Ένας μεσσίας για τον μικρομεσαίο

Διαβάστε ένα άρθρο (συμμετοχή στις "Γνώμες" του NEWS 247) για το γιατί ακόμη και σήμερα, τα ελληνικά πολιτικά κόμματα πείθουν τους πολίτες, ότι το μέλλον τους εξαρτάται από ένα θαύμα
- 12 Φεβρουαρίου 2013 08:59
Με κάποια κιλά παραπάνω και εμφανώς πιο βαρύς από παλιά, ο κύριος Τσίπρας εμφανίστηκε τις προάλλες στη πρωϊνή εκπομπή των νοικοκυραίων του κ. Αυτιά για να «απευθυνθεί σε μεγαλύτερης ηλικίας κοινά» -όπως τουλάχιστον ερμηνεύτηκε επικοινωνιακά το κίνητρο του. Ανέκαθεν αυτό το είδος της πρωϊνής τηλεόρασης ήταν το εργαστήριο που τροφοδοτεί την ανθεκτικότητα του έλληνα μικρομεσαίου σαν στερεότυπο: είναι ο φουκαράς που επιβιώνει σε πολλές συνθήκες, που επειδή κάποτε είχε τις ευκαιρίες και μαγαζί να ανοίξει και διώροφο να χτίσει και μια θέση μέσω γνωστού να βολευτεί, σήμερα αναζητά τον επόμενο μεσσία που θα του εξασφαλίσει μια εκ νέου υπόσχεση για να ελπίζει.
Η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει ότι οι στυλοβάτες του μοντέλου «έλληνας μικρομεσαίος» υπήρξαν πολλοί και με διαφορετικές προθέσεις. Το καλούπι σχηματίστηκε και επιβλήθηκε δια της βίας στα χρόνια της δικτατορίας, απενοχοποιήθηκε και αξιοποιήθηκε ψηφοθηρικά στα μέσα της δεκαετίας του 80 από το ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια πέρασε στα έμπειρα χέρια των «εκσυχρονιστών» του κ. Σημίτη, οι οποίοι και το ταξίδεψαν μέχρι και στο χρηματιστήριο. Για να καταλήξει υπέρβαρο και ξεσαλωμένο στη περίοδο διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή και να πέσει σαν ώριμο φρούτο στο «περιβόλι» του ΔΝΤ. Όταν ασφαλώς ο ΓΑΠ, ο οποίος διεκδικεί μια διπλά καταφατική απάντηση στο ερώτημα «κακός ή χαζός;», κλώτσησε το δέντρο με τους καρπούς, αφού και ο ίδιος πρώτα το πότισε με οικολογικές βεβαίως ανησυχίες.
Δεν είχαν, ούτε πίστεψαν όλοι στην τύχη του μοντέλου «έλληνας μικρομεσαίος», ενώ το καλούπι αποτελούσε το σίγουρο δρόμο για μια ζωή με ελάχιστες σκοτούρες. Υπήρξαν και άνθρωποι, οι οποίοι δεν είδαν τον εαυτό τους μέσα σε αυτό το μοντέλο και δεν αποδέχτηκαν αυτόν τον τρόπο ζωής. Ωστόσο δεν είναι αυτή η ώρα και η ανάγκη να δούμε ποιοι ήταν αυτοί ή με πια κοινωνικοπολιτικά και ιστορικά κριτήρια αυτό τεκμηριώνεται. Η τρέχουσα συγκυρία, μέσα στην οποία καλούμαστε όλοι να επιβιώσουμε, προτάσσει την απαλλαγή από φαντασιώσεις και αβάσιμες ελπίδες για όλα εκείνα τα μοντέλα ζωής που είτε αποδείχτηκαν κάλπικα, είτε αποδομήθηκαν από τις ίδιες τις συνθήκες, είτε απλώς ανήκουν στο παρελθόν.
Το κυρίαρχο κοινό γνώρισμα της πολιτικής ταυτότητας του «έλληνα μικρομεσαίου» είναι η μεσσιανική αντίληψη για τη ζωή: θέλουμε να σωθούμε, αλλά βασικά κάποιος άλλος θα μας σώσει. Όταν σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας κινούνται μεσσιανικά, αξίζει να δούμε γιατί όλα τα πολιτικά κόμματα επιλέγουν να απευθυνθούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να διεκδικούν την κοινωνική αποδοχή που υποτιμά το ρεαλισμό και δημιουργεί αδιέξοδα. Αυτή είναι η πιο δυσάρεστη διαπίστωση σχετικά με την ανθεκτικότητα του «έλληνα μικρομεσαίου» και τη σχέση του με την πολιτική: πιστεύει για παράδειγμα, ότι αρκεί μια γεωπολιτική κόντρα ΗΠΑ-Γερμανίας ή ένας ανταγωνισμός δυνάμεων ΔΝΤ- Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να υπερβούμε το έλλειμμα πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης. Ή ενώ δυσπιστεί και δεν το κατανοεί, εύχεται ότι το «δόγμα πυγμής» που εφαρμόζει με θρησκευτική προσήλωση ο πρωθυπουργός στο τέλος θα αποδώσει. Με όρους μεταφυσικής.
Η αρνητική συνεισφορά του ΣΥΡΙΖΑ στη συντήρηση αυτού του μοντέλου αποδεικνύεται κρίσιμη: υιοθετεί ανοιχτά την αφ υψηλού κριτική σε ένα παγκόσμιο σύστημα δυνάμεων και εξελίξεων και δημαγωγεί. Η επιλογή του κύριου Τσίπρα να απευθυνθεί στην εκπομπή του κύριου Αυτιά και να κάνει σχηματικές επικλήσεις συμμαχιών «ακόμη και με το διάβολο» για να σωθεί η πατρίδα, φανερώνει την επίγνωση της μεσσιανικής σκέψης των πολιτών. Συνηθίζει τους ανθρώπους που υφίστανται αδικίες να προσδοκούν τη λύση τους, όχι από τη δική τους λειτουργία και δράση, αλλά από τη δράση κάποιων που θα έρθουν και θα βάλουν τάξη στα κακώς κείμενα αυτής της παγκόσμιας κοινωνίας, χωρίς να χρειαστεί να κουνήσει κανένας το χέρι του. Η νοσταλγία άλλων εποχών, όταν το είδος του ηγέτη-μεσσία απαντούσε στην Ελλάδα και διεθνώς, δημιουργεί ακόμη συγκινήσεις και δρα καταπραϋντικά σε πολλούς. Ομως οι ισχυρές δόσεις νοσταλγίας δεν οδηγούν στο μέλλον, αλλά στη μελαγχολία. Εκεί που οι μεσσίες δρουν ανεμπόδιστα και που η δημοκρατία περιορίζεται σε ένα χαρούμενο ringtone για ξυπνητήρι.
*Ο Νίκος Άγουρος είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε Global Media and Communications στη London School of Economics, και Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εχει εργαστεί στο «Βήμα της Κυριακής», ως διευθυντής σύνταξης του ενθέτου «ΒΗΜΑmen» και εργάζεται στον περιοδικό Τύπο από το 2000.