Οι δικαστές κι ο φούρναρης (ή, οι περιπέτειες της ιθαγένειας μέσα από εικόνες, στίχους και πολλά ερωτηματικά…)

Οι δικαστές κι ο φούρναρης (ή, οι περιπέτειες της ιθαγένειας μέσα από εικόνες, στίχους και πολλά ερωτηματικά…)

Διαβάστε ένα άρθρο (συμμετοχή στις "Γνώμες" του NEWS 247) για την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ σχετικά με την ιθαγένεια

Την εβδομάδα που πέρασε, δημοσιεύθηκε από το ΣτΕ το σκεπτικό της ακύρωσης των  διατάξεων του νόμου 3838/10 για την  ιθαγένεια των παιδιών μεταναστών με κριτήρια γέννησης ή φοίτησης, καθώς και για το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στους ΟΤΑ για τους πολίτες τρίτων χωρών που ζουν νόμιμα στην Ελλάδα.

Οι ανώτατοι δικαστές της χώρας συναντήθηκαν, συσκέφθηκαν και αποφάσισαν κατά πλειοψηφία, ότι τα έθνη και οι λαοί «δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα», με «σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά». Ότι η ταυτότητά τους προϋποθέτει μια αδιατάρακτη συνέχεια από το παρελθόν στο παρόν, την οποία οφείλουν να διαφυλάξουν από τον κίνδυνο της αλλοίωσης, ως θεματοφύλακες της ενότητας και της αυθεντικότητας – ίσως και της αυθεντίας – του έθνους. Πάσης φύσεως προσθήκες «απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως» θα αποτελούσε απειλή για το μέλλον του γένους.

Το έθνος  σαν “ένα μεγάλο καράβι που είσαι  μέσα κι εσύ” όπως λέει το τραγούδι -κι αλίμονο σε όποιον δεν είναι – ένα  καράβι που πλέει στη νηνεμία, μέσα σε στάσιμα νερά, και κληροδοτείται ατόφιο σε μας από τους προγόνους μας, για να διασχίσουμε τα ήρεμα νερά του μέλλοντός μας. (Κι εμείς, ποιοί ακριβώς είμαστε “εμείς”;) Στα αμπάρια φυλάσσονται κρατήρες γεμάτοι γνήσιο ταγγισμένο αίμα, ενώ στο κατάστρωμα, η μπάντα παιανίζει γνωστά και πάντα επίκαιρα συνθήματα (“δε-θα-γίνεις-Έλληνας-ποτέ….”)

(Δε χρειάζεται να επικαλεστεί  κανείς επιστημονικές  αναλύσεις για τις ραγδαίες ανατροπές  της ιστορίας και τις  επαναδιαπραγματεύσεις κάθε είδους “ταυτότητας” ούτε για τα έθνη σαν φαντασιακές κοινότητες που διαπλάθονται μέσα σε συγκεκριμένα πλέγματα κοινωνικο-πολιτικών και πολιτισμικών συνθηκών, για να αντικρούσει την εικόνα των ασάλευτων νερών.  Όποιος έχει δει έστω και από μακριά τη θάλασσα, ξέρει ότι τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει.)

Οι 24 δικαστές της πλειοψηφίας, αφού δημοσίευσαν το σκεπτικό τους, έζησαν -υποθέτουμε- την υπόλοιπη εβδομάδα τους καλά. Εμείς όμως οι υπόλοιποι κάτοικοι αυτής της χώρας, θα ζήσουμε μετά από την απόφασή τους καλύτερα;

Στο μυαλό των 24 δικαστών

Πώς αντιλαμβάνονται  οι δικαστές την κοινωνία, και πως ακριβώς φαντάζονται το μέλλον της; Σε τί βοηθάει η εννοιολογική σύγχυση ανάμεσα σε έθνος και λαό; Ή η σύγχυση ανάμεσα στην ιθαγένεια (τη νομική ιδιότητα δηλαδή του πολίτη και τη σχέση με το κράτος στο οποίο ζει και την κοινωνία στην οποία καθημερινά συμμετέχει, με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της κάθε πλευράς) και την εθνικότητα (τη σχέση δηλαδή με το έθνος); Τί μηνύματα δίνει η απόφαση και σε ποιούς; (Μη βιαστείτε να απαντήσετε “στους λαθρομετανάστες ων ουκ έτσι αριθμός”, γιατί ο νόμος αφορά τους νόμιμα διαμένοντες στην ελληνική επικράτεια.)

Πώς “τεκμηριώνεται  η ουσιαστική ένταξη στην ελληνική κοινωνία” και τί “την εγγυάται”; Πως πιστοποιείται ο γνήσιος  δεσμός, και πως ορίζεται η “ενσωμάτωση” αν όχι σαν “ξένο” σώμα μέσα στο κατά τ´άλλα ενιαίο (;) σώμα της “δικής” μας κοινωνίας; Πως ακριβώς μετριούνται και ποσοτικοποιούνται οι ζωτικές σχέσεις ενός ανθρώπου;

Κρύβεται  μήπως η απάντηση στους αριθμούς; Με δέκα αντί για πέντε χρόνια νόμιμης  παραμονής των γονιών στη χώρα, και εννιά αντί για έξι χρόνια φοίτησης του παιδιού στο ελληνικό σχολείο; Μαθαίνει κανείς καλύτερα ελληνικά όσο περισσότερο τα ακούει χωρίς να καταλαβαίνει, ή όταν έχει την ευκαιρία να τα μάθει; Αγαπάει κανείς τους φίλους του περισσότερο στο Γυμνάσιο απ´ότι στο Δημοτικό; Αποκτά περισσότερες μνήμες στην πρώτη του γειτονιά, στη δεύτερη, ή μήπως στην τρίτη;

Σε τί βοηθά αυτή η επιχειρηματολογία  που αναπτύσσεται στο σκεπτικό των  δικαστών, και κυρίως, σε ποιόν απαντά στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία; Απαντά στις αγωνίες των πολιτών ή σε όσους απειλούν τη λειτουργία της δημοκρατίας; Πότε ή διαχρονικότητα εισέρχεται, όχι για να πληροφορεί και να συνενώνει, αλλά για να διασπά τον ιστό και να θολώνει ακόμα περισσότερο το τοπίο της συγχρονικότητας;

Ποιοί είναι  αυτοί που βλέπουν τους συμμαθητές των παιδιών τους σαν έναν “απροσδιόριστο αριθμό προσώπων ποικίλης προελεύσεως”; Χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, χωρίς ιστορίες πίσω τους, χωρίς ελπίδες μπροστά τους; ´Η αυτοί που επιθυμούν η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας να αποτελείται από ομοεθνείς (κατά το αρχαιοελληνικό τετράπτυχο “όμαιμον, ομόγλωσσον, ομόθρησκον, ομότροπον”), και οι υπόλοιποι να παραμένουν ενεοί στις παρυφές της; Χωρίς δικαίωμα συμμετοχής και συν-απόφασης, χωρίς λόγο σε όσα συμβαίνουν γύρω τους και αφορούν αυτούς και τα παιδιά τους. Χωρίς δικαίωμα να συνδιαμορφώνουν το παρόν τους, να επικαλούνται με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια το παρελθόν και τις ρίζες τους, και το κυριότερο, να προσδοκούν το μέλλον.

Ποιός απειλεί “τη συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής”; Οι άνθρωποι που ζουν δίπλα μας επιζητώντας τη νομιμότητα και την προκοπή, ή όσοι παραβαίνουν ατιμώρητα το νόμο;

Πότε  είναι περισσότερο “ασπόνδυλη” μια κοινωνία; Όταν εμπλέκει τα μέλη της στο κοινό βίωμα και τα παροτρύνει στη δημιουργική συμμετοχή, ή όταν αποκλείει;

Και πότε είναι κανείς πιο υπεύθυνος; Όταν αισθάνεται ότι συμμετέχει και επιδιώκει  το κοινό καλό ή όταν αισθάνεται πως συνωθείται στην άκρη;

Είναι καλύτερη μια κοινωνία που τα μέλη της αισθάνονται ότι ανήκουν μαζί παρά τα όσα τους χωρίζουν, ή όταν όσα τους χωρίζουν γίνονται λόγος κυρίαρχος και διχαστικός; Όταν οραματίζεται και οικοδομεί ή όταν φοβάται και οπισθοχωρεί γκρεμίζοντας;

Τί είναι  αυτό που βάζει φωτιά στα θεμέλιά  της; Η επιβράβευση της ένταξης και της νομιμότητας, ή η αβεβαιότητα, η αυθαιρεσία και η ανοχή της (παρ-)ανομίας;

Στο μυαλό ενός φούρναρη

Καθώς τα παραπάνω ερωτήματα δίνουν τροφή  στη σκέψη, ακολουθώντας μια συνήθεια με μακρά παράδοση και επιτελώντας  μια από τις βασικές, επίμονες και επαναλαμβανόμενες πρακτικές της καθημερινότητας, μπαίνω στο φούρνο της γειτονιάς αναζητώντας και λίγη κανονική τροφή. Ψωμί: την παλαιότερη παρασκευασμένη τροφή του ανθρώπου, κάτι που υπάρχει από τη λίθινη εποχή και που από τότε, κάθε μέρα ζυμώνεται.

Κι εκεί, ανάμεσα στα ράφια, πίσω από το φούρναρη, πάνω σ´ένα μαυροπίνακα  που άλλοτε χρησιμεύει για να γραφτεί  με κιμωλία μια συνταγή και  άλλοτε η προσφορά της ημέρας, είναι γραμμένοι οι παρακάτω στίχοι:

“Οι ρίζες είναι για να βγάζουμε κλαδιά, και όχι για να επιστρέφουμε σ´αυτές…” (Κ. Γώγου)

Τί θέλει  να πει ο αρτο-ποιητής; Μήπως ήθελε  κατά βάθος να γίνει ποιητής, και  η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να γίνει  φούρναρης; Η μήπως “ποιώντας” καθημερινά τον άρτο για το τραπέζι  μας, κατανοεί την αξία της ποίησης για την ψυχή, της φαντασίας για την ιστορία; Μήπως ο φούρναρης ξέρει κάτι περισσότερο από τους δικαστές; Μήπως βλέπει μακρύτερα;

Μήπως η  δική του εικόνα για την κοινωνία -ποιητική αδεία, ένα δέντρο που απλώνει  τα κλαδιά του αντί για ένα καράβι που πλέει αποκομμένο σε στάσιμα νερά- ανοίγεται ελπιδοφόρα προς το μέλλον αντί να στρέφεται φοβικά προς το παρελθόν; Μήπως για να γίνει κατανοητή η ιστορία, χρειάζεται και φαντασία και ποίηση, και κυρίως κοινή λογική;

Ίσως  επειδή ο φούρναρης, έχοντας συνηθίσει το καθημερινό ζύμωμα και ψήσιμο του ψωμιού, έχοντας την ευθύνη της τροφοδοσίας της γειτονιάς ή του χωριού με τη βασική τροφή, επιτελώντας ταπεινά μια πρακτική αιώνων, έχει μάθει πως ο ιστός που συνδέει τους ανθρώπους μεταξύ τους πρέπει κάθε μέρα να ανανεώνεται. Και πως για να είναι τα ράφια του γεμάτα κάθε πρωί, πρέπει αποβραδίς να φροντίσει το προζύμι. Όπως επίσης πως αν δε ζυμωθούν καλά τα υλικά μεταξύ τους, το προζύμι δε θα “γίνει” και το ψωμί θα ξεχειλίσει…

Ίσως  επειδή μερικοί δικαστές, έχοντας  συνηθίσει να ερμηνεύουν, έχουν ξεχάσει να φαντάζονται. Έχοντας συνηθίσει να ακυρώνουν, να αναστέλλουν και να επιχειρηματολογούν, έχουν ξεχάσει να δημιουργούν. Και έχοντας συνηθίσει να κρίνουν, έχουν ξεχάσει ότι και αυτοί κρίνονται.

Όπως  χρειάζεται μια κοινωνία τους δικαστές και τους νομοθέτες, χρειάζεται και τους ποιητές αλλά και τους αρτοποιούς.* Ίσως ο φούρναρης να ξέρει λιγότερα από τους δικαστές. Ίσως πάλι, επειδή βλέπει καθημερινά το αποτέλεσμα της δουλειάς του και από αυτό κρίνεται, αυτά που ξέρει, να τα ξέρει καλύτερα.

                                 ——————————————————-

* (Εκτός  από τον ποιητή-φούρναρη και τους επί το πλείστον συμπαθείς  και ροδομάγουλους ομότεχνούς του, υπάρχει  βέβαια και ο  ζοφερός φούρναρης της Σαλαμίνας. Όπως, εκτός  από τα υπερσυντηρητικά  αντανακλαστικά της πλειοψηφίας  των 24 του ΣτΕ, υπάρχουν και οι 13 της προοδευτικής μειοψηφίας. Πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις. Δεν υπάρχει όμως πάντα μια ακόμα τελευταία ευκαιρία, σαν αυτή που τώρα έχουν οι νομοθέτες στα χέρια τους. Απ´αυτούς εξαρτάται προς ποιά κατεύθυνση θα γνέψουν).

Η Ναντίνα Χριστοπούλου είναι ανθρωπολόγος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα