξεπερνά μερικές φορές τις αρχικές προθέσεις του συγγραφέα. Ανακαλύπτει ο ίδιος μέσα από το γραπτό του, ωσάν να είναι κάποιου άλλου, πράγματα που δεν είχε κατορθώσει να προσεγγίσει νοητικά προηγουμένως. Αυτό επιτυγχάνεται όταν ο συγγραφέας επιτρέψει στους χαρακτήρες του να τον εκπλήξουν. Αρνητικά ή θετικά. Ναι, η λογοτεχνία μερικές φορές είναι υπερβατική.

Info:

Το μυθιστόρημα Θα πέσει η νύχτα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα