Είδαμε το “Cry” της Λένας Κιτσοπούλου- Και το θέατρο Τέχνης “πνίγηκε” στο αίμα

Είδαμε το “Cry” της Λένας Κιτσοπούλου- Και το θέατρο Τέχνης “πνίγηκε” στο αίμα
Στην κόψη του ξυραφιού, το "Cry" (κλάμα…; κραυγή...;) διερευνά καταρχάς τα όρια της ευγένειας. © yuri pires tavares

Είδαμε την πολυαναμενόμενη παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου στο θέατρο Τέχνης και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

Το θέατρο που κάνει η Λένα Κιτσοπούλου δεν είναι συμβατικό. Αυτό το γνωρίζουν πια όλοι. Ούτε το “Cry”, το μέχρι πρότινος άπαιχτο στην Ελλάδα έργο της, είναι συμβατικό. Κάθε άλλο. Είναι ένα έργο που ακροβατεί στην κόψη του ξυραφιού, σκιαγραφώντας με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τη σύγχρονη πραγματικότητα. Την πραγματικότητα όχι μόνο της πανδημίας στους ρυθμούς της οποίας ζούμε τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά και την πραγματικότητα της αστικής μας ευγένειας. Αυτής της ευγένειας που μας μεταμορφώνει, μας τυλίγει σε ένα πολιτικά ορθό περιτύλιγμα, μας φορά ωραία ρούχα και ωραίες συμπεριφορές και μας καθίζει στον καναπέ σαν ζόμπι.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όσο αυτό είναι δυνατό: Στη σκηνή του κατάμεστου από κόσμο θεάτρου Τέχνης μπαίνουν επίσημα ενδεδυμένοι τρεις από τους πρωταγωνιστές της βραδιάς: η Πωλίν Ουγκέ κάθισε μπροστά από ένα πιάνο, ο Νίκος Καραθάνος βολεύτηκε σε έναν κατακόκκινο καναπέ και η Μαριλένα Μόσχου σε μία καρέκλα. Κάθονται σε αποστάσεις ασφαλείας στο σαλόνι του σκηνικού και είναι αποφασισμένοι να “περάσουν καλά”. Το διατυμπανίζουν κιόλας λέγοντας: “Μια βραδιά είναι και θα περάσει”. Απευθύνονται σε εμάς τους θεατές με έκδηλη χαρά και ικανοποίηση. Η Πωλίν Ουγκέ μάς “ξεναγεί” στο μικρό σπιτάκι που είναι τοποθετημένο στο πίσω αριστερό μέρος της σκηνής πάνω στο οποίο υπάρχει η ένδειξη “Laughing Room” και μας παρακινεί να μπούμε μέσα αν κάποια στιγμή θελήσουμε να γελάσουμε. Μπαίνει και η ίδια μέσα και ξεκαρδίζεται στα γέλια.

Φωτογραφία από τη νέα εκδοχή του "Cry" που παρουσιάστηκε στο θέατρο Τέχνης στην οδό Φρυνίχου για 3 παραστάσεις. © yuri pires tavares

Γιατί μία τέτοια ήρεμη και ευφρόσυνη βραδιά «ξέφυγε»; Γιατί όταν η Πωλίν έπαιξε πιάνο άγαρμπα και φάλτσα δολοφονήθηκε εν ψυχρώ; Και γιατί το γαλήνιο σκηνικό πνίγηκε στη συνέχεια στο αίμα από τους απανωτούς φόνους;

Ας μη γελιόμαστε. Αυτά τα δύο χρόνια της πανδημίας όλοι επιχειρήσαμε να περάσουμε τέτοιες όμορφες βραδιές. Όλοι εξαναγκαστήκαμε να ανεχτούμε τον διπλανό μας και μπήκαμε σε ένα ροζ συννεφάκι που όλα τα βαφτίζαμε όμορφα, ωραία και καλά. Σκεφτείτε μόνο πόσες φορές δεν ψυχαναγκάσαμε τους εαυτούς μας να νιώσουμε πως περνάμε καλά μέσα σε αυτή την αδυσώπητη μαυρίλα, πόσες φορές δεν αναγκαστήκαμε να αγαπήσουμε το σπίτι του εγκλεισμού μας, πόσες φορές δεν υποβάλλαμε τον εαυτό μας στην ιδέα πως βλέπουμε πραγματικό θεάτρο μέσα από την τηλεοπτική οθόνη ή πως βγαίνουμε για καφέ με τους φίλους μας μέσω του zoom. Ή ακόμη, πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε πως θέλουμε να τα σπάσουμε όλα γύρω μας ή δε νιώσαμε να βράζουμε από την καταπιεσμένη βία μέσα μας και συνεχίσαμε να χαμογελάμε με αυτό το ηλίθιο χαμόγελο που μας επιτάσσει η κοινωνία;

Είναι η πίεση της καθώς πρέπει κοινωνικής συμπεριφοράς και ευγένειας που τελικά μας αρρωσταίνει; Ή είναι η φύση του ανθρώπου βίαιη και σκοτεινή από μόνη της και εμείς όλοι ζούμε σε μία κοινωνία που μας απαγορεύεται τελικά να εκφραστούμε;

Τι συμβαίνει όταν η ευγένεια μας οδηγεί να ανεχτούμε καταστάσεις που δεν αντέχουμε; © yuri pires tavares

Η Λένα Κιτσοπούλου με το έργο αυτο προσπαθεί να μιλήσει για τη ματαιότητα που την πνίγει. Όχι μόνο αυτή που αισθανόμαστε εντός της πανδημικής αυτής φάσης, αλλά γενικά. Δε διστάζει να βγει από τις συμβατικές νόρμες και να βγάλει μία δυνατή κραυγή ενάντια σε όλα όσα μας ευνουχίζουν βίαια. Γίνεται η “μύγα” που θέλει να μας ενοχλήσει και να μας βγάλει από αυτήν την αέναη αταραξία μας. Μας προτρέπει να παραδεχθούμε πως είμαστε όλοι “μαλάκες”. Και διακηρύσσει πως μόνο μία μικρή παραδοχή τους γεγονότος αυτού είναι ένα βήμα προς την αυτογνωσία . “Μας τη λέει” και μάλιστα έξω από τα δόντια. Μας στήνει στον τοίχο και σπάζοντας κάθε θεατρική σύμβαση μάς “πυροβολεί” για τις πληροφορίες που καταπίνουμε αμάσητα καθημερινά.

Υπό τους ήχους του “My way” του Φρανκ Σινάτρα (σε εκτέλεση του Έλβις Πρίσλεϊ), αυτοσαρκάζεται, ξεγυμνώνεται και λούζεται και αυτή στο αίμα, χωρίς να φοβηθεί ούτε να εκτεθεί ούτε να τσαλακωθεί. Με τον δικό της μοναδικό τρόπο μας πληροφορεί πως η παράσταση τελείωσε και μας καλεί να αποχωρήσουμε από το θέατρο. Κανένας, όμως, θεατής δεν κουνιέται από τη θέση του. Μέχρι τη στιγμή που στη σκηνή εισβάλλει ο πέμπτος πρωταγωνιστής και θεριστής…

Μήπως τελικά δεν φταίνε οι άλλοι, αλλά ο ίδιος ο εν υπνώσει εαυτός μας;

Το “Cry” άλλους θα τους ταρακουνήσει, άλλους θα τους αφήσει παγερά αδιάφορους και άλλους θα τους θυμώσει με την αποσπασματικότητα, τον κατά τόπου αυτισμό του και την υπερβολή του. Προσωπικά βυθίστηκα μέσα στο αιματηρό σύμπαν της παράστασης και δεν ήταν λίγες οι φορές που ταυτίστηκα με όλη αυτή τη φαινομενικά παράλογη βία. Μολονότι δεν είμαι πιστή φαν της Τέχνης της αιρετικής σκηνοθέτιδας -και δε συμφωνώ με όλες τις θεατρικές της προσεγγίσεις- η παράσταση αυτή μου “μίλησε”, με άγγιξε και με συγκίνησε. Συγκλονιστικά σπαρακτικός ο Νίκος Καραθάνος.

Συμπέρασμα κι ένα ερώτημα: Μία παράσταση που “κουνά” το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, βαζοντάς μας να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας κατάματα στον καθρέφτη. Αλήθεια εσείς αν αφήνατε τον εαυτό σας ελεύθερο, πόσα εγκλήματα θα είχατε διαπράξει;

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα