ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΚΚΟΜΕΔ – ΠΛΗΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΔΙΕΘΝΩΣ
Πέντε επαγγελματίες του ελληνικού σινεμά ξεκαθαρίζουν στο NEWS24/7 την εικόνα με τις καθυστερήσεις πληρωμών από τον ΕΚΚΟΜΕΔ και το πώς αφήνει έκθετους εγχώριους δημιουργούς αλλά και συνεργάτες στο εξωτερικό.
Την πρώτη βόμβα έβαλε το Variety. Με ρεπορτάζ του τον Μάιο μιλούσε για την πραγματικότητα πίσω από την όμορφα χρωματισμένη εικόνα μιας Ελλάδας-παράδεισο για διεθνείς οπτικοακουστικές παραγωγές.
«Η Ελλάδα χρωστά πάνω από 100 εκατομμύρια σε διεθνείς παραγωγές», ανέφερε μεταξύ πολλών άλλων το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ, που απλώς ήρθε να πει με το όνομά τους, πράγματα που ήδη από καιρό ακούγονταν ως ψίθυροι.
Λίγο μετά, ακολούθησε το κίνημα ΟΡΑΤΟΤΗΣ ΜΗΔΕΝ, μια πρωτοβουλία επαγγελματιών του ελληνικού σινεμά που με ανοιχτή επιστολή αποσαφήνισε καταστάσεις και αριθμούς. Μια ανοιχτή επιστολή που υπογραφόταν τότε από 1896 επαγγελματίες του χώρου, και που έκτοτε έχει λάβει υποστήριξη πολλών ακόμα, ανάμεσά τους και πρωτοκλασάτα ονόματα του κινηματογραφικού industry από το εξωτερικό.
Τι είναι αυτό που συμβαίνει στο ελληνικό σινεμά και που έχει φτάσει πλέον να απασχολεί χιλιάδες ανθρώπους εντός αλλά και εκτός των συνόρων της χώρας;
Υπάρχει η ενίσχυση cash rebate, που δίνει το ελληνικό κράτος σε παραγωγές που γυρίζονται στην Ελλάδα, επιστρέφοντας έως και το 40% των εξόδων ως κίνητρο προσέλκυσης παραγωγών αλλά και δημιουργίας περισσότερων επαγγελματικών ευκαιριών, μαζί με προβολή της χώρας στο εξωτερικό. Το πρόβλημα; Αυτή τη στιγμή υπάρχουν περισσότερα από 140 πρότζεκτ που έχουν υπαχθεί στο πρόγραμμα αλλά δεν έχουν αποπληρωθεί, και δεκάδες ακόμα που περιμένουν υπομονετικά να λάβουν απόφαση υπαγωγής.
Η συνολική οφειλή είναι τεράστια και δύσκολο να υπολογιστεί με απόλυτη ακρίβεια. «Με βάση τους υπολογισμούς μας, μιλάμε για συνολικά 222 σχέδια -που έχουν κατατεθεί έως το Μάιο του 2024- σε εκκρεμότητα που πιθανόν να αντιστοιχούν σε ποσό της τάξεως άνω των 200 εκατομμυρίων», μας αναφέρουν άνθρωποι του χώρου που μίλησαν στο NEWS24/7.
Θέλοντας να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα και να δούμε πού βρίσκεται η κατάσταση τη δεδομένη στιγμή, θέσαμε τα ερωτήματά μας σε επαγγελματίες με χρόνια πείρας στον χώρο, που έχουν υπογράψει την ανοιχτή επιστολή της πρωτοβουλίας ΟΡΑΤΟΤΗΣ ΜΗΔΕΝ: Τον σκηνοθέτη Άγγελο Κοβότσο, την παραγωγό Ελένη Κοσσυφίδου, την διευθύντρια φωτογραφίας Χριστίνα Μουμούρη, τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Άγγελο Φραντζή και την σκηνοθέτη, σεναριογράφο και παραγωγό Ελίνα Ψύκου.
Πρόκειται για μια κατάσταση που δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, όπως μας εξηγούν οι πέντε επαγγελματίες. «Δεν είναι εύκολο να ξεκινήσεις ένα νέο πρότζεκτ όταν έχεις άλλα 5 που είναι σε εκκρεμότητα (είτε αναμένεις την Απόφαση Υπαγωγής, είτε την πληρωμή τους). Από τη μία οι τράπεζες, στις οποίες οι μηνιαίες δόσεις τρέχουν, από την άλλη τα τρέχοντα έξοδα μιας νέας παραγωγής. Το αποτέλεσμα είναι πως μόνο οι πολύ μεγάλες εταιρείες παραγωγής που έχουν έσοδα και από άλλα αντικείμενα (π.χ. παραγωγή διαφημιστικών, τηλεοπτικών σειρών, διανομή κλπ) και άρα έχουν μεγάλους τζίρους – και μπορούν να ανακυκλώνουν τα χρήματα από το ένα πρότζεκτ στο άλλο – μπορούν να επιβιώσουν», μας αναφέρουν.
Η εμπιστοσύνη στη χώρα από το εξωτερικό κλονίζεται, και η ντόπια παραγωγή υποφέρει.
Παράλληλα, όπως ανέφερε η παραπάνω ανοιχτή επιστολή, υπάρχει και το ζήτημα της χρηματοδότησης των επιλεκτικών προγραμμάτων (που αφορούν αποκλειστικά το Ελληνικό Σινεμά και τις συμπαραγωγές και με ποιοτικά κριτήρια), που στη χώρα μας παραμένει στην κυριολεκτικά τελευταία θέση της Ευρώπης με βάση το ΑΕΠ.
«Το ποσό των 250.000 ευρώ ανά ταινία μεγάλου μήκους, που είναι ο έως σήμερα μέσος όρος χρηματοδότησης, παραμένει ίδιο με αυτό της δεκαετίας του ’90 (που ήταν περίπου 90 εκατομμύρια δραχμές) – όταν το κόστος ζωής, τα υλικά, τα ενοίκια, οι αμοιβές και το κόστος παραγωγής συνολικά ήταν πολλαπλάσια χαμηλότερα. Σήμερα, οι τιμές έχουν εκτοξευθεί», τονίζουν. «Οι Έλληνες δημιουργοί βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν οικονομικό παραλογισμό: καλούνται να κάνουν ταινίες σε ένα περιβάλλον με διεθνείς τιμές, με ποσά που δεν επαρκούν ούτε για το στάδιο της προετοιμασίας».
Επιπλέον υπάρχει και το πρόγραμμα εξωστρέφειας που τελικά μάλλον δεν αφορά τόσο εξωστρέφεια ταινιών και επαγγελματιών του τομέα, αλλά άλλες δράσεις: Μόλις 100.000€ προορίζονται για την διανομή των ελληνικών ταινιών, και μόνο 150.000€ για την παρουσία τους στο εξωτερικό.
«Είναι σχεδόν αυτοκτονικό να επενδύεις στην παραγωγή μιας ταινίας και μετά να μην υποστηρίζεις την προώθηση της, να μην επενδύεις στην επικοινωνία της. Είναι σαν να θες να τη θάψεις», μας αναφέρουν οι επαγγελματίες. «Αξιοσημείωτο είναι πως ο Οργανισμός εδώ και κάποιους μήνες δεν μπαίνει καν στη διαδικασία να ανακοινώσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του την παρουσία ελληνικών ταινιών σε διεθνή φεστιβάλ ή στις ελληνικές αίθουσες. Σαν να μην θέλει να προβάλλει το βασικό έργο που καλείται να εξυπηρετήσει», τονίζουν.
Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά τα όσα μας είπαν οι Άγγελος Κοβότσος, Ελένη Κοσσυφίδου, Χριστίνα Μουμούρη, Άγγελος Φραντζής και Ελίψα Ψύκου, προκειμένου να αποκτήσουμε μια πληρέστερη εικόνα για τα όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στον χώρο του ελληνικού σινεμά.
Εκεί όπου συσσωρευμένα χρωστούμενα απειλούν να γκρεμίσουν τη σχέση του ελληνικού industry με πολύτιμους συνεργάτες από το εξωτερικό, δημιουργώντας παράλληλα τεράστια εμπόδια σε κάθε νέα ντόπια παραγωγή. Και για μια Πολιτεία και έναν Οργανισμό που μοιάζει να αδιαφορεί για το ίδιο το εθνικό προϊόν του.
CASH REBATE ΣΕ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: «ΜΟΝΟ ΟΙ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΣΟΥΝ»
Τι σημαίνει πρακτικά όταν ένα πρότζεκτ που έχει υποβάλει για cash rebate “βρίσκεται σε εκκρεμότητα”;
Εδώ πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως υπάρχουν 2 στάδια:
1ο στάδιο – Υπαγωγή στο cash rebate:
Μια εταιρεία παραγωγής καταθέτει το αίτημα ένταξης ενός επενδυτικού σχεδίου στο cash rebate, αίτημα που πρέπει να κατατεθεί τουλάχιστον 10 ημέρες πριν την έναρξη των γυρισμάτων. Μετά από τους σχετικούς ελέγχους που γίνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Οργανισμού, και εφόσον δεν συντρέχουν ελλείψεις, τότε βγαίνει η Απόφαση Υπαγωγής. Η Απόφαση Υπαγωγής εμπεριέχει και το ακριβές ποσό που δικαιούται να λάβει το επενδυτικό σχέδιο (πάντα με βάση τις επιλέξιμες δαπάνες που έχουν δηλωθεί). Αυτή η Απόφαση Υπαγωγής αποτελεί πολλές φορές και την εγγύηση απέναντι σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να δανειοδοτήσει την εταιρεία παραγωγής.
Πρέπει να γίνει κατανοητό πως σε αντίθεση με τα επιλεκτικά προγράμματα χρηματοδότησης που είναι εμπροσθοβαρή, δηλαδή η εταιρεία παραγωγής λαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του εγκεκριμένου ποσού μέχρι τη λήξη των γυρισμάτων, όλο το ποσό του cash rebate λαμβάνεται μετά τη λήξη όλων των εργασιών και με την αποδεδειγμένη πληρωμή όλων των δαπανών. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ο παραγωγός πρέπει να δανειστεί τα χρήματα που θα λάβει αργότερα από το cash rebate, προκειμένου να εξοφλήσει όλες τις δαπάνες. Δημιουργείται δηλαδή ένας φαύλος κύκλος.
Δυστυχώς σε αυτό το πρώτο στάδιο οι καθυστερήσεις είναι τεράστιες (στις περισσότερες περιπτώσεις η Απόφαση Υπαγωγής εκδίδεται 15 με 18 μήνες μετά από το σχετικό αίτημα), με αποτέλεσμα πολλές φορές ένα επενδυτικό σχέδιο να έχει ολοκληρωθεί και να μην έχει ακόμη λάβει τη σχετική Απόφαση. Αντιλαμβάνεστε πως αυτό μπορεί να γεμίσει με ανασφάλεια μία εταιρεία παραγωγής, γιατί πρακτικά δεν έχει στα χέρια της την εγγυητική επιστολή για το συγκεκριμένο έργο, και επίσης δεν μπορεί να πάει σε μια τράπεζα και να αιτηθεί δανειοδότηση. Όταν λοιπόν μια εταιρεία έχει κάνει αίτημα υπαγωγής και δεν έχει λάβει την απόφαση υπαγωγής βρίσκεται σε μία εκκρεμότητα.
2ο Στάδιο – Έλεγχος και Αποπληρωμή:
Για να αιτηθεί μια εταιρεία παραγωγής την αποπληρωμή της θα πρέπει να έχει εξοφλήσει όλες τις σχετικές δαπάνες και να έχει ελεγχθεί από ορκωτούς λογιστές. Δυστυχώς και εδώ οι καθυστερήσεις ανάμεσα στο αίτημα ελέγχου και στην αποπληρωμή είναι πολύ μεγάλες (συχνά φτάνουν έως και τους 8 μήνες), κάτι το οποίο είναι προφανώς ασύμφορο για μια εταιρεία παραγωγής, εφόσον αναγκάζεται να συνεχίζει να πληρώνει τόκους σε ελληνικά ή αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Όταν λοιπόν μια εταιρεία έχει κάνει αίτημα ελέγχου και δεν έχει αποπληρωθεί βρίσκεται επίσης σε μία εκκρεμότητα.
Υπάρχει κάποιο ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα για αυτά τα πρότζεκτ;
Δυστυχώς όχι, τουλάχιστον ένα χρονοδιάγραμμα το οποίο να έχει ανακοινωθεί δημόσια.
Όσο αφορά τις Αποφάσεις Υπαγωγής που δεν έχουν εκδοθεί, υπάρχουν σίγουρα σχέδια για τα οποία έχει υποβληθεί το σχετικό αίτημα από τον Μάρτιο του 2024, έχουν ήδη ολοκληρωθεί και αναμένουν ακόμη την Απόφαση Υπαγωγής και κανείς δε γνωρίζει πότε αυτή θα έρθει.
Όσο αφορά τα Αιτήματα Ελέγχου που δεν έχουν πληρωθεί, πρόσφατα έγιναν κάποιες πληρωμές 17,2 εκατομμυρίων ευρώ που κάλυψαν ένα μικρό μέρος των οφειλών. Ύστερα από απόφαση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στις 19 Ιουνίου αναμένεται να πιστωθούν στο ΕΚΚΟΜΕΔ εντός του 3ου τριμήνου του έτους ακόμη 50 εκατομμύρια, τα οποία θα καλύψουν ακόμη ένα μέρος των χρεών. Αλλά και πάλι δεν υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα των αποπληρωμών.
Ποιες είναι οι άμεσες συνέπειες αυτής της κατάστασης; Πώς επηρεάζονται οι παραγωγοί και τα πρότζεκτ που αυτή τη στιγμή ξεκινούν;
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι εταιρείες παραγωγής βρίσκονται σε μια συνεχή επισφάλεια. Δεν είναι εύκολο να ξεκινήσεις ένα νέο πρότζεκτ όταν έχεις άλλα 5 που είναι σε εκκρεμότητα (είτε αναμένεις την Απόφαση Υπαγωγής, είτε την πληρωμή τους). Από τη μία οι τράπεζες, στις οποίες οι μηνιαίες δόσεις τρέχουν, από την άλλη τα τρέχοντα έξοδα μιας νέας παραγωγής.
Το αποτέλεσμα είναι πως μόνο οι πολύ μεγάλες εταιρείες παραγωγής που έχουν έσοδα και από άλλα αντικείμενα (π.χ. παραγωγή διαφημιστικών, τηλεοπτικών σειρών, διανομή κλπ) και άρα έχουν μεγάλους τζίρους – και μπορούν να ανακυκλώνουν τα χρήματα από το ένα πρότζεκτ στο άλλο – μπορούν να επιβιώσουν. Αλλά και αυτό είναι μια τακτική που μπορεί να λειτουργήσει σε ένα βραχυπρόθεσμο πλαίσιο, δεν είναι μια υγιής κατάσταση.
Όσο αφορά τις μικρότερες εταιρείες παραγωγής, που διατηρούν είτε επαγγελματίες παραγωγοί είτε σκηνοθέτες-παραγωγοί, η επιβίωση τους είναι οριακή. Όμως κάτι τέτοιο είναι εντελώς κόντρα στην ίδια τη φύση του Κινηματογράφου και στην ανάπτυξη και καλλιέργεια νέων ταλέντων. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά μια εθνική κινηματογραφία.
Συμπερασματικά, συχνά οι εταιρείες παραγωγής αναγκάζονται να αναβάλουν γυρίσματα εξαιτίας των καθυστερήσεων, κάτι που δυσχεραίνει τον προγραμματισμό τους και αναστατώνει το σύνολο των επαγγελματιών που απασχολούνται στην παραγωγή.
ΠΟΣΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙ ΥΨΟΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΜΙΛΑΜΕ;
Ποιο είναι το ύψος των καθυστερούμενων πληρωμών σήμερα, και σε τι κατηγορίες χωρίζονται; Πόσα από τα έργα που έχουν υποβάλει αίτηση για cash rebate έχουν αποπληρωθεί, και πόσα βρίσκονται σε εκκρεμότητα;
Στις 22.5.2025 το ΕΚΚΟΜΕΔ ενημέρωσε με Δελτίο Τύπου πως υπάρχουν 173 σχέδια που έχουν λάβει Απόφαση Υπαγωγής στο cash rebate και που δεν έχουν αποπληρωθεί και που αντιστοιχούν σε ποσό που ξεπερνάει τα 180 εκατομμύρια ευρώ. Και πως υπάρχουν επιπλέον 77 σχέδια που έχουν υποβληθεί και που ακόμη δεν έχουν λάβει Απόφαση Υπαγωγής. Το ποσό που αντιστοιχεί σε αυτά τα 77 σχέδια δεν ανακοινώθηκε μέσω του Δελτίου Τύπου. Μία απλή μαθηματική εκτίμηση μέσω της μεθόδου των τριών θα οδηγούσε στο συμπέρασμα πως αυτά τα 77 σχέδια αντιστοιχούν σε ποσό περίπου 80 εκατομμυρίων, αλλά όπως και να ᾽χει αυτό το συμπέρασμα δεν είναι ασφαλές.
Επόμενο Δελτίο Τύπου του Οργανισμού στις 7.7.2025, μας ενημέρωσε πως αποπληρώθηκαν 28 έργα με 17.2 εκατομμύρια ευρώ. Ένας πρόχειρος υπολογισμός λέει πως υπάρχουν ακόμη 145 σχέδια που δεν έχουν αποπληρωθεί και που αντιστοιχούν σε περίπου 163 εκατομμύρια ευρώ. Και φυσικά σε αυτά τα 145 σχέδια θα πρέπει να προστεθούν τα 77 σχέδια που στις 22.5 δεν είχαν λάβει Απόφαση Υπαγωγής, και στα 163 εκατομμύρια να προστεθεί το ποσό που τους αντιστοιχεί που όπως προαναφέραμε μπορεί να είναι ακόμη και 80 εκατομμύρια (άρα μιλάμε για συνολικά 222 σχέδια σε εκκρεμότητα που πιθανά να αντιστοιχούν σε ποσό της τάξεως άνω των 200 εκατομμυρίων).
Θα πρέπει επιπλέον να σημειωθεί πως αυτά τα στοιχεία αφορούν αποκλειστικά τις αιτήσεις Υπαγωγής που έγιναν με το παλιό νομικό καθεστώς του cash rebate, δηλαδή έως τις 10.5.2024, οπότε και έκλεισε η πλατφόρμα των αιτήσεων. Δε γνωρίζουμε δηλαδή τον αριθμό των σχεδίων που έχουν αιτηθεί με το νέο καθεστώς από τις 20.2.2025 που άνοιξε η νέα πλατφόρμα αιτήσεων και άρα και τα χρήματα στα οποία αντιστοιχούν αυτές οι αιτήσεις.
Τέλος, για να είμαστε όσο πιο ακριβείς είναι εφικτό, κάποια από τα παραπάνω σχέδια είναι πιθανό να μην έχουν τελειώσει τις εργασίες τους και άρα να μην έχουν ακόμη αιτηθεί την αποπληρωμή τους μέσω της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας (ή να τις έχουν τελειώσει αλλά να μην μπορούν να αιτηθούν την πληρωμή τους γιατί ακόμη εκκρεμεί η Απόφαση Υπαγωγής τους στο επενδυτικό κίνητρο, κατάσταση δηλαδή επιεικώς σουρεαλιστική). Όπως και να ᾽χει, αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως τα ποσά που τους αντιστοιχούν δεν αποτελούν επίσημη οφειλή του κράτους προς ιδιώτες, είτε Έλληνες είτε αλλοδαπούς.
Όπως γίνεται αντιληπτό όλο το παραπάνω είναι ένα πρόβλημα για γερούς λύτες και δυστυχώς όσο κι αν προβάλλονται επιμέρους πληρωμές αρκετών εκατομμυρίων, η πραγματικότητα δείχνει ένα σύστημα καθυστερήσεων και συσσωρευμένων υποχρεώσεων, που πιέζει σοβαρά την εγχώρια και διεθνή παραγωγή.
Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο, ποιος είναι ο λόγος των καθυστερήσεων; To ΕΚΚΟΜΕΔ δημιουργήθηκε για να διαχειριστεί τέτοια ζητήματα ή για να καλύψει ήδη υπάρχουσες τρύπες;
Θεωρητικά το ΕΚΚΟΜΕΔ δημιουργήθηκε για να μπορέσει να υπάρξει μια ενιαία εθνική στρατηγική για τα οπτικοακουστικά μέσα, κάτι που ήταν ζητούμενο και από τους επαγγελματίες. Και αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που οι περισσότεροι επαγγελματίες έδειξαν μια πρώτη θετική ανταπόκριση. Ενιαία στρατηγική και περισσότεροι πόροι για επένδυση.
Φυσικά και ήταν και μια κίνηση που θα έδινε χρόνο στην κυβέρνηση να διαχειριστεί τις όπως τις ονομάσατε “τρύπες”. Κι αυτές οι “τρύπες” είχαν από τη μια να κάνουν με τα χρέη του ΕΚΟΜΕ και από την άλλη με την έλλειψη πόρων του ΕΚΚ. Ένας νέος φορέας εξ ᾽ορισμού έχει μια περίοδο χάριτος. Και αυτή δόθηκε από τους επαγγελματίες και με το παραπάνω.
Τον Απρίλιο έκλεισε ένας χρόνος από τον νέο νόμο που ίδρυσε τον Οργανισμό και τον Σεπτέμβριο κλείνει ένας χρόνος από την επίσημη λειτουργία του. Η πλατφόρμα αιτήσεων Υπαγωγής στο cash rebate έμεινε κλειστή για 9 μήνες. Παρά όλο αυτό τον χρόνο που δόθηκε, ο Οργανισμός ούτε έχει ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του που αφορούν το cash rebate, ούτε έχει κάνει τις διορθωτικές κινήσεις που είχε υποσχεθεί σε σχέση με τα επιλεκτικά προγράμματα χρηματοδότησης.
Το ΕΚΚΟΜΕΔ πρόσφατα ανακοίνωσε πως αποπλήρωσε 17,2 εκατομμύρια ευρώ για 28 οπτικοακουστικά πρότζεκτ μέσα σε μία εβδομάδα. Αυτά τα λεφτά είναι βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση ή είναι κάτι το οποίο δεν ξεκινά καν να καλύπτει τις υπάρχουσες άμεσες ανάγκες;
Ναι, είναι ένα (μικρό) βήμα για να αποπληρωθούν τα χρέη. Οι συγκεκριμένες πληρωμές αφορούσαν αιτήματα πληρωμής που εκκρεμούσαν πάνω από 8 μήνες.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΟΥΡΑΓΟΣ ΣΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ: «ΠΟΡΟΙ ΙΣΩΣ ΝΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΔΙΑΤΕΘΕΙ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ»
Γιατί τα επιλεκτικά προγράμματα χρηματοδότησης είναι τόσο μικρά σε σύγκριση με τις άλλες χώρες;
Αυτή πραγματικά είναι μια πολύ καλή ερώτηση που θα πρέπει να απευθυνθεί στους υπεύθυνους του Υπουργείου Πολιτισμού και η αλήθεια είναι ότι ενώ ένας απ’ τους λόγους που στηρίξαμε την δημιουργία του νέου φορέα ήταν και η υπόσχεση ότι τα επιλεκτικά προγράμματα για την παραγωγή κινηματογραφικών έργων (αυτά που δηλαδή λειτουργούν με ποιοτικά κριτήρια και όχι αυτόματα όπως το cash rebate) θα αυξηθούν στα 15 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, η πραγματικότητα αποδεικνύεται – για ακόμη μία φορά – απογοητευτική.
Σύμφωνα με τις τελευταίες επίσημες δηλώσεις, το ποσό που θα διατεθεί για το 2025 είναι μόλις 6,5 εκατομμύρια, ενώ ακόμη και αυτή την υπόσχεση μένει να τη δούμε να υλοποιείται, καθώς μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία ένδειξη στις προεγκρίσεις που να αντικατοπτρίζει αυτή την αύξηση. Το δε επιχείρημα ότι έχουμε φέτος μια αύξηση της τάξης των 2 εκατομμυρίων δεν επαληθεύεται ακόμη στην πράξη – αφού δεν αντανακλάται ούτε στον αριθμό των προεγκρίσεων, ούτε στο ύψος των χρηματοδοτήσεων (ενδεικτικά δεν έχει ακόμη δοθεί σε καμία μεγάλου μήκους ταινία το μέγιστο ποσό χρηματοδότησης που προβλέπεται στον ισχύοντα κανονισμό).
Και το θέμα δεν είναι απλώς η αναξιοπιστία των δεσμεύσεων, αλλά η τραγική αναντιστοιχία του διαθέσιμου ποσού με την πραγματικότητα της κινηματογραφικής παραγωγής διεθνώς σήμερα. Τα 6,5 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, για όλο τον ελληνικό κινηματογράφο, συνιστούν ένα απολύτως ανεπαρκές ποσό, που δεν μπορεί να καλύψει ούτε στοιχειωδώς τις ανάγκες του οικοσυστήματος. Το ποσό των 250.000 ευρώ ανά ταινία μεγάλου μήκους, που είναι ο έως σήμερα μέσος όρος χρηματοδότησης, παραμένει ίδιο με αυτό της δεκαετίας του ’90 (που ήταν περίπου 90 εκατομμύρια δραχμές) – όταν το κόστος ζωής, τα υλικά, τα ενοίκια, οι αμοιβές και το κόστος παραγωγής συνολικά ήταν πολλαπλάσια χαμηλότερα.
Σήμερα, οι τιμές έχουν εκτοξευθεί. Η αυξημένη παρουσία διεθνών παραγωγών τα τελευταία χρόνια– σίγουρα δείκτης αποτελεσματικότητας του προγράμματος cash rebate – έχει αυξήσει κατακόρυφα τα μεροκάματα, τα ενοίκια εξοπλισμού και τους χώρους γυρισμάτων. Αυτή η αύξηση, που ευνόησε την εξωστρέφεια του τομέα, δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, με αποτέλεσμα οι Έλληνες δημιουργοί να βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν οικονομικό παραλογισμό: καλούνται να κάνουν ταινίες σε ένα περιβάλλον με διεθνείς τιμές, με ποσά που δεν επαρκούν ούτε για το στάδιο της προετοιμασίας.
Το πιο βασικό όμως είναι ότι τα επιλεκτικά προγράμματα σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν την κύρια πηγή χρηματοδότησης του κινηματογράφου. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο, στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο πολιτισμός είναι δημόσιο αγαθό και απαιτεί σταθερές, επιλεκτικές ενισχύσεις που προστατεύουν την καλλιτεχνική ποικιλομορφία, την ελευθερία έκφρασης και φυσικά τον πειραματισμό που αποτελεί «όρο εκ των ων ουκ άνευ» για την εξέλιξη της κινηματογραφικής έκφρασης.
Το συμπέρασμα είναι σαφές: χωρίς μια ουσιαστική, αναλογική αύξηση των επιλεκτικών ενισχύσεων, η Ελλάδα δεν μπορεί να υποστηρίξει τη δική της φωνή στον παγκόσμιο χάρτη. Αντί να επενδύουμε σοβαρά στη δημιουργία, στη σεναριακή ανάπτυξη, στην καλλιέργεια ταλέντων, και στη μακρόπνοη οικοδόμηση μιας βιώσιμης παραγωγικής δομής και ενός εξαγώγιμου εθνικού πολιτιστικού προϊόντος, παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε ένα μοντέλο εξωστρέφειας χωρίς βάσεις. Οι εξαγγελίες για 15 εκατομμύρια έγιναν με πολιτικούς όρους, αλλά τα 6,5 εκατομμύρια δεν φτάνουν καν για να σωθεί το παρόν, πόσο μάλλον να σχεδιάσουμε το μέλλον.
Σε δελτίο τύπου του ΕΚΚΟΜΕΔ αναφέρεται πως ο προϋπολογισμός του φορέα αυξήθηκε 154%, που μαζί με την αύξηση 2 εκατ. ευρώ για τα επιλεκτικά προγράμματα σημαίνει πως -σύμφωνα με ανακοίνωση-απάντηση του κινήματος ΟΡΑΤΟΤΗΣ ΜΗΔΕΝ- υπάρχει ένα ποσό γύρω στα 8 εκατ. ευρώ που δεν γνωρίζουμε πού θα διοχετευτεί και πώς. Από όταν τέθηκε αυτό το ερώτημα, έχει υπάρξει κάποια απάντηση ή ένδειξη από την πλευρά του ΕΚΚΟΜΕΔ;
Όχι, δεν έχει υπάρξει καμία απάντηση. Όμως αν διαβάσουμε κάτω από τις γραμμές, μπορούμε ίσως να υποθέσουμε πως ο στόχος είναι αυτά τα χρήματα (ή μέρος τους) να διατεθούν σε δράσεις, ενέργειες, πρωτοβουλίες κλπ που δεν σχετίζονται άμεσα με τα οπτικοακουστικά, αλλά με τον ευρύτερο δημιουργικό πολιτισμό. Το gaming είναι ούτως ή άλλως στον ιδρυτικό νόμο του Οργανισμού, αλλά πέρα από αυτό, αν παρακολουθήσουμε τις ανακοινώσεις, τα Δελτία Τύπου, τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικές δικτύωσης και τις συνεντεύξεις των μελών της Διοίκησης, θα δούμε το ξεκάθαρο ενδιαφέρον για συνέργειες με το θέατρο (π.χ. βιντεοσκόπηση παραστάσεων), με τη μουσική (π.χ. βιντεοσκόπηση συναυλιών), με το design κλπ.
Εξάλλου ο φορέας αρχικά είχε και την ονομασία Creative Greece, υποδηλώνοντας τον άμεσο στόχο για κάτι ευρύτερο των οπτικοακουστικών – ονομασία που ενημερωθήκαμε πως βάση τροπολογίας που κατατέθηκε σε άσχετο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας – για άγνωστους λόγους – τελικά θα απαλειφθεί. Όπως και να χει, πόροι ίσως να υπάρχουν αλλά αυτοί οι πόροι δεν έχουν ακόμη διατεθεί στο Σινεμά.
Πώς κατανέμεται το πρόγραμμα εξωστρέφειας; Ποια είναι τα ποσά που φτάνουν στους παραγωγούς; Είναι ποτέ αρκετά;
Από το ανακοινωμένο 1.700.000 ευρώ μόνο τα 100.000 προορίζονται για την ενίσχυση της διανομής των ταινιών και επιπλέον 150.000 για την ενίσχυση της παρουσίας των ταινιών στα φεστιβάλ του εξωτερικού. Είναι σχεδόν αυτοκτονικό να επενδύεις στην παραγωγή μιας ταινίας και μετά να μην υποστηρίζεις την προώθηση της, να μην επενδύεις στην επικοινωνία της. Είναι σαν να θες να τη θάψεις.
Με αυτό τον τρόπο εξυπηρετείται τέλεια και το αφήγημα των ελληνικών ταινιών που δεν επικοινωνούν με το κοινό. Μα πώς να επικοινωνήσουν όταν δεν υπάρχουν τα χρήματα για να υποστηριχθεί αυτή η επικοινωνία; Όταν μια ταινία βρίσκει με δυσκολία διανομή σε μία αίθουσα για μία μόνο εβδομάδα; Όταν σε μια ταινία αντιστοιχεί ένας μέσος όρος 2.500 ευρώ για έξοδα προώθησης και επικοινωνίας;
Αξιοσημείωτο είναι πως ο Οργανισμός εδώ και κάποιους μήνες δεν μπαίνει καν στη διαδικασία να ανακοινώσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του την παρουσία ελληνικών ταινιών σε διεθνή φεστιβάλ ή στις ελληνικές αίθουσες. Σαν να μην θέλει να προβάλλει το βασικό έργο που καλείται να εξυπηρετήσει.
ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΚΑΙ Η ΠΙΕΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ: «ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟ ΥΠ.ΠΟ. ΚΑΙ ΤΟ ΕΚΚΟΜΕΔ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΘΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ»
Πώς αξιολογείται διεθνώς αυτή η αδυναμία της χώρας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της; Τι αντιδράσεις υπάρχουν και τι προβλήματα δημιουργεί αυτή η κατάσταση τόσο σε άμεσο χρονικό πλαίσιο, όσο και μελλοντικά;
Η παρατεταμένη αδυναμία της Ελλάδας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, απέναντι σε Έλληνες και διεθνείς παραγωγούς που έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα cash rebate, έχει ήδη προκαλέσει σοβαρή ζημιά στη διεθνή της εικόνα ως χώρας φιλικής προς τον οπτικοακουστικό τομέα. Η εμπιστοσύνη των ξένων παραγωγών έχει κλονιστεί, και οι διεθνείς αντιδράσεις δεν είναι απλώς ανησυχητικές αλλά ενδεικτικές μιας βαθιάς συστημικής αποτυχίας.
Το γεγονός ότι μεγάλοι διεθνείς τίτλοι αποφεύγουν πλέον την Ελλάδα και ότι το τηλέφωνο των Ελλήνων τεχνικών – που μέχρι πριν λίγο καιρό δεν σταματούσε να χτυπά – έχει πλέον σιγήσει, αποτελεί σαφή ένδειξη του προβλήματος. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που σκέφτονται να εγκαταλείψουν το επάγγελμα και το μήνυμα που στέλνεται διεθνώς είναι πως η Ελλάδα δεν είναι πλέον αξιόπιστος συνεργάτης.
Χρειάζονται άμεσες παρεμβάσεις σε τρία επίπεδα: ξεμπλοκάρισμα των πληρωμών με ευελιξία και διαφάνεια, γενναία αναδιοργάνωση του ΕΚΚΟΜΕΔ με ανθρώπους του χώρου και τεχνοκρατικό υπόβαθρο, και άνοιγμα σε έναν ειλικρινή διάλογο με τους επαγγελματίες του τομέα. Χωρίς αυτά, όχι μόνο δεν θα ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη των ξένων παραγωγών, αλλά θα χάσουμε και αυτό που με κόπο οικοδομήθηκε τα τελευταία χρόνια: μια ζωντανή και δυναμική ελληνική οπτικοακουστική κοινότητα με διεθνή προοπτική.
Τι μέτρα ζητάτε να πάρει η Πολιτεία; Υπάρχει ρεαλιστικά κάποιος τρόπος να αντιστραφούν αυτά τα δεδομένα;
Βεβαίως και υπάρχει τρόπος. Τα αιτήματα της επιστολής μας είναι εντελώς ρεαλιστικά. Είναι αποκλειστικά θέμα πολιτικής βούλησης, ικανότητας διαχείρισης και ειλικρινούς επικοινωνίας με τους φορείς. Είναι βασικό θέμα ότι έχει διαρραγεί η εμπιστοσύνη. Και αυτό είναι πραγματικά αποκλειστική ευθύνη της σημερινής διοίκησης η οποία μας υποσχόταν συνεχώς πράγματα που τελικά δεν μπορούσε να τηρήσει.
Αν η Πολιτεία συνεχίσει να αρνείται πως τα πράγματα πάνε στραβά, τι είναι προετοιμασμένοι να κάνουν ως αντίδραση οι χιλιάδες επαγγελματίες του ελληνικού σινεμά που υπέγραψαν την ανοιχτή επιστολή;
Αυτό είναι σίγουρα κάτι που θα πρέπει να το αποφασίσουμε από κοινού σε μία νέα συνάντηση. Υπάρχουν διάφορες σκέψεις. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια αν το ΕΚΚΟΜΕΔ δεν ανταποκριθεί στα αιτήματα που έχουμε θέσει και συνεχίσει να απαντά παραπλανητικά. Ήδη η συγκινητική αλληλεγγύη των ξένων συναδέλφων μας που υπέγραψαν την νέα επιστολή της Ορατότητας, είναι ένα πρώτο βήμα για την διεθνοποίηση του ζητήματος. Ελπίζουμε η νέα μας αυτή κίνηση να βοηθήσει στο να γίνουν κατανοητά από την πολιτεία τα τεράστια προβλήματα του τομέα.
Το ότι μεσολαβεί ο Αύγουστος δε θεωρούμε πως είναι πρόβλημα. Στο άμεσο παρελθόν άλλωστε κατά τη διάρκεια του Αυγούστου πέρασαν από τη Βουλή τροπολογίες που κατήργησαν σημαντικούς νόμους για την οπτικοακουστική παραγωγή, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της σημερινής αρνητικής εικόνας (το 2015 η κατάργηση του ειδικού φόρου επί του κινηματογραφικού εισιτηρίου, και το 2017 η αλλαγή υπολογισμού της απόδοσης του 1,5% από τα συνδρομητικά κανάλια).
Οπότε ελπίζουμε και ευχόμαστε η σημερινή διοίκηση του ΥΠ.ΠΟ. και του ΕΚΚΟΜΕΔ να κάνει την έκπληξη και εντός του Αυγούστου να πάρει θετικές αποφάσεις και πρωτοβουλίες για το Ελληνικό Σινεμά.