ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΩΝ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ
Τα παιδιά που αποχωρίστηκαν τις οικογένειές τους και ταξίδεψαν μόνα τους από τις πιο ταραγμένες περιοχές του πλανήτη στην καρδιά της Αθήνας, με όνειρο μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη (pics)
Από τον Γιώργο Πουλιόπουλο
Είναι ένα συνηθισμένο μεσημέρι στην Αθήνα. Η τηλεόραση στο κτίριο των Εξαρχείων παίζει ειδήσεις για το προσφυγικό. Οι περισσότεροι από τους διαμένοντες εδώ δεν χρειάζεται να παρακολουθήσουν το δελτίο, καθώς αυτό το θέμα είναι κομμάτι της ζωής τους. Βρισκόμαστε στον Σύλλογο Μερίμνης Ανηλίκων. Μια οργάνωση που λειτουργεί ως φιλανθρωπικό σωματείο από το 1924, εδώ δεκαπέντε χρόνια ειδικεύεται στη φιλοξενία ανήλικων παιδιών που φτάνουν στη χώρα μας από εμπόλεμες και γενικότερα ταραγμένες περιοχές του πλανήτη.
«Αυτή τη στιγμή στον ξενώνα φιλοξενούνται 16 παιδιά , οι υποδομές του αρκούν συνολικά για τη φιλοξενία 17 ατόμων» λέει ο Φώτης Παρθενίδης, κοινωνικός λειτουργός που εργάζεται για πάνω από μια δεκαετία εδώ. «Πριν από ένα χρόνο ήμασταν γεμάτοι, όπως και οι άλλες αντίστοιχες δομές και μάλιστα υπήρχε και μεγάλη λίστα αναμονής. Αυτό πλέον δεν ισχύει». Ο λόγος έχει να κάνει και με τις εικόνες που βλέπουμε καθημερινά στην τηλεόραση μας. Η πρόσβαση στη δυτική Ευρώπη έχει γίνει ευκολότερη, ένα ταξίδι που κάποτε κόστιζε τρεις και τέσσερις χιλιάδες ευρώ πλέον δεν ξεπερνά τις λίγες εκατοντάδες. «Επιπλέον στους ίδιους τους ανήλικους πρόσφυγες υπάρχει προτροπή από τις οικογένειες τους να μην παραμείνουν στην Ελλάδα, αλλά να κάνουν το παν για να φτάσουν σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης, είτε έχουν συγγενείς εκεί, είτε όχι.
Ο Μοχάμεντ, 15 ετών, είναι ίσως ο πλέον καινούργιος κάτοικος του ξενώνα. Έχει περίπου δύο μήνες στην Ελλάδα , η συζήτηση μαζί του γίνεται με με τη βοήθεια ενός από τα παλαιότερα παιδιά που μεταφράζει από τα αραβικά. «Έφυγα από τη Συρία εξαιτίας του πολέμου» απαντάει γρήγορα και κοφτά χωρίς να θέλει να μπει σε λεπτομέρειες. Στον ξενώνα βρίσκεται εδώ και περίπου δύο μήνες, συνεννοείται στα αραβικά με τα άλλα παιδιά, τις πρωινές ώρες επισκέπτεται και αυτός το διαπολιτισμικό σχολείο. «Δεν έχω κανένα παράπονο από τους ανθρώπους του ξενώνα, ούτε από τα άλλα παιδιά που μένουν εδώ. Απλά μου λείπει η οικογένεια μου».
Το μέλλον του το φαντάζεται στην Ελβετία και δεν είναι ο μοναδικός. «Εκεί έχεις δυνατότητα να δουλέψεις, δεν είναι όπως εδώ» παρεμβαίνει στην συζήτηση ο Τζ. Ο Τζ είναι από το Πακιστάν και είναι από τους παλαιότερους κάτοικους του ξενώνα καθώς βρίσκεται 5 χρόνια εδώ. Μιλάει πολύ καλά ελληνικά, δεν έχει κάποιον συγγενή να τον περιμένει στη δυτική Ευρώπη. Παρόλα αυτά, δεν φαντάζεται τον εαυτό του εδώ. «Με το που τελειώσω το σχολείο θα κάνω κάθε προσπάθεια να φύγω» εξηγεί. Ο λόγος; «Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει δυνατότητα να δουλέψεις» είναι η μόνιμη επωδός του Τζ και άλλων παιδιών.
*Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
Σημαντικό να ειπωθεί πως κανένα από τα παιδιά δεν έχει παράπονα από την Ελλάδα. Ή μάλλον σωστότερα δεν έχει παράπονα από τους Έλληνες. «Από το κράτος έχουμε πολλά παράπονα, υπάρχουν παιδιά που περιμένουν χρόνια για να πάρουν τα χαρτιά τους, αν και πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν πρόσφυγες» λέει ο Τζινάτ.
Προφανώς όλη η συζήτηση που γίνεται τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα για το προσφυγικό δεν τους αφήνει αδιάφορους. «Η καλύτερη περίπτωση είναι να έχουν ενημέρωση από τους δικούς τους ανθρώπους ή από εμάς για τις συνθήκες που πρόκειται να αντιμετωπίσουν στις χώρες που θέλουν να πάνε» λέει ο Φώτης Παρθενίδης. «Οι διακινητές κυκλοφορούν διάφορα ψέμματα, όπως το γεγονός πως στην Ευρώπη επιτρέπεται να δουλεύεις ακόμα και αν είσαι ανήλικος. Επίσης γίνεται λόγος για τεράστια επιδόματα κάτι που δεν ισχύει σε καμιά περίπτωση».
Θα περίμενε κανείς σε ένα χώρο που διαμένουν 12 έφηβοι η συμβίωση να μην είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. «Και όμως δεν υπάρχουν συγκρούσεις που έχουν να κάνουν με την εθνικότητα ή τη θρησκεία. Φροντίζουμε και εμείς με δραστηριότητες όπως μαθήματα ελληνικών αλλά και άλλου τύπου να δημιουργούμε ομαδικό κλίμα. Επίσης σεβόμαστε ιδιαιτερότητες όπως π.χ. στη διατροφή. Επειδή τα περισσότερα παιδιά προέρχονται από μουσουλμανικές χώρες δεν υπάρχει χοιρινό στο διαιτολόγιο του ξενώνα. Πάντως είναι εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα προσαρμόζονται τα παιδιά. Βλέπεις ανθρώπους που όταν ήρθαν εδώ δε μιλούσαν λέξη ελληνικά και σε λίγους μήνες μπορείς να συνεννοηθείς μαζί τους» λέει ο Φώτης Παρθενίδης.
Και να μην υπήρχαν αυτές οι διαβεβαιώσεις για το πόσο καλά λειτουργεί η ομάδα μια βόλτα στο χώρο αρκεί να σε πείσει για του λόγου το αληθές. Δε μοιάζει με ίδρυμα αλλά περισσότερο με ένα χώρο συγκέντρωσης εφήβων που απλά υπάρχουν και κρεβάτια. Στους τοίχους υπάρχουν ζωγραφιές και άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες των παιδιών του ξενώνα, τωρινών και παλαιότερων.
Σε κατάσταση τράνζιτ
Ο Σερκάν προέρχεται από το Κουρδιστάν, συγκεκριμένα από εκείνο το κομμάτι που ανήκει στο Ιράκ. Είναι και αυτός από τις περιπτώσεις που βρίσκονται λίγο καιρό στον ξενώνα, αλλά κατά κάποιον τρόπο από τους τυχερούς καθώς όπως λέει τον περιμένει ο θείος του στην Αγγλία. «Αρκεί να έρθουν τα χαρτιά». Αντιλαμβάνεται την παραμονή του εδώ ως μεταβατική παρόλα αυτά «έχω κάνει φίλους, πηγαίνω στο σχολείο, τα πράγματα δε θα μπορούσαν να είναι καλύτερα».
Σημαντικό να ειπωθεί πως κάποιοι από τους κατοίκους του ξενώνα έχουν ζήσει την άγρια πλευρά της πραγματικότητας όχι μόνο στις χώρες τους αλλά και στην Ελλάδα. «Πριν έρθω εδώ στον ξενώνα, είχα δεχθεί επίθεση μαζί με άλλους φίλους μου» εξηγεί ο Τ. 18 χρονών από το Αφγανιστάν. Στην Ελλάδα βρίσκεται εδώ και 3 χρόνια περίπου, σπουδάζει σε σχολή μαγειρικής, θεωρητικά είναι από τις περιπτώσεις που θα μπορούσαν να φανταστούν το μέλλον τους εδώ. «Θα ήθελα να πάω στη Νορβηγία, μου έχουν πει άνθρωποι από τη χώρα μου αλλά και έχω διαβάσει πως εκεί τα πράγματα είναι ευκολότερα για όποιον θέλει να δουλέψει.
Όπως φαίνεται και από τα λόγια τους οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται την παραμονή τους στη χώρα μας ως μεταβατική . Αυτό δε σημαίνει πως στον ξενώνα δε δημιουργούνται σχέσεις στοργής και αλληλεγγύης. Κατά τις ώρες παραμονής μας εκεί τα πειράγματα, είτε μπροστά σε κονσόλα βιντεοπαιχνιδιού, είτε στο τραπέζι, είτε στον ελεύθερο χρόνο έδιναν και έπαιρναν. Και βέβαια όλα τα παιδιά που μένουν εκεί αντιλαμβάνονται τον ξενώνα και τη γειτονιά ως σπίτι τους. Η σχέση με τη γειτονιά είναι πολύ καλή, οι κάτοικοι αυτής της γωνιάς των Εξαρχείων είναι από τους πρώτους που θα γίνουν δωρητές σε είδος η χρήμα για τις ανάγκες του ξενώνα.
Το τέλος της κουβέντας το αφήνουμε στον Φώτη Παρθενίδη. «Είναι λίγο στενάχωρο το γεγονός πως εδώ έρχονται παιδιά που μπορεί να μείνουν για χρόνια, μαθαίνουν τη γλώσσα, εκπαιδεύονται, προσαρμόζονται στην ελληνική πραγματικότητα. Εξαιτίας της ελληνικής κρίσης όμως οι περισσότεροι μόλις ενηλικωθούν ή και νωρίτερα επιλέγουν να φύγουν. Είναι μια κατάσταση άσχημη, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως ζούμε σε μια χώρα με πρόβλημα υπογεννητικότητας».