BLONDE ΣΤΟ NETFLIX: Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΙΛΙΝ ΜΟΝΡΟΕ (ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ)

Μετά την πολύκροτη πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βενετίας, το Blonde κυκλοφορεί πλέον και στο Netflix. Το είδαμε και αναμεταδίδουμε με ό,τι δύναμη μας απέμεινε.

Τι ακριβώς ήθελε να πετύχει ο Άντριου Ντόμινικ γυρίζοντας το Blonde;

Είναι μια απορία που θα στοιχειώνει γενιές και γενιές, αν υποθέσουμε πως η νέα του ταινία –ένα κάτι-σαν-βιογραφικό της Μέριλιν Μονρόε για λογαριασμό του Netflix– θα επιβιώσει στη συλλογική συνείδηση. Ποιος ξέρει, έχουν συμβεί και πιο περίεργα πράγματα.

Ένα περίεργο πράγμα που έχει συμβεί, ας πούμε, είναι αυτό: Πριν 30 περίπου χρόνια, ο Ντέιβιντ Λιντς σκηνοθέτησε μια από τις κορυφαίες ταινίες της καριέρας του, και των ‘90s, και του σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά εν γένει, το Fire Walk With Me, κι οι πάντες τότε το μίσησαν. Αποτυχία στα ταμεία, γιούχες στις Κάννες, μίσος από την κριτική.

Γράφαμε πριν μερικά χρόνια, ανακηρύσσοντας την ταινία ως την πιο υποτιμημένη των ‘90s, πως: «Στο Fire Walk With Me ο Λιντς ανταλλάζει τα quirks με πόνο και απόγνωση, ο Άντζελο Μπανταλαμέντι ανταλλάζει τα γουστόζικα finger snaps με ένα score από την κόλαση, οι στυλιζαρισμένες αποχρώσεις δίνουν τη θέση τους σε οράματα τρόμου και υστερίας. Στην καρδιά όλων η ιστορία μιας κοπέλας-θύμα, επιτέλους μέσα από τα δικά της μάτια, μια επίπονη διαδρομή προς έναν αναπόφευκτο εφιάλτη που διανύουμε όλοι μαζί».

Κάνουμε τώρα αυτή την αναφορά μιας και το Fire Walk With Me έχει αποτελέσει ένα συχνό πρώτο σημείο σύγκρισης για το Blonde του Άντριου Ντόμινικ, μια τρομερά σκληρή ταινία που εστιάζει στην γυναίκα πίσω από την εμβληματική «περσόνα» της Μέριλιν Μονρόε καθώς ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη διαδρομή προς τον θάνατο. Ένα ταξίδι μέσα από την κόλαση της showbiz και μιας αποπνικτικής κουλτούρας διασημότητας που ξέρει μόνο να εκμεταλλεύεται και να λειτουργεί απάνθρωπα, διαχωρίζοντας βίαια τον άνθρωπο από τον εικόνα του.

Ο Λιντς όμως πραγματοποιούσε μια αντιστροφή του ίδιου του οράματός του (όπως εκφράστηκε στο TV φαινόμενο Twin Peaks) δίνοντας στην Λόρα Πάλμερ τον πρώτο λόγο και κάνοντας όλους μας συνεπιβάτες στο δικό της ταξίδι– είναι μια πολύ σκληρή ταινία με τρομερή ενσυναίσθηση, ένας δύσκολος, σπάνιος συνδυασμός που εξηγεί τόσο το αρχικό μούδιασμα απέναντί της, όσο και την αποκατάσταση της φήμης της δεκαετίες αργότερα.

Το Blonde, αντιθέτως, δεν διαθέτει καμία αίσθηση ανθρωπιάς και καμία απολύτως συμπάθεια προς το αντικείμενό του. Όχι απλά η ταινία δεν νοιάζεται για την Μέριλιν, αλλά της αφαιρεί ακόμα και τα όσα επιτεύγματα είχε να επιδείξει στην καριέρα και τη ζωή της, μειώνοντάς την σε απλό υποχείριο και βασανίζοντάς την ξανά και ξανά. Η Μέριλιν του Blonde υπάρχει απλά για να υποφέρει.

Ο Ντόμινικ διαθέτει ένα αξιοσημείωτο ως τώρα έργο, με ταινίες σαν το Chopper, το Killing Them Softly και το Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford– ταινίες που ανασυστήνουν εποχές βίας με λυρικά άγριους τρόπους, παίζοντας ένα πάντα ενδιαφέρον παιχνίδι σε σχέση με το φιξιόν και την αλήθεια, και τη σχέση μας με τις ιστορίες, τους ήρωες και τη βία που κάθε αφήγηση εμπεριέχει υπάρχοντας και μόνο. Το Blonde, παρόλο που ποτέ δεν είναι ακριβώς εμφανές, παίρνει επίσης τεράστιες ελευθερίες σε σχέση με την πραγματικότητα (κάτι που δεν είναι ποτέ κακό σαν προσέγγιση στην τέχνη) επιχειρώντας να διαχειριστεί τη Μέριλιν ως μύθο παρά ως κάτι το αληθινό. Ναι, το μαντέψατε: Η γυναίκα εδώ είναι ξανά σύμβολο, παρά άνθρωπος.

Σύμβολο, όμως, για τι; Ο Ντόμινικ χρησιμοποιεί διαφορετικά φίλτρα και διαφορετικά aspect ratios αλλάζοντας από χρώμα σε άσπρο-μαύρο και εισάγοντας την Άνα ντε Άρμας σε κλασικές σκηνές της φιλμογραφίας της Μέριλιν, όλα προκειμένου να λειτουργήσει το φιλμ ως μια παραληρηματική ανασύσταση εμβληματικών στιγμών (φωτογραφιών, σκηνών, αφισών, εξωφύλλων) παρά αναμνήσεων. Αυτό δεν είναι ένα ταξίδι στη ζωή ενός ανθρώπου αλλά μια απάνθρωπη παράθεση snapshots ενός κρατουμένου.

Το οποίο είναι φυσικά απολύτως αποδεκτό ως τοποθέτηση εφόσον η εν λόγω κρατούμενη έχει λέγειν σε αυτή τη διαδρομή ή αν το όλο καλλιτεχνικό κομμάτι διαθέτει ένα διεισδυτικό βλέμμα κι έχει πρόθεση να πει κάτι. Αμφιβάλλουμε αν αυτό συμβαίνει εδώ. Ο Ντόμινικ διασκευάζει ένα βιβλίο της Τζόις Κάρολ Όουτς, όχι επειδή φαίνεται πως τον ενδιαφέρει στα αλήθεια η Μέριλιν ως προσωπικότητα ή ως φαινόμενο, αλλά επειδή σε αυτή την (γεμάτη ακραία εικονογραφία και φανταστικές επεκτάσεις επί της πραγματικότητας) αφήγηση βρίσκει μια σκληρή αλληγορία θανάτου και απώλειας δύναμης.

Ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα προκύπτει τελείως μονοδιάστατο: Η Μέριλιν, ερμηνευμένη από την Άνα ντε Άρμας σε μια θαυμαστά αφοσιωμένη ερμηνεία, είναι ένα φροϋδικό σύμβολο, ένα αθώο παιδάκι που διαρκώς αναζητά τον «daddy», και που πασχίζει να αποδράσει από την αφήγηση του εαυτού της που το σύστημα και η πατριαρχία έχουν επιβάλλει. Απουσιάζει όμως κάθε αίσθηση επιτυχίας ή θριάμβου για την ίδια– προς θεού, όχι με σκοπό να επιτευχθεί κάποια μοντερνιστική ήγηση που να μετατρέπει την τραγωδία της Μέριλιν σε μετα-φεμινιστικό θρίαμβο, αλλά αν μη τι άλλο ώστε να αναδειχθεί το σκοτάδι και το αδιέξοδο, ακόμα και μέσα από τις επιμέρους νίκες, τις ανάσες.

Τι προκύπτει τελικά από αυτό το μονομανές σφυροκόπημα; Η Μέριλιν του Blonde δεν είναι ούτε Μέριλιν, ούτε Νόρμα Τζιν, είναι μια φαντασία απέναντι στην οποία όλο το σύμπαν επιτίθεται με ορμή και βία. Η ταινία θέλει να μιλήσει για την εκμετάλλευση της εικόνας, αλλά το κάνει δίχως ενσυναίσθηση και δίχως κατανόηση απέναντι στο αντικείμενό της– ο ίδιος ο Ντόμινικ δεν προκύπτει από πουθενά πως νοιάζεται ιδιαίτερα για τον Μονρόε, είτε ως άνθρωπο είτε ως περσόνα.

Δεν είναι πρωτάκουστο φυσικά να έχουμε σημαντικά έργα από σκηνοθέτες που τοποθετούνται εχθρικά απέναντι στους ίδιους τους ήρωές τους– αρκεί κανείς να παρακολουθήσει μεγάλο μέρος της φιλμογραφίας του Ρίντλεϊ Σκοτ και την απέχθειά του προς οτιδήποτε εκπροσωπεί δομές ελέγχου και εξουσίας. Όμως στο Blonde δεν μοιάζει να υπάρχει κανένα σημείο αγκιστρώματος ή ενδιαφέροντος. Ο Ντόμινικ αδιαφορεί για την Μέριλιν, την οποία παρατηρεί μόνο ως σύμβολο θλίψης και καταπίεσης, δίχως όμως να έχει τίποτα να συνεισφέρει στην σημειολογία, καμία κατανόηση, κανένα πλαίσιο ανάγνωσης.

Το φιλμ είναι μια παραληρηματική συρραφή εντυπωσιακών εικόνων βίας και πόνου, δίχως οξυδέρκεια ή κατανόηση. Είναι το φιλμικό αντίστοιχο του να κοιτάς από μακριά ενώ δέρνουν κάποιον άνθρωπο και μετά από ώρα να φεύγεις μουρμουρώντας «ουφ, κρίμα– αλλά δεν ήταν και καμία προσωπικότητα».

Το Blonde στριμάρει στο Netflix.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα