Θάνος Ντόκος: “Η κατάσταση θα χειροτερεύσει πριν αρχίσει να βελτιώνεται”

Θάνος Ντόκος: “Η κατάσταση θα χειροτερεύσει πριν αρχίσει να βελτιώνεται”
Φωτό αρχείου: Βρυξέλλες στιγμιότυπο από συγκέντρωση AP

Μια εφ όλης της ύλης συνέντευξη παραχώρησε ο γενικός διευθυντής τους ΕΛΙΑΜΕΠ στο News 24/7. Μιλά για την Μέρκελ που θα μας λείψει, την Συμφωνία των Πρεσπών, την Ιταλική κυβέρνηση και για το πως πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα στην διπλωματική σκακιέρα.

Ανοίγει ένας νέος ιστορικός κύκλος για τη Δύση, πιστεύει ο γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ Θάνος Ντόκτος και εκτιμά ότι τα πράγματα στην Ευρώπη θα χειροτερεύσουν πριν βελτιωθούν. Μιλώντας στο News 24/7 σημειώνει ότι τα περί ελλείμματος ή όχι ηγεσίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν είναι κάτι καινούργιο λέγοντας με νόημα: “Είναι δε πολύ πιθανό ότι δεν θα περάσει πολύς καιρός πριν αρχίσουμε να αναπολούμε τη Αγκελα Μέρκελ”.

Ο Θάνος Ντόκος ΑΠΕ-ΜΠΕ

 

Με τον εθνικισμό να ανεβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη, όχι μόνο στα Βαλκάνια, μήπως γίνεται ακόμη πιο εύφλεκτο το έδαφος στη χώρα μας;

Εδώ και μερικά χρόνια έχει ξανακάνει την εμφάνισή του ο εθνικισμός στην Ευρώπη, άλλοτε σε ‘τοπική’ μορφή (Σκωτία, Καταλωνία, κλπ) και άλλοτε, με -ήπιο ή μη- τρόπο, υπό τη μορφή της επανεθνικοποίησης διαφόρων ευρωπαϊκών πολιτικών και την προβολή της ‘εθνικής’ υπεροχής. Σε περιοχές όπως τα Βαλκάνια, που βρίσκονται σε σχετικά πρώιμο στάδιο πολιτικής και κοινωνικής ανάπτυξης, έχουν αναδειχθεί εκ νέου παραδοσιακοί εθνικισμοί, με σημαντικότερο τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται, προς το παρόν τουλάχιστον, για μια ελεγχόμενη ανησυχία, αλλά ασφαλώς χρειάζεται επαγρύπνηση λόγω και της γεωπολιτικής ρευστότητας της περιοχής. Η επανεμφάνιση και η δυσκολία διαχείρισης του φαινομένου του εθνικισμού (που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με τον πατριωτισμό) συνδέεται με μια δύσκολη οικονομική συγκυρία, την απουσία πειστικού ευρωπαϊκού αφηγήματος και την ανεπάρκεια των πολιτικών, οικονομικών και πνευματικών ελίτ σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Τέτοιες εξελίξεις ασφαλώς εγκυμονούν κινδύνους και αποτελούν πηγή ανησυχίας για την Ελλάδα, αλλά και κάθε ευρωπαϊκή χώρα.

Υπάρχει σήμερα ηγεσία στην ΕΕ για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο έξαρσης της ακροδεξιάς και της οπιαθοδρόμησης;

Ο προβληματισμός περί ύπαρξης (ή όχι) ελλείμματος ηγεσίας σε επίπεδο ΕΕ δεν είναι κάτι καινούργιο. Αναπολούμε συνεχώς τις εποχές Ζισκάρ-Σμιτ και Μιτεράν-Κολ, ενώ ακόμη και η Μάργκαρετ Θάτσερ φαντάζει σήμερα πολύ πιο ελκυστική. Είναι δε πολύ πιθανό ότι δεν θα περάσει πολύς καιρός πριν αρχίσουμε να αναπολούμε τη Αγκελα Μέρκελ. Από τους ηγέτες των χωρών της ΕΕ, άλλοι είναι ‘άχρωμοι’ (χωρίς αυτό να είναι υποχρεωτικά κακό για τις χώρες τους, αν κάνουν αποτελεσματικά τη δουλειά τους), άλλοι είναι ‘προβληματικοί’ (για διάφορους λόγους), ενώ στις ‘ατμομηχανές’ της ΕΕ ο μόνος που φαίνεται να ξεχωρίζει είναι ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος όμως δοκιμάζεται εσωτερικά και το άστρο του έχει αρχίσει να ξεθωριάζει. Ταυτόχρονα, οι ακραίοι ευρωσκεπτικιστές ή αντι-ευρωπαϊστές ηγέτες εκμεταλλεύονται την αναιμική οικονομική ανάπτυξη, την υψηλή ανεργία, το φόβο για το μέλλον λόγω τεχνολογικών και άλλων αλλαγών, την ανασφάλεια και την ανησυχία (πραγματική ή όχι ελάχιστη σημασία έχει) για την ταυτότητα και τον τρόπο ζωής σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες λόγω πληθυσμιακών μετακινήσεων εντός ή εκτός Ευρώπης και αποδυναμώνουν περαιτέρω το κοινό ευρωπαϊκό αφήγημα και οικοδόμημα. Οι δε ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν έχουν επιδείξει τα απαραίτητα αντανακλαστικά και ικανότητα προώθησης ενός εναλλακτικού αφηγήματος. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί λόγοι απαισιοδοξίας. Η κατάσταση θα χειροτερεύσει πριν αρχίσει να βελτιώνεται.

Η ιταλική κυβέρνηση το “κάνει Κούγκι”, όπως λεγόταν παλιά για την κυβέρνηση Τσίπρα. Και στις Βρυξέλλες σιωπούν. Δυο μέτρα και δυο σταθμά ή απλώς πλήρης αδυναμία αντίδρασης;

Οπως είχαν επισημάνει πολλοί ειδικοί, η ελληνική κρίση δημιούργησε πολλά προβλήματα στην ΕΕ αλλά ήταν τελικά διαχειρίσιμη λόγω του μικρού μεγέθους της ελληνικής οικονομίας. Η πραγματική ανησυχία ήταν μια αντίστοιχη κρίση στην ιταλική οικονομία, χρεωκοπία και έξοδος της οποίας θα οδηγούσε την Ευρωζώνη σε κατάρρευση. Ο συνδυασμός οικονομικών προβλημάτων και αναποτελεσματικών ηγεσιών, και εσχάτως, μια ελάχιστα συνεννοήσιμης και ανομοιογενούς κυβέρνησης επανέφερε παλαιότερους φόβους στο προσκήνιο. Οι Βρυξέλλες έχουν κινηθεί στα μέτρα των δυνατοτήτων τους, με την επιστροφή του ιταλικού προϋπολογισμού χωρίς να τον εγκρίνουν. Κατανοούν ασφαλώς ότι οθώντας τα πράγματα στα άκρα, σε μια ανοιχτή αντιπαράθεση με τη συγκεκριμένης σύνθεσης ιταλική κυβέρνηση θα έχει έως και καταστροφικές συνέπειες και για τις δύο πλευρές. Συνεχίζουν να πιέζουν παρασκηνιακά, ελπίζοντας ότι η ιταλική κυβέρνηση θα ‘δει το φως’ και θα προσαρμοστεί στην κρατούσα ευρωπαϊκή λογική. Είναι, ασφαλώς, προφανές και μάλλον αναμενόμενο ότι υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά στην ΕΕ και ότι ‘δεν είναι όλα τα ζώα της φάρμας ίσα’.

Τι πρέπει να κάνει η χώρα μας στο διπλωματικό επίπεδο για να ενισχύσει την προοπτική ασφάλειάς της;

Πολλά είναι αυτά που μπορεί να κάνει η (κάθε) ελληνική κυβέρνηση σε διπλωματικό επίπεδο για να ενισχύσει τη διεθνή επιρροή και ρόλο, και κατ’ επέκταση την ασφαλεια της χώρας μας.Θα επικεντρωνόμουν, όμως, σε δύο σημεία: (1) την ενίσχυση του θεσμικού μηχανισμού στρατηγικού σχεδιασμού (δεν υφίσταται) και διαχείρισης κρίσεων σε εθνικό επίπεδο (χρήζει βελτίωσης). Η δυνατότητα σχεδιασμού σχετίζεται και με την ικανότητα πρόβλεψης και συνακόλουθα διαχείρισης εκτάκτων εξελίξεων. (2) την αλλαγή νοοτροπίας όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα κινείται τόσο εντός ΕΕ και ΝΑΤΟ, όσο και σε άλλα πεδία εξωτερικής πολιτικής. Η ανάληψη πρωτοβουλιών, η ενεργητική πολιτική, η προσπάθεια επηρεασμού και συνδιαμόρφωσης των πολιτικών σε αυτούς τους οργανισμούς μπορεί να έχει πολύ θετικά αποτελέσματα για τη χώρα μας. Σε τελευταία ανάλυση, θα πρέπει να αποφασίσουμε αν θέλουμε να είμαστε υποκείμενα ή αντικείμενα στα παίγνια διεθνούς πολιτικής.   

Οι αντιδράσεις γύρω από τη συμφωνία των Πρεσπών είναι δικαιολογημένες; Είναι εθνικά επωφελείς; Είναι κατανοητές από οποιονδήποτε μεταξύ των εταίρων και των συμμάχων μας;

Η επίλυση της διαμάχης με την ΠΓΔΜ θα επιτρέψει στην Ελλάδα να ανακτήσει μέρος του πρωταγωνιστικού ρόλου και επιρροής της στα Βαλκάνια, θα περιορίσει, σε βάθος χρόνου, την επιρροή και τα περιθώρια κινήσεων της Τουρκίας στην εν λόγω περιοχή, θα κλείσει ένα μέτωπο εξωτερικής πολιτικής και θα επιτρέψει τη ‘συντήρηση δυνάμεων’ και τη σταδιακή συσσώρευση διπλωματικού κεφαλαίου για τη διαχείριση του κεντρικού ζητήματος για την ελληνική εξωτερική πολιτική, τις σχέσεις με την Τουρκία. Υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι η συμφωνία δεν είναι προβληματική. Είναι γεγονός ότι τα προβλεπόμενα περί γλώσσας και εθνότητας απέχουν από το επιθυμητό. Η διπλωματία, βεβαίως, είναι η τέχνη του εφικτού και σε μια διαπραγμάτευση δεν παίρνει κανείς τα πάντα, αλλά φροντίζει να εξασφαλίσει τα πιο σημαντικά για τη δική του πλευρά.  

Πως αξιολογείται συνολικά η Συμφωνία των Πρεσπών; Εδώ η συζήτηση (που οξύνθηκε περαιτέρω λόγω της προσπάθειας της κυβέρνησης να αντλήσει και κομματικά οφέλη) αποκτά θεολογικό χαρακτήρα καθώς αντιπαρατίθενται δύο σχολές σκέψης, δύο στρατηγικές κουλτούρες: η πρώτη είναι εξωστρεφής και κοσμοπολίτικη (όπως ήταν ο ελληνισμός στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του), βλέπει τις προκλήσεις ως ευκαιρίες και αντιμετωπίζει το βόρειο γείτονά μας ως ένα αδύναμο και ανασφαλές κράτος (εθνοτικά διχασμένο, με το 20% του ελληνικού πληθυσμού, το 5% του ΑΕΠ και ανύπαρκτες στρατιωτικές δυνατότητες), που, εντασσόμενο στο ΝΑΤΟ και αργότερα στην ΕΕ, θα αποτελέσει τμήμα της ελληνικής ζώνης οικονομικής και πολιτικής επιρροής. Η δεύτερη είναι εσωστρεφής, βλέπει τις προκλήσεις ως κινδύνους και αισθάνεται ότι έχει πληγωθεί το εθνικό φιλότιμο κατά τη διάρκεια της  κρίσης. Θεωρεί ότι μελλοντικά μια πιο εθνικιστική κυβέρνηση στα Σκόπια θα αξιοποιήσει τις σχετικές διατάξεις της συμφωνίας για να εγείρει αλυτρωτικές διεκδικήσεις. Η συζήτηση μεταξύ των υποστηρικτών των δύο αυτών σχολών σκέψης έχει γίνει πολύ δύσκολη και μόνο ο χρόνος θα αποδείξει την ορθότητα της μιας ή της άλλης άποψης.

Τα “κίτρινα γιλέκα” μας θύμισαν ότι ο ευρωπαϊκός παράδεισος έχει ρωγμές και όταν στις ΗΠΑ κυβερνά ένας σαν τον Τραμπ σε τι να ελπίσει κανείς για την προοπτική του δυτικού πολιτισμού;

Βρισκόμαστε μπροστά στην παρακμή της Δύσης; Είναι σαφής η άνοδος των μη-δυτικών (κυρίως ασιατικών) δυνάμεων, αλλά σχετικά με την παρακμή της Δύσης ισχύει η ρήση του Αμερικανού συγγραφέα Μαρκ Τουέιν ότι ‘οι φήμες για το θάνατο μου ήταν λίαν υπερβολικές’. Ασφαλώς η περίοδος της αδιαμφισβήτητης δυτικής υπεροχής στο παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό σύστημα έχει φθάσει στο τέλος της, με το διεθνές σύστημα να βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο, το οποίο νομοτελειακά συνοδεύεται από υψηλή ρευστότητα. Φαίνεται, επίσης, να τελείωσε η εποχή της καθολικής αποδοχής των λεγόμενων ‘δυτικών αξιών’. Τέλος, πολλοί θα συμφωνούσαν ότι η γεωπολιτική έννοια της ‘Δύσης’ χρήζει επαναπροσδιορισμού, καθώς οι δύο βασικοί του πόλοι, Ευρώπη και ΗΠΑ, έχουν αλλάξει και συνεχίζουν να αλλάζουν. Ανοίγει ένας νέος ιστορικός κύκλος; Η απάντηση είναι σαφέστατα ‘ναι’, καθώς λόγω των παγκόσμιων τεχνολογικών, κυρίως, αλλά και πολιτικών και οικονομικών τάσεων, θα είναι ένας κύκλος πολύ διαφορετικός απ’ ότι έχουμε δει μέχρι σήμερα. Θα ζήσουμε σε ένα ‘θαυμαστό καινούργιο κόσμο’, με τεράστιες προκλήσεις, ήτοι κινδύνους, αλλά και ευκαιρίες.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα