ΠΑΝΟΣ ΤΟΛΙΟΣ: ΤΑ ΞΥΛΙΝΑ ΣΠΑΘΙΑ, ΤΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΑΠΟΣΥΡΘΗΚΕ
Ο σημαντικός Έλληνας ντράμερ σε μια συνέντευξη-ποταμό μιλάει για τη ζωή του και τη σπουδαία καριέρα του, ξεκινώντας από όταν έπαιζε ντραμς με τα τάπερ της μαμάς και φτάνοντας στο σήμερα, που πλέον έχει αποσυρθεί.
Εδώ και χρόνια, δεν τον βρίσκεις πίσω απ’ τα τύμπανα κανενός συγκροτήματος, αλλά πίσω απ’ τα μηχανήματα που ελέγχουν τις αποσκευές στο αεροδρόμιο Μακεδονία. Έχει αλλάξει δουλειά -και άρα και ζωή. Και σιγά μην το μετανιώσει.
Αν δεν ήταν αυτός χορτασμένος, ποιος θα ήταν;
Ξύλινα Σπαθιά, Σιδηρόπουλος, Τρύπες, Blues Wire, Μάσκες, Αγγελάκας και Επισκέπτες, Φάμελλος και Χαρούλης, Ζωρζ Πιλαλί και Νταλάρας… Γιάννης Μαρκόπουλος. Έχει παίξει με όλους.
Και έχει παίξει και δέκα χρόνια στα μπουζούκια(!).
Αλλά, ναι, κυρίως Ξύλινα Σπαθιά. Αν τον αγαπάμε για κάτι είναι κυρίως γιατί υπήρξε ο εμβληματικός ντράμερ τους.
Κι αν λοιπόν, σήμερα στα 65 του ζει μία ήσυχη ζωή -τουλάχιστον τις ώρες που δεν βρίσκεται ανάμεσα σε αεροπλάνα που ανεβοκατεβαίνουν- όλο και κάποιος επιχειρεί κάθε τόσο να του θυμίσει το ροκ εν ρολ παρελθόν του. Σήμερα εμείς, αύριο κάποιος άλλος.
Μιλήσαμε τηλεφωνικά για όλη την πορεία του στο χώρο της μουσικής, τα πρώτα του βήματα -στο σπίτι και στα σκυλάδικα-, για τα μεγάλα άλμπουμ με τα Σπαθιά, για τον τρόπο που έφυγε και τις δουλειές που ακολούθησαν. Και για τον αδερφό του τον Γιώργο, τον άλλον μεγάλο ντράμερ της γενιάς τους, τον άνθρωπο που έδινε τον ρυθμό στις Τρύπες και που έφυγε τόσο νωρίς απ’ τη ζωή.
Η ΑΡΧΗ ΜΕ ΤΑ ΞΥΛΙΝΑ ΣΠΑΘΙΑ
Στα Σπαθιά πήγες το ‘93, μόλις έφυγε ένας άλλος ντράμερ, ο Τάκης Μπάρμπας;
Ακριβώς. Τότε είχα απηυδήσει κιόλας με τα μπουζούκια. Αισθανόμουν ότι πραγματικά δεν μπορώ άλλο.
Οπότε γνώρισα τον Παύλο και μου έδωσε τα ντέμο που είχε φέρει από τη Γαλλία. Και πρώτη φορά μετά από πάρα πολύ καιρό, με ενθουσίασε κάτι τόσο πολύ. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ, δεν μπήκα καν στον κόπο να δω αν έχει μια εμπορική διάσταση ή οτιδήποτε.
Δεν με ένοιαζε κιόλας. Το ήθελα, το γούσταρα.
Και έτσι ξεκινήσαμε. Οι άλλοι τρεις ήταν ήδη μαζί: ο Τσαπράζης, ο Παύλος και ο Γκουνταρούλης. Τελευταίος μπήκα εγώ. Ήταν και ο Σταύρος Ρωσσόπουλος, άλλος ένας κιθαρίστας.
Και πρέπει να σου πω ότι οι πρώτες πρόβες γίνονταν στο στούντιο που είχαν οι Τρύπες. Ήταν τέτοια η σχέση, δηλαδή καμία συζήτηση για ανταγωνισμό και αντιπαλότητα. Κάθε άλλο. Τα παιδιά μας το είχαν δώσει εν λευκώ.
Προηγουμένως, τα “Μωρά στη φωτιά” δεν τα είχες δει live; Τα ήξερες;
Και τους ήξερα και τους εκτιμούσα. Ήταν σπουδαία μπάντα.
Άκου μια ιστορία. Κάποια στιγμή είχαμε έρθει με τον Σιδηρόπουλο να παίξουμε στη Θεσσαλονίκη, και επειδή και αυτοί γουστάρανε τον Παύλο, μάς λένε “παιδιά, να κάνουμε support;”. “Εννοείται να το κάνετε”.
Και ερχόμαστε εδώ για να παίξουμε αλλά αυτοί ρε γαμώτο μάλωναν πολύ μεταξύ τους. Κάθε βράδυ πηγαίναμε εκεί πέρα και ακούγαμε καυγάδες… Καυγάδες για χίλιους μύριους λόγους, ό, τι μπορεί να φανταστείς. Και κάποιες φορές δεν παίξανε καν.
Σκοτωθήκανε και φύγανε.
Ήταν πολύ ροκ εντ ρολ τα Μωρά. Άστο.
Οπότε ήξερες ποιος είναι ο Παυλίδης αλλά μόνο φατσικά, δεν είχατε κάποια σχέση.
Ναι.
Ο “ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΣ” ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΟΥΝΤΑΡΟΥΛΗΣ
Ωραία, θέλω να σε ρωτήσω για τον Γκουνταρούλη, επειδή νομίζω ότι εκείνος έδινε ένα πολύ χαρακτηριστικό ήχο στην μπάντα. Ξέρεις, το έχω μεγάλη περιέργεια το πώς κάποιος έπαιζε τέτοια πλήκτρα εκείνη την εποχή.
Ο Βασίλης είχε το εξής φοβερό: σε μια εποχή που το digital είχε αρχίσει να κυριαρχεί, εκείνος πήγαινε όσο γίνεται πιο πίσω στο αναλογικό. Τώρα το έκανε από ευαισθησία, από ευφυΐα, από όλα αυτά μαζί; Δεν ξέρω.
Τότε που όλος ο κόσμος αυτά τα αναλογικά σύνθια τα πουλούσε ως άχρηστα, ο Βασίλης τα μάζευε. Δηλαδή είχε Moog synthesizer, τον ήχο του οποίου, εντάξει, τον έβρισκες σε ένα πρόγραμμα, δεν έτρεχε τίποτα. Ναι, αλλά είναι άλλο το όργανο το ίδιο. Κατάλαβες;
Και ενώ οι πληκτράδες της εποχής βγαίναν με ένα mother keybord και ένα laptop φορτωμένο με ήχους, ο Βασίλης έβγαινε όπως έβγαινε ο Keith Emerson το ‘70, που είχε το hammond και από πάνω πέντε σύνθια και άλλα τρία δεξιά κι άλλα τέσσερα αριστερά κτλ.
Μα έκανε και στα live εντύπωση το πώς στεκόταν πάντα.
Ε, μορφάρα, εννοείται. Και κούκλος. Παιδαράς κι απ’ όλα.
Οπότε αυτός κέρδιζε και τα κορίτσια; Κάπως έτσι πήγαινε;
Είχε επιτυχία ο Βασίλης.
Ισχύει όντως ότι έχει γίνει μοναχός στο Άγιο Όρος;
Ναι, και δεν νομίζω ότι είναι και κρυφό.
Έκανε δύο προσωπικούς δίσκους μετά τα Σπαθιά και έπειτα αποφάσισε να πάει εκεί.
Επειδή με τον Βασίλη είχαμε και πολύ στενή σχέση, όταν μου το πρωτοείπε, σοκαρίστηκα λίγο, λογικό δεν είναι;
Και επειδή εκείνο το διάστημα περνούσε και λίγο δύσκολα στην προσωπική του ζωή, θυμάμαι ότι του είχα πει το εξής: “Βασίλη, αν θέλεις να πας για να πας εκεί, να πας. Αν θέλεις να πας απλώς για να φύγεις από εδώ, να μην πας”.
Ότι δηλαδή μην το δεις απλά ως μια διαφυγή και πάμε όπου να ‘ναι. Αν όμως το είδες, το μέτρησες και θεωρείς ότι σου αρμόζει και ότι θα είσαι καλά, πήγαινε.
Αποδείχτηκε ότι όντως έκανε σωστή επιλογή γιατί, από όσο μαθαίνω, είναι καλά εκεί.
Έχεις κάποια επαφή από τότε μαζί του;
Άμεσα όχι, αλλά είδα και σχετικά πρόσφατα τον αδερφό του που είναι επίσης εξαιρετικός μουσικός (τσελίστας) και μου είπε ότι είναι μια χαρά.
Αυτό ήθελε, αυτό κάνει. Τελεία. Δεν αφορά κανέναν άλλον.
Είχε πάντα μια έφεση προς τον Θεό; Δηλαδή όταν παίζατε μαζί, σας μιλούσε σχετικά;
Όχι.
Απλώς προέκυψε μετά δηλαδή.
Πήγε κάνα δυο φορές στο Άγιο Όρος, έτσι, όπως πάει ο περισσότερος κόσμος, μισό-τουριστικά, μισό-από περιέργεια, γνώρισε έναν πνευματικό, κάπως μιλήσανε και του άρεσε.
Ο Παυλίδης πώς ήταν το 1993; Ήταν όπως φαίνεται σήμερα, λίγο ονειροπόλος, κάπως σοβαρός; Πώς ήταν ως άνθρωπος τότε;
Ήταν φωτιά, ήταν πολύ ενεργητικός ρε. Τον έκαιγε. Ήθελε να τα βγάλει αυτά, ήθελε να τα πει. Θα έσκαγε. Τα κουβαλούσε από χρόνια πριν, και όλο τα δούλευε και όλο έγραφε, έσβηνε, ξανάγραφε. Ήταν πολύ καυλωμένος -έτσι το λέμε, πώς αλλιώς να το πω;
Αλλά ήταν και αυτός μόνος του και ήθελε να τα κάνει μαζί με μουσικούς, με μπάντα.
“ΞΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ”
Οπότε μπήκατε μέσα στο στούντιο και ηχογραφήσατε τον πρώτο δίσκο πάνω στο υλικό που είχε ήδη. Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος σας ήταν κάπως διεκπεραιωτικός;
Όχι, διεκπαιρεωτικό δεν το λες. Ξέρεις, αυτή είναι η διαφορά. Δηλαδή εγώ θεωρούσα τον εαυτό μου πάντα μουσικό συγκροτήματος και όχι session. Για παράδειγμα όταν μπλέχτηκα επαγγελματικά και με κάτι μεγάλα ονόματα του λαϊκού πενταγράμμου, με ορχήστρες κτλ, διαπίστωσα ότι δεν ήμουν επαρκής ως σεσσιονάς, γιατί κουβαλούσα μαζί μου την νοοτροπία του συγκροτηματία, που δεν θα κάνεις κάτι διεκπεραιωτικά.
Δεν το λέω απαξιωτικά. Μερικές δουλειές πρέπει να γίνονται και έτσι.
Ναι, και εγώ δεν το είπα υποτιμητικά.
Όταν βρεθήκαμε με τον Παύλο και τα άλλα παιδιά, κανένας μας δεν λειτούργησε συμπληρωματικά. Φτιάχναμε πράγματα. Δηλαδή μπορεί να ερχόταν ένα τραγούδι άλφα και να έβγαινε βήτα μετά από τη δουλειά και των υπολοίπων. Και αυτή είναι και η μαγεία των συγκροτημάτων.
Για παράδειγμα, το “Λιωμένο παγωτό” είναι ξεκάθαρα τραγούδι του Παύλου. Ξεκάθαρα. Ναι, αλλά η εισαγωγή, που είναι το trademark του τραγουδιού, είναι του Γκουνταρούλη. Κατάλαβες;
Επίσης υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα για τραγούδια που μπορεί να τους αλλάξεις τον ρυθμό, να τους αλλάξεις τη μορφολογία. Μπορεί ένα τραγούδι να έρθει και να φύγει αγνώριστο μετά από τη συλλογική δουλειά.
Εξακολουθεί να είναι το κομμάτι του “τάδε”, αλλά έγινε από “αυτούς”.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Υπάρχει κάποιο κομμάτι που η συμβολή σου να είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι ξέρουμε οι περισσότεροι;
Υπάρχει το “Παράξενο τραγούδι”. Το έχεις υπόψιν σου;
Βέβαια, ναι.
Είχε γίνει ως εξής. Γράφαμε στο στούντιο τον τρίτο δίσκο και ενώ είχα ηχογραφήσει κάποια τραγούδια, στο επόμενο τραγούδι έπρεπε να παίξω με τα σκουπάκια. Αυτά είναι σαν τις μπαγκέτες αλλά κάπως συρμάτινα, έχουν ένα πιο μαλακό υλικό τέλος πάντων.
Οπότε τα παιδιά που ήταν στην ηχοληψία μου λένε “πήγαινε μέσα να μας παίξεις κάτι με τα σκουπάκια για να ρυθμίσουμε τον ήχο σου”.
Και με το που μπαίνω για κάποιο λόγο αρχίζω και παίζω αυτόν τον ρυθμό που έχει το “Παράξενο τραγούδι”. Και περνάει κάνα τετράλεπτο και σκέφτομαι ότι “μα ακόμα να φτιάξουν τον ήχο;”. Σταματάω και τους φωνάζω “έλεος, μέχρι πότε θα το παίζω αυτό;”.
Και όπως τους βλέπω μέσα απ’ το τζάμι να είναι στην κονσόλα, μου κάνουν αυτή τη χαρακτηριστική κίνηση: “έλα, έλα”. Γιατί αυτοί με το που άκουσαν τι έπαιζα, είχαν την ευφυΐα να πατήσουν record.
Και εδώ μπαίνει και η δουλειά αυτών των ανθρώπων, γιατί και αυτοί είναι δημιουργοί.
Ο Χαρμπίλας; Αυτοί οι άνθρωποι;
Ναι. Και έτσι, λοιπόν, εκ του μη όντος, προέκυψε το τραγούδι -γι’ αυτό το λένε και “παράξενο”. Και μετά με το που το ακούσανε όλοι λένε “Όπα, εδώ κάτι έχουμε. Αυτό πρέπει να το κάνουμε κάτι”.
Εδώ είναι η μαγεία του συγκροτήματος. Αυτό δεν θα μπορούσε να προκύψει ποτέ σε μια ορχήστρα που έρχεται ο μαέστρος, έχει τις παρτιτούρες, τις μοιράζει στους μουσικούς κτλ. Το οποίο δεν το απαξιώνω, στο ξαναλέω.
Ποιο τραγούδι απ’ τα Ξύλινα Σπαθιά είχε, παικτικά, τη μεγαλύτερη πρόκληση για σένα;
Που με ζόρισε; Το “Ζεστός αέρας” και το “Μόνο αυτό”. Αυτά ήταν αρκετά απαιτητικά.
Αλλά αν με ρωτάς ποιο είναι το αγαπημένο μου, και από μένα και από τη μπάντα, νομίζω ότι είναι ο “Βροχοποιός”. Τρελαίνομαι.
Ειδικά το φινάλε του έχει μια κορύφωση…
ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΛΑΙΒ ΣΤΟ ΡΟΔΟΝ
Θυμάσαι την υποδοχή του πρώτου άλμπουμ; Πώς ήταν;
Θυμάμαι ότι ήταν κάτι που δεν μπορούσαμε να το προσμετρήσουμε μέχρι που κλείσαμε ένα λάιβ στο Ρόδον, το οποίο το θεωρούσαμε και ως ένα βαθμό παράτολμο. Απρίλης του ‘94 θα ‘τανε. Λέμε “άντε ρε παιδί μου, όλο στο Αν, ας πάμε και στο Ρόδον να μετρηθούμε”.
Και ξαφνικά κατεβαίνοντας στην Αθήνα για να παίξουμε, μας λένε “παιδιά, είναι sold out. Να βάλουμε και δεύτερη μέρα;”. “Τι λες τώρα ρε φίλε, τρέλα. Και το ρωτάς; Βάλε”.
Τελικά παίξαμε τέσσερις μέρες.
Εκεί αρχίσαμε να παίρνουμε χαμπάρι τι γίνεται.
Και κάπου εκεί όμως άρχισαν και κάποιες απομιμήσεις. Δεν θέλω να πω ονόματα, αλλά κάποιοι που μιμούνταν τον ήχο, ακόμα και την εκφορά του λόγου του Παυλίδη. Πώς τις έβλεπες αυτές;
Είναι λογικό να γίνει, OK. Τα παιδιά είναι παιδιά. Σάμπως εμείς τι; Παρθενογένεση κάναμε; Από κάπου ακούσαμε και εμείς.
Το θέμα είναι τι έκαναν οι εταιρείες, που τότε ήταν στα φόρτε τους. Ήταν λίγο αφελές το να βγάλουν όλους αυτούς τους δίσκους. Λίγη οικονομία δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.
ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΤΟΥ
Και τον επόμενο δίσκο τον βγάλατε στη Virgin. Και από ό, τι έχω διαβάσει κιόλας, σκοτωθήκατε και λίγο με τον Τσακαλίδη που είχε την Ano Kato. Η Virgin πώς σας βρήκε;
Η Virign είχε ήδη τις Tρύπες, είδε και τη φασαρία που έγινε και με τη “Ξεσσαλονίκη” και μας πήρε.
Αλλά εμείς είχαμε ήδη -όχι εμείς, ο Παύλος είχε για την ακρίβεια- υπογράψει να κάνει τρεις δίσκους με την Ano Kato.
Τέλος πάντων, εκεί δεν τηρήθηκαν ένα σωρό συμφωνίες που έστω στο μίνιμουμ θα έπρεπε να τηρηθούν. Τώρα δεν θέλω να τα λέω γιατί και ο άνθρωπος που είχε την Ano Kato δεν ζει πια.
Εν πάση περιπτώσει, ήταν δύσκολα τα πράγματα. Φτάσαμε σε δικαστήρια.
Είχα διαβάσει ότι είχε έρθει και ο Σαββόπουλος να σας είχε υποστηρίξει.
Αλήθεια είναι. Μας υποστήριξε πολύ ουσιαστικά.
Πριν πάμε στη Virgin, είχαμε ήδη έτοιμο το δεύτερο άλμπουμ, τις “Πόλεις της ασφάλτου” αλλά λόγω των δικαστικών διαμαχών και των ασφαλιστικών μέτρων που μας είχαν επιβληθεί κτλ, υπήρξε δύο χρόνια μπαν στον δίσκο.
Για την ακρίβεια βγήκε για λίγο, πούλησε 4-5 χιλιάδες κομμάτια και αμέσως μετά απαγορεύτηκε. Δεν μπορούσαν να γίνουν επανεκδόσεις.
Αλλά ήταν η εποχή που μεσουρανούσαν ακόμη οι κασέτες και οι αντιγραφές, οπότε όποιος ενδιαφερόταν, το έβρισκε.
Κανονικά όμως κυκλοφόρησε σχεδόν δύο χρόνια αργότερα.
Όλη αυτή η επιτυχία με το “Λιωμένο παγωτό” σε κούρασε;
Άκου τι κάναμε. Επειδή κάποια στιγμή ήταν ολοφάνερο ότι αυτά τα νούμερα που κάνουμε σαν ακροατήριο δεν είναι νορμάλ, πήραμε απόφαση να παίζουμε το “Λιωμένο παγωτό” ως δεύτερο, τρίτο τραγούδι ώστε αυτοί που έρχονταν μόνο για αυτό, να αισθάνονταν μετά από λίγο ότι “εντάξει, αυτό που θέλαμε να δούμε το είδαμε. Πάμε να φύγουμε”.
Έτσι ώστε να μείνουν αυτοί που ήξεραν που ήρθαν.
Τους “διώχνατε” δηλαδή με τρόπο.
Δεν τους διώχναμε. Τους κάναμε τη χάρη να διευκολύνουμε την κατάσταση. Και κάναμε τη χάρη και σ’ εμάς και σε όλους. Γιατί να το παίξουμε τελευταίο και να τους βάλουμε να υποστούν όλο το live που ενδεχομένως θα βαριούνται μέχρι να ακούσουν αυτό για το οποίο ήρθαν; Το παίζαμε τρίτο τέταρτο να ευχαριστηθούν. “Ευχαριστούμε παιδιά. Όποτε θέλετε μπορείτε να αποχωρήσετε”.
Δεν ήταν απαξιωτικό. Ήταν πρακτικό.
Θεωρείς τις “Πόλεις της ασφάλτου” το καλύτερο άλμπουμ των Ξύλινων Σπαθιών ή προτιμάς κάποιο άλλο;
Για μένα το αγαπημένο μου είναι το τρίτο. Αν βάλω σήμερα να ακούσω κάτι από την μπάντα, πιο συχνά αυτό θα βάλω.
Ήμασταν πιο συγκρότημα σε αυτόν τον δίσκο.
Απλά ο κόσμος τότε δεν το αγάπησε αμέσως.
Δεν είχε “Παγωτό” μέσα, κατάλαβες; Ούτε “Βασιλιά της σκόνης” ούτε “Τρένο φάντασμα”. Δεν είχε singles (σ.σ. το λέει κάπως γελώντας).
Είχε αλλάξει και κάπως ο ήχος.
Ναι, είναι λίγο πιο electro.
Αλλά νομίζω ότι με τον καιρό “δικαιώθηκε” αυτό το άλμπουμ.
Τι να σου πω… Εγώ δεν λέω ότι είναι το καλύτερο, λέω ποιο ακούω πιο συχνά και με μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
Εδώ που τα λέμε, το καλύτερο ως υλικό, πιθανώς να είναι το πρώτο.
Να σε ρωτήσω τώρα το γνωστό που ρωτάνε όλοι για το πρώτο άλμπουμ; Να το αποφύγω; Δεν ξέρω.
Ποιο είναι το γνωστό, πες μου.
Αυτά τα τέσσερα τραγούδια σε ποιον ανήκουν τελικά; Στον Παυλίδη ή στον Σαλβαδόρ;
Ρε συ Κώστα, ειλικρινά σου λέω και όχι για να υπεκφεύγω. Δεν ξέρω πως με έχεις ακούσει ως τώρα… Γενικά άμα ξέρω κάτι, το λέω.
Δεν ήμουν μπροστά σε όλες αυτές τις ιστορίες με τα Μωρά. Δεν μπορώ να ξέρω αν είναι του Σαλβαδόρ, αν είναι του Παύλου, αν αν αν.
Δεν ξέρω. Και οι δυο ορκίζονται και πίνουν νερό στο όνομα της αλήθειας που πρεσβεύουν.
Όταν τα ηχογραφούσατε για τον πρώτο δίσκο, ήξερες ότι μπορεί να βγει κάποιος και να πει “είναι δικά μου” ή το έμαθες πολύ αργότερα, αφού είχαν κυκλοφορήσει;
Μετά προέκυψαν αυτά. Και η αλήθεια είναι ότι και ο Παύλος αντέδρασε σαν να του έπεσε κεραμίδα στο κεφάλι. “Τι λέει τώρα αυτός ρε φίλε; Είναι δυνατόν;”.
Κι εγώ εξεπλάγην. Δηλαδή έλεγα “τι είναι αυτό τώρα;”.
Αλλά σου λέω δεν ξέρω.
Στα live που ακολούθησαν μετά το “Μια ματιά σαν βροχή” ήσουν;
Ναι. Εγώ έφυγα το ‘97.
Στο live στο Hacienda στο Μάντσεστερ ήσουν;
Πώς δεν ήμουν (σ.σ. το λέει ενθουσιασμένος). Θυμάμαι έπαιζα με τα τύμπανα που είχανε μπροστά το logo των Charlatans και μου λέγανε να το καλύψουμε και τους είπα “είναι δυνατόν, τι είναι αυτά που λέτε. Αφήστε το έτσι όπως είναι”.
(ΔΕΝ ΕΧΕΙ) ΤΕΛΟΣ
Ωραία, θα μου πεις και γιατί έφυγες από το συγκρότημα; Για ποιο λόγο;
Κοίτα, πρέπει να σου πω ότι δεν έφυγα. Με διώξανε.
Δεν το ήξερα. Αλήθεια σου λέω.
Α, όχι, έτσι έγινε.
OK, είχαμε τις διαφωνίες μας, είχαμε τις κόντρες μας αλλά έφτασε κάποια στιγμή που με μάζεψε όλη η μπάντα και μου ανακοίνωσε ότι “ξέρεις τι; Δεν πάει άλλο. Δεν γίνεται”.
Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες.
Μετά έκανα χρόνια να μιλήσω στα παιδιά. Είχα θυμό και πίκρα, εννοείται. Και πιο πολύ είχα θυμό, γιατί όπως το λες κι εσύ τώρα, και τότε λέγανε “έφυγε”. Και αναρωτιόμουν “γιατί δεν λένε τον διώξαμε”;
Αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει έχουν εξομαλυνθεί όλα αυτά τώρα.
Γενικά απ’ όσο με θυμάμαι δεν πρέπει να έχω φύγει από πουθενά. Από παντού με διώχνανε κάποια στιγμή.
Ωραία, άσχετα από τα Ξύλινα Σπαθιά, φεύγουμε από εκεί, για ποιον λόγο φαντάζεσαι ότι μπορεί να συνέβαινε αυτό; Έχεις αναρωτηθεί; Γενικά μιλάω.
Ναι, αυτό που ακούω συχνά είναι ότι είμαι παράγων που… πώς να το πω για να μην προσβάλλω κανέναν τώρα (σ.σ. σκέφτεται λίγο). Παραείμαι γήινος. Άντε ας το πούμε έτσι.
Παραείσαι τι; (όντως δεν άκουσα καθαρά)
Ξενέρωτος ίσως.
ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΥΜΠΑΝΑ ΜΕ ΤΑ ΤΑΠΕΡΑΚΙΑ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ
Γενικά, πώς ξεκίνησε αυτή η αγάπη για τα ντραμς; Ο αδερφός σου στη συνέντευξη μας μου είχε πει ότι σας επηρέασε ένας ξάδερφος, που έπαιζε και στους Olympians, ο Βασίλης Παπαβασιλείου.
Η πρώτη εικόνα που έχω είναι να πηγαίνουμε στο σπίτι του ως πιτσιρίκια και να βλέπουμε τη συλλογή του από δίσκους. Εγώ δεν είχα δει δίσκους στη ζωή μου μέχρι τότε. Και δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά είχα κολλήσει με το εξώφυλλο του δεύτερου άλμπουμ των Led Zeppelin.
Καθόμουν και το χάζευα χωρίς να καταλαβαίνω ακριβώς τι ήταν. Και όταν ο Βασίλης έβαλε τον δίσκο να παίζει, τότε κατάλαβα τι είναι αυτή η μουσική και τι δυνατότητες κρύβει.
Από εκεί και πέρα, το να εξερευνούμε τους δίσκους του έγινε πολύ αγαπημένη ασχολία.
Ωραία. Και τα ντραμς πότε μπήκαν για πρώτη φορά σπίτι σου;
Τι να πω ρε γαμώτο… Κάποια πράγματα δεν έχουν εξήγηση. Τότε, επειδή δεν υπήρχαν πολλά λεφτά για δίσκους, το πιο κοντινό που μπορούσες να κάνεις για να ακούς μουσική, γιατί το χρειαζόμασταν, ήταν το κασετοφωνάκι. Και εκείνη την εποχή τα δισκοπωλεία σου έγραφαν κασέτες.
Θυμάμαι δηλαδή ένα χαρακτηριστικό υπόγειο κοντά στο σπίτι μας, στην περιοχή της Καμάρας στη Θεσσαλονίκη που πηγαίναμε για να μας γράψουνε. Τους έλεγες “θέλω από τη μία μεριά της κασέτας αυτό, και από την άλλη μεριά εκείνο”.
Κάποια στιγμή του λέω και μου γράφει ένα διπλό live των Deep Purple, το “Made in Japan”.
Κλασικό, ναι.
Μου γράφει λοιπόν αυτό και έχει μέσα το “Mule”, που έχει ένα οκτάλεπτο σόλο τύμπανα. Και εγώ δεν το άντεχα και ξαναπάω στο δισκοπωλείο με την κασέτα και του λέω “τη δεύτερη μεριά θέλω να την σβήσεις και να γράψουμε κάτι άλλο, γιατί έχει μόνο τύμπανα”.
Και πώς φτάσαμε τελικά να τα γουστάρεις τα τύμπανα;
Ειλικρινά δεν θυμάμαι. Αυτό που πραγματικά θυμάμαι είναι ότι κάποια στιγμή είχε πάρει η μαμά ένα σετ με τάπερ, που ξεκινούσε από ένα πολύ μικρό ταπεράκι και έφτανε μέχρι ένα σχεδόν βαρέλι. Και τα έβαζα στη σειρά από το μικρότερο προς το μεγαλύτερο, τα γέμιζα με λίγο νερό ώστε όταν τα χτυπάω να έχουν λίγο βάρος και να μην πετάγονται δεξιά αριστερά. Και με το νου μου νόμιζα ότι παίζω τύμπανα.
Ξέρεις, ήταν μια εποχή που δεν είχες καν την ευκαιρία να δεις έστω στην τηλεόραση πώς είναι ένα αληθινό σετ τύμπανα. Μέσα δεκαετίας 70, έτσι;
Κάποια στιγμή έμαθα ότι στο σχολείο κάτι μεγαλύτερα παιδιά είχαν συγκρότημα και όργανα σ’ ένα υπόγειο. Βρήκα τρόπο να τους προσεγγίσω, και όταν πήγα, είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου αληθινά τύμπανα. Κοίταζα την μπότα και νόμιζα ότι απλώς στήριζε το πάνω μέρος –δεν ήξερα καν ότι παίζεται με το πόδι.
Μέχρι τότε κοπανούσα μόνο με τα χέρια πάνω σε τάπερ, νομίζοντας ότι έχω φτάσει σε ένα επίπεδο. Ξαφνικά ανατράπηκαν όλα· έπρεπε να ξαναρχίσω απ’ την αρχή.
Όταν λες “επίπεδο” εννοείς δηλαδή ότι όντως είχες μάθει με τα τάπερ;
Με τον νου μου. Τι να είχα μάθει; Κοπανούσα σαν τον κανίβαλο, νομίζοντας ότι αυτό είναι τύμπανα.
Και κάπως έτσι πήρα ένα ζευγάρι ξύλινα τσόκαρα για να βαράω το πάτωμα και να βγάζω ήχο μπότας μαζί με τα τάπερ. Αυτοσχέδιο setup κανονικά.
Άσε τώρα, τι να σου λέω. Έχουμε κάνει με τον αδερφό μου κανιβαλισμούς.
Φτάσαμε όσο ακόμα ζούσαμε με τους γονείς μας στον 7ο όροφο, υπερκεντρικά, να έχουμε πάρει το πρώτο μας σετ τύμπανα και να τα κοπανάμε χωρίς να βάλουμε καν μια πετσετούλα πάνω τους, μπας και κοπεί λίγο η ένταση του θορύβου.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΟΥ (ΚΑΝΟΝΙΚΑ) ΝΤΡΑΜΣ
Πόσο χρονών ήσουν όταν τα πήρες;
Γύρω στα 19-20.
Αρκετά μεγάλος δηλαδή. Και έμαθες τόσο καλά ντραμς σ’ αυτήν την ηλικία;
Αυτό με τα τάπερ από κάποιο σημείο και μετά ψιλολειτούργησε. Βεβαίως δεν γινόταν όλο σωστά, αλλά ήταν αρκετό για να σου δώσει την αίσθηση του ρυθμού. Έβαζα τα τραγούδια που μου άρεσαν και έπαιζα από πάνω.
Πάντα πίστευα ότι, αν έχω ένα καλό -γιατί έχω πολλά κακά ως μουσικός- είναι ότι έχω μάθει να ακούω τους άλλους όταν παίζουν. Πολύ συχνά οι ντράμερ παρασύρονται από ένα εγωκεντρισμό και πολλοί και από μια τεχνική που αναπτύσσουν -την οποία ζηλεύω γιατί εγώ δεν την έχω.
Η τεχνική μου είναι από μέτρια έως άστα να πάνε.
Αυτό μάλλον το λες μόνο εσύ. Δεν νομίζω να σε λέει κανένας άλλο μέτριο.
Όχι, το λέω εντελώς αντικειμενικά και κρίνοντας με απόλυτη ειλικρίνεια. Δεν θα κοροϊδευόμαστε τώρα μεταξύ μας.
Σου λέω, το τεχνικό σημείο δεν είναι το φόρτε μου, αλλά είμαι καλός στο να μπορώ να ακούω τον άλλον.
Θέλω να παίζω με άλλους, γι’ αυτό και σ’ αυτό το σπίτι που είμαι σήμερα, που είναι μέσα στα χωράφια και μπορώ να παίξω και 3 η ώρα το βράδυ χωρίς να ενοχλώ κανέναν, δεν το κάνω γιατί θέλω παρέα για να παίξω. Να έρθουν δυο τρεις φίλοι.
10 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΑ ΣΚΥΛΑΔΙΚΑ
Η πρώτη σου μπάντα ποια ήταν;
Η πρώτη ήταν ένα γυμνασιακό εγχείρημα το οποίο λεγόταν “Ερημίτες”. Ρομαντισμός και θλίψη (γελάει). Ξέρεις τώρα, εφηβεία. Τρέχα γύρευε.
Ήταν φουλ ερασιτεχνικό. Χαζοπαίζαμε κάτι Poll κλπ.
Οπότε η πρώτη μπάντα που το είδες πιο σοβαρά, ποια ήταν; Οι Blues Gang;
Η πρώτη μου δισκογράφηση ήταν με μια μπάντα, τους Nemo, που βγάλαμε έναν αγγλόφωνο δίσκο σε στυλ southern rock το ’82. Δεν ήταν κάτι αξιόλογο, ήταν αρκετά επιφανειακό, δεν είχε κανένα ειδικό βάρος.
Το πρώτο όμως που είχε πραγματική ουσία ήταν με τους Blues Wire, όπου ήμασταν και συμμαθητές με τον Ηλία Ζάικο.
Και κάπου εκεί το πήρες και συ απόφαση ότι “αυτή τη δουλειά θα κάνω επαγγελματικά, εδώ είμαι”;
Όχι, αυτό έγινε κάπως τυχαία και μετά από σκληρό καυγά με τους γονείς. Είχα δώσει τότε στη Νομική αλλά δεν με ενδιέφερε. Δεν είχα περάσει και έτσι το αφήγημα στο σπίτι ήταν ότι “δεν πειράζει, ήσουν πολύ κοντά, θα δώσεις του χρόνου πάλι”.
Αλλά εγώ τους είπα ότι θέλω να ασχοληθώ με τη μουσική. “Ωραία”, μου λένε. “Απόδειξέ μας ότι μπορείς να ζήσεις από τη μουσική”.
Οπότε το μόνο πράγμα που υπήρχε τότε για να λειτουργήσει επαγγελματικά και να τους αποδείξω ότι μπορώ ήταν τα μπουζούκια.
Κι έτσι πέρασα κι εγώ από αυτό το τεράστιο σχολείο για μία δεκαετία.
Σε ποια έπαιξες;
Δεν θα τα ξέρεις, είναι όλα κάτι άθλια παραπήγματα στην επαρχία.
Κάποια στιγμή που ψάχνω απεγνωσμένα για δουλειά και θέλω να φύγω από την πόλη, βλέπω μια αγγελία: Ζητείται επειγόντως ντράμερ για το Ναύπλιο. Εκείνα τα χρόνια, το Ναύπλιο απ’ τη Θεσσαλονίκη θεωρούταν πολύ μακριά.
Παίρνω τηλέφωνο και μου απαντάει ο ντράμερ που θα αντικαθιστούσα. Μου λέει “το μαγαζί είναι κωλαδικο, αλλά επειδή η ορχήστρα είναι καλή, με συγχωρείς που θα στο ρωτήσω αλλά έχεις εμπειρία από τον χώρο; Επίσης ένα προαπαιτούμενο είναι να διαβάζεις παρτιτούρα”. Λέω “εννοείται”. Ψέματα όλα.
Πηγαίνω εκεί και συναντάω, λοιπόν, αυτόν που σήμερα θεωρώ ότι είναι ο μέντοράς, τον Λεωνίδα Αλαχαδάμη, ο οποίος δεν ζει πια.
Και επειδή δεν αντέχω άλλο, του λέω όλη την αλήθεια και μου λέει “πω, με καις γιατί εγώ θέλω να φύγω χτες”.
Μιλάμε για εποχή που τα μαγαζιά αυτά ανθούσαν -πασοκάρα κτλ- ήταν εφτά ημέρες τη βδομάδα.
Μιλάμε για το ’85;
Πιο πριν, το ‘83. Η συνάντηση αυτή γίνεται όταν πια τα μπουζούκια γίνονται σοβαρά για μένα, γιατί μέχρι τότε κάτι πανηγύρια πήγαινα, κάτι μικρές δουλειές.
Οπότε λοιπόν ο Λεωνίδας ας είναι καλά εκεί που είναι, μου λέει “άκου τι θα κάνουμε. Θα κάτσω άλλη μία βδομάδα, θα έρχεσαι κάθε βράδυ να ακούς μέχρι να μάθεις το πρόγραμμα”.
Και όλη αυτή τη βδομάδα εκτός από το σχολείο που μου έκανε για τη δουλειά, μου μάθαινε και τι θα αντιμετώπιζα, πώς θα έπρεπε να συμπεριφερθώ κτλ.
Με έκανε άντρα, με λίγα λόγια. Με έβαλε πραγματικά μέσα στο τι είναι τα τύμπανα, κι ας βρισκόμασταν μέσα σε ένα σκυλάδικο του κερατά. Η αγάπη του για τα ντραμς ήταν δεδομένη.
Έχεις κάποια ιστορία από τα μπουζούκια; Να έγινε κάτι ιδιαίτερο στο μαγαζί;
Ήταν μια εποχή που ήταν επίπλαστη. Δεν ήταν αυθεντικά λαϊκά μαγαζιά αυτά, ήταν κάτι παραπήγματα που μέσα ήταν σαν ρωμαϊκά θέατρα, καρακιτσαριά, και κυριαρχούσε η επίδειξη πλούτου και το ποιες γκόμενες κυκλοφορεί ο τάδε κτλ… Ήταν αηδιαστικά πράγματα. Μακάρι να είχα ζήσει κάτι που να άξιζε να σου πω.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
Είδα ότι στα ’80s είχες παίξει ντραμς και στα άλμπουμς διάφορων καλλιτεχνών -στον Ανδρέα Μικρούτσικο, στη Βόσσου, στον Μαρκόπουλο. Αυτά πώς προέκυψαν;
Μετά το Ναύπλιο, κατέβηκα στην Αθήνα και έμεινα εκεί για 5-6 χρόνια.
Και εκεί έγινε άλλο ένα όνειρο μου πραγματικότητα: Εμένα αν με ρωτούσες “Σιδηρόπουλος ή Τζάγκερ”, θα σου ‘λεγα “πλάκα μου κάνεις; Σιδηρόπουλος”.
Και όταν βρέθηκα στην Αθήνα, μέσω κάποιων κοινών γνωστών, βρέθηκα να παίζω με τον Παύλο.
Μα είδα και στον δίσκο του Μικρούτσικου ότι έπαιζε και ο Γαλανάκης και ο Αράπης από τους Απροσάρμοστους.
Ήμουν μαζί τους στην μπάντα του Παύλου για κάνα δύο χρόνια. Απλά δεν μπορούσα να επιβιώσω μόνο από αυτό.
Είχε γίνει, λοιπόν τότε, μια κοινή συναυλία, νομίζω στα Βοτσαλάκια στον Πειραιά, όπου ήταν και ο Ανδρέας Μικρούτσικος με μία μπάντα που είχε τότε, η οποία δεν θα συνέχιζε μαζί του. Εκείνος θα ξεκινούσε μετά εμφανίσεις στο Ροντέο και έτσι μας είπε “παιδιά, έρχεστε όλοι μαζί, έτσι όπως είστε;”.
Και πρέπει να σου πω ότι εκεί και εμείς του επιβάλαμε να πάρει και τον Παύλο, για να έρχεται να λέει έξι-εφτά τραγούδια, ώστε να πάρει κι αυτός ένα μεροκάματο. Ήμασταν πολύ δύσκολα.
Και το δέχτηκε ο Μικρούτσικος.
Η αλήθεια είναι ότι ο Παύλος ήρθε μερικές φορές και μετά είπε “παιδιά, εγώ δεν μπορώ εδώ μέσα, δεν με καλύπτει αυτό. Καθίστε εσείς όμως, δεν τρέχει τίποτα”. Και έφυγε.
ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΙΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΡΟΚ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ
Άσχετο αλλά όταν έφυγε ο Φλωροσκούφης από τις Τρύπες, πώς και δεν πέρασες εσύ από “οντισιόν” αλλά πέρασε ο αδερφός σου; (Δεν έγινε έτσι αλλά καταλαβαίνεις τι εννοώ)
Μα εγώ έκανα τεράστια καριέρα στα σκυλάδικα (γελάμε).
Ειλικρινά πάντως ήταν κυρίως αυτό, ότι αφενός είχα βολευτεί, και αφετέρου είχα βάλει κι έναν στόχο να μαζέψω, δεν ξέρω και εγώ, πόσα λεφτά -κάτι βλακείες τώρα- για να είμαι άνετος και μετά να κάνω αυτά που με ενδιαφέρουν δημιουργικά.
Και έτσι δεν πολυκοίταζα δεξιά αριστερά.
Πάντως, δεν θυμάμαι καν αν μου προτάθηκε για να σου πω την αλήθεια να πάω εγώ ή αν είπαν κατευθείαν στον Γιώργο. Αλλά ακόμα κι αν μου έλεγαν, δεν θα πήγαινα.
Mου φαίνεται τρομερό ότι για ένα διάστημα τα δύο μεγαλύτερα εν ενεργεία ροκ συγκροτήματα είχαν δύο αδέρφια στα ντραμς. Δεν ξέρω, εσύ το συνειδητοποιούσες; Έλεγες “πώς το καταφέραμε τώρα αυτό;”.
Τη στιγμή που συνέβαινε; Όχι, γιατί ήμουνα συνεπαρμένος από αυτό που έκανα. Δηλαδή δεν καθόμουν να σκεφτώ ότι “κοίτα να δεις ρε, είναι και ο Γιώργος στις Τρύπες”. Ήταν κάτι αυτονόητο. Συγκατοικούσαμε κιόλας τότε.
Οι γονείς σας είπαν κάποια στιγμή, ότι “τελικά τα κατάφεραν τα παιδιά μας, δεν έγινε αυτό που φοβόμασταν εμείς”.
Πρέπει να σου πω ότι ο μπαμπάς έφυγε πριν προλάβει να το δει αυτό και ήταν κάτι που μας στεναχωρούσε. Γιατί αν και ήταν ο υποτιθέμενα αυστηρός της υπόθεσης, εν τέλει κατέληξε να μας στηρίζει. Πχ όταν ακόμα ήμασταν πιτσιρίκια και δεν είχαμε αμάξι, μας κουβαλούσε αυτός τα τύμπανα ή μας περίμενε να τελειώσουμε για να μας πάρει.
Και ο οποίος έκανε και το άλλο που εκ των υστέρων κατάλαβα πόσο τρυφερό ήταν. Πήγαινε τώρα ένας μπάρμπας ανάμεσα στα πιτσιρίκια, εκεί που χτυπιούνταν, και παριστάνοντας τον άσχετο, έλεγε “παιδιά, καλοί είναι αυτοί που παίζουνε;”. “Ω, θείο γαμώ είναι”. “Α, μπράβο, μπράβο. Και ο ντραμερ καλός είναι;”. “Α, ο ντράμερ κι αν είναι καλός”. Και φούσκωνε ο μπαμπάς από χαρά.
Εννοείται ότι μιλάμε για τις μπάντες που είχαμε πριν τα Σπαθιά και τις Τρύπες.
Πολύ ωραίο αυτό. Και πότε έφυγε αν επιτρέπεις.
Το ‘94.
Μόλις που είχες ξεκινήσει με τα Σπαθιά. Με τις Τρύπες πάντως έχεις παίξει και σε live, έχεις παίξει σε δίσκους. Είχατε μια σχέση.
Ναι, όπως και ο Γιώργος έχει παίξει με τα Σπαθιά αντίστοιχα. Μας άρεσε μωρέ να παίζουμε παρέα. Όλο το λέγαμε ότι θα κάνουμε κάποια στιγμή κάτι που θα παίζουμε οι δυο μας, με τίποτα λούπες και τέτοια. Ε, δεν το κάναμε.
Η διαφορά με τον αδερφό σου ποια ήταν παικτικά; Σε τι διαφέρατε ως ντράμερς;
Αυτό που πάντα ζήλευα στον αδερφό μου και δεν κατάφερα ποτέ να το κάνω ήταν ότι εκείνος δεν έφτιαχνε απλώς έναν ρυθμό που να δίνει την κίνηση, το pulse. Έφτιαχνε σαν φράσεις μέσα στο τραγούδι.
Θυμάμαι στο «Δεν χωράς πουθενά», έπαιξε κάτι που ούτε θα μου περνούσε απ’ το μυαλό. Εγώ θα έπαιζα έναν απλό ρυθμό που να κολλάει πάνω. Δηλαδή ο Γιώργος ήταν πιο δημιουργικός, πιο αρτίστας.
Ξέρεις, τώρα που σε ακούω σκέφτομαι ότι μάλλον εκείνος ήταν ο “χαμηλών τόνων” και εσύ ο πιο εξωστρεφής.
Πρέπει να σου πω ότι στην πραγματικότητα ο Γιώργος ήταν ξεκάθαρα πολύ πιο εξωστρεφής από εμένα. Ξεκάθαρα. Αλλά στο κανονικό του γιατί στο τέλος πέρασε -δυστυχώς- μια σκοτεινή εποχή.
Θα σου πω ένα χαρακτηριστικό. Όταν οι γονείς μου συναντούσαν κανένα γνωστό και τους έλεγε “αχ είδα το ένα από τα παιδιά σου αλλά δεν θυμάμαι ποιο, πώς να τα ξεχωρίσω” (μοιάζαμε κιόλας) οι γονείς μου ρωτούσαν “σε φίλησε;”. Αν έλεγε ναι, τότε του απαντούσαν “ο Γιώργος ήταν”.
Ήταν πιο διαχυτικός.
Είχα ρωτήσει και τον αδερφό σου αν πειραζόσασταν ποτέ μεταξύ σας, ξέρεις, για πλάκα, “σιγά το τραγούδι, δεν μας φτάνετε” και τέτοια.
Όχι, υπήρχε πολύ μεγάλος σεβασμός εκατέρωθεν.
Έτσι κι αλλιώς αυτό που έκαναν οι Τρύπες ήταν να τρυπήσουν τον πάγο. Δηλαδή όταν εμφανίστηκαν τα Σπαθιά, ο δρόμος ήταν ήδη στρωμένος. Είχαν βγει τα “Εννιά πληρωμένα τραγούδια”, είχε γίνει το κροσόβερ δηλαδή και προφανώς και υπήρχε έτοιμο ακροατήριο, αν είχες το υλικό.
Χαρακτηριστικά για να καταλάβεις, στη φοβερή συναυλία του Λυκαβηττού με τις πέτρες, τότε που η δεύτερη μέρα δεν έγινε ποτέ, ήταν εμείς να παίξουμε support στις Τρύπες. Μόλις που είχαμε βγάλει τη “Ξεσσαλονίκη”.
ΜΕΤΑ ΤΑ ΞΥΛΙΝΑ ΣΠΑΘΙΑ
Ωραία, οπότε τελειώνει αυτό με τα Ξύλινα Σπαθιά και μετά σε βρίσκουμε σε συνεργασίες με πολλές μπάντες. Μίκρο, Μάσκες…
Α, ναι, ο τρίτος δίσκος που έκαναν οι Μάσκες, αλλά αυτό δεν μακροημέρευσε γιατί λίγο μετά διαλύθηκαν. Αλλά ήταν ωραίος δίσκος αυτός, το “Γέφυρες στις ταράτσες”.
Και μετά βρίσκω ότι παίζεις στον δίσκο του Σάκη Ρουβά, “21ος Ακατάλληλος”, οπότε λογικά στο “Άντεξα”, εσένα ακούμε τόσα χρόνια;
Όχι ρε συ.
Μα αφού σε έχει στα credits.
Μπορεί και να μην το θυμάμαι γιατί ήταν μια εποχή που έκανα πολλά session σε στούντιο. Ήταν και ένας παράγων επιβίωσης τότε που η δισκογραφία μεσουρανούσε. Έγραψα πολλά και με πολλούς. Κάποιους μπορεί να τους ξεχνάω.
Πολλές φορές μπορεί να πας σε ένα στούντιο, να παίξεις ένα τραγούδι και να μην ενδιαφερθείς καν να ρωτήσεις ποιος το τραγουδάει αυτό. Είναι τόσο απρόσωπο ώρες ώρες.
Μερικές φορές μπορεί να γίνει εντελώς μηχανικά δηλαδή.
Ακριβώς. Θέλω να πω πάντως ότι εγώ θεωρώ μια από τις σημαντικότερες συνεργασίες μου και πάντως τον καλύτερο φίλο που μου έμεινε από όλη αυτή την ιστορία με τη μουσική, τον Μανώλη Φάμελλο.
Με τον Μανώλη ήμασταν συνεργάτες on/off για πάνω από είκοσι χρόνια. Στον χώρο μας κάνεις αδελφικές φιλίες που όταν λήγουν οι συνεργασίες με έναν τρόπο χάνονται. Ε, εμένα μου έχει μείνει ο Μανώλης, ο Παύλος Συνοδινός και άλλοι δυο τρεις.
Με τον Μανώλη κάναμε μία σειρά από εξαιρετικούς δίσκους, οι οποίοι μπορεί να μην είχαν την εμπορική απήχηση που είχαν τα άλμπουμ για τα οποία συζητούσαμε πριν, αλλά αυτά εγώ τα ακούω πιο συχνά από τα άλλα και σε ένα βαθμό τα θεωρώ εξίσου σπουδαία.
Απλά ο Μανώλης δεν έχει καμία ικανότητα ή και καμία επιθυμία να γράψει πιο συνθηματικά πράγματα. Είναι πολύ πιο εσωτερικός, είναι πιο δύσκολος, δεν είναι για τόσο πολλούς. Αλλά εμένα με συγκινούν πολύ αυτά που κάναμε μαζί.
Οπότε αν σε ρωτούσε κάποιος ποιοι είναι οι επόμενοι μεγάλοι σταθμοί μετά τα Σπαθιά, ποιους άλλους θα έβαζες, εκτός από Φάμελλο;
Θα έβαζα πχ και τον δίσκο με τον Αγγελάκα και τους Επισκέπτες γιατί ήταν πρωτόγνωρο, δύσκολο και πολύ οριακό. Δηλαδή 13-15 άτομα ορχήστρα δεν είναι απλό. Απαιτεί άπειρη δουλειά και πολλή αφοσίωση.
Αυτό πώς προέκυψε;
Καταρχάς είμαστε γείτονες, μένει κι αυτός εδώ στην Επανομή. Έκαναν τις πρόβες στο σπίτι του και εγώ πήγαινα από εκεί χωρίς να είμαι μέλος. Κι όταν άρχισε να διαμορφώνεται κάτι που μ’ άρεσε του ζήτησα να συμμετάσχω.
Έτσι κι αλλιώς εκεί ήμασταν τρεις που παίζαμε κρουστά, δεν ήταν μόνο ένας.
Αυτό πάλι ήταν έξω από κάθε κανόνα. Δηλαδή πηγαίναμε για πρόβα και επειδή ήταν δύσκολο να είναι παρόντα και τα 13 άτομα, μπορεί να ήμασταν οι πέντε, μπορεί οι επτά, να μαγείρευε κάνα μεζέ ο Γιάννης και μετά να λέγαμε “άντε, ας γρατζουνίσουμε και λίγο” και να προέκυπτε κάτι.
Και ήταν σχεδόν σαν παραμυθάκι δηλαδή. Ωραιοποιημένο, βέβαια, τώρα που το βλέπεις από απόσταση γιατί είχε και δυσκολίες, είχε και αγωνία κλπ.
Ξέρεις, βρήκα ένα βιντεάκι στο YouTube που έχεις σηκωθεί και τραγουδάς μαζί με τον Χαρούλη. Πρέπει να περνούσες πολύ ωραία μαζί του στα λάιβ, έτσι;
Εξαιρετικά ευγνώμων. Ούτε συζήτηση. Αυτό επίσης ήταν ένα από τα πράγματα που είχα τη χαρά και την ικανοποίηση να το δω σχεδόν εν τη γενέσει του, δηλαδή από τα σπάργανα, από όταν ο Γιάννης ήταν ακόμα πολύ φρέσκος στον χώρο.
Με τον Γιάννη ήμουν από το 2005-2006 μέχρι τον κορωνοϊό, δηλαδή μέχρι εκεί που σταμάτησα γενικά.
ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΣΥΡΘΗΚΕ;
Και γιατί σταμάτησες οριστικά να παίζεις ντραμς; Να πούμε εδώ ότι πλέον δουλεύεις μόνιμα στο αεροδρόμιο Μακεδονία.
Οι λόγοι είναι τρεις:
Πρώτον, μου χτύπησε ένα καμπανάκι στον κορωνοϊό ότι μπορεί και αυτή η δουλειά σαν δουλειά να τελειώνει γενικά, καθώς τώρα είναι πολύ δυσκολότερα τα πράγματα. Και για τα παιδιά που έρχονται τώρα είναι πιο δύσκολα τα πράγματα δυστυχώς. Δεν υπάρχουν λάιβ σκηνές πια.
Δεύτερον, είχα αρχίσει κι εγώ να αναρωτιέμαι “μήπως χόρτασες; Μήπως πας από κεκτημένη ταχύτητα; Γουστάρεις ακόμα ή σε πάει αυτό;”.
Και τρίτον, δεν θα ήθελα ποτέ -μα ποτέ!- να αναγκαζόμουν να τα παρατήσω γιατί ξεπεράστηκα. Αυτό θα με πέθαινε.
Κατάλαβα, ναι, αυτό θα ήταν σκληρό.
Τις δικές μου δυνάμεις τις ένιωθα ακόμα ακμαίες. Δεν είχα αρχίσει να αισθάνομαι ότι κουράζομαι και σωματικά. Γιατί τα ντραμς δεν είναι σαν το πιάνο, θέλουν και μια fit κατάσταση. Τρόμαζα όμως στην ιδέα να έρθει η στιγμή που θα βλέπω ότι τα χέρια μου δεν πολυ-πάνε άλλο.
Οπότε είπα “δεν τα παρατάς τώρα που είσαι ωραίος και επαρκής;”.
Και ξέρεις τι; Το χόρτασα. Είμαι καλά, πάμε για άλλα.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ ΤΟΥ
Τώρα πριν το τέλος, θέλω να σε ρωτήσω για τον αδερφό σου. Πώς έγινε; Πώς το έμαθες; Ό, τι νιώθεις εσύ ότι μπορείς να πεις σε έναν τρίτο.
Δεν περιμέναμε με τίποτα τέτοια κατραπακιά. Απλά ήμουν εδώ και έπεσε ένα τηλέφωνο. Και εκεί είναι που μένεις, όχι άναυδος, εκεί λες “δεν το ακούω τώρα αυτό, δεν μπορεί, κάτι γίνεται λάθος”. Άρνηση. Αλλά πας εκεί και το βλέπεις.
Δεν το έχεις χωνέψει ακόμα. Ακούγεσαι.
Όλο νομίζω ότι θα μιλήσουμε την επόμενη στιγμή, ότι θα πούμε πχ θα πάρεις “ρε Σαββίδη κανά φορ ή θα μας πεθάνεις έξι χρόνια τώρα;”.
Όλο μου έρχονται τέτοιες σκέψεις; Και μετά σκέφτομαι “μα τι λέω, είμαι με τα καλά μου;”.