Όνειρο εαρινής νυκτός*: Το σκοτεινό αποτύπωμα της κρίσης

Διαβάστε ένα άρθρο (συμμετοχή στις "Γνώμες" του NEWS 247) για τον τρόμο μπροστά στο άγνωστο, την απόγνωση μπροστά στο συντελεσμένο και το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Για την απειλή διάλυσης κάθε ιστού στην κοινωνία, από τον μικρότερο μέχρι τον μεγαλύτερο και την ανάγκη, αυτός ο ιστός να περισωθεί
- 07 Απριλίου 2013 11:42
Τί όνειρα βλέπει κανείς τις πρώτες μέρες της άνοιξης; Τελευταίες μέρες του Μαρτίου 2013: οι παρελάσεις τέλειωσαν, οι ειδήσεις εξιστορούν το “δεύτερο Κυπριακό”, η τρόικα περιμένει στη γωνία, ο καιρός φτιάχνει. Θα μπορούσε να είναι όνειρο ή εφιάλτης, να σταματάει απότομα ή να επανέρχεται. Θα μπορούσε να το έχει δει οποιοσδήποτε: γυναίκα ή άντρας, μητέρα ή πατέρας ή γιός ή κόρη, κάποιος ή κάποια που να ζει εδώ κοντά ή κάπου μακριά, στην Ελλάδα ή στην Κύπρο, σε μια πόλη, ένα χωριό ή ένα νησί.
“Ήταν μια καλοκαιρινή μέρα στην εξοχή. Πήγα τα παιδιά στη θάλασσα, όπως πάντα. Τα δικά μου, τα ξαδέρφια τους, και αλλά δυο παιδάκια από τη γειτονιά. Πήραμε μαγιώ, πετσέτες, πλαστικές μπάλες, παιχνίδια, σάντουιτς και παγούρια. Ήταν ωραία μέρα, ο ήλιος έλαμπε.
Μετά από λίγο άρχισε να σκοτεινιάζει, ο ήλιος χάθηκε. Το θαλασσινό αεράκι έγινε άγριος άνεμος, σήκωσε τις χρωματιστές ομπρέλες και τις πήρε μακριά. Ένα τεράστιο κύμα άρχισε να υψώνεται στο βάθος της θάλασσας και να κινείται απειλητικά προς την ακτή. Έβρεχε δυνατά, όλα γύρω είχαν γίνει γκρι, δεν μπορούσες να διακρίνεις άλλα χρώματα. Τρέχαμε όλοι να σωθούμε. Έβλεπες τους ανθρώπους να ουρλιάζουν, αλλά δε μπορούσες να τους ακούσεις γιατί οι κραυγές καλύπτονταν από τον ήχο του νερού. Τα στόματα τους ανοιγόκλειναν, αλλά οι φωνές δεν έφταναν στα αυτιά μας.
Πέρασε ώρα μέχρι να βρω ένα υπόστεγο -ευτυχώς είχα όλα τα παιδιά μαζί μου- και σταθήκαμε εκεί από κάτω. Ολόκληρη η ακτή είχε καλυφθεί από το κύμα. Όπως στις εικόνες από το τσουνάμι που είχαμε δει στην τηλεόραση, μόνο που τώρα είχε έρθει εδώ, στη δική μας ακτή.
Κι έπειτα το νερό πισωγύρισε, παίρνοντας μαζί του ότι βρήκε, χρωματιστές ομπρέλες, ανθρώπινες ζωές και πλαστικά παιχνίδια. Δεν έμεινε τίποτα.
Άφησα τα παιδιά στο υπόστεγο και γύρισα πίσω. Η ακτή ήταν έρημη, ρημαγμένη. Γύρω μου δεν υπήρχε τίποτα. Τα πράγματά μας είχαν εξαφανιστεί. Τα είχε πάρει το κύμα ή είχαν σκεπαστεί κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα βρεγμένης άμμου. Ήταν κρύα και σκληρή σαν τσιμέντο. Άρχισα να σκάβω με τα χέρια. Έσκαβα με όλη μου τη δύναμη μέχρι που τα νύχια μου μάτωσαν. Όμως συνέχισα να σκάβω, έσκαψα βαθιά, άνοιξα μια μεγάλη τρύπα, σαν λαγούμι. Μπήκα μέσα και συνέχισα να σκάβω. Έσκαβα για ώρες. Είχε πια σκοτεινιάσει. Κι έπειτα ξημέρωσε και είχε πάλι φως, και περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες, άλλαζαν οι εποχές, αλλά δε θυμάμαι τίποτα άλλο εκτός από τον πόνο στους καρπούς μου. Μέχρι που βρήκα μια παιδική σαγιονάρα -την τράβηξα με δυσκολία από το κομμένο λάστιχο- και μετά ένα κουβαδάκι και μια τσουγκράνα, και συνέχισα να σκάβω μέχρι να τα ανασύρω όλα, λερωμένα, βρεγμένα, ή σπασμένα, κάθε παιχνίδι, κάθε ρουχαλάκι, όλα, σχεδόν όλα. Τώρα τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει και τα παιδικά ρούχα θα τους ήταν μικρά, αλλά εγώ συνέχισα να σκάβω με τα σπασμένα μου δάχτυλα, δε μπορούσα με τίποτα να σταματήσω να σκάβω.”
* (Το άκουσα όπως ακούει κανείς κάτι που δεν του είναι ξένο. Σκέφτηκα τι μπορεί να λέει ένα όνειρο: τους συμβολισμούς, τα κρυφά και τα ολοφάνερα.
Τί μπορεί να λέει για το φόβο και την αβεβαιότητα. Για την αγωνία που εισβάλλει σαν ανεξέλεγκτο κύμα στις ζωές μας, ακόμα κι αν αυτές ήταν κτισμένες στην άμμο. Για τα ακρωτηριασμένα δάχτυλα, την αίσθηση των ποδιών μέσα στο τσιμέντο, το λάκκο μέσα στη γη.
Για τον τρόμο μπροστά στο άγνωστο, την απόγνωση μπροστά στο συντελεσμένο και το αναπόδραστο. Για την εκκωφαντική βοή της σιωπής, και την αδυναμία αντίδρασης ή ελέγχου. Για το ένστικτο αυτοσυντήρησης και προστασίας όχι μόνο του καθενός ξεχωριστά αλλά και όσων έχει ο καθένας να φροντίσει. Για τις ανατροπές των ρόλων και του κύκλου της ζωής.
Για την απειλή διάλυσης κάθε ιστού στην κοινωνία, από τον μικρότερο μέχρι τον μεγαλύτερο. Για την ανάγκη, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυτός ο ιστός να περισωθεί. Αλλά και για τη βαθειά ανθρώπινη επιθυμία για αξιοπρέπεια, ακόμα και με τη μορφή μιας παιδικής σαγιονάρας με κομμένο λάστιχο.
Κι έπειτα το ξανασκέφτηκα. Και δεν είχα να πω τίποτα παραπάνω από αυτά που έτσι κι αλλιώς όλοι καταλαβαίνουν.)
Η Ναντίνα Χριστοπούλου είναι ανθρωπολόγος.